7. Δραπέτες
Από μικρή είχε εξασκηθεί να δραπετεύει από την πραγματικότητα.
Έτσι αντιμετώπιζε την απουσία εκείνων!
Έφτιαχνε στο χαρτί βαρκούλες κι ύστερα τις χαρτόκοβε. Τις χρωμάτιζε πολύ προσεκτικά.
Γέμιζε τη σκάφη της κυρα Ξένης έπειτα, αυτής που τη μεγάλωσε, όσο η μάνα να γυρίσει από "μακριά" και τις έβαζε μέσα.
Μέχρι να νοτίσει το χαρτί και να ναυαγήσει, αυτή έκανε ταξίδια. Ήθελε να πάει στην ξενιτιά να τους βρει. Εκεί της έλεγε η κυρα Ξένη ότι είναι. Στην ξενιτιά!
-Και με τι πάνε εκεί;
-Με καράβι;
-Και κάνει πολλά λεφτά αυτό το καράβι;
-Ουουου! Εκατομμύρια!
-Και τι κάνουν στην ξενιτιά η μάνα και ο πατέρας κυρά;
-Πλένουν πιάτα για να έχεις εσύ να φας.
-Μα δεν θέλω να φάω! Δεν θέλω να φάω! Εγώ θέλω τη μάναααα!
Και θυμωμένη έπαιρνε το φαΐ της και το πετούσε έξω στο χώμα της αυλής!
-Τι έκανες πάλι σκασμένο; Βρε κακόχρονο να 'χεις! Τι το 'θελα και σε μάζεψα; Με βρήκε ψυχοπονιάρα η άλλη και σε ανέλαβα. Ρε δεν έκοβα το χέρι μου καλύτερα; Έχει πόσους μήνες να στείλει γράμμα με λεφτά! Αν δεν στείλει και τον άλλο μήνα , στην πρόνοια θα σε πάω και θα σ' αφήσω, τ' ακούς;
Τότε η Φιλιώ μαζευόταν σε μια γωνίτσα και κλαψούριζε...
"Όχι στην πρόνοια! Όχι στην πρόνοια! μονολογούσε κι έκλαιγε και πάσχιζε να θυμηθεί το πρόσωπο της μάνας, την αγκαλιά της, τα αρώματα που μύριζε στον κόρφο της σαν έχωνε τη μουσούδα της και τη νανούριζε γλυκά...
Νάνι, το παιδί μου, νάνι. Που δεν ήθελε νερό
Το ψιλό τραγούδι πιάνει. Νάνι, την τριανταφυλλιά μου,
Που τη γης δακρυοποτίζει Τ’άλογο μας το καλό
Και κάθε φορά όλο και ξεθώριαζε το πρόσωπο, ξεχνούσε τη φωνή της κι όλο και χάνονταν οι μνήμες...
Και τα χρόνια κύλησαν. Οι γονείς δεν γύρισαν πίσω.
Δεν έμαθε ποτέ το γιατί. Σταμάτησε κάποτε και να ρωτάει. Κουράστηκε.
Η κυρά Ξένη δεν πραγμάτωσε ποτέ την απειλή της. Μα τόσο που παραμόνευε πάντα πάνω από το κεφάλι της η λεπίδα της απειλής, σαν γκιλοτίνα, μεταμορφώθηκε σ' ένα πλάσμα άβουλο, διστακτικό, με συστολή και καχυποψία για τον κόσμο. Δεν έμαθε ποτέ της να εμπιστεύεται! Δεν έμαθε να αγαπάει. Βλέπεις, δεν γνώρισε την αγάπη. Δεν είχε κάπου να γείρει το κορμί της, να φωλιάσει ήσυχα και να νιώσει ασφάλεια. Να ακούσει μια λέξη χάδι.
Πώς να πορευτείς ίσια, αν από μικρός στραβοπατούσες;
Μόνο να δραπετεύει ήξερε. Κάποτε με χάρτινες βαρκούλες. Μεγάλη με ψεύτικες σχεδίες που τις σκάρωνε στο νου. Σχεδίες που έπλεαν μέσα σε ψεύτικους κόσμους αργότερα. Κάπως έτσι κύλησε στις ψευδαισθήσεις της άσπρης σκόνης, της σύριγγας και των χαπιών!
Μα γίνεται να γεμίζεις το κενό με ψεύτικους κόσμους;
Να προσπαθείς να κόψεις τα συρματόσχοινα της ψυχής με χαρτοκόφτες;
Κάποιες ψυχές ο θεός λησμόνησε να τις φιλήσει.
Κι εκείνες έγιναν δραπέτες του Παραδείσου....
8. Σχέδια για μια σχεδία
προ σχεδια σμένη!
Βρισκόμουν σε μια σχεδία, στη μέση του πελάγους. Στεριά πουθενά… Θάλασσα, ουρανός κι εγώ ανάμεσά τους!
Ένας σύγχρονος Οδυσσέας! Μόνο που εγώ δεν έψαχνα απεγνωσμένα τον δρόμο προς την Ιθάκη… Το αντίθετο μάλιστα! Τον απέφευγα! Για έναν περίεργο λόγο, το ξύλινο σκαρί ήταν το λιμάνι μου. Ένιωθα μια ανεξήγητη γαλήνη, παρά φόβο και αγωνία… Το μέγεθος της απίστευτης ηρεμίας, μπορεί να συγκριθεί μόνο μ’ αυτή που πετυχαίνει κάποιος κάνοντας δέκα χρόνια διαλογισμό, πέντε χρόνια ψυχανάλυση και έναν χρόνο στο Θιβέτ! Νιρβάνα…
Ούτε η απουσία ανθρώπινης ζωής, στάθηκε ικανή να με ταράξει…
Φέρνοντας στο μυαλό τον Οδυσσέα, σχεδόν τον λυπήθηκα με την εμμονή του για επιστροφή στην πατρίδα! Κάτι τέτοιο αυτόματα δημιουργεί πλήθος υποχρεώσεων και προβλημάτων. Σκέτη καταστροφή…
Δουλειά, τρέξιμο, κυκλοφοριακό χάος, άγχος, λογαριασμοί, πληρωμές, μνημόνια, ασφαλιστικά, συντάξεις, ένφια, σωματική και πνευματική κόπωση… Ένας ατέλειωτος εφιάλτης! Ούτε στο πιο τρελό μου όνειρο η σκέψη να αντικρίσω τα πάτρια εδάφη. Πιο εύκολα αντιμετωπίζεις τις φουρτούνες της θάλασσας, παρά της στεριάς.
Ευγνωμονώντας την καλή μου τύχη για το απρόσμενο δώρο, σκέφτηκα να κάνω μια βουτιά στη θάλασσα. Έπεσα χαμογελώντας, μα αντί να βουτήξω στο θαλασσινό νερό, βούτηξα σε κάτι σκληρό. Ήταν το πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι! Το χαμόγελο κόπηκε απότομα… Μαζεύοντας τα κομμάτια μου, σύρθηκα προς την κουζίνα.
Σε λίγο το άρωμα του καφέ ήταν εκείνο που έδωσε ζωή στα κοιμισμένα και πονεμένα κύτταρα του κορμιού, ενώ το όνειρο είχε σφηνωθεί για τα καλά στο μυαλό. Η έμφυτη συστολή που είχα από παιδί, με εμπόδισε στο να αποκαλύψω σε οποιονδήποτε το μέγεθος της επίδρασής του πάνω μου.
Αργότερα, κλείνοντας την πόρτα του σπιτιού, είχα ήδη πάρει τις αποφάσεις μου… Κατεβαίνοντας τις σκάλες, σιγοψιθύριζα το αγαπημένο μου πλέον τραγούδι:
Μεσοπέλαααγααα ααρμενίιιιζωωω κι έχω πίιιισω τον καημόοοοο!!!!
Ο μόνος προβληματισμός που έχω τώρα είναι αν η σχεδία κυκλοφορεί έτοιμη προς πώληση στην αγορά ή θα χρειαστεί να την κατασκευάσω. Τέλος πάντων! Λεπτομέρειες… Θα βρεθεί άκρη.
Πάντως το μόνο σίγουρο είναι πως η απόφασή μου σε καμία περίπτωση δεν ήταν
9. Λύτρωση
Εδώ και 40 χρόνια την ετοίμαζε. Κάθε νύχτα. Ξύλο το ξύλο, σχοινί το σχοινί, μέσα στο ίδιο δωμάτιο με εκείνον, αλλά μόνη μέσα στο δικό της όνειρο, η Μερόπη ένωνε ένα-ένα τα κομμάτια και έφτιαχνε τη σχεδία που θα της έδινε επιτέλους τη δυνατότητα διαφυγής. Κοιμόταν εκείνος, κοιμόταν κι εκείνη· μα στο όνειρό της μοχθούσε, κι αγωνιζόταν για ένα σκοπό ιερό.
Από τα είκοσί της παντρεμένη με έναν άνθρωπο που δεν τη νοιάστηκε ποτέ, ζούσε στο μικρό, ακριτικό νησί, μαζί με μια φούχτα άλλους κατοίκους. Από τη ζωή της έλειψε το τραγούδι και περίσσεψαν οι διαταγές, οι απαιτήσεις, οι προσβολές και οι επικρίσεις.
Τον δεύτερο χρόνο του γάμου της τόλμησε το ανήκουστο: στράφηκε στον πατέρα της για βοήθεια. Μίλησε με συστολή, εξήγησε, ζήτησε να ξεφύγει. Μα ο πατέρας της την άκουσε βλοσυρός: «Άκου δω, κόρη, και μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα. Μην ακούσω τίποτε ξανά για φευγιό! Δε θα με κάνεις εσύ ρεζίλι στο νησί… Τον άντρα της η γυναίκα πρέπει να τον υπακούει· ο άντρας ξέρει, στις πλάτες του στηρίζεται το σπιτικό. Ό,τι λέει είναι διαταγή, βάλε το καλά στο μυαλό σου και μη μου μιλήσεις γι΄αυτό το θέμα ξανά».
Κι η Μερόπη σώπασε. Άρχισε να βλέπει το ίδιο όνειρο, άρχισε να φτιάχνει τη σχεδία. Στο μεταξύ δυο παιδιά βγήκαν από τη μήτρα της, και το παιδικό, γλυκό τους άρωμα τής έδωσε κουράγιο – μα ακόμη κι αυτά δεν στάθηκαν ικανά να μαλακώσουν την καρδιά εκείνου.
Τα χρόνια πέρασαν, τα παιδιά μεγάλωσαν, άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν από το νησί. Τα ελευθέρωσε, όμως η απουσία τους φαρμάκι… από πού να πάρει πια το κουράγιο της η Μερόπη; Πώς να σβήσει τα σημάδια της ψυχής, χωρίς τα χαμόγελά τους; Επικεντρώθηκε στη σχεδία της· έλυνε, έδενε, ένωνε, δοκίμαζε, πρόσθετε, αφαιρούσε.
Εκείνο το βράδυ του έφτιαξε το αγαπημένο του φαγητό. Έφαγε σιωπηλή, δέχτηκε τις επικρίσεις του για ακόμη μια φορά - «Άχρηστη είσαι, άχρηστη… πόσες φορές σου έχω πει ότι χωρίς μπόλικο πιπέρι το φαγητό δεν έχει νοστιμάδα;» και μάζεψε όπως πάντα τα πιάτα από το τραπέζι. Τα έπλυνε με το νου της στο φευγιό· επιτέλους, είχε φτάσει η πολυπόθητη μέρα.
Ξάπλωσαν νωρίς. Η Μερόπη τράβηξε τη σχεδία της, την έριξε στο ήσυχο νερό. Σκαρφάλωσε πάνω της, πήρε την κατάλληλη θέση και άρχισε να πλέει. Δεν έριξε πίσω της ούτε μια ματιά.
Το χάραμα εκείνος ξύπνησε με άσχημη διάθεση. «Άντε γυναίκα, σήκω. Ξημέρωσε κι ακόμη να σηκωθείς να μου φτιάξεις τον καφέ;»
Καμιά απάντηση. Στράφηκε να τη δει, την άγγιξε, την κούνησε. Τίποτα. Η Μερόπη δίπλα του ήταν φευγάτη εδώ και ώρες, παγωμένη, μα με ένα χαμόγελο ανακούφισης γερά στερεωμένο στο πρόσωπο.
Έπλεε στ’ ανοιχτά, και βρισκόταν ήδη πολύ μακριά από εκείνον.
10. Πικρές Αγγελίες
“Ζητείται συνοδηγός σχεδίας με επαγγελματικό δίπλωμα ,για ημερήσιες κρουαζιέρες στα αβαθή κανάλια ενός υπογείου. Ο υποψήφιος θα πρέπει να διαθέτει το προσωπικό του κουπί και έφεση στο τραγούδι, για πρίμο-σιγόντο στο “έγια μόλα-έγια λέσα”, κατά τη διάρκεια του ημερήσιου απόπλου.
Προσφέρεται στέγη με φεγγίτη στα παράχθια της Ευφρονίου, τροφή μόνο για σκέψη και πακέτο συνομιλίας απεριορίστων ωρών. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να περάσουν απ’ την προβλήτα της πολυκατοικίας, για γνωριμία και σύντομη καταβύθιση στην υποθαλάσσια -ημιυπόγεια κατά τον ιδιοκτήτη- καμπίνα μου”.
Εύπλοια τη βρήκε την ανήλιαγη χαμοκέλα μου ο Μάρκος. Η αγγελία του, τράβηξε αμέσως την προσοχή μου.“Προσφέρεται ανθρώπινο ναυάγιο, για πιθανή σύναψη σχέσης. Διαθέτω μοναξιά σε άριστη κατάσταση, άθικτη ευαισθησία και συναισθηματική ευρυχωρία. Χρόνια άνεργος αλλά όχι ανενεργός. Αποκλείονται διαδικτυακά αιτήματα φιλίας. Δεκτές μόνο σοβαρές προτάσεις εκ του σύνεγγυς. [Μάρκος]”.
Όση ώρα τακτοποιούσε τα τσαμασίρια του στον καπλαμά της ντουλάπας, στον αέρα στροβιλιζόταν το άρωμά του. Χειμώνας και φόβος. Αργά το βράδυ, υπό τους ήχους των κυμάτων που λυσσομανούσαν στο φινιστρίνι μας, κούρνιασε σα νεογέννητο κουτάβι στο στήθος μου, τραγουδώντας με συστολή: “έγια μόλα-έγια λέσα/κλείσε με στην αγκαλιά σου μέσα”. Τον έσφιξα τρυφερά και σαλπάραμε για το παρθενικό μας ταξίδι. “Έχω κυκλώσει κάτι αγγελίες στην εφημερίδα, ίσως αύριο να είμαστε τυχεροί…” τον καθησύχασα. Ένιωσα πως γνωριζόμασταν σ’ έναν άλλο χωροχρόνο κι ήρθε η στιγμή ν’ ανταμώσουμε πάλι και να πραγματώσουμε ό,τι είχε απομείνει ημιτελές. Εκείνο το βράδυ παραδόθηκα σ’ ένα βαθύ λήθαργο, λυτρωμένη απ’ τη χρόνια απουσία ύπνου που μου είχε τσακίσει το κορμί και τα νεύρα.
Κάθε πρωί ο Μάρκος, ευθυτενής σαν Βενετός γονδολιέρης, έλυνε τους κάβους της σχεδίας. Ξανοιγόμασταν στους κύκλους που είχαμε χαρτογραφήσει στις εφημερίδες. Με τα βιογραφικά υπό μάλης και με συγκρατημένη αισιοδοξία πως θα εντοπίσουμε μικρές νησίδες σωτηρίας, για να γυρίσουμε το βράδυ πίσω με καλά νέα.
Ζητείται σερβιτόρος [θα με ειδοποιήσουν]
Υπάλληλος γραφείου [μόνο αν υπογράψω δίμηνη σύμβαση πρακτικής, χωρίς αποδοχές]
Καθηγήτρια Αγγλικών για ιδιαίτερα [ζήτησαν προϋπηρεσία σε φροντιστήριο]
Ψήστης [είδαν το βιογραφικό και μου είπαν πως δεν κάνω για τέτοιες δουλειές]
Μπουφετζής [έχω ελπίδες, τους άρεσε το παρουσιαστικό και το πτυχίο μου]
Νεαρή εμφανίσιμη σερβιτόρα [καταγώγιο....αύριο πάω στην εταιρεία εξυπηρέτησης πελατών, έμαθα πως ψάχνουν τηλεφωνήτριες ]
Τα βράδια τρυπώναμε σαν σύγχρονοι τρωγλοδύτες στο σκοτεινό υπογειάκι μας, μοιραζόμασταν τις τυρόπιτες που έφερνε τυλιγμένες σε λαδόκολλες ο Μάρκος απ’ το μπουγατσάδικο που τον πήραν δοκιμαστικά, κάναμε ένα παγωμένο μπάνιο και ξαπλώναμε κατάκοποι στο ημίδιπλο, στις παρυφές του φεγγίτη. Σ’ αυτή την υγρή γωνιά ξεχειμωνιάσαμε τις προσδοκίες και τις πίκρες μας. Γλυτώσαμε την απόλυτη ξεφτίλα που φέρνει στον άνθρωπο η ανεργία, γιατί παλέψαμε παρέα. Μπορεί να χάσαμε την επαγγελματική αποκατάσταση και την οικονομική μας ευρωστία, αλλά διατηρήσαμε ακέραιη τη συντροφικότητά μας.
«Αχ αγάπη μου, έβγαλες άσπρες τρίχες… να εδώ, στον κρόταφο…»
Ο Μάρκος είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά μου. Κι όπως του χάιδευα το κεφάλι στο σκοτάδι, τα εναλλασσόμενα φεγγοβολήματα απ’ τα διερχόμενα αυτοκίνητα, αντανακλούσαν δέσμες χρωμάτων πάνω μας. Εκεί μέτρησα τις νεόκτιστες ρυτίδες και τις πρώτες ασημένιες ανταύγειες στα μαλλιά του. Φίλησα τις χαρακιές στις παλάμες του και του ορκίστηκα πως θα είμαστε για πάντα μαζί.
11. Ο Γεράσιμος Λυγερός και η Μιράντα Καρρά
γνωρίστηκαν ένα βροχερό πρωινό τον χειμώνα του 1991, όταν η Μιράντα Καρρά έφτανε στο περιοδικό που δούλευε τα τελευταία επτά χρόνια κι ο Γεράσιμος Λυγερός, άρτι αφιχθείς από το Παρίσι, μόλις θα αναλάμβανε τη θέση του νέου αρχισυντάκτη. Η βροχή ήταν καταρρακτώδης κι εκείνη δεν είχε ομπρέλα. Μόλις βγήκε από το ταξί, εκείνος έφτανε στην είσοδο και της πρόσφερε την δική του.
Ο Γεράσιμος Λυγερός και η Μιράντα Καρρά έγιναν ζευγάρι λίγες ημέρες μετά, και άρχισαν να μένουν στο διαμέρισμα του Γεράσιμου. Για την Μιράντα ήταν κεραυνοβόλος έρωτας. Για τον Γεράσιμο ήταν φυσικό επακόλουθο, αφού ποτέ καμία γυναίκα δεν μπόρεσε να του αντισταθεί.
Η Μιράντα πετούσε στα σύννεφα, κάθε φορά που το κορμί τού Γεράσιμου έγερνε επάνω της και το αρρενωπό του άρωμα εισέβαλε σε κάθε ικμάδα του κορμιού της. Ο Γεράσιμος είχε γεννηθεί λατίνος εραστής κι η απουσία κάθε φραγμού από μέρους του, τρέλαινε τις γυναίκες. Κάθε φορά που ξάπλωναν μαζί, το κρεβάτι τους μετατρεπόταν σε σχεδία, που ταξίδευε την Μιράντα σε φλογισμένες θάλασσες.
Μετρούσαν ήδη δυο χειμώνες πάθους, όταν για την Μιράντα Καρρά άρχιζαν οι γνωστές γυναικείες εμμονές κι ανασφάλειες για την πορεία της σχέσης της με τον Γεράσιμο Λυγερό. Άλλωστε, ο έρωτας της για εκείνον, όσο περνούσε ο καιρός, γιγαντωνόταν. Το μέλλον όμως, μόνο μαζί του μπορούσε να το φανταστεί. Κάθε φορά που η ζήλια της φούντωνε, η Μιράντα κατέληγε στα σκοτεινά να μονολογεί: "ή με εμένα για πάντα ή με καμιά άλλη ποτέ".
"Ο Γεράσιμος Λυγερός και η Μιράντα Καρρά πρόκειται να παντρευτούν κι ο γάμος τους θα τελεστεί στην Αθήνα". Η Μιράντα είχε διαβάσει χιλιάδες φορές την αναγγελία του γάμου τους, μέχρι να το πιστέψει. Οι ετοιμασίες ήταν πυρετώδεις. Επιστρέφοντας όμως νωρίτερα ένα μεσημέρι στο σπίτι τους, η Μιράντα αντίκρισε τον Γεράσιμο στο κρεβάτι τους, με μια άλλη γυναίκα.
Με μια δύναμη που ποτέ δεν έμαθε πως την βρήκε, η Μιράντα έφυγε διακριτικά ακροπατώντας. Τρεις μόλις ημέρες πριν από το γάμο τους, η Μιράντα έσβησε τα φώτα, έβαλε έναν δίσκο να παίζει και παρέσυρε τον Γεράσιμο στο κρεβάτι τους. Επάνω στην ερωτική πράξη, η Μιράντα κάρφωσε ένα μαχαίρι στην πλάτη του Γεράσιμου. Ακολούθησαν άλλες 16 μαχαιριές.
Καμιά συστολή. Κανένας οίκτος. Κανένα έλεος. Όταν η Μιράντα άνοιγε την πόρτα κι εξαφανιζόταν, η Εντίθ Πιαφ επαναλάμβανε στο πικ απ το ρεφρέν από το αγαπημένο τραγούδι του Γεράσιμου "ne me quitte pas ne me quitte pas ne me quitte pas". Ο Γεράσιμος Λυγερός και η Μιράντα Καρρά δεν παντρεύτηκαν ποτέ.
12. Παγωνιά
Έκατσα να γράψω δυο, τρία λόγια στο χαρτί, εδώ δίπλα από το τζάκι και αρνιόμουν να γράψω για σένα. Μα οι σκέψεις μου προφανώς έχουν υποτάξει την αφοσίωση τους σε εσένα και με αγνόησαν. Από τότε που έφυγες οι μέρες είναι ίδιες. Ξυπνάω, πίνω καφέ, χαζεύω την μέρα, πάω στην δουλειά, τρώω, γελάω και πάω σπίτι. Μα όταν βάζω το κλειδί στην πόρτα, όλα αλλάζουν. Η απουσία σου με κατακλύζει και η μελαγχολία με αγκαλιάζει, λες και είμαι το μόνο άτομο στον κόσμο που την νιώθει. Είναι στιγμές που έρχονται κάποιες αντάρτικες σκέψεις στο μυαλό μου που μου προτείνουν να σε ξεχάσω, μα αυτές οι σκέψεις έχουν πάντα μια συστολή και έτσι υποχωρούν εύκολα μπροστά στις άλλες! Η φωνή σου έχει αρχίσει να ξεθωριάζει στις αναμνήσεις μου, μα η ανάγκη μου για σένα είναι η ίδια. Μου λείπεις. Δεν ξέρω για πόσο θα μου λείπεις, μα προς το παρόν μου λείπεις. Προσπαθώ, μα κάθε που μυρίζω το άρωμα σου, χάνομαι ξανά στις στιγμές μας. Στα όνειρα που φτιάχναμε μαζί σαν σχεδία για να ταξιδέψει το μέλλον μας, μια σχεδία που έπνιξε αυτή η μοιραία στιγμή σαν να ήταν χάρτινο καραβάκι που έφτιαξε αδιάφορα, από βαρεμάρα κάποιο παιδί. Και ύστερα ξαπλώνω στο κρεβάτι μας, κλείνω τα μάτια και αφήνω την νύχτα να με νανουρίσει με το τραγούδι της, με την ελπίδα πως όταν ξημερώσει το αύριο, θα ανατείλει η ελπίδα για εμένα.
Έχει απόψε παγωνιά, την νιώθεις;
13. Τρικυμία
Τα κύματα μέσα του δεν ησυχάζουν ποτέ.
Δε θυμάται πια πως ήταν παλιά.
Πως ήταν η ζωή του πριν σηκωθούν τα κύματα, τότε που ο απαλός κυματισμός τους, νανούριζε την ύπαρξη του κι έδινε ρυθμό στις σκέψεις του.
Πότε σηκώθηκε αυτή η τρικυμία μέσα του που τον τράβηξε στα ανοιχτά, αφήνοντάς τον να θαλασσοδέρνεται; Θυμάται μόνο πόσο είχε παλέψει στην αρχή. Έφτιαχνε μανιασμένα σχεδίες κι εκείνες έπεφταν πάνω στα βράχια και διαλύονταν. Πότε σταμάτησε να τις φτιάχνει κι αυτές;
Ίσως πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τη μάχη, όταν όλοι του γύρισαν την πλάτη.
Κι έτσι μονάχος έμεινε να χάνει, ώσπου τα έχασε όλα.
Νιώθει πως έχασε και την ψυχή του. Έτσι όπως τη σμίλεψαν τα κύματα δεν την αναγνωρίζει πια! Τη σκάλισαν τόσο βαθιά που τη γέμισαν ρωγμές. Κάποιες φορές, όλο και πιο σπάνια πια, αποτραβιούνται για λίγο κι αφήνουν τις ρωγμές να χάσκουν γεμάτες αλμυρό νερό. Μόνο τότε μοιάζει να γαληνεύει λίγο, καθώς εκείνο ανεβαίνει ως τα μάτια του και χύνεται.
Στεγνώνει τις πληγές του από το νερό και η ψυχή του κάνει να πιάσει πάλι το τραγούδι που έμεινε μισό. Αλλά η καταιγίδα ξανάρχεται. Το γιασεμί που πήρε να ανθίζει μέσα του, χάνει το άρωμά του, απουσία γίνεται και τα κύματα ξανασηκώνονται αδυσώπητα!
Τα βλέμματα φταίνε. Οι άνθρωποι δεν τον κοιτάζουν απλά, τον διαπερνούν. Η συστολή που ένιωθε στην αρχή και τον έκανε να χαμηλώνει το κεφάλι, αντικαταστάθηκε από ντροπή, που τον έκανε να θυμώνει. Στο τέλος ο θυμός γέμισε την ύπαρξή του, ξεχείλισε στο βλέμμα του, απλώθηκε γύρω του κι έγινε μίσος.
Οι ματιές που καρφώνονται πάνω του, κρίνοντάς τον, θρυμματίζουν κάθε του αντίσταση κι η οργή του μεγαλώνει συνεχώς.
Βολεύεται καλύτερα στο παγκάκι, παλεύει να πνίξει την οργή, πριν κάνει κανένα κακό. Αποκοιμιέται, μα γρήγορα ξυπνά. Αισθάνεται να τον κοιτάζουν, αλλά δε θέλει να ανοίξει τα μάτια του.
Αν τα ανοίξει τώρα, η οργή του θα βρει πόρτα ανοιχτή και θα ξεχυθεί.
Οι γροθιές του σφίγγονται με μανία, αλλά χαλαρώνουν πάλι. Η καταιγίδα παύει, όσο αυτός βυθίζεται στο βελούδινο, άκριτο βλέμμα ενός σκύλου. Ένας μορφασμός που θα μπορούσε να είναι χαμόγελο, απλώνεται στο πρόσωπό του.
Ο σκύλος απομακρύνεται και τα κύματα αρχίζουν πάλι να σηκώνονται.
Η κραυγή του σχίζει τη νύχτα σε χίλια κομμάτια!
Για τις συμμετοχές 1 - 6 και για να βαθμολογήσετε, πατήστε εδώ!
Για τις συμμετοχές 14 - 21 πατήστε εδώ!
13. Τρικυμία
Τα κύματα μέσα του δεν ησυχάζουν ποτέ.
Δε θυμάται πια πως ήταν παλιά.
Πως ήταν η ζωή του πριν σηκωθούν τα κύματα, τότε που ο απαλός κυματισμός τους, νανούριζε την ύπαρξη του κι έδινε ρυθμό στις σκέψεις του.
Πότε σηκώθηκε αυτή η τρικυμία μέσα του που τον τράβηξε στα ανοιχτά, αφήνοντάς τον να θαλασσοδέρνεται; Θυμάται μόνο πόσο είχε παλέψει στην αρχή. Έφτιαχνε μανιασμένα σχεδίες κι εκείνες έπεφταν πάνω στα βράχια και διαλύονταν. Πότε σταμάτησε να τις φτιάχνει κι αυτές;
Ίσως πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τη μάχη, όταν όλοι του γύρισαν την πλάτη.
Κι έτσι μονάχος έμεινε να χάνει, ώσπου τα έχασε όλα.
Νιώθει πως έχασε και την ψυχή του. Έτσι όπως τη σμίλεψαν τα κύματα δεν την αναγνωρίζει πια! Τη σκάλισαν τόσο βαθιά που τη γέμισαν ρωγμές. Κάποιες φορές, όλο και πιο σπάνια πια, αποτραβιούνται για λίγο κι αφήνουν τις ρωγμές να χάσκουν γεμάτες αλμυρό νερό. Μόνο τότε μοιάζει να γαληνεύει λίγο, καθώς εκείνο ανεβαίνει ως τα μάτια του και χύνεται.
Στεγνώνει τις πληγές του από το νερό και η ψυχή του κάνει να πιάσει πάλι το τραγούδι που έμεινε μισό. Αλλά η καταιγίδα ξανάρχεται. Το γιασεμί που πήρε να ανθίζει μέσα του, χάνει το άρωμά του, απουσία γίνεται και τα κύματα ξανασηκώνονται αδυσώπητα!
Τα βλέμματα φταίνε. Οι άνθρωποι δεν τον κοιτάζουν απλά, τον διαπερνούν. Η συστολή που ένιωθε στην αρχή και τον έκανε να χαμηλώνει το κεφάλι, αντικαταστάθηκε από ντροπή, που τον έκανε να θυμώνει. Στο τέλος ο θυμός γέμισε την ύπαρξή του, ξεχείλισε στο βλέμμα του, απλώθηκε γύρω του κι έγινε μίσος.
Οι ματιές που καρφώνονται πάνω του, κρίνοντάς τον, θρυμματίζουν κάθε του αντίσταση κι η οργή του μεγαλώνει συνεχώς.
Βολεύεται καλύτερα στο παγκάκι, παλεύει να πνίξει την οργή, πριν κάνει κανένα κακό. Αποκοιμιέται, μα γρήγορα ξυπνά. Αισθάνεται να τον κοιτάζουν, αλλά δε θέλει να ανοίξει τα μάτια του.
Αν τα ανοίξει τώρα, η οργή του θα βρει πόρτα ανοιχτή και θα ξεχυθεί.
Οι γροθιές του σφίγγονται με μανία, αλλά χαλαρώνουν πάλι. Η καταιγίδα παύει, όσο αυτός βυθίζεται στο βελούδινο, άκριτο βλέμμα ενός σκύλου. Ένας μορφασμός που θα μπορούσε να είναι χαμόγελο, απλώνεται στο πρόσωπό του.
Ο σκύλος απομακρύνεται και τα κύματα αρχίζουν πάλι να σηκώνονται.
Η κραυγή του σχίζει τη νύχτα σε χίλια κομμάτια!
Για τις συμμετοχές 1 - 6 και για να βαθμολογήσετε, πατήστε εδώ!
Για τις συμμετοχές 14 - 21 πατήστε εδώ!