Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Μια φωτογραφία σε 25 λέξεις

Μια φωτογραφία φτάνει για να πεις πολλά, έστω κι αν πρέπει να τα "στριμώξεις" όλα σε 25 λέξεις. 
Εξάλλου η ίδια η φωτογραφία λέει τα υπόλοιπα. Εκείνα που δε χώρεσαν στις λέξεις. 
Κι αυτή είναι η δύναμή της!


Νιώθεις πως το μπλε καρτερά να σου βαπτίσει το βλέμμα. 
Μα...
Σκοντάφτει εκείνο, στ΄ αγκάθια σκαλώνει, 
απ' τα μικρά πιάνεται.
Σκληρή, άκαμπτη γραμμή η ζωή. 


Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στις "25 λέξεις" που διοργανώνει η Μαρία Νικολάου στο blog "το κείμενο"
Ευχαριστώ πολύ τη Μαρία για την υπέροχη φωτογραφία της, αλλά και για τη φιλοξενία. 
Πολλά ευχαριστώ και σε εκείνους που στάθηκαν στις δικές μου 25 λέξεις!

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Γινάτι. Ο σοφός της λίμνης, Γιάννης Καλπούζος

"Το στοίχημα της ζωής είναι να την απλώσεις στις κορφές του ήλιου"


Ο Γιάννης Καλπούζος γράφει για τα Γιάννενα, μπαίνει στο καραβούλι για να  διασχίσει τη λίμνη και αναλύει το γινάτι σε ένα μυθιστόρημα γεμάτο ιστορία.

"Το "ίνα τι" γέννησε τον όρο γινάτι κι ας λένε πως προέρχεται από το αραβικό "ενάντ" και το οθωμανικό "ινάντ". Εκεί κρέμεται ολάκερη η σοφία και η ομορφιά της ύπαρξής μας, στο "ίνα τι", για ποιον λόγο. Ανακάλυψέ τον, βρες την ουσία." 

Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Ζώτος, διαφεντεύεται απ΄ το γινάτι από τότε που άφησε το χωριό του για να πάει στα Γιάννενα το 1917.
Γύρω από τον Ζώτο, ένα πλήθος ανθρώπων, που ο καθένας τους επηρεάζει τη ζωή του με διαφορετικό τρόπο, και όλοι μαζί γίνονται αφορμή για να γνωρίσουμε καλύτερα μια εποχή που μοιάζει μακρινή, αφού ο συγγραφέας πατάει γερά πάνω στα ιστορικά γεγονότα και δημιουργεί έχοντάς τα πάντα ως πρώτο υλικό.
Η αφήγηση ξεκινά το 1917, την περίοδο της ιταλικής κατοχής των Ιωαννίνων. 
Η πρώτη απόπειρα δημιουργίας Βλάχικου Πριγκιπάτου στην Πίνδο, η εξόρυξη πετρελαίου στην Δραγοψά, η εκστρατεία στη Μικρά Ασία, η προσφυγιά Μικρασιατών και Ποντίων, καθώς κι εκείνη των Τουρκογιαννιωτών, ο διχασμός σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, η μάστιγα της ληστοκρατίας στην Ήπειρο, αλλά και όλα όσα συνέβησαν μέχρι και την πρώτη δεκαετία του Μεσοπολέμου είναι η βάση που πάνω του στηρίχτηκε το μυθιστόρημα. 



Σε μια πατρίδα που συνυπάρχουν ή συγκρούονται  διαφορετικοί κόσμοι, θρησκείες και γλώσσες, στα Γιάννενα την πόλη των θρύλων, με τη λίμνη να πρωταγωνιστεί όχι μόνο στο εξώφυλλο του βιβλίου, μα και στην ιστορία, ο Ζώτος παλεύει να σταθεί στα πόδια του.
Τα γεγονότα που τον ώθησαν να φτάσει εκεί, παραμένουν ανοικτή πληγή μέσα του, ακόμα και όταν όλα δείχνουν ότι η ζωή του αρχίζει να μπαίνει σε μια σειρά.
Θα γνωρίσει πολλούς ανθρώπους, φίλους που θα του σταθούν, αλλά κι εχθρούς που θα επιχειρήσουν ως και την εξόντωσή του.
Τα σημαντικότερα όμως πρόσωπα, εκείνα που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη ζωή του, είναι δύο.
Ο αινιγματικός βαρκάρης που γνωρίζει σχεδόν με το που φτάνει στην πόλη και η Χαβαή. 
Ο σιορ Δονάτος, ο βαρκάρης, είναι εκείνος που τον προτρέπει να ριχτεί στη ζωή, να μπει στη φωτιά και να χορέψει, όπως του λέει χαρακτηριστικά.
Μέσα από τον σιορ Δονάτο ο συγγραφέας αναλύει και διαχωρίζει τις δυο όψεις που έχει το γινάτι, την καλή, εκείνη δηλαδή τη δημιουργική που σε σπρώχνει να κάνεις πράγματα, μα και την άσχημη που μόνο σε κακό καταλήγει. 

Με τη Χαβαή φαινομενικά τον χωρίζουν πολλά με κυριότερο τη θρησκεία, αλλά θα τους ενώσει μια μεγάλη αγάπη και μια σχέση που θα περάσει από πολλές δυσκολίες.

Μέσα από τα σημαντικά γεγονότα της εποχής, αλλά και τον καθημερινό μικρόκοσμο που δίνει ζωή στην πόλη, στήνεται ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που μιλάει για όλα, για την αγάπη και τον έρωτα, την εκδίκηση, τον πόνο, τον πόλεμο, την προσφυγιά, για το καλό και το κακό που κρύβεται μέσα στους ανθρώπους. 
Το πολυφυλετικό περιβάλλον της εποχής, που συνθέτουν Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, αλλά και οι ιδιαίτερες πολιτισμικές ομάδες των Ελλήνων, δίνει αφορμή στον συγγραφέα να διαπραγματευτεί και το μεγάλο ζήτημα για το ποια είναι τελικά η ταυτότητα του Έλληνα.

Με τη λίμνη και το νησάκι της να κυριαρχούν στο φόντο, το σκηνικό μοιάζει  σχεδόν παραμυθένιο κι ας μην είναι πάντα ονειρικό.
Γιατί αυτό το μυθιστόρημα δεν το διαβάζεις απλά. 
Μπαίνεις μέσα του και το ζεις σελίδα τη σελίδα, καθώς μεταφέρεσαι στη δύσκολη εποχή που περιγράφει, σε έναν τόπο τόσο όμορφο, όσο και πληγωμένο.
"Μου μιλούν τα νερά, μου μιλά η λίμνη...

...Τούτη τη λεκάνη, εξόν απ' τις εκατόν εξήντα πηγές, τη γιόμισαν και τα δάκρυα των ανθρώπων. Άμα τη θωρείς με τέτοια μάτια, αλλιώς μπήγεις τα κουπιά. Γιατί δεν τα βυθίζεις στο νερό, αλλά στις ψυχές που έκλαψαν στις όχθες της και τη στοίχειωσαν με τις χαμένες τους ελπίδες. Ορφανά όνειρα έχει για νερά."


Συγγραφέας: Γιάννης Καλπούζος

Εκδόσεις: Ψυχογιός

Ημ. Έκδοσης : 22/03/2018

Σελίδες : 576

Κυριακή 15 Απριλίου 2018

Από τα δάκρυα της Αφροδίτης...στον ρυθμό της παπαρούνας

Όσο προχωράει η άνοιξη "Τα δάκρυα της Αφροδίτης" παίρνουν να στεγνώνουν.
Οι ανεμώνες ολοκληρώνουν εκείνον τον κύκλο που άρχισαν να ανοίγουν κάπου στα μέσα του Ιανουαρίου. Τότε που τα πέταλά τους βάραινε ακόμα η υπόσχεση ότι η άνοιξη θα έρθει. 
Και όταν εκείνη έφτασε, την ύμνησαν όπως της άρμοζε. 
Τώρα σηκώνουν τα μωβ τους και αποχωρούν διακριτικά, αφήνοντας την πλάση να χορέψει "Στο ρυθμό της παπαρούνας".
Η ανεμώνη οφείλει το όνομά της στον άνεμο. Είναι από τα πιο αγαπημένα μου αγριολούλουδα και ίσως αυτό που έχω φωτογραφίσει περισσότερο από κάθε άλλο. Και μπορεί στα μέρη μου να μη φυτρώνουν ποτέ οι κόκκινες, αλλά οι μωβ αναπληρώνουν την έλλειψη με την αφθονία τους, καθώς για τρεις ή και παραπάνω μήνες ξεπετάγονται κυριολεκτικά παντού και μαγνητίζουν με την ομορφιά τους

Με την τελευταία φωτογραφία, που μαζί με τις τρεις πάνω από αυτή, τράβηξα κάπου στα μέσα στου Μαρτίου, συμμετείχα στον Διαγωνισμό Φωτογραφίας "Άνοιξη" που διοργάνωσε το Δελφινάκι.
Ευχαριστώ πολύ το Δελφινάκι για τη φιλοξενία, αλλά και όσους ξεχώρισαν τη "Συνάθροιση" που ήταν ο τίτλος της φωτογραφίας!







Και για να δικαιολογήσω εκείνον τον άλλο τίτλο, τον πιο πολύπλοκο, αν και οι σύνδεσμοι που"έκρυψα"στην αρχή του κειμένου, κρύβουν μέσα τους όλο του το μυστήριο, φέρνω την πρώτη παπαρούνα που είδα φέτος και την αποθανάτισα πάνω στην προσπάθειά της να "ξετυλίξει" όλο της το κόκκινο!


Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

Μέρες εγκατάλειψης, Έλενα Φερράντε

"Ένιωσα το δωμάτιο να ξαναμπαίνει σε τάξη, τους χώρους του σπιτιού να συνδέονται και πάλι μεταξύ τους, το πάτωμα να ξαναγίνεται συμπαγές, τη ζεστή μέρα να απλώνεται πάνω σε όλα τα πράγματα, μια κόλλα διαφανής.

Πώς μπόρεσα να αφεθώ τόσο πολύ,να διαλύσω έτσι τις αισθήσεις μου, την αίσθηση ότι είμαι ζωντανή;"
 Η Έλενα Φερράντε στο Μέρες Εγκατάλειψης καταπιάνεται με ένα θέμα μάλλον συνηθισμένο, αλλά το κάνει ασυνήθιστο με την ένταση που το περιγράφει.
Με αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο που βοηθάει τον αναγνώστη να ταυτιστεί με την ηρωίδα αρχίζει μια μάχη που έχει απώλειες, αλλά έχει και νικητή.
Μπαίνει κατευθείαν στο θέμα και το κάνει με τρόπο που δείχνει ξεκάθαρα ότι το τελευταίο πράγμα που περίμενε η Όλγα, η ηρωίδα της, εκείνο το απομεσήμερο ήταν αυτό που τελικά έζησε :
"Ένα απομεσήμερο του Απρίλη, αμέσως μετά το φαγητό, ο άντρας μου μου ανακοίνωσε ότι ήθελε να με παρατήσει..."
Μια ανακοίνωση που έρχεται σαν κεραυνός εν αιθρία και κάνει την Όλγα να χάσει τον κόσμο κάτω από τα πόδια της.
Και κάπως έτσι, με μια απλή πρόταση αρχίζει η πτώση. Η Όλγα μένει ξαφνικά μόνη με δυο παιδιά κι ένα σκυλί που πρέπει να φροντίσει, ενώ νιώθει τον εαυτό της να χάνεται, να γλιστρά μέσα στην παραφροσύνη αυτού που άκουσε και όλων όσων νιώθει.
Οι μέρες που ακολουθούν είναι πολύ δύσκολες. Κι αυτή τη δυσκολία με όλον τον πόνο και την ταπείνωση που τη συνοδεύουν ξεδιπλώνει η Φερράντε μέρα τη μέρα με μια ένταση που πότε σιγοβράζει και πότε κορυφώνεται επικίνδυνα, ώσπου φτάνει εκείνη η μέρα που η πτώση τελειώνει, γιατί απλούστατα δεν έχει πιο κάτω. Τότε και μόνο τότε η Όλγα αναγκάζεται να σηκωθεί και να ξανασταθεί στα πόδια της . Γιατί έτσι γίνεται συνήθως σε αυτές τις ιστορίες όχι μόνο στα βιβλία, μα και στη ζωή. 
Μπορεί να μην υπόσχονται πάντα ένα σίγουρο happy end όταν ολοκληρώνουν τον αλλόκοτο κύκλο τους, αλλά φέρνουν αν μη τι άλλο τη λύτρωση!
Μέχρι να έρθει όμως η πολυπόθητη λύτρωση έρχονται πολλά άλλα, με κυριότερο τον πόνο, που όσο κι αν τον αρνιέται η ηρωίδα, όσο κι αν προσπαθεί να τον καμουφλάρει με τη δίκαιη οργή της αυτός είναι εκεί και τη διαλύει.
...Το αποφάσισα, τέρμα ο πόνος. Η νυχτερινή τους ευτυχία έπρεπε να φιληθεί στόμα με στόμα με τη δίψα μου για εκδίκηση. Δεν ήμουν η γυναίκα που διαλύεται μόλις χτυπηθεί από την εγκατάλειψη και την απουσία, ώσπου να τρελαθεί, ώσπου να πεθάνει. Μονάχα λίγα κομμάτια είχα χάσει, κατά τα άλλα ήμουν καλά. Ήμουν σώα και σώα θα παρέμενα. Απέναντι σε όποιον μου κάνει κακό, αντιδρώ ανταποδίδοντας τα ίσια. Είμαι το οχτάρι που διαγράφει το σπαθί, είμαι η σφήκα που τσιμπάει, είμαι το φίδι το μαύρο. Είμαι το άτρωτο ζώο που περνάει μέσα απ' τη φωτιά δίχως να καίγεται..." 

"...Τον χρόνο, τον χρόνο, όλο τον χρόνο της ζωής μου μου είχε κλέψει, μόνο και μόνο για να τον ξεφορτωθεί επιπόλαια, σαν ένα καπρίτσιο. Τι άδικη, τι εγωιστική απόφαση. Έδιωχνε μ' ένα φύσημα το παρελθόν, λες και ήταν κάποιο ενοχλητικό έντομο που είχε καθίσει στο χέρι του. Το δικό μου παρελθόν, όχι μόνο το δικό του που είχε φτάσει σ' αυτή την αποσύνθεση..."
Την Έλενα Φερράντε την "ανακάλυψα" με την τετραλογία της Νάπολης και κυριολεκτικά λάτρεψα τη γραφή της. Βιβλίο το βιβλίο η δυναμική της με συνεπήρε, οπότε ήταν λογικό να ψάξω και για άλλα δικά της. Το "Μέρες εγκατάλειψης" που είχε εκδοθεί αρχικά από τις εκδόσεις Άγρα και είχε προηγηθεί κατά πολύ της τετραλογίας ήταν ήδη εξαντλημένο όταν άρχισα να το ψάχνω, αλλά χάρη στις Εκδόσεις Πατάκη επανακυκλοφορεί.
Είχα ακούσει πολλά γι' αυτό το βιβλίο. Οι περισσότεροι μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για αυτό, ενώ δεν έλειπαν κι εκείνοι που δεν το βρήκαν και τόσο του γούστου τους. Το διάβασα χωρίς προκατάληψη κι έπιασα για άλλη μια φορά τον εαυτό μου να θαυμάζει απεριόριστα την τέχνη της Φερράντε. 
Το θέμα του βιβλίου είναι επώδυνο.
Η εγκατάλειψη και όσα αυτή συνεπάγεται αφήνει αυτόν που τη βιώνει σε μια περίεργη κατάσταση, άβολη και στενάχωρη και την οποία πρέπει να ξεπεράσει επαναπροσδιορίζοντας τα πάντα. Στην αρχή γίνεται ένα άδειο κέλυφος που κατρακυλάει στο χαμό του, αλλά λίγο πριν φτάσει εκεί μοιάζει να ξυπνάει. Μπορεί ακόμα και οι αναμνήσεις του να μοιάζουν ψεύτικες, αλλά αργά ή γρήγορα φτάνει η ώρα, που διαχωρίζεται για πάντα από το παρελθόν, κι επιτέλους κοιτάζει τον άλλον όπως είναι πραγματικά, μια και δεν υφίσταται πια η ωραιοποίηση που δίνουν τα θετικά συναισθήματα. Τότε μόνο βλέπει καθαρά, και αυτό που βλέπει είναι τις περισσότερες φορές πάρα πολύ άσχημο. Όταν συνειδητοποιεί όλη αυτή την ασχήμια που είχε παραβλέψει, τότε όλα αλλάζουν  και το άδειο κέλυφος παίρνει να γεμίζει ξανά
"...Πού βρίσκομαι; Σε ποιο κόσμο έχω βυθιστεί, σε ποιο κόσμο έχω αναδυθεί; Σε ποια ζωή επέστρεψα; Και με τι σκοπό;..."
Όποιος το έχει ζήσει, ή όποιος μπορεί να το φανταστεί καταλαβαίνει πως η Φερράντε έπιασε όλο το νόημα αυτής της τρομακτικής κατάστασης και το άφησε να γεμίσει τις σελίδες με θλίψη, με θυμό, με πόνο αβάσταχτο και με άλλα χειρότερα πράγματα που έκανε η ηρωίδα, αλλά που όλα μαζί την οδήγησαν στο τέλος στην κάθαρση. Γιατί η λύτρωση πάντα έρχεται! Αρκεί πάνω στη μεγάλη θλίψη να μην αφεθείς να σε πάρει το ποτάμι, όπως έκανε κάποτε εκείνη η "κακομοίρα", η γυναίκα που σημάδεψε τις παιδικές μνήμες της ηρωίδας μας κι εμφανίζεται τώρα πότε σαν όραμα και πότε σαν ανάμνηση για να τη στοιχειώσει, ή και για να τη βοηθήσει. Να τη σπρώξει να πάρει τον άλλο δρόμο, να μην καταλήξει άλλη μια "κακομοίρα" που δεν άντεξε.




Μέρες εγκατάλειψης
Συγγραφέας: Έλενα Φερράντε
Μετάφραση: Παπασταύρου Σταύρος
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 280
Ημερομηνία κυκλοφορίας: Φεβρουάριος 2018




Για την τετραλογία της Νάπολης μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω:
Πρώτο βιβλίο: Η υπέροχη φίλη μου
Δεύτερο βιβλίο: Το νέο όνομα

Τρίτη 10 Απριλίου 2018

«αννα» του Τάσου Γ. Κάβουρα

Σήμερα έχω τη χαρά και την τιμή να φιλοξενώ την «αννα» του φίλου μας Τάσου Κάβουρα και θέλω να τον ευχαριστήσω θερμά που πλουτίζει με εξαιρετικά κείμενα το παιχνίδι μας.
Η "αννα" έλαβε μέρος στο 14ο "Παίζοντας με τις λέξεις" και διαβάζοντας το μας άφησε μια ξεχωριστή γεύση συγκίνησης. Πρέπει να ομολογήσω ότι η σημερινή μου φιλοξενία έρχεται να διορθώσει και μια παράλειψη που έγινε στο προηγούμενο αίζοντας με τις λέξεις" καθώς ουδέποτε έγινε η παρουσίαση του υπέροχου «αγαπητή Μαρία..» που προσωπικά με είχε ενθουσιάσει! ν θέλετε να το θυμηθείτε, ή να το απολαύσετε για πρώτη φορά, είναι η συμμετοχή με το νούμερο 7 στον παραπάνω σύνδεσμο).

Και επειδή ο Τάσος προχθές γιόρταζε του εύχομαι ολόψυχα χρόνια πολλά και να χαίρεται την υπέροχη οικογένειά του!
Τάσο θα σου στείλω και ένα δώρο. Φυσικά δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο, εκτός από ζουμπούλια! 

Από δω και κάτω το λόγο έχει ο Τάσος και φυσικά ακολουθεί η τόσο συγκινητική ιστορία του!



«Αγαπητή Μαρία..» θέλω να σε ευχαριστήσω για την φιλοξενία. Επίσης για τις ευχές σου. Κυρίως για τα ζουμπούλια, υπέροχη η χειρονομία σου..! Θα τα βάλω στο γραφείο μου σε εμφανή θέση και θα τα φροντίζω σύμφωνα με τις οδηγίες σου..
Τελικά Μαρία δεν υπάρχει κάτι καλύτερο από το να περνάς υπέροχα κοντά σε δικούς σου ανθρώπους και κοντά σε φίλους.., και διαδικτυακούς φίλους..!. Ας το κρατήσουμε αυτό..!

Η «αννα».. Είναι μια πραγματική ιστορία προκατοχική βέβαια. Γράμματα δεν ήξερε, έχασε τον άντρα της και έμεινε με 5 μικρά παιδιά... Δεν την έλεγαν Άννα... Υπέγραφε με το Α αρχικό του ονόματός της. Τρομερή γυναίκα, είχαν εντυπωσιαστεί ακόμα και οι Γερμανοί με το θάρρος της να μην υποχωρεί και να διεκδικεί τα δίκια της... Τα δισέγγονα της σήμερα (πάνω από 25 ετών..) έχουν ακούσει ιστορίες της και τις κουβεντιάζουν με εύθυμο τρόπο σε συζητήσεις... Το περιστατικό με τη πλάκα και τις γραμμούλες το είχε κάνει με μία κόρη της.. Η απορία της «..μα δεν γράφει τίποτα.., τόσα που έγραψα..», έχει μείνει σαν ατάκα...
Ήθελα να καταγραφεί, για να υπάρχει...!


αννα


Το αλφαβητάρι, η πλάκα, το κοντύλι, το μικρό σφουγγαράκι, ο χάρακας, το αριθμητήριο όλα ήταν καλά τακτοποιημένα κάθε μέρα μέσα στη σχολική τσάντα με την φροντίδα της γιαγιάς.
Η μικρή μαθητριούλα, που φέτος πήγαινε στην πρώτη μεγάλη του δημοτικού όταν γυρνούσε από το σχολείο έδειχνε στη γιαγιά της το βαθμό που είχε πάρει από τη δασκάλα και αυτή καμάρωνε για την πρόοδό της. Για να την επιβραβεύσει τις έφτιαχνε ένα αυγό. Μέχρι που τα είχε βαρεθεί η μικρή τόσα αυγά.
Όμως η πλάκα της μικρής ήταν σκέτος πειρασμός για την γιαγιά. Βλέπεις σχολείο δεν πήγε γιατί είχε γεννηθεί λίγο πριν τον πόλεμο και ήταν παιδί της Κατοχής. Μεγάλη ιστορία... Το όνομά της και την υπογραφή της την έβαζε γιατί τα γράμματα ήταν μόνο δύο και τα είχε αποστηθίσει. α, νι, νι, α. 
Πήρε την πλάκα η γιαγιά-Άννα και άρχισε να γράφει. Έγραφε, έγραφε, γέμισε από τη μια πλευρά και την γύρισε και από την άλλη πλευρά. Όλο γραμμούλες, άλλες ίσιες άλλες κυρτές... Όσο έγραφε σκεφτόταν χίλια δύο πράγματα. Μέσα από τη ζωή της. Και τα έγραφε. Τη γιόμισε με τη ζωή της, με αυτά που είχε ζήσει. Τα έγραψε όλα. Το μόνο που ήθελε να μάθει ήταν τι από όλα αυτά είχαν μείνει πάνω στη πλάκα. Στο τέλος έγραψε αννα.
Φώναξε την εγγονή της.
«...διάβασέ μου τι γράφει...» της λέει.
«...γιαγιά δεν λέει τίποτα....».
Άλλαξε χρώμα το πρόσωπο της γιαγιάς.
«...τόσα πολλά είναι γραμμένα και δεν λένε τίποτα..» και γύρισε την πλάκα από την πίσω πλευρά.
Πάλι όμως η εγγονή δεν μπόρεσε κάτι να διαβάσει.
«...από τόσα πράγματα και δεν μπορείς να διαβάσεις τίποτα...»
«λέει, Άννα...»
Και τα υπόλοιπα , αναρωτιόταν!!! Τόσες γραμμούλες. Τόσα πράγματα ....
Το ξανασκέφτηκε. Μάλλον κάτι δεν έκανε σωστά.
Τα έσβησε όλα και άρχισε πάλι να ξαναγράφει. Μόνο που αυτή τη φορά αυτά που έγραφε τα έλεγε και φωναχτά...
«... ήμασταν 7 παιδιά....ο πατέρας μου δεν είχε χρήματα, ήμασταν φτωχοί... Το σχολείο ήταν στο διπλανό χωριό. Τα κορίτσια δεν πήγαμε σχολείο. Μου έμαθε να γράφω λίγες λέξεις ο αδερφός μου αλλά με τα χρόνια τα ξέχασα....τον άντρα μου τον παντρεύτηκα με προξενιό...πέθανε ξαφνικά, μέσα στα βάσανα και τις κακουχίες μεγάλωσα τα παιδιά μου... τα εγγόνια μου....». Στο τέλος πριν βάλει την υπογραφή, αννα, της ξέφυγε και κάτι άσχημο για την γειτόνισσα τη Θοδώρα αλλά για να μην γραφτεί στη πλάκα σταμάτησε, πήγε έκανε μια δύο δουλειές και γύρισε να συνεχίσει σίγουρη ότι δεν το είχε γράψει.
Ξαναφώναξε την εγγονή για να της διαβάσει αυτά που έγραψε.
«...γιαγιά δεν λέει τίποτα....» της είπε πάλι η εγγονή.
Σχεδόν απογοητεύτηκε.
«...Θοδώρα, λέει....», ρώτησε.
«...όχι γιαγιά δεν λέει, δεν γράφει τίποτα, μόνο γραμμούλες...» και κράτησε το βλέμμα της για πολλή ώρα να κοιτάζει με περιέργεια τη γιαγιά της.

Η απορία της παρέμενε γι αυτό και αποφάσισε να το ξεδιαλύνει. Πήρε την πλάκα όπως ήταν γραμμένη και πήγε στη γειτόνισσα.
«... Θοδώρα, κοίτα τι σου έχω...» της μίλησε θαρρετά.
Πήρε η Θοδώρα τη πλάκα την γύρισε και από τις δύο πλευρές δεν είδε τίποτα εκτός από το αννα και της το έδωσε πίσω...
 «...μουτζούρες είναι....» !!!
«...που λέει Θοδώρα...», τη ρώτησε.
«πουθενά» !!!
Σιγουρεύτηκε ότι δεν ήταν γραμμένο αυτό που είπε για την γειτόνισσα.
«... τα 7 αδέρφια...» ;
«... η μικρή σε κοροϊδεύει. Αντί να γράψει το μάθημά της , έγραψε μουτζούρες...» , την αποπήρε η γειτόνισσα.
Αυτό την φούντωσε, και αυθόρμητα την πλήρωσε με το ίδιο νόμισμα. Άκου την κοροϊδεύει το παιδί! Και τι δεν τις έσουρε. Αργότερα το αντιλήφθηκε ότι έβγαλε το άχτι της και για άλλα που της είχε μαζεμένα , πράγματα μικρά και άσχετα.. Και το έκανε πρώτη φορά στα τόσα χρόνια που είχαν φιλία..
Στο τέλος υπερασπίστηκε και την εγγονή της.
«.. άκου, είναι η καλύτερη μαθήτρια... παραστάτης στη σημαία θα είναι στην εθνική γιορτή.. θα γίνει σπουδαία... θα γίνει δασκάλα...». Τα τελευταία τα φώναξε δυνατά να ακουστούν στη γειτονιά...

Γύρισε στο σπίτι λυπημένη και απογοητευμένη. Βρήκε την μικρή να την περιμένει μπροστά στη πόρτα. Μπορεί και να είχε ακούσει αυτά που είπε στη Θοδώρα..
«..γιαγιά μου , θα μου φτιάξεις ένα αυγό..» την παρακάλεσε η μικρή.
Ίσως , και να είχε καταλάβει και κάτι παραπάνω και να ήθελε να στηρίξει τη γιαγιά της...
Ένας βαθύς στεναγμός και δύο δάκρυα που κύλησαν.. Δάκρυα αναμνήσεων που είναι οδυνηρές.. , και πώς να τα συγκρατήσεις...

Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Σεμινάρια δημιουργικής κλοπής

Η παρακάτω ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας. Δεν γίνονται τέτοια πράγματα πουθενά στον κόσμο, πόσο δε μάλλον στη χώρα μας όπου οι πολιτικοί δε γίνονται πολιτικοί για ιδίον όφελος, αλλά για να προσφέρουν.
Προσφέρουν λοιπόν αγόγγυστα οι ταπεινοί εργάτες του λαού, οι θεματοφύλακες του έθνους, οι κολόνες της δημοκρατίας και της αξιοκρατίας κι ούτε λόγος για καριέρες και πλούτη, για μεγαλεία και για προσωπικά απωθημένα. Ποτέ δε θα γκρίνιαζαν αυτοί που πετσοκόβουν μισθούς, συντάξεις και ζωές, για τα δικά τους "πενιχρά" εισοδήματα, ουδέποτε θα απομυζούσαν τον κόπο του λαού για να πατήσουν πάνω του και να ανεβούν ψηλότερα. 
Μόνο το κοινό καλό υπολογίζουν στα κιτάπια τους, όχι εκείνα που θα αρπάξουν, αλλά εκείνα που θα δώσουν.
Και δίνουν!
Δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους. Δίνουν σημασία στη λεπτομέρεια, δίνουν κι άλλα πολλά, όσο εμείς δίνουμε τόπο στην οργή, γιατί τα παραπάνω λόγια είναι λόγια του Απρίλη μια και είθισται την πρώτη του μέρα τη γνωστή ως Πρωταπριλιά να λέμε ψέματα.
Αυτό είναι το δικό μου πρωταπριλιάτικο ψέμα. Ότι όλα αυτά δε συμβαίνουν ποτέ!
Τώρα που το κοιτάζω, κομματάκι χλωμό μου φαίνεται αυτό το ψέμα, κεράκι που ωχριά μπροστά στον ήλιο αν συγκριθεί με τα δικά τους ψέματα που καθόλου πρωταπριλιάτικα δεν είναι.
Κι αν κατηγορηθώ για λαϊκισμό, ας με λιθοβολήσει η πρώτη αναμάρτητη Μαρία Αντουανέττα που θα θιχτεί απ' την αλήθεια.
Γιατί η παρακάτω ιστορία στηρίχτηκε σε αληθινά γεγονότα και περιλαμβάνει φράσεις που φέρνουν πικρό, πικρότατο γέλιο, γιατί δεν είναι φράσεις που σκαρφίστηκα, αλλά φράσεις που ειπώθηκαν και μάλιστα ενδεδυμένες με σοβαρότητα. Φαιδρή σοβαρότητα, μα τι να πεις
Αμ΄ έπος αμ΄ έργον...

Αν έγραφα την ιστορία λίγο αργότερα, δε θα έλειπε εκείνο το τόσο συγκινητικό περιστατικό που μας έκανε όλους να ανατριχιάσουμε και να αναρωτηθούμε σε τι κόσμο ζούμε τέλος πάντων, εκείνο, κατά το οποίο μια γιαγιά, άκουσον άκουσον, δεν είχε να αγοράσει σοκολατένια αυγά στα εγγόνια της. Και να το δάκρυ να αχνοφαίνεται, πίσω από το ξινόπικρο χαμόγελο, αλλά να μην τρέχει για να μην τρέξει μαζί του και το ρίμελ.  
Κι αν το μυαλό σας τρέχει στις γιαγιάδες που ξέρουμε, εκείνες που παίρνουν μια ιδέα μόνο από τη σύνταξή τους πια, αφού η υπόλοιπη κόπηκε, αυτές δηλαδή που δυσκολεύονται να ζήσουν, αλλά βοηθούν απ' το υστέρημά τους και τα άνεργα μέλη της οικογένειάς τους, τότε δεν ξέρετε την άλλη όψη του νομίσματος. Υπάρχουν και πιο "πονεμένες" γιαγιάδες, σας λέω και τη συγκεκριμένη και καθόλου συνηθισμένη γιαγιά, που τόλμησε να κάνει τον πόνο της πρωτοσέλιδο, θα την εντοπίσετε πανεύκολα με ένα απλό ψάξιμο στο google, όπως άλλωστε θα εντοπίσετε και τις παρακάτω φράσεις:
"Ε, τώρα, δεν κάθομαι να τα μετράω..."
"Πληρώσαμε ακριβότερα από όλους την κρίση"
"Έχουμε έξοδα"

Ακόμα και η φράση με τα κομμωτήρια και το μαλλί κάποιας κυρίας είναι αληθινή. Και η κυρία που παραπονέθηκε για το μαλλί, δυστυχώς για όλους μας είναι κι αυτή αληθινή.
Κι εδώ κολλάει επιτέλους και κάποια παροιμία που αρχίζει κάπως έτσι...εδώ ο κόσμος χάνεται...και τελειώνει με ποικίλες εκδοχές, άλλες κόσμιες και άλλες όχι και τόσο!
Αφού όμως δεν ήρθε, ακόμα τουλάχιστον, κάποιο νομοσχέδιο που να ζητάει να αναλάβουμε εθελοντικά τη βαφή κάποιων κυρίων και κυριών, να υιοθετούμε δηλαδή εκ περιτροπής μια κουρούπα που θα συντηρούμε με έκτακτο φόρο, πάλι καλά να λέμε!
Αν και τίποτα δεν πάει καλά εδώ που τα λέμε.
Και θα πηγαίνουμε από το κακό στο χειρότερο, όσο θα αρπάζουν όλοι αυτοί, ανεξαρτήτου χρώματος κι αρώματος, (πανσπερμία είχε άλλωστε το φτωχικό μου ρεπορτάζ, κι αν είχα χρόνο να ψάξω λίγο παραπάνω όταν το έγραφα, θα έβρισκα πολλά ακόμα), όσα περισσότερα μπορούν από μας τους πλούσιους για να τα δίνουν στους δικούς τους πτωχούς εαυτούς που αδυνατούν να αγοράσουν πασχαλινά αυγά για τα εγγόνια, λες και τους έκοψε την πίστωση ο μπακάλης, ή που δεν έχουν ένα αναθεματισμένο ευρώ να αγοράσουν έναν άβακα βρε αδερφέ, για να μετρούν τέλος πάντων με ακρίβεια τα ρημαδιακά τους χωρίς να χάνουν τα έρμα τα ντουβάρια το λογαριασμό!
Η ψεύτικη ιστορία με τα αληθινά πρόσωπα και τις αληθινές ατάκες, ήταν η δική μου συμμετοχή στο 14ο "Παίζοντας με τις λέξεις".
Ευχαριστώ όσους την ξεχωρίσατε αναγνωρίζοντας την αλήθεια της!




Σεμινάρια δημιουργικής κλοπής 

"Όσα ξέρατε να τα ξεχάσετε! Εδώ δεν υπάρχουν έννοιες όπως: φιλότιμο, ειλικρίνεια, τσίπα, εντιμότητα και άλλα τέτοια τετριμμένα και γλυκανάλατα. Όλα πληρώνονται κι όλα αγοράζονται. Ακόμα και οι φιλίες. Κι ό, τι δεν μπορεί να αγοραστεί μπορεί κάλλιστα να κλαπεί, σύμφωνα πάντα με το νόμο. Τίποτα δε γίνεται παράνομα. Τίποτα δεν είναι ανήθικο. Όλα είναι νόμιμα και ηθικά, όλα είναι μπίζνες που λέμε κι εμείς στο Αμέρικα. Τα επιδόματα λόγου χάριν είναι μια καλή και κυρίως ηθική πρακτική για να χώνουμε στην τσέπη ακόμα περισσότερα...".

Τα σεμινάρια δημιουργικής κλοπής μόλις είχαν αρχίσει. Το λόγο είχε μια καθηγήτρια που πλούτιζε το βιογραφικό της βοηθώντας τη χώρα. Με το αζημίωτο η βοήθεια, μην τρελαθούμε κιόλας. Να οι μισθάρες  να τρέχουν, να τα επιδόματα ενοικίου να πέφτουν, να στα μούτρα μας που δεχόμαστε την κοροϊδία τους και την αλτρουιστική τους διάθεση για προσφορά.  
Παραστάτης της σε όλη αυτή τη βοήθεια που ήρθε να δώσει, σε όσα ήρθε να πάρει δηλαδή, ο σύζυγός της, που πάει να πει η κολόνα του σπιτιού το οποίο πληρώναμε όλοι εμείς, αλλά κι όλων των άλλων ακινήτων που είχαν στην κατοχή τους. Μια κολόνα χίλιες χρήσεις. Πολυκολόνα ο μίστερ. 

Το κοινό απαρτίζεται από επίδοξους σωτήρες των εαυτών τους. Μια κυρία με βλέμμα αρπακτικού, σταματά  να υπολογίζει πόσο θα της κοστίσουν τα σεμινάρια και αρπάζεται σαν μαϊμού από τη λέξη που ήχησε ίδια με θεία μουσική στα αυτιά της. Μια μουσική που μόνο τα νομίσματα μπορούν να συνθέσουν, και που μπορείς να την απολαύσεις καλύτερα όταν τα νομίσματα γίνονται χαρτονομίσματα, αλλά φτάνει στο κρεσέντο μόνο όταν ενορχηστρώνεται από πολλά μηδενικά σε τραπεζικά βιβλιάρια.
Χωρίς να ζητήσει το λόγο ύψωσε τη φωνή και ρώτησε πόσα νόμιμα επιδόματα θα μπορούσε η ίδια να υπεξαιρέσει ηθικά από το λαό.
"Πόσα σπίτια έχεις;" τη ρώτησε η ομιλήτρια.
"Ε, τώρα, δεν κάθομαι να τα μετράω σαν να είμαι καμιά τσοκαρία από τον Μπύθουλα" απάντησε με στόμφο η άλλη κουνώντας απαξιωτικά το χέρι. 

Δεν πέρασε πολλή ώρα και στην αίθουσα επικράτησε αναβρασμός. Όλοι ήθελαν να βρουν τρόπο να αυξήσουν τα πενιχρά τους εισοδήματα, μια και τα έξοδα όπως έλεγαν ήταν πάρα πολλά. 
"Πληρώσαμε ακριβότερα από όλους την κρίση" έλεγε ο ένας. "Έχουμε έξοδα" έσκουζε ένας άλλος.
 "Χρειάζομαι πολλά για κομμωτήρια" τσίριζε μια τρίτη, "να πάλι βγήκε η ρίζα, με θαύμα νομίζετε πως διατηρώ αυτό το χρώμα;". 
"Κανένα καλό σκανδαλάκι παίζει;" διπλάρωνε κάποιος  τον διπλανό του, που ήταν μανούλα στις λαμογιές.
"Φιλαράκι έχεις ένα ευρώ;" ακούστηκε πάνω από το πανδαιμόνιο ένας που λαχτάρησε ένα καφεδάκι, αλλά δεν είχε πάνω του ψιλά για τον αυτόματο πωλητή.

Με τα πολλά ο κουρνιαχτός κατακάθισε και η τάξις  απεκατεστάθη. Ευρώ δε βρέθηκε, μια και κανείς δεν κρατούσε ψιλά, αλλά θα πήγαιναν μετά όλοι μαζί για περιδρόμιασμα στην υγειά των κορόιδων. Ήταν το λιγότερο που μπορούσαν να κάνουν, αφού κι αυτό τα κορόιδα θα το πλήρωναν.


Και για να διώξω τη γεύση που άφησαν όλα τα παραπάνω θα καλωσορίσω τον Απρίλιο με τις μαργαρίτες και θα ευχηθώ να έχουμε έναν υπέροχο μήνα, χωρίς ψέματα!