"Ο συγγραφέας είναι σολίστας" γράφει ο Καμπρέ και για πάνω από 700 σελίδες ο αναγνώστης αφήνεται σε αυτή του την αλήθεια.
Το Confiteor είναι πολλά παραπάνω από μια ομολογία. Είναι ένα πραγματικό αριστούργημα της λογοτεχνίας, ένα βιβλίο που υφαίνει με δεξιοτεχνία το χτες με το σήμερα, αναζητώντας απαντήσεις εκεί που κρύβεται το αδιέξοδο.
Και το αδιέξοδο έχει πολλούς και διαφορετικούς δρόμους που οδηγούν σε αυτό.
Η γη πότε γίνεται επίπεδη και πότε στρογγυλή και μέσα από το γράμμα που ο Αντριά γράφει στην αγαπημένη του Σάρα, το κακό τυλίγει σαν πέπλο την ανθρωπότητα και γίνεται βασανιστικό ερώτημα που επανέρχεται συνεχώς για να ενοχλεί τον Καμπρέ, τον ήρωά του τον Αντριά που προσπαθεί να το οριοθετήσει και ίσως και να το κατανοήσει και φυσικά τον αναγνώστη.
Υπάρχει Θεός; Κι αν υπάρχει, πώς επιτρέπει να γίνονται αδιανόητα πράγματα, και πόσο βολικά στα αλήθεια, τα μεταβιβάζει, ελαφρά τη καρδία, στη βούληση του ανθρώπου;
Είναι ξεκάθαρο πως ο Θεός είναι ανύπαρκτος για τον Αντριά, αλλά βρίσκεται συχνά στη σκιά του, μια σκιά που αφήνουν παντού τα έργα των ανθρώπων, καλά, ή κακά και που διαπράττονται στο όνομά Του.
Παρακολουθούμε τον Αντριά από παιδί που μεγαλώνει στη Βαρκελώνη του 50, με έναν πατέρα που τον οραματίζεται λόγιο και μια μητέρα που τον επιθυμεί δεξιοτέχνη του βιολιού, ενώ η μοίρα που στην ύπαρξή της δεν πιστεύει, αφού θεωρεί πως όλα και όλοι είμαστε αποτελέσματα συμπτώσεων, τον δένει στενά με την ιστορία ενός πολύτιμου αντικειμένου, ενός ξακουστού βιολιού!
Δυο ακόμα αντικείμενα στενά συνδεδεμένα με το βιολί του 18ου αιώνα, που έχει όνομα και ονομάζεται Βιάλ, ένα μενταγιόν κι ένας πίνακας που σχετίζεται άμεσα με ένα χειρόγραφο, παίζουν σημαντικό ρόλο στο βιβλίο, αλλά και στη ζωή του Αντριά και κατά κάποιο τρόπο την καθορίζουν, ίσως και να την εξουσιάζουν ως ένα σημείο.
Μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι, που τα έργα τέχνης και οι ανυπολόγιστης αξίας αντίκες έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο και είναι η πηγή πλούτου της οικογένειας, αναπόφευκτα κάποια στιγμή υποψιάζεται την ύποπτη προέλευσή τους και αρχίζει να σκαλίζει στο χρόνο και στη μνήμη για να ξεθάψει τα ανομολόγητα μυστικά.
Ο Αντριά ξεκινάει ένα γράμμα στη γυναίκα που σημάδεψε τη ζωή του, την αγαπημένη του Σάρα, λίγο πριν χάσει τη μνήμη του για πάντα.
Και είναι τρομακτικό αυτό, όσο και αλληγορικό.
Ένας σοφός, ένας απόλυτα χαρισματικός άνθρωπος που χάνει σιγά σιγά τη μνήμη του, έχοντας επίγνωση της κατάστασής του, προσπαθεί να ανασυνθέσει την οικογενειακή του ιστορία, να καταγράψει την προσωπική του πορεία, αλλά και να κάνει μια μεγάλη διατριβή σε θέματα που βασανίζουν από τη γέννησή της την ανθρωπότητα.
Και πρέπει να το κάνει γρήγορα και με κάθε ειλικρίνεια, πριν το κουδούνισμα του τηλεφώνου που έρχεται όλο και πιο συχνά και τον αναστατώνει, σαν μια ύπουλη και κακόβουλη προειδοποίηση, αντικατασταθεί με το απόλυτο κενό!
Η εξουσία και το κακό, που για μένα είναι αλληλένδετα, άσχετα αν δεν προϋποθέτουν το ένα το άλλο, ο πόνος πέρα από κάθε φαντασία, η μεταμέλεια, η συγχώρεση που ίσως και να μην έχει καμιά σημασία τελικά, αφού το κακό δεν μπορεί να αντιστραφεί, η εξιλέωση, η αγάπη, η εκδίκηση, μα πάνω από όλα το ίδιο το κακό που λάμπει σαν μαύρος ήλιος σκορπίζοντας τα σκοτάδια του, από τότε που η γη ήταν επίπεδη, και που βρίσκει πάντα τρόπο να τρυπώνει και στη σφαίρα που γυρνάει αδιάκοπα στο διάστημα και μας δείχνει πως όσα χρόνια κι αν περάσουν, εκείνο θα βρίσκει τρόπους για να θριαμβεύει, απασχολούν το συγγραφέα διαρκώς.
Δεν είναι τυχαίο που ο Καμπρέ αναφερόμενος σε δυο τραγικές περιόδους της ανθρωπότητας, στο Μεσαίωνα που η Ιερά Εξέταση είχε αναλάβει να σκορπάει τη φρίκη και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που αναβίωσε την ίδια απόλυτη φρίκη στο Άουσβιτς με τα απάνθρωπα και αδιανόητα πειράματα πάνω σε ανθρώπους και όχι μόνο, τις περιγράφει σχεδόν παράλληλα ταυτίζοντας έτσι τον ιεροδικαστή με τον ναζί.
..."Κι όπου χρειαζόταν φρίκη, ας ήταν απέραντη. Κι όπου χρειαζόταν σκληρότητα, ας ήταν απόλυτη, διότι τώρα έπαιρνε το λόγο η Ιστορία."...
Κι έτσι με αυτή τη φράση που θα μπορούσε να χαρακτηρίζει κάθε φάση της ιστορίας που το κακό γιγαντώνεται, διανύουμε σημαντικά κομμάτια της.
Ο Καμπρέ καταπιάνεται με πολλά θέματα και γράφει ένα πραγματικό αριστούργημα, χρησιμοποιώντας έναν ξεχωριστό τρόπο αφήγησης καθώς περνάει με άνεση από το πρώτο στο τρίτο πρόσωπο, και που μπορεί στην αρχή να ξαφνιάζει, ωστόσο το ξάφνιασμα διαδέχεται ο θαυμασμός για τον τρόπο που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί για να σπρώξει χωρίς οίκτο τον αναγνώστη στα βαθιά μυστικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα στους αιώνες, αλλά και να κατανοήσει την αγωνία του ήρωα που διαρκώς βρίσκει και χάνει την αγάπη, ενώ είναι περικυκλωμένος από το κακό που μπήκε στη ζωή του πριν ακόμα τη γέννησή του.
Εκπληκτική όμως είναι και η ικανότητά του να χαλαρώνει κάπου κάπου τον αναγνώστη, κάνοντάς τον ακόμα και να γελάσει δυνατά με το ιδιότυπο χιούμορ του που χρησιμοποιεί με μαεστρία όπου χρειάζεται!
Confiteor...ήρθε η ώρα της δικής μου ομολογίας. Ομολογώ λοιπόν πως νιώθω πολύ τυχερή που αξιώθηκα να διαβάσω αυτό το βιβλίο και πως από δω και πέρα κερδίζει επάξια τη θέση του ανάμεσα στα πιο αγαπημένα μου βιβλία, στα αναγνώσματα εκείνα που έχουν για μένα μεγάλη αξία!
Δε θα μπορούσα να μην αναφερθώ φυσικά με θαυμασμό στον μεταφραστή του έργου Ευρυβιάδη Σοφό που κατόρθωσε να αποδώσει από τα καταλανικά στα ελληνικά ένα θαύμα που παρέμεινε θαύμα και μετά τη μετάφραση!
Σίγουρα σας κάνει εντύπωση ο τίτλος του βιβλίου που έμεινε αμετάφραστος, όπως μου έκανε κι εμένα στην αρχή.
Στις σημειώσεις ο μεταφραστής επισημαίνει πως αυτό ήταν επιθυμία του συγγραφέα κι εξηγεί πως "Confiteor" σημαίνει ομολογώ, εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου.
Το Confiteor, το βιβλίο με τα πολλά βραβεία και την πλήρη αποδοχή από κριτικούς και αναγνώστες, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Πόλις".