Το
χωριό των μύθων
Το
ανηφορικό μονοπάτι χάνονταν εδώ κι εκεί, καθώς το έπνιγε η πυκνή βλάστηση. Ο
ήλιος ανέβαινε όλο και ψηλότερα κι ένιωθα τις αχτίδες του σαν ένα ακόμα βάρος
που έπρεπε να κουβαλάω.
Αυτό,
που το προηγούμενο βράδυ, κάτω από το φως των κεριών, φάνταζε σαν ευκαιρία για περιπέτεια, είχε αρχίσει να γίνεται
κουραστικό και βαρετό. Τώρα δεν βρισκόμασταν πια στη δροσερή βεράντα παίζοντας τράπουλα και τρώγοντας καρπούζι, αλλά ανεβαίναμε όλο
και ψηλότερα στο βουνό, για να ανακαλύψουμε το χωριό των μύθων. Έτσι το είχαμε
βαφτίσει από την πρώτη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας εδώ, μια και όλο γι΄αυτό
ακούγαμε. Κάθε μύθος ήταν διαφορετικός, αλλά
όλοι ήταν παράδοξοι και αρκετά μυστήριοι για να μας εξάψουν την περιέργεια. Η
τοπική κοινωνία αναφέρονταν συχνά στα παράξενα
γεγονότα που έκαναν το χωριό να ερημώσει.
Λίγο οι μύθοι, λίγο η δική μας αγάπη για κάθε τι παράξενο, έκαναν την ανατροπή στο καθημερινό μας πρόγραμμα. Δεν ξέρω αν τα
δεκάδες θροΐσματα που ακούγονταν γύρω μας, ήταν αυτό που μου δημιουργούσε
ταραχή, ή η ιδέα του ερειπωμένου χωριού.
Κι
εκεί που περπατούσα μηχανικά και ονειρευόμουν
παραλίες και βουτιές σε κρύα νερά, κάποιος φώναξε δυνατά.
Είχαν
αρχίσει να φαίνονται πια τα χαλάσματα του χωριού. Για μια στιγμή ο ήλιος με
τύφλωσε κι εκεί που πριν λίγο είχε ερείπια, νόμισα πως είδα κανονικά σπίτια.
Μπαίνοντας
στο χωριό, μια αλλόκοτη αίσθηση με συνεπήρε και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει
τόσο δυνατά που φοβήθηκα. Έβλεπα τους άλλους γύρω μου να γελάνε και να
αστειεύονται και προσπάθησα να πνίξω το φόβο μου.
Σταμάτησα
κάτω από ένα μπαλκόνι και μου φάνηκε πως διέκρινα τα γεράνια που κάποτε γέμιζαν
τις γλάστρες του. Ένας δρόμος δίπλα στο σπίτι με τα γεράνια μου κέντρισε το ενδιαφέρον
και χωρίς να το σκεφτώ τον ακολούθησα.
Οι
φωνές των άλλων ακούγονταν όλο και πιο μακρινές και μου πέρασε από το μυαλό,
πως ίσως τους κάνω να ανησυχήσουν.
Για
κάποιο λόγο δε με ένοιαξε καθόλου και συνέχισα να προχωρώ καθώς γύρω μου τα
σπίτια αποκτούσαν στέγες, παράθυρα, πόρτες, ζωή. Νόμιζα πως ήταν η φαντασία μου
που οργίαζε, αλλά δε φοβόμουν πια. Ούτε ζεσταινόμουν όπως όταν ανεβαίναμε στο
μονοπάτι.
Ο
ήλιος εξακολουθούσε να λάμπει πάνω μου, αλλά θα έλεγε κανείς πως δεν ήταν πια
καλοκαίρι.
Κοιτούσα
γύρω μου, καθώς μια αίσθηση γυρισμού πλημμύριζε το είναι μου. Άρχισα να
καλημερίζω ανθρώπους που λίγο πριν δεν έβλεπα.
Διάβηκα
την αυλόπορτα ενός μικρού σπιτιού κι ένα
κοριτσάκι έτρεξε να χωθεί στην αγκαλιά μου.
-Μαμά,
ήρθαν πάλι οι άγνωστοι στο χωριό. Τους είδες;
-Τους
είδα αγάπη μου. Πώς να της εξηγήσω πως πριν λίγο ήμουν κι εγώ ανάμεσά τους; Πώς
να εξηγήσω όλα όσα γίνονταν, από τη στιγμή που δεν τα καταλάβαινα ούτε εγώ;
-Έλειψες
καιρό μαμά, μου παραπονέθηκε το παιδί. Όλοι έλεγαν πως δε θα ξαναγυρίσεις. Πως
πέρασες σε άλλη ζωή.
Καθώς
μπαίναμε στο σπίτι και η βαριά πόρτα έκλεινε πίσω μας, μια σκέψη πέρασε
φευγαλέα από το μυαλό μου. «Κάποιοι θα με ψάχνουν πάλι».
Με την ευκαιρία της συμμετοχής μου στο παιχνίδι της Φλώρας ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ. έγραψα την παραπάνω ιστορία, που κάνοντας την ανατροπή κατάφερε να σκαρφαλώσει στην τρίτη θέση και να τη μοιραστεί με την ιστορία της Αριστέας μας Ένας μύθος ακόμα!
Η χαρά μου μεγάλη που η μικρή κοινωνία που δημιουργήθηκε με αφορμή ένα παιχνίδι είναι τόσο αξιόλογη και δημιουργική. Η τράπουλα του καινούριου παιχνιδιού έχει ήδη μοιραστεί μια και δόθηκαν από την νικήτρια του παιχνιδιού οι 5 καινούριες λέξεις.
Μην ξεχάσετε να πάτε μια βόλτα στη Φλώρα να δείτε τα αποτελέσματα του 11=ου παιχνιδιού, αλλά και την έναρξη του καινούριου.
Ευχαριστώ πολύ όλους όσους με τίμησαν με τη βαθμολογία τους, αλλά και όσους στηρίζουν αυτό το υπέροχο παιχνίδι. Και φυσικά ευχαριστώ τη Φλώρα που ακούραστη συνεχίζει να μας προκαλεί να δημιουργούμε!