Το τρίτο μας παιχνίδι, με 13 συμμετοχές και δύο αναρτήσεις είναι εδώ!
Ναι, μάλλον σας φαίνονται λίγες. Κι εμένα στην αρχή λίγες μου φάνηκαν.
Μετά όμως εστίασα στα καλά και το ξεπέρασα.
Άλλωστε το παιχνίδι που εμπνεύστηκε και ξεκίνησε η Φλώρα από το TEXNIS STORIES και συνεχίζεται εδώ, έχει πολύ δρόμο ακόμα μπροστά του.
Και θα τον κάνει, αφού τον στρώσει με ροδοπέταλα, από Σεπτέμβριο πια.
Επειδή άνθρωποι είμαστε και λάθη κάνουμε, διόλου απίθανο να εντοπίσετε κάποια λαθάκια στις αναρτήσεις.
Αν αφορούν συμμετοχές σας παρακαλώ να μου τις επισημάνετε στο μέιλ almikr@gmail.com
Αν αφορούν κάτι άλλο, είστε ελεύθεροι να "με" σχολιάσετε ελεύθερα!
Οι λέξεις μας αυτή τη φορά ήταν: ποδήλατο, φύλλο, ακροκέραμο, χάραμα, έγνοια.
Η ώρα της βαθμολογίας έφτασε!
Οι βαθμοί που πρέπει να βάλετε είναι 3,2,1 ξεκινώντας από το 3 για την καλύτερη κατά τη γνώμη σας συμμετοχή και φτάνοντας στο 1 για την τρίτη κατά σειρά.
Για την αποφυγή αδικιών είναι υποχρεωτικό να βαθμολογηθούν 3 συμμετοχές.
Δεν μπορείτε να βαθμολογήσετε δυο συμμετοχές με τον ίδιο βαθμό και δεν μπορείτε να βαθμολογήσετε τη δική σας συμμετοχή.
Τις βαθμολογίες θα τις γράψετε στα σχόλια, κάτω από αυτή την ανάρτηση μέχρι και την Παρασκευή 26/6 στις οχτώ το βράδυ.
Το Σάββατο 27/6 θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα.
Ο νικητής, ή η νικήτρια, καθώς κι ένας (που θα βγει με κλήρωση) από όσους βαθμολογήσουν, θα πάρουν συμβολικά δώρα.
Σας ευχαριστώ και σας αφήνω να απολαύσετε τις ιστορίες και τα ποιήματα!
1. Εις τόπον άλλον
Αιθέρια να είσαι κι ονειρική
Εναγώνια πάντα να σε ζητώ
Κι εσύ να μου ξεφεύγεις σιγογελώντας
Συμπαντική μου πεμπτουσία άπιαστη
Να βγαίνεις θέλω σαν ψιμύθι λόγου
Μέσα από τριμμένους χρυσόδετους τόμους
Να μην μπορώ να σε διαβάσω
Να μην δύναμαι να σε κρυπτογραφώ
Με άδειους οφθαλμούς θολωμένους εικόνα μου να σε λέω
Ασχημάτιστη κι υγρή να είσαι σαν το ρετσίνι
Να αδυνατώ να σε οδηγήσω κέρινη
Στο τριανταφυλλί των ποιημάτων ποδήλατο
Για μια βόλτα μαζί σου τελευταία
Στο περιβόλι με τους πέτρινους ίσκιους και τ' αγάλματα
Σε παίρνουν τα σφυρίγματα των στρατιωτών
Τις κρύες νύχτες στην έρημη σκοπιά
Σε χαίρονται σπάνια λεπιδόπτερα
Σε συνοριακές γραμμές σπαρμένες με νάρκες
Σε καλούν οι λέμβοι με μόνο διαβατήριο
Την ομορφιά σου, τον πόθο σου για φυγή
Κι εγώ μένω αέναος περιπατητής του δρόμου σου
Της πατρίδας σου ταπεινό χάνι κι αρχονταρίκι
Ένας ποταμός μεταβλητός που αλλάζει κοίτη
Επιζητώντας στα φύλλα του να σ' ανταμώσει
Νύμφη και βαρκάρισσα να με πέμψεις
Για τ' απαλά του κόσμου σου σκοτάδια
Ψυχή θα 'δινα. κυρά να είσαι των άνθεων και των δασών
Στάλα-στάλα να αποστραγγίζω κάθε χάραμα
Τους χυμούς σου όλους
Σε μποτίλιες θαλάσσης να σε κλείνω
Σε μαντήλια ώχρας να σε φυλάω
Και σε κανίστρια νυφικά λεπτοπλεγμένα
Δαντέλα ακριβή να σε ακουμπώ
Ευωδιά μου εσύ: φύλλο της λεβάντας
Στολίδι μου εσύ: μαρμάρινο ακροκέραμο
Όνειρο μου έγνοια μου κι ακολασία πόσο ξεχνάς
Σκαλί-σκαλί θα σ' ανεβώ να τσακίσω όλα
Τ' αλάβαστρα που σε περιστοιχίζουν με λαγνεία
Γιατί χωρίς κλαδί εις τόπον άλλον μ' οδηγείς
Και κέρμα δεν έχω
Να εκπληρώσω το αίτημα σου
Έτσι στο σκούρο ρεύμα ζω τον τρόμο κι ορίζομαι άνεμος δικός σου
2. Το ακροκέραμο-2015
Το ακροκέραμο-2015
Στίχοι: Πικραμένος Ερωτιάρης
Το ακροκέραμο που μου' πεσε απ'τα χέρια
όχι, δεν γίνεται, δεν είναι δυνατόν!
Είναι κομμάτι απ' το σπίτι μας μωρό μου
εκεί που άλλο δεν με θες να μαι παρών!
Μου ήρθε κεραμίδα στο κεφάλι
Να μη με θέλεις στη ζωή σου δυστυχώς
Τον άλλονα που έβαλες το χάραμα στο σπίτι μας τον είδα
Με το ποδήλατο ερχόταν ο ...φτωχός!
Μπρος στο νεοκλασικό μας μια ακόμα μαχαιριά
θέλεις να μου δώσεις
Μπρος στο νεοκλασικό μας θες να με πληγώσεις
Μπρος στο νεοκλασικό μας
Μπρος στο νεοκλασικό μας θες να με τελειώσεις
(δις)
Το ακροκέραμο κοιτάζω κι ένα δάκρυ
αργοκυλάει από τα μάτια μου γλυφτό
Πού πήγε Νίτσα μου η μεγάλη σου αγάπη
Αχ να, το έσβησες και το φωτιστικό!
Τα φύλλα της καρδιάς μου τσακιστήκαν
χίλια κομμάτια τα έκανες θαρρώ
Έγνοιες και πίκρες στο κεφάλι μου εμπήκαν
Μα σαν τον κερατώσεις και τούτονα τότε θα χαρώ!
......και ίσως γυρίσω και στο νεοκλασικό!
(Αναζητείται μουσικός)
3. Με το βήμα της καρδιάς…
Πάλι τη βρήκε το χάραμα να σκέφτεται, όλα εκείνα που λαχταρούσε από παιδί…
Ονειρευόταν να κατακτήσει τον κόσμο, να γίνει μεγάλη και τρανή, να αποκτήσει χρήμα, δόξα, μεγάλο σπίτι, τραπεζικό λογαριασμό υπολογίσιμο. Είχε τις δυνατότητες, τα προσόντα, τις ευκαιρίες...
Κι όμως τα άφησε για ένα έρωτα, που της άλλαξε τη ζωή. Που την πήρε μαζί του σ’ ένα άλλο όνειρο, πιο μαγικό.
Εκείνος γλυκός, τρυφερός, ονειροπόλος με όψη αρχαίου Έλληνα θεού την παρέσυρε στα δικά του μονοπάτια, που ούτε φανταζόταν πως υπήρχαν. Μοναδική του έγνοια, το δικό της χαμόγελο, που τώρα άρχισε να γίνεται λιγάκι προσποιητό, αφού δεύτερες σκέψεις κυρίευαν το μυαλό της. Τα καλοκαίρια ζωγράφιζε τη φύση και το ηλιοβασίλεμα και τα πουλούσε στους τουρίστες και το χειμώνα, έκανε τον καφετζή στο μοναδικό παραδοσιακό καφενείο της πόλης. Ταξιδιάρικο πνεύμα, ανήσυχο, «αναρχικό»! Του αρκούσαν τα απαραίτητα με πρώτο και κύριο εκείνη!...
Ποτέ της δεν κατάλαβε πώς δεν αναζητά περισσότερα, αλλά οι σκέψεις της πάντα διακόπτονταν από μια του ματιά, από ένα του χάδι. Τώρα όμως η ξαφνική συνάντηση με τον παλιό συμφοιτητή με την υψηλή θέση, ήρθε να της θυμίσει όλα όσα είχε αφήσει πίσω....
Ξαφνικά, το παλιό σπίτι με τα ακροκέραμα που ζούσαν και τόσο θαύμασε από την πρώτη στιγμή, της φαινόταν μικρό. Τόσο μικρό, που κάποιες στιγμές ένιωθε να την πνίγει. Μοναδική της διέξοδος, στην προσπάθειά της να βάλει τις σκέψεις της σε τάξη, η βόλτα με το ποδήλατο, στα πλακόστρωτα δρομάκια και στο μεγάλο δρόμο που ένωνε την πόλη με τον υπόλοιπο κόσμο.
Λένε, πως τίποτα δεν μπορεί να νικήσει ένα μεγάλο έρωτα, κάποιες φορές όμως, τα ανεκπλήρωτα όνειρα, έρχονται να του δώσουν ένα δυνατό πλήγμα.
Δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι, άλλο. Η θέση που μια ζωή ονειρευόταν και την άφησε για χάρη του, ήταν διαθέσιμη κι εκείνη αποφάσισε να τη δεχθεί, αφήνοντας πίσω αυτή τη φορά, εκείνον…
Έτσι πέρασε ο καιρός και να, που τώρα πάλι βρισκόταν μπροστά από ένα τζάμι να κοιτά τα φώτα της πόλης να σβήνουν καθώς το χάραμα, την έβρισκε πάλι να παλεύει με τις σκέψεις.
Είχαν περάσει τρία χρόνια και ενώ είχε καταφέρει πολλά απ’ όσα ονειρευόταν, μέσα της το κενό όλο και μεγάλωνε. Τα μάτια, το χαμόγελό του και η ανεμελιά του, της έλειπαν κάθε μέρα και πιο πολύ, τόσο που ούτε που κατάλαβε πως τα βήματά της την οδήγησαν πίσω και βρισκόταν τώρα στην είσοδο της μικρής αυλής, που τα ξερά φύλλα, γέμιζαν με την παρουσία τους.
Συναντώντας ξανά το γελαστό του βλέμμα κατάλαβε, πως αυτό που ήθελε πάντα ήταν τελικά, η ασφάλεια που ένιωθε κοντά του!...
4. Λήθη
Ακροκέραμο στα όρια της λήθης
ως το χάραμα με τυρρανά
η στερνή σου η έγνοια.
Σατανική ερωμένη της σκέψης
μάνα της απόγνωσης
αιχμηρές λέξεις γεννά με βογγητά
χαράζοντας πόνους ανεξίτηλους
σε φύλλα αποτρόπαιων ημερολογίων
που άστοχα κοσμούν
χρωματιστά παιδικά ποδήλατα.
Ύστερα ξημερώνει.
5. Η υπόσχεση της Νεφέλης
-Νεφέλη, γιατί χαζεύεις παιδί μου;
-Έχω να γράψω μία έκθεση μαμά και προβληματίζομαι.
-Μπα; Από πότε προβληματίζεσαι εσύ; Πες ότι πάλι ονειρεύεσαι με ανοιχτά μάτια αντί να σκέφτεσαι τι θα γράψεις!
-Όχι μαμά.Είναι δύσκολες κάποιες λέξεις. Για παράδειγμα, δεν ξέρω ακριβώς τι είναι το "ακροκέραμο". Μας εξήγησε η κυρία βέβαια, αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι θα μπορέσω να γράψω κάτι με αυτή τη λέξη.....
-Καλά; Ντιπ χαζή είναι η δασκάλα σου; Τι στο διάολο σας βάζει; Δημοτικό πάτε. Για πανεπιστήμιο σας πέρασε;
Τσακίσου και πήγαινε μέσα όμως. Θέλω να δω τηλεόραση. Έχει το "Μπρούσκο" αυτή την ώρα! Και δεν το χάνω για κανέναν λόγο!
Η Νεφέλη, πήγε μέσα πικραμένη.Ήθελε τόσο πολύ να γράψει κάτι όμορφο. Και η μαμά ποτέ δεν τη βοηθούσε.
Έμεινε λίγο ακόμα καρφωμένη στο τετράδιο της, μα οι σκέψεις της χόρευαν τρελά.
"Ίσως έχει δίκιο η μαμά. Ίσως χαζεύω πολύ" σκέφτηκε με θλίψη.
Αποφάσισε τότε ότι ίσως μία βόλτα την βοηθούσε στην έκθεση της. Πήρε το ροζ ποδήλατο της και άφησε πίσω της τις έγνοιες για την ώρα.
Τα φύλλα κάτω από τις ρόδες έτριξαν και η Νεφέλη χαμογέλασε. Πόσο της άρεσε ο ήχος αυτός! Ποδηλατούσε αργά και έπαιρνε βαθιές ανάσες. Η μυρωδιά του χώματος ήταν η αγαπημένη της. Ποια σοκολάτα και ποιο σουβλάκι σκέφτηκε; Υπάρχει πιο ωραίο άρωμα από αυτό του βρεγμένου χώματος;
Ήταν όμορφα εκεί, στην έρημη φύση. Κάποια πουλιά μόνο τη συντρόφευαν και το απαλό αεράκι, που της χάιδευε τα μαλλιά.
Σταμάτησε κάτω από το αγαπημένο της δέντρο.
Εκεί που άλλοι χάραζαν καρδιές και τα αρχικά τους, η Νεφέλη χάραζε γραμμούλες. Κάθε φορά μια γραμμούλα ήταν και μια στενοχώρια της. Πάνω στο δέντρο της καιρό τώρα, άφηνε όλη της την απογοήτευση και μετά επέστρεφε ήρεμη να συνεχίσει.
Έτσι και τώρα. Ανακουφισμένη και πάλι γυρίζει με όρεξη να γράψει. Πιάνει το μολύβι της και οι λέξεις τρέχουν πάνω στο χαρτί....
Όταν τελειώνει και διαβάζει το γραπτό της ένα χαμόγελο χαράσσεται στο πρόσωπό της.
-Μαμά να σου διαβάσω τι έγραψα; ρωτά με καμάρι η Νεφέλη την μητέρα της.
-Ωχού! Την όρεξη σου νομίζεις ότι έχω; της αποκρίνεται με νεύρα εκείνη.
Μπρος! Για ύπνο. Δεν θα ξυπνάς το πρωί!
-"Μα μαμ...."
-Κομμένα τα μα και τα μου. Τσακίσου είπα!
Η Νεφέλη πέφτει στο κρεβάτι της βουρκωμένη. Κλαίει με παράπονο. Στριφογυρίζει. Ξαγρυπνά. Το χάραμα τη βρίσκει να κλαίει ακόμα, βουβά τώρα πια.
Αποκαμωμένη αφήνεται επιτέλους στην αγκαλιά του Μορφέα, μονολογώντας πριν κλείσουν τα βλέφαρα της:
"Εγώ δεν θα γίνω ποτέ τέτοια μαμά!"
6. Λευκά μονοπάτια
Βραδιά αφέγγαρη να ταξιδεύεις
Στους χρυσούς οπωρώνες
Χωρίς έγνοια καμία
Περιπατητής της ομορφιάς
Να μαζεύεις αστέρια κρουστά
Απ' τους χαμηλούς κλώνους
Κι η καρδιά να φλογίζεται
Μέσα στο υπερθέαμα της ζωής
Λεπτοί κάλυκες να σε παρασέρνουν
Σε αγρούς που από παιδί φύλαγες
Σαν ζωγραφιά χρωματιστή στο πλέγμα της καρδιάς
Στην σκόνη να κολυμπάς
Του αφράτου γαλαξία
Σαν να είσαι χριστόψαρο
Ή αετόπουλο που φωλιά δεν στήνει
Από ακαταδεξιά στα ριζά
Παρά στα λευκά μονοπάτια των βουνών μονάζει
Να ξαστοχάς στο μέτρημα της χαράς
Και ν' αρχίζεις πάλι
Σαν να ήσουν καταρράκτης
Που δεν κουράζεται τον βράχο να υγραίνει
Καημούς γραπτούς να μερεύεις
Στην ακτίνα του ποδηλάτου να τους περνάς
Με μαχαίρι χρυσό να συντρίβεσαι
Στων φύλλων τη σχισμή χωρίς να πονάς
Ελεύθερος να βιάζεσαι
Στην πυρά της ηδονής να σταθείς κι ολόγυμνος
Να προσκαλείς τον Θεό να σε διδάξει τις νέες γραφές
Μέσα σε κάμαρα ερωτική να αναπνέεις φιλιά
Χρόνων παρελθόντων
Μετρώντας των κυμάτων τα κρυφά μηνύματα
Χαράματα να εξηγείς τους χρησμούς των πουλιών
Με γνώση και προθυμία σαν ο εκλεκτός των εραστών
Στα ακροκέραμα των σύννεφων
Να προσφέρεις θυμίαμα και συντροφιά
Εσύ ο αρνητής της μοίρας και του θρήνου
Ο πρώτος άνθρωπος που τραπέζι έστρωσε
Στους νεκρούς του ανασταίνοντας τον άρτο
Να τάσσεσαι ολοκληρωτικά με την ζωή
Σαν να σου δίνεται για χιλιοστή φορά
Για να πάτε στην επόμενη ανάρτηση πατήστε εδώ!