Το 20ο "Παίζοντας με τις λέξεις" μας έδωσε 17 υπέροχες συμμετοχές και οι λέξεις: γένια, απλότητα, σύντροφος, λαός, ελιά, καθόλου εμπόδιο δεν στάθηκαν στη δημιουργία.
Θέλω να σας πω ένα μεγάλο ευχαριστώ που είστε εδώ, είτε συμμετέχοντας, είτε βαθμολογώντας.
Αυτό το παιχνίδι υπάρχει χάρη σε σας!
Η σειρά των συμμετοχών βγήκε με κλήρωση και αυτές μοιράστηκαν σε δύο αναρτήσεις για να τις απολαύσετε, αλλά και να τις βαθμολογήσετε.
Αν δείτε κάποιο λάθος, σας παρακαλώ να μου το επισημάνετε!
Αν αφορά συμμετοχή καλό θα είναι να γίνει στο μέιλ μου almikr@gmail.com
Βαθμολογείτε 5 συμμετοχές!
3 βαθμούς παίρνει η συμμετοχή που σας άρεσε περισσότερο,
2 η επόμενη και από
1 βαθμό δίνετε σε τρεις ακόμα συμμετοχές που σας άρεσαν!
Για την αποφυγή αδικιών πρέπει να μπουν όλοι οι βαθμοί.
Δεν μπορείτε φυσικά να βαθμολογήσετε τη δική σας συμμετοχή!
Κρατάτε κρυφή τη συμμετοχή σας και δεν τη δημοσιεύετε μέχρι να λήξει το παιχνίδι.
Τις βαθμολογίες θα τις γράψετε στα σχόλια, κάτω από αυτή την ανάρτηση μέχρι και τα μεσάνυχτα της Παρασκευής 6 Δεκεμβρίου.
Το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα.
Ο νικητής, ή η νικήτρια, θα λάβει ένα συμβολικό δώρο.
Καλή ανάγνωση!
1. Κωστής ο ατυχής
Σε ορεινό χωριό
σε εποχή μακρινή
ζούσε της χήρας ο μονάκριβος
Κωστής ο ατυχής.
Δεν ήταν άντρας δυνατός
με πλάτες φαρδιές
καβάλα στ' άλογο
να πηδάει τις πλαγιές.
Γένια δεν είχε πυκνά
σύντροφος δεν τον καρτερούσε με ελιά
στο μάγουλο
Δεκατριών χρονών παιδί ήτανε
άγουρο.
Κουβαλούσε ένα σακί
μα δεν βάσταξε
λύγισε σ' ένα δέντρο χάμου
Κλωτσιά ο αφέντης του' ριξε
για πάντα τα μάτια σφάλισε.
Τραγούδι έγινε ο Κωστής του γάμου!
"Κωστής ο ατυχής"
και περιπαίζει ο λαός
την απλότητα του Θανάτου.
2. Οι διπλανοί μας
Ρεύμα δεν είχαν...
Με μια λάμπα πετρελαίου προσπαθούσε να διαβάσει τη μικρή της, σκεπασμένες με μια κουβέρτα, μια και ο χειμώνας είχε ήδη κάνει αισθητή την παρουσία του.
Το ήξερα ότι το διπλανό σπιτάκι περνούσε δύσκολα. Όλοι το γνωρίζαμε και δεν ήταν οι μόνοι.
Άλλη μια οικογένεια που δοκιμαζόταν άγρια. Τα δυο μικρά παιδιά ξεχνούσαν την πείνα τους με ζαχαρόνερο πολλά κρύα βράδια. Ο μπαμπάς έψαχνε για δουλειά μετά από το κλείσιμο της εταιρείας που εργαζόταν. Α, όχι δεν έκλεισε φυσιολογικά. Πτώχευσε και το αφεντικό κρυφά, τα μεταβίβασε στη νέα του εταιρεία για να μη δώσει αποζημιώσεις.
Μα στην μικρή πόλη που ζούσαν δεν υπήρχαν μεροκάματα. ''Μια δουλειά, ό,τι να ναι'', έλεγε ο σύζυγος... ''Ασχολούμαι με οτιδήποτε''. Παρακαλούσε, έτρεχε να βρει ένα μεροκάματο έστω. Καθάριζε κάποιο χωράφι που και που, μαστόρευε μια χαλασμένη πόρτα, έτσι να βγαίνει το λίγο φαγητό του μήνα. Αλλιώς, ψωμί και ελιά ήταν η καθημερινή διατροφή. Ένα όσπριο, λίγα λαχανικά ήταν τις καλές ημέρες.
Σχολείο πήγαινε η μεγάλη κόρη κι έτσι έτρωγε το γεύμα που πρόσφεραν . Αν περίσσευε, έφερνε και για τη μικρή.
Τα ξέραμε όλοι, βοηθούσαμε όπως μπορούσαμε. Μα ήμασταν λίγοι. Και ήταν πολλοί...Τα οικονομικά μας δεν ήταν και ανθηρά. Και δεν μπορούσες να βοηθήσεις όπως ήθελες πάντα.
Αλλά υπήρχαν και θέματα υγείας. Η μητέρα έπασχε από τα νεφρά της. Πώς να δουλέψει; Αναγκαζόταν να μείνει σπίτι με τα παιδιά. Μέσα στην απλότητά της παρακαλούσε το Θεό για βοήθεια.
Και η Εκκλησία βοηθούσε, αλλά πολλές οι ανάγκες είπαν και λίγα τα συσσίτια
Εκείνη και ο σύντροφός της έψαχναν λύσεις... να φύγουν; Και πώς; Πού θα μείνουν με δυο μικρά παιδιά; Να φύγει εκείνος, εκεί κατέληξαν. Στην πρωτεύουσα μπορεί να έβρισκε δουλειά...
Για κοίτα πού φτάνει ο άνθρωπος, να χωρίζει από την οικογένειά του.
''Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια'' λέει ο λαός και το ίδιο επαναλαμβάνουν πολλοί συμπολίτες μας που έχουν τη δυνατότητα να βοηθήσουν. Το κρίμα στο λαιμό τους!
Αναστέναξα βαθιά.
Το βλέμμα μου έπεσε στην τηλεόραση. Να ξεχαστώ, να θυμώσω, να κοιμίσω το νου, να μην νοιώθω, αυτό μας χαρίζει η τηλεόραση.
''.....437.500 δολάρια πουλήθηκαν σε δημοπρασία αθλητικά παπούτσια '' έλεγε ο παρουσιαστής.
Πω πω πόσα χρήματα!
Να ακούς και να σου σηκώνεται η τρίχα.
Τι καλά που δεν είχε ρεύμα η διπλανή μου οικογένεια!
Κοίτα ειρωνεία! Δες τόσοι άνθρωποι πού ξοδεύουν τα λεφτά τους, ενώ μπορούν να ταΐσουν δεκάδες παιδιά.
Μα πού συμβαίνουν όλα αυτά;
Δίπλα μας,παραδίπλα μας;
Ή μήπως σε άλλον πλανήτη;
3. Κλέφτες των ονείρων μας
όλοι εκείνοι που έρχονται προς εμάς κρατώντας (ή κραδαίνοντας άραγε;) εμφατικά τον κλάδο της ελιάς τους και τα παχιά τους λόγια καλά ζυγισμένα. Ζητάνε την έγκριση και την αποδοχή μας. Κι αυτοί σε αντάλλαγμα -λένε και μας τάζουνε- ΘΑ μας βοηθήσουν!
Μα τι χρειάζεται ο λαός, αλήθεια ξέρουν; Όχι πες μου τι χρειάζεται, πέρα από λίγη ντομπροσύνη και λίγη απλότητα; Όχι, όχι δεν είπα λιτότητα. Πάλι παράκουσες; Για απλότητα και αυθεντικότητα μιλάω!
Μα δεν υπάρχει στις τσέπες τους ρε φίλε, (σύντροφε καλέ μου) ούτε δράμι περηφάνιας και φιλότιμο. Δεν είναι ότι έχουν καβούρια. Είναι που τά 'κλεψαν κι έπειτα σαν γνήσιοι κλέφτες, τα πούλησαν όλα... Τούτοι εδώ, οι δικοί μας κλέφτες, είναι οι χειρότεροι όλων.
Έχουν τα γένια, μα όχι τα χτένια. Τα ξεπούλησαν κι αυτά!
Κι έτσι απομείναμε εγώ κι εσύ και ο παράλλος να γράφουμε για τη μοίρα μας, να την κάνουμε στιχάκια, να την μοιρολογάμε.
Εγώ όμως έγκωσα στα μοιρολόγια.
Δεν βολεύομαι στα μαύρα άλλο.
Και έχω διαβάσει και Καζαντζάκη και τον πιστεύω.
Εγώ είμαι το φως. Εγώ και το σκοτάδι μου!
4. ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΑΚΙ
Η Μεγάλη ελιά λύγισε κάτω από την ωμή δύναμη του εκσκαφέα. Η Σκόνη σκέπαζε τα πάντα. Το παλιό σπίτι έκλεινε αγέρωχα τον κύκλο ζωής του. Κάθε τι μετατρέπονταν σε σωρό από ερείπια.
Στεκόμουν συγκινημένος με ανάμικτα συναισθήματα. Το παλιό έφευγε δίνοντας τη θέση του στο όνειρο του αύριο. Συγκίνηση, νοσταλγία, προσδοκία. Όλα μαζί ανάμικτα.
Περπατώντας στα ερείπια άξαφνα στραβοπάτησα σε έναν τσιμεντόλιθο. Το πόδι μου γύρισε και ένας καθαρός μεταλλικός ήχος ξεχώρισε. Ένα παλιό σιδερένιο κουτί έστεκε κάτω απ το πόδι μου. Για τα καλά παραμορφωμένο, γερμένο στο πλάι. Έσκυψα να το τραβήξω πέρα και τότε το είδα να πέφτει.
Ένα μικρό ραδιόφωνο. Ένα τρανζίστορ εποχής 1970. Ένα λευκό Phillips με ασημένια πλάκα και μια κόκκινη βελόνα που ξεχώριζε μέσα στην απλότητά του. Κάπου το ήξερα αυτό το τρανζίστορ! Το κράτησα στο χέρι μου, φύσηξα τις σκόνες που το σκέπαζαν και τα μάτια μου έμειναν πάνω του. Το έφερα στην αγκαλιά μου. Σαν να ήθελα να το κρύψω σ’ αυτήν. Σαν να ήθελε και αυτό να με πάρει πίσω μακριά… 46 ολάκερα χρόνια.
“Εδώ Πολυτεχνείο… Εδώ Πολυτεχνείο”
“Πατέρα τι γίνεται;”
Με κοίταξε τρίβοντας τα γένια με το χέρι του.
“Ξεσηκωμός παιδί μου! Δεν ακούς;”
“Ποιος;”
“Φοιτητές και Λαός”
Στα μαύρα χρόνια της χούντας, από τα επτά μου, είχα ήδη μυηθεί σε εκείνες τις βασικές έννοιες. Ολάκερη οικογένεια, μητέρα, γιαγιά, ο πατέρας και εγώ εκεί! Γύρω από το μικρό ραδιόφωνο. Που εκείνη τη νύχτα της 17ης Νοέμβρη είχε μια ξεχωριστή θέση και σημασία στη ζωή μας. Ήταν ο κοινωνός μας με εκείνους που μάχονταν και τους συντρόφους τους.
“Έβγαλαν τα τανκς στους δρόμους!” είπε πνιχτά η μητέρα μου.
“Καταραμένοι”, συμπλήρωσε η γιαγιά από δίπλα.
“Τα παιδιά πατέρα! Τι θα γίνουν τα παιδιά!”
Μας κοίταξε με μάτια υγρά, κόκκινα απ την ένταση και το ξενύχτι. Με τρεμάμενα χείλη ψιθύρισε.
“Απόψε είναι η βραδιά τους! Άκούστε! Γράφουν τη δική τους ιστορία!”
“Αδέλφια μας στρατιώτες! Πως είναι δυνατόν…..” ούρλιαζε ο εκφωνητής. Οι καρδιές σφίχτηκαν. Οι γροθιές μελάνιασαν στα χέρια. Το ραδιοφωνάκι έτρεμε στην αγκαλιά μας, στην παγωμένη ανάσα μας.
“Πατέρα θα τολμήσουν; θα γίνει σκοτωμός!” ψέλισσα.
Ύστερα…. φωνές… ο Εθνικός ύμνος, σιωπή! Αυτή η απέραντη θανάσιμη σιωπή. Το ραδιοφωνάκι έστεκε σιωπηρό, βουβό. Μόνο κάτι παράσιτα σφύριζαν δαιμονισμένα διαπερνώντας τα αυτιά μας.
“Μπάρμπα Γιάννη!”
Η Φωνή των εργατών με γύρισε πίσω.
“Τραβήξου ο εκσκαφέας ! Τι βρήκες εκεί;”
Είχε δίκιο. Παραμέρισα. Στην αγκαλιά μου κρατούσα πάντα το μικρό ραδιοφωνάκι.
“Κάτι απ τα παλιά μάστρο Θόδωρα”
“Κοίτα να δεις! Τρανζίστορ;”
“Ναι! Το παλιό μας ραδιοφωνάκι”
Με κοίταξε για λίγο. Πρέπει το πρόσωπό μου να ήταν σφιγμένο.
“Καταλαβαίνω…” είπε.
“Σ’ αφήνω με τις αναμνήσεις, πάω να μαζέψω τα μπάζα, πρόσεχε!”
Στάθηκα με τη πλάτη στον απέναντι τοίχο. Μέσα απ τις σκόνες έβλεπα το σιδερένιο δράκο να ισοπεδώνει τα υπόλοιπα. Στα χέρια μου εξακολουθούσα να κρατώ ευλαβικά εκείνο το μικρό λευκό ραδιοφωνάκι σπονδή στο πέρασμα του χρόνου και στις αναμνήσεις. Κάτι απ το χθες ενώθηκε με το σήμερα. Είχε επιστρέψει ξανά στη ζωή μας"
5. Υπήρχε λόγος...
- Ελιά δεν έχει, Παντελή; είπε ο Στέφανος, βλέποντας το πιατάκι που συνόδευε το κυριακάτικο ουζάκι του.
Ο Παντελής έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς το καφενείο.
- Ελιές τέλος, είπε άγρια.
- Τι είπα; είπε απορημένα ο Στέφανος.
- Τι να σου πω; είπε ο Φάνης, που καθόταν παραδίπλα. Τις τελευταίες μέρες είναι σαν να τον τσίμπησε μύγα.
- Και με τις ελιές τι τον έπιασε;
- Ποιος να ξέρει;
- Μην κρίνετε ίνα μην κριθείτε, είπε ο παπα-Φώτης, που καθόταν πιο πέρα. Ποιος ξέρει τι μαράζι βασανίζει καθενός την ψυχή!
Ο Παντελής ξαναβγήκε με ένα πανί στο χέρι και άρχισε να καθαρίζει ένα τραπεζάκι.
- Αλήθεια, Παντελή, είναι αλήθεια αυτό που μου είπε η γυναίκα μου; ρώτησε ο Λάμπρος, που μαζί με τον Αντρέα έπαιζαν τάβλι.
- Τι σου είπε η γυναίκα σου; ρώτησε ο Παντελής και τον αγριοκοίταξε.
- Αρραβώνιασες το Βασίλη;
- Ναι, είπε ο Παντελής και συνέχισε το καθάρισμα.
- Και δε λες τίποτα, βρε τζαναμπέτη, να σου ευχηθούμε;
- Πώς το λένε το κορίτσι; ρώτησε ο Φάνης. Πού το γνώρισε;
- Πότε ο γάμος; ρώτησε και ο Στέφανος.
- Ώχου, δε με παρατάτε, κουτσομπόληδες; είπε ο Παντελής και ξαναμπήκε στο καφενείο.
- Μα γιατί κάνει έτσι; είπε ο Αντρέας.
- Αφήστε, είπε ο Στέφανος, θα μας τα πει όλα ο Βασίλης.
Ένας νεαρός μόλις είχε φτάσει.
- Καλώς τον τον αρραβωνιάρη, είπε ο Αντρέας, μόλις ο νεαρός έφτασε στο καφενείο. Τι γένια είναι αυτά, καλέ;
Ο Βασίλης χάιδεψε το πηγούνι του.
- Δεν είναι γένια, μπαρμπα-Αντρέα, μούσι είναι.
- Και ποια η διαφορά;
- Το μούσι είναι περιποιημένο.
- Α, καλά…
- Τι μάθαμε, αρραβωνιάστηκες; είπε ο Στέφανος.
Ο Βασίλης χαμογέλασε αμήχανα.
- Πού το μάθατε;
- Μου το είπε η γυναίκα μου, είπε ο Λάμπρος. Της το είπε η μάνα σου. Αλήθεια είναι;
- Αλήθεια.
- Πώς τη λένε;
- Εύα…
- Ωραίο όνομα!
- Και πού την γνώρισες; Με το τσιγκέλι σου τα βγάζουμε!
- Στην σχολή.
- Α, συμφοιτήτρια!
- Μη μου πεις ότι είναι και από τα μέρη μας!
- Ποια μέρη μας, μπαρμπα-Φάνη; Αθηναία είναι, Αθηναία, και από πολύ καλή οικογένεια... Κόρη διπλωμάτη.
- Α! Ώστε γι’αυτό είναι έτσι ο πατέρας σου; Συγγένεψε με την αριστοκρατία και δε θέλει παρτίδες με τον απλό λαό;
- Ο πατέρας μου; Γιατί, τι σας είπε;
- Τίποτα.
- Δεν ξέρω τι λέτε, η Εύα είναι η προσωποποίηση της απλότητας.
- Πότε θα γίνει ο γάμος; ρώτησε ο παπα-Φώτης.
- Αργεί ακόμα, παπα-Φώτη. Προς το παρόν, απλώς συζούμε.
- Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα μοντέρνα, παιδί μου, η ένωση δύο ανθρώπων πρέπει να ευλογείται από το Θεό…
- Θα γίνει και αυτό… Το σημαντικό είναι ότι είμαστε πρώτα σύντροφοι και αυτό από μόνο του αποτελεί τη βάση για μια αρμονική συμβίωση.
- Και πότε θα μας την γνωρίσεις, καλέ;
- Όπου να’ναι… Θα περάσει από εδώ για να πάμε μια βόλτα στο χωριό. Ήρθε εχθές το βράδυ και δεν πρόλαβε να το δει. Α, να τη, έρχεται!
Μια λεπτή κοπέλα πλησίαζε με γοργά βήματα. Τα μακριά μαλλιά της ήταν λυτά.
- Καλημέρα, είπε μόλις έφτασε στο καφενείο, και χαμογέλασε με μία τέλεια, αψεγάδιαστη οδοντοστοιχία.
Κανείς όμως δεν είδε την τέλεια, αψεγάδιαστη οδοντοστοιχία. Όλοι είχαν εστιάσει την προσοχή τους στη μεγάλη, φουσκωτή κρεατοελιά που υπήρχε στο σαγόνι της...
6. ΛΙΟΜΑΖΩΜΑ
Η κυρά Μαριγώ έβαλε το κολατσιό στην βούργια, έκλεισε την πόρτα του σπιτιού της και χάιδεψε τον φουντωτό βασιλικό που βρισκόταν δίπλα στην πόρτα της. Η κόκκινη βαμμένη ντενέκα που ήταν φυτεμένος, ταίριαζε τόσο με το πράσινο φύλλωμα του!!
Το άρωμα του μοσχομύρισε γύρω.
Το σπίτι της χτισμένο στην άκρη του χωριού, το τριγύριζε ένας πέτρινος αυλότοιχος που είχε σκεπαστεί με τα χρόνια, με το αγιόκλημα και την βουκαμβίλια που είχαν σκαρφαλώσει επάνω του, στολίζοντας τον με το φύλλωμα και τα λουλούδια τους.
Ο κήπος της ήταν πανέμορφος γεμάτος με τριανταφυλλιές, ορτανσίες, γαριφαλιάς, ό, τι λουλούδι ήθελες θα το έβρισκες στην αυλή της.
Τα αγαπούσε πολύ η Μαριγώ τα λουλούδια της.
Τόσο πολύ, που όταν τα φρόντιζε τους τραγουδούσε κιόλας. Και ένα παράξενο πράγμα θαρρείς και εκείνα το καταλάβαιναν και της χάριζαν απλόχερα τα άνθη τους και τα αρώματά τους.
Πήρε το χωμάτινο μονοπάτι που έβγαζε στο λιόφυτό τους. Φέτος η χρονιά φαίνονταν καλή για το λάδι.
Οι Ελιές ήταν κατάφορτες με τον χρυσό καρπό να κρέμεται από τα κλαδιά τους.
Έφτασε στο λιόφυτο και είδε από μακρυά κάτω από την ρίζα μιας ελιάς καθισμένο το Μανιωλιό της.
Ξενομπάτισα εκείνη, την είχε εντυπωσιάσει η ομορφιά του. Λεβέντης σκέτος
Τον αγάπησε για την απλότητα και την καλοσύνη του.
Τι κι αν πέρασαν τα χρόνια και άσπρισαν τα γένια του και τα μαλλιά του;
Για εκείνη θα είναι πάντα ο Μανωλιός της, ο σύντροφός της στα καλά και στα άσχημα. μαζί όλα αυτά τα χρόνια που πάλεψαν να αφήσουν μια περιουσία στα παιδιά τους και ήταν αυτή που τους βοήθησε να σπουδάσουν.
-Καλώς την Μαριγούλα μου έλα κάθισε κοντά μου.Τι καλό μας έφερες κορίτσι μου; Για να δω; Μοσχομυρίζει.
-Περίμενε βρε Μανωλιό μου όπου να 'ναι θα τελειώσουν τα παιδιά το ράβδισμα κάτω στην ρεματιά. Ξέρεις ε;
-Αμ δεν ξέρω Μαριγούλα μου; Ξεχνιούνται αυτά;
Τι έχει δει αυτή η ρεματιά!!
Σαν ελαφίνα έτρεχες να στρώσεις τα πάνινα δίχτυα
κάτω από τις ελιές.
-Και εσύ; Που αντί να ραβδίζεις τον καρπό, δεν άφηνες αφορμή να με ξεμοναχιάζεις να σου δώσω ένα φιλί πριν να μας πάρει κανένα μάτι.
-Θυμάσαι Μανωλιό μου τι γλέντια γινόταν όταν τελείωνε το λιομάζωμα;
Τι κόσμος και λαός μαζεύονταν από τα γύρω λιόφυτα;
Έφευγε όλη η κούραση και τα μάτια έλαμπαν από χαρά.
Πού την βρίσκαμε τόση δύναμη και κουράγιο;
-Τα νιάτα ήταν Μαριγούλα μου. Να δες τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, δεν σου θυμίζουν εμάς;
-Έχεις δίκιο καλέ μου είπε εκείνη και του χάιδεψε
το χέρι.
Μάνα... πατέρα τελειώσαμε, και του χρόνου! Είπαν εκείνα με ένα στόμα. Βεντέμα είχαμε φέτος. Χρυσάφι θα είναι το λάδι μας.
Δόξα το Θεό παιδιά μου να είστε καλά.
Ελάτε να φάτε να ξεκουραστείτε φώναξε η μάνα η Μαριγούλα και έστρωσε το λευκό της τραπεζομάντιλο βάζοντας επάνω του κόσμου τα καλούδια.
Και να τα ντολμαδάκια, ο ντάκος με ντομάτα και φέτα, το απάκι οι μπουμπουριστοί χοχλοί, χορτοπιτάκια, τυροπιτάκια, ελιές και φυσικά κρασί για να το γιορτάσουν.!!
Και του χρόνου..στην υγειά σας μάνα πατέρα.!!!
7. «Ο μυστικός δείπνος»
«Φάτε!... και τσιμουδιά σε κανέναν! Κινδύνεψα για πάρτη σας να μπω στο μάτι του Κυκλώνα. Παρόλο που δε μάτωσε ρουθούνι και δεν τσακίστηκε παραθυρόφυλλο, το τομάρι μου, παρολίγο, να κρεμαστεί στην κάνη τους. Η ζωή μου θα κόστιζε όσο το πάτημα της σκανδάλης για να με στείλουν στον απόπατο!
Πάλεψα, πολύ, να πάρω τούτη την απόφαση. Δεν το χωρούσε η καρδιά μου να σας βλέπω να σέρνεστε στις χωματερές για μουχλιασμένο ξεροκόμματο. Παίζοντας το κεφάλι μου, κορώνα γράμματα, φρόντισα να χορτάσω την πείνα σας: τώρα, εσείς, φροντίστε τα υπόλοιπα. Τα μάτια σας δεκατέσσερα! Οι προδότες παραμονεύουν παντού. Ποτέ δεν τους φώτισε το άστρο της Βηθλεέμ και χτυπούν στο ψαχνό δικαίους και αδίκους.
Το μόνο αμάρτημα μου - αν λέγεται αμάρτημα, είναι που αλάφρωσα του Άφρονα το μερτικό. Κρυμμένο το ‘χε σε χέρσο αμπελοχώραφο, στις ρίζες μιας χιλιόχρονης ελιάς.. Αν και έχω μάθει να κάνω μόνος τη δουλειά μου, με μοναδικό σύντροφο τον εαυτό μου, η κακορίζικη κατάντια μας δεν μ’ άφησε να κρατήσω το όφελος για πάρτη μου! Η μπότα του κατακτητή έχει ρημάξει τα πάντα. Ο λαός αγκομαχώντας σέρνεται στις ράγιες των εξπρές για ένα καλύτερο αύριο και ο δήμιος καραδοκεί να μας τσακίσει τα κόκαλα με απερίγραπτη αγριότητα.
Μπούχτισα, να ζω τη βαρβαρότητα! Από γεννησιμιού με πνίγει η αδικία. Το άδικο μοίρασμα. Κάποιες σαπιοκοιλιές να κατεβάζουν τον αγλέουρα και με ανερυθρίαστη ελαφρότητα να τυμπανίζουν πως ζούνε με απλότητα. Στην υγειά μας, λοιπόν, και μη ξεχνάτε: στον δίκαιο αγώνα κρύβει η ζωή τα κάλλη της», είπε ο ληστής κι έτριψε με ροζιασμένα χέρια τα δασιά γένια του.
Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 8-17 πατήστε εδώ!