Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Αγάπη μου να σου εξηγήσω, δεν είναι αυτό που νομίζεις...

Τα φαινόμενα απατούν πολλές φορές,  αλλά όλες τις υπόλοιπες απατούν οι άνθρωποι! 
Άσχετο με το θέμα μου, αλλά και πάλι σχετικό κατά κάποιον τρόπο.
"Αγάπη μου να σου εξηγήσω, δεν είναι αυτό που νομίζεις"
"Αρκετά σε ανέχτηκα, χωρίζουμε"
Δυο καταστάσεις-βιώματα που συμπτωματικά ταιριάζουν και οι δύο στην ιστορία μου.
Για αλλού ξεκίνησα δηλαδή κι αλλού έφτασα, αφού η ηρωίδα κατάφερε να σπάσει όχι μόνο τα νεύρα του φίλου της, αλλά και τα δικά μου!
Δεν παλεύεται η ζήλια, ούτε σαν υποθετικό σενάριο τελικά!



Τα Φαινόμενα Απατούν

Η βραδινή ανοιξιάτικη μπόρα ξέσπασε αδυσώπητη κι έφυγε όσο γρήγορα ήρθε, αφήνοντας πίσω της πεσμένα κλαδιά, νερά να κυλούν ορμητικά στο πλάι του πεζοδρομίου και την Καίτη να προσπαθεί να τρέξει μακριά από όλα, κυρίως από τον Κοσμά.
Τα ψηλοτάκουνα τη δυσκολεύουν. Κοντοστέκεται για λίγο, ίσα να βγάλει τα άβολα παπούτσια και με τη δύναμη που μόνο ο θυμός μπορεί να δώσει τα πετάει μακριά.
Σκουπίζει τα μάτια της και μένει να θαυμάζει το μήκος της απόστασης που διένυσαν εκείνα πριν προσγειωθούν το ένα στη μέση του δρόμου και το άλλο ποιος ξέρει που, αφού δεν το βλέπει πουθενά.
Αυτή η στάση ήταν αρκετή για να την προλάβει ο Κοσμάς και να την πιάσει από τους ώμους.
Εκείνη παλεύει να ξεφύγει κι όταν το καταφέρνει, κοντοστέκεται πάλι.

- Μην με ξαναγγίξεις, εγώ κι εσύ τελειώσαμε, φωνάζει αγριεμένη.
- Μα γιατί; Τι έπαθες στα καλά καθούμενα;
- Στα καλά καθούμενα; Στα κακά καθούμενα θες να πεις. Όλο το βράδυ καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Δε σ’ έβλεπα νομίζεις πως κοίταζες εκείνη την ξανθιά. Και μετά, σαν να μην έφταναν τα ξελιγωμένα βλέμματα και τα χαμογελάκια, σας έπιασα και μαζί έξω από την τουαλέτα;
- Καίτη παραλογίζεσαι. Είπαμε να ζηλεύεις, αλλά εσύ ξεπέρασες κάθε όριο.
- Μου λες δηλαδή, ότι όλο το βράδυ δεν της χαμογέλασες καθόλου; Και καλά τα χαμόγελα, αλλά έξω από την τουαλέτα τι κάνατε; Ούτε αυτό το είδα;
- Φυσικά και το είδες, όπως είδε κι όλο το μαγαζί τη σκηνή που έκανες. Αλλά καμιά σχέση δεν έχουν όλα αυτά με όσα φαντάζεσαι.
- Χα, πες μου τώρα ότι τα φαινόμενα απατούν κι όχι εσύ.
- Στο λέω και με σιγουριά μάλιστα! Ναι, χαμογέλασα προς το μέρος της, μα όχι σε εκείνην. Νόμιζα πως στο τραπέζι πίσω της κάθονταν ένας συνάδερφος. Του χαμογέλασα, τον χαιρέτισα, μα εκείνος τίποτα.
- Και με άφησες κι έφυγες για να πας δήθεν σ’ αυτόν. Σε ποιον τα πουλάς αυτά; Κατευθείαν για τις τουαλέτες τράβηξες και να πίσω σου η ξανθιά να σε ακολουθεί.
- Δεν έχασες την ευκαιρία να με ακολουθήσεις κι εσύ.
- Καλά έκανα και δεν την έχασα, γιατί τώρα ξέρω πως είσαι ένας τιποτένιος που ψαρεύει ξανθιές.
- Ε, τώρα ξεπέρασες κάθε όριο. Δεν αξίζει πια να σου πω, ότι δε στάθηκα στο τραπέζι του συναδέρφου, γιατί μόλις πλησίασα αρκετά είδα πως λάθεψα. Δεν ήταν αυτός τελικά. Για να σώσω τα προσχήματα έκανα πως ψάχνω την τουαλέτα. Την τουαλέτα έψαχνε και η ξανθιά και συναντηθήκαμε απ’ έξω. Και τότε την άρπαξες από τα μαλλιά την καημένη και αναστάτωσες κι όλο το μαγαζί.

Η Καίτη πάγωσε. Μα να κάνει τόσο μεγάλο λάθος; Πάλι; Γιατί φυσικά δεν ήταν η πρώτη φορά που αφέθηκε να πιστέψει τα χειρότερα χωρίς λόγο.
Το έβλεπε στα μάτια του Κοσμά όμως, πως θα ήταν η τελευταία.
Έκλεισε τα αυτιά της για να απομονώσει τα λόγια του, μα εκείνα έφτασαν στα αυτιά της με διαύγεια που της έφερε ζάλη.
- Λυπάμαι που γίνεται έτσι, που στο λέω εδώ, αλλά εμείς οι δυο απόψε πραγματικά τελειώσαμε. Συ είπας, άλλωστε!


Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στις Ασκήσεις Σεναρίου "Πες το με εικόνες" 
Τις ασκήσεις μας τις έβαλε ο Γιάννης από το blog cinefil 
Ευχαριστώ πολύ τον Γιάννη για τη φιλοξενία, αλλά και όσους ξεχωρίσατε τη δική μου συμμετοχή!

Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

Στα σοκάκια της Χώρας (Αστυπάλαια)

Για την Αστυπάλαια  έχω μιλήσει πολλές φορές. Είπα για τι το κάστρο, για τους ανεμόμυλους, για τις θάλασσες και τις εκκλησιές της, για όλες τις ομορφιές της! 

Ήρθε όμως η ώρα να κάνουμε και μια βόλτα εκεί που χτυπάει η καρδιά της.
Στα σοκάκια της Χώρας. 

















Σάββατο 26 Μαΐου 2018

15ο Παίζοντας με τις λέξεις (Συμμετοχές 1 - 6)


Για άλλη μια φορά παίξαμε και οι λέξεις μάχη, φωταγωγός, μάρτυρας, άβυσσος, φωνή, ήταν εκείνες που φούσκωσαν τα πανιά του 15ου "Παίζοντας με τις λέξεις" και το έκαναν να ταξιδέψει. Κι αν οι 24 συμμετοχές του μοιάζουν να αντιστοιχούν σε 24 εξαίρετους προορισμούς, το ταξίδι δεν έχει τελειώσει ακόμα.
Συνεχίζεται με την απόλαυση της ανάγνωσης, που πάει χέρι χέρι και με τη δυσκολία της βαθμολόγησης, μια και πρέπει να ξεχωρίσετε μόνο 5 συμμετοχές.

Είμαι πολύ χαρούμενη, γιατί σε αυτό το παιχνίδι έχουμε και νέους συνταξιδιώτες και τους καλωσορίζω στην παρέα μας.
Θέλω όμως να σας ευχαριστήσω όλους, γιατί όλοι κάνετε αυτό το παιχνίδι πολύτιμο και κάθε του ταξίδι ξεχωριστό!
Προσπάθησα να είμαι πολύ προσεκτική, αλλά ενδέχεται να μου έχουν ξεφύγει κάποια λάθη. 
Αν δείτε κάτι παράξενο μη διστάσετε να με ειδοποιήσετε, στο mail almikr@gmail.com αν αφορά συμμετοχή, αλλά μπορείτε να με μαλώσετε και φανερά αν το λάθος είναι πιο γενικό.
Και ήρθε η ώρα με μια τελευταία υπενθύμιση για τους όρους, να σας αφήσω να διαβάσετε, να αποφασίσετε, να βαθμολογήσετε! 

Βαθμολογείτε 5 συμμετοχές! 

3 βαθμούς παίρνει η συμμετοχή που σας άρεσε περισσότερο, 
2 η επόμενη και από 
1 βαθμό δίνετε σε τρεις ακόμα συμμετοχές που σας άρεσαν!
Για την αποφυγή αδικιών πρέπει να μπουν όλοι οι βαθμοί.
Δεν μπορείτε φυσικά να βαθμολογήσετε τη δική σας συμμετοχή!
Κρατάτε κρυφή τη συμμετοχή σας και δεν τη δημοσιεύετε μέχρι να λήξει το παιχνίδι.

Τις βαθμολογίες θα τις γράψετε στα σχόλια, κάτω από αυτή την ανάρτηση μέχρι και τα μεσάνυχτα της Παρασκευής 1 Ιουνίου
Το Σάββατο 2 Ιουνίου θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα.
Ο νικητής, ή η νικήτρια, θα λάβει ένα συμβολικό δώρο.

Σας αφήνω λοιπόν να απολαύσετε την ανάγνωση, αλλά και να δυσκολευτείτε με τη βαθμολογία!

Περισσότερες πληροφορίες για το "Παίζοντας με τις λέξεις" μπορείτε να διαβάσετε εδώ!






1. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ    
                                 
     Μια κραυγή. Αυτό ήταν. Μια κραυγή που συντάραξε όλη την πολυκατοικία. Ξύπνησε το μωρό στον τέταρτο, που μόλις είχε καταφέρει η μητέρα του να το κοιμίσει, τρόμαξε τον παππού στον τρίτο, που μόλις είχε βάλει μπαταρία στο ακουστικό του, και έκανε την κουτσομπόλα του πέμπτου να βγει στο μπαλκόνι της και έντρομη να κοιτάζει δεξιά και αριστερά.
Ο υπαστυνόμος Θεοχάρης μπήκε στην κουζίνα φορώντας την φρεσκοσιδερωμένη στολή του. Σήμερα θα ανακοινώνονταν οι προαγωγές. Πήρε το πιο σοβαρό, επαγγελματικό του ύφος και έριξε μια ματιά τριγύρω.
- Πού βρίσκεται το πτώμα; ρώτησε τη νεαρή που ήταν καθισμένη στο τραπέζι και, προφανώς, ήταν η μόνη μάρτυρας.
Η κοπέλα - που έτρεμε - δε μίλησε, αλλά κοίταξε προς το παράθυρο. Ο υπαστυνόμος πλησίασε, άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε. Όπως το φανταζόταν.
- Χρειάζομαι έναν φακό, είπε.
Η κοπέλα σηκώθηκε, πήγε σε ένα συρτάρι, το άνοιξε και έβγαλε έναν φακό. Ο υπαστυνόμος πήρε το φακό και με τη βοήθειά του ξανακοίταξε μέσα από το παράθυρο. Δε φαίνονταν ίχνη πάλης.
- Θα πρέπει να βγω στο φωταγωγό, είπε ο υπαστυνόμος και μετά λύπης σκέφτηκε ότι θα τσαλακωνόταν η στολή του.
Η κοπέλα δεν είπε τίποτα, μόνο τον βοήθησε να βγάλει το σακάκι του και στη συνέχεια του κράτησε ανοιχτό το παράθυρο, για να βγει στο φωταγωγό. Ο υπαστυνόμος πήδηξε στο πάτωμα και κοίταξε προς τα επάνω. Πόσα μέτρα να ήταν; Κοίταξε το θύμα.
- Αυτοκτονία; σκέφτηκε. Πώς αλλιώς πηδάει κάποιος, από την ταράτσα ενδεχομένως, στην άβυσσο ενός φωταγωγού;
Πλησίασε το πτώμα. Η ύπτια στάση του δεν είχε κάτι το περίεργο. Πρέπει να ήταν αρκετή ώρα πεθαμένο. Η ακαμψία είχε επεκταθεί ήδη στα άκρα του. Η καθόλου αφύσικη στάση του σώματός του, όμως, έλεγε στον υπαστυνόμο ότι ο θάνατος δεν είχε επέλθει κατά την πτώση. Θα πρέπει το θύμα να ήταν ακόμα ζωντανό, όταν βρέθηκε στον πάτο του φωταγωγού. Ίσως να ήταν στα τελευταία του, και απλώς να είχε αφήσει την τελευταία του πνοή εκεί.
Ο υπαστυνόμος κοίταξε το πρόσωπο του θύματος. Ό,τι δεν υπήρχε στο σώμα, βρισκόταν ξεκάθαρα στο πρόσωπό του. Δεν ήταν το πρόσωπο κάποιου που είχε πεθάνει στον ύπνο του, ήταν το πρόσωπο κάποιου που είχε δώσει μάχη για να κρατηθεί στη ζωή.
- Δολοφονία; σκέφτηκε ο υπαστυνόμος.
Το χρώμα του θύματος  ήταν λίγο περίεργο.
- Πιθανώς δηλητηρίαση, έκανε μια δεύτερη σκέψη ο υπαστυνόμος, αλλά αυτό θα το πει σίγουρα ένας ιατροδικαστής.
Μια φωνή τον έβγαλε από τις σκέψεις του.
- Κύριε Θεοχάρη, τι κάνετε στο φωταγωγό; Έγινε τίποτα;
Ο υπαστυνόμος σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε. Ένα γυναικείο κεφάλι πρόβαλλε από το παράθυρο του πέμπτου.
- Τίποτα, κυρία Βίρνα, μια απλή αυτοψία.
- Άκουσα μια κραυγή και τρόμαξα, συνέχισε η κουτσομπόλα του πέμπτου.
- Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Η κόρη μου ήταν.
- Έπαθε τίποτα;
- Όχι, όχι, τίποτα. Μια κατσαρίδα είναι στο φωταγωγό, αλλά είναι ψόφια, μην ανησυχείτε…
- Α, μια κατσαρίδα… Ε, εντάξει, για κατσαρίδες δεν ανησυχώ, οι αποπάνω του έκτου κάνουν τόσο συχνά απολύμανση, που δεν υπάρχει κίνδυνος, να, και εχθές απολύμανση έκαναν…
- Αχά, σκέφτηκε ο υπαστυνόμος, ώστε από τον έκτο έπεσε το θύμα στο φωταγωγό!




2.    Κι ύστερα σου λένε…

Η ζωή μου μοναχική και ανούσια. Η μόνη δική μου στιγμή όταν σχολάω από την χαμαλοδουλειά μου, και  στήνομαι μπροστά στην οθόνη  ενός  λάπτοπ που μου κρατάει συντροφιά και μου ομορφαίνει τις άχαρες ώρες μου. Εκεί διαβάζω και όλα τα νέα που γίνονται στον κόσμο. Την τηλεορασίτσα μου την βαριέμαι. Άντε να δω καμιά ταινία. Αλλά το λάπτοπ ποτέ. Έτσι έμαθα πως μας ψεκάζουν και μου κάθισε στη ψυχή βαριά. Διάβασα για όλες τις συνωμοσίες που γίνονται από όλες τις χώρες.   Στενοχωρήθηκα για την τύχη του κόσμου. Πω πω! Ο ένας βγάζει το μάτι του άλλου. Στην τηλεόραση είδα   μια σχετική ταινία το "θεωρίες Συνωμοσίας", και είπα πως ευτυχώς που αυτά γίνονται στην Αμερική κι όχι εδώ. Τι ήθελα και το σκέφτηκα ο δόλιος;

Στο λάπτοπ λοιπόν  έχω φτιάξει ένα μπλογκ, έτσι για να λέω ότι κάτι κάνω στον ελεύθερο χρόνο μου. Για να ξεδίνω βρε αδελφέ! Σιγά-σιγά γνωρίστηκα με μπλογκοφίλους. Ωραία είναι, γιατί είναι μια παρέα που δεν μου απαιτεί τίποτα,   δεν τους απαιτώ τίποτα, δεν με ρωτά τίποτα,   δεν τους ρωτώ τίποτα,  δεν μου κοστίζει τίποτα και δεν τους κοστίζω επίσης τίποτα.  Ωραίοι απλοί άνθρωποι που μαζί τους παίζω και παιχνίδια.

  Στύβουμε το μυαλό μας και κατεβάζουμε ιδέες που τις λέμε ο ένας στον άλλον. Αλλά τώρα περνάω άσχημη φάση παιδιά με το διαδίκτυο. Ξύπνησαν οι φόβοι μου περί συνωμοσίας και έχω εφιάλτες. Και ο λόγος;  

Αυτό τον καιρό μία πολύ καλή φίλη, μας πρότεινε να παίξουμε ένα παιχνίδι κι εγώ πάντα πρόθυμος άνθρωπος συμφώνησα.

Να γράψουμε λέει ένα κείμενο, ό,τι μας έρθει στο μυαλό χρησιμοποιώντας μέσα και  πέντε λέξεις συγκεκριμένες.

Και ακούστε. Υποχρεωτικά οι λέξεις που θα αναφέρουμε είναι η λέξη άβυσσος, μάρτυρας, φωνή, φωταγωγός και μάχη. Είσαστε προληπτικοί; Πιστεύετε στους οιωνούς; Εγώ μέχρι τώρα δεν πίστευα. Μα εδώ αλλάζει το πράγμα.

Ένοιωσα να με λούζει κρύος ιδρώτας και άρχισα να κοιτάζω τον μικρό μου χώρο τριγύρω με πανικό. Έχασα τον ύπνο μου από εκείνη την στιγμή. Οι λέξεις μου είναι οικείες…. Μα μέσα σε τόσες λέξεις γιατί αυτές τις συγκεκριμένες;

Μεγαλύτερος πανικός!

 Το σπίτι μου είναι ένα υπόγειο, που έχει δύο παράθυρα. Το ένα είναι ψηλά με καγκελάκια και το άλλο βλέπει σε ένα φωταγωγό.

Βρίσκεται στην οδό Αβύσσου. Και κάθε βράδυ κυριολεκτικά όταν μπαίνω σπίτι δίνω πρώτα μάχη με τις κατσαρίδες που κοντεύουν να μου κάνουν κατάληψη.

Κι όταν βαρεθώ την μοναξιά μου, μιλάω μόνος ίσα για να ακουστεί η φωνή μου μέσα στο δύο επί δύο καμαράκι μου.

Κι αν δεν με πιστεύετε έχω μάρτυρα την κυρά Χαρίκλεια που μου φωνάζει: ‘’Με ποιον μιλάς αφού κανείς δεν ήρθε;’’

Τώρα όμως;   Ποιος; Πού; Πώς τα ξέρουν; Μήπως με κάποιο τρόπο με παρακολουθούν; Και αυτοί οι τέσσερις που διάλεξαν λέει τις λέξεις μήπως είναι συμμορία και έχουν απώτερους σκοπούς; Μου έχουν βάλει καμιά μυστήρια διαδικτυακή κάμερα;

Συνεννοήθηκαν μεταξύ τους για να μου στείλουν κάποιο μήνυμα; Γιατί παιδιά αλήθεια λέω, και οι πέντε λέξεις μιλάνε για την ζωή μου! Σύμπτωση; Ή κάτι άλλο;

Σας σηκώθηκε η τρίχα;

Τελικά επικίνδυνο  το διαδίκτυο παιδιά…. Σκιάζομαι!



3. Άβυσσος το μυαλό του Κόσμου

Αν τα Μάτια, είναι ο φωταγωγός της Ψυχής,
οι Ψυχές μας πού βρίσκουν το φως
για να βαδίσουν
σ’ έναν Κόσμο τόσο σκοτεινό;
Μάρτυρες μιας ατέρμονης μάχης του Κόσμου με το Κακό,
πανηγυρίζουμε για την Ελπίδα
πως το Καλό στο τέλος θα νικήσει.
Μα με ελπίδες, χορταίνει η ψυχή;
Άβυσσος το μυαλό τούτου του Κόσμου.
Βουβά ζητά βοήθεια
Μην ακουστεί η φωνή απεγνωσμένη και σαστίσει τη στιγμή.
Κι αν στο τέλος δε Του αρέσει η σιωπή;
Υπάρχει αναίρεση; …



4. Τυπικό βράδυ Δευτέρας

Ώρα 8:30 μ.μ. Τυπικό βράδυ Δευτέρας. Η Μαρία είχε γυρίσει από τη δουλειά. Δούλευε τετράωρο ως τηλεφωνήτρια. Βαρετή δουλειά. Συνέθλιβε το πνεύμα της, όμως κάπως έπρεπε να ζήσει.
"Πάλι βλάβη το πιεστικό;", φώναξε εκνευρισμένη. Καθώς έπλενε τα πιάτα, έπεσε η πίεση στο νερό.
Με το ακουστικό στο χέρι - πάλι με το ακουστικό, τι ειρωνεία, Θεέ μου! - έψαχνε τον διαχειριστή. Άφαντος.
Το έκλεισε.
Από τον φωταγωγό άκουσε την φωνή του.
" Θα σου δώσω, ό,τι θέλεις, θα σου δώσω, ό,τι θέλεις, θα σου δώσω ό,τι θέλεις!", μονολογούσε με λυγμούς!
Η Μαρία δεν πίστευε στα αυτιά της!
Σε τι κατάσταση βρισκόταν ο διαχειριστής; Πώς είχε χάσει έτσι την αυτοκυριαρχία του; Ποιος τον είχε φθάσει σε αυτό το σημείο; Ποιος ήταν ο ανελέητος, που δεν τον συγκινούσαν τα παρακάλια του;!
Αποφάσισε να αναλάβει δράση.
Ανέβηκε στον όροφό του.
"Παναγία μου!", αναφώνησε! Η πόρτα ήταν ανοιχτή και το διαμέρισμα έδινε την εντύπωση πως υπήρξε πεδίο μάχης!
" Έχε γούστο να γίνω μάρτυρας φόνου!", σκέφτηκε κι αμέσως κάτι σκίρτησε μέσα της παραδόξως από χαρά!
Σαραντάρα, μόνη, αγκαλιά με τα βιβλία τις νύχτες, ένας φόνος θα ήταν βούτυρο στο ψωμί της...
Μπήκε αποφασιστικά.
Προχώρησε στην κρεβατοκάμαρα, γιατί εκεί, συνήθως, κείτονται οι δολοφονημένοι πρωταγωνιστές των ιστοριών, μα τι να δει;
Ο διαχειριστής κυνηγούσε κλαίγοντας με ένα πιάτο και με ένα κουτάλι ένα κουτάβι, μεγαλόσωμο από τη ράτσα του, τάζοντάς του ό,τι θέλει...
"Τί κάνετε εδώ, κ. Ευαγγελάτου;", τη ρώτησε φανερά ενοχλημένος, μόλις διαπίστωσε την παρουσία της.
" Πάλι βλάβη το πιεστικό;"...
Ο διαχειριστής ανοιγόκλεισε τα μάτια του.
"Συγγνώμη, μπουκάρετε στο σπίτι μου, για να με ρωτήσετε αυτό;", τσίριξε μη πιστεύοντας στο θράσος της.
Η Μαρία, αμήχανα, γύρισε το κεφάλι της στο κουτάβι, το οποίο έγλειφε τις στραβοπατημένες παντόφλες της.
" Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, μπούμπη μου!", το άρπαξε στην αγκαλιά του κάνοντας ένα άκομψο νεύμα στη Μαρία να αποσυρθεί...



5. ΟΛΙΓΟΛΕΚΤΗ ΑΓΩΝΙΑ

Στης σκοτεινής τσιμεντούπολης την άβυσσο
Καπνισμένοι φωταγωγοί, γίνονται μάρτυρες
Της αέναης μάχης ανθρώπων που δίχως φωνή
Την ψυχή τους στα δόντια κρατούν, κρεμασμένοι
Πάνω απ'του Δάντη τα Τάρταρα 
Δίχως δίχτυ ασφαλείας... 



 6. Ελεύθερος σκοπευτής

Κάθε στιγμή προκύπτει μια μάχη και πρέπει να επιλέξεις στρατόπεδο. Γιατί, ακόμα κι αν πιστεύεις πως η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση κι όχι στη μία από τις αντιμαχόμενες πλευρές, ή πως το σωστό δεν έχει καν εμφανιστεί στο πεδίο των συγκρούσεων, η απουσία σου από τη μάχη θα ισχυροποιήσει τη μία άποψη.
Κι αν ωφελεί αυτή που θεωρείς περισσότερο επικίνδυνη; Κι αν οι υπόλοιπες πλευρές, οι μικρές, η μία μετά την άλλη, διαλέγουν στρατόπεδο, με τη λογική πως η ώρα της μάχης δεν είναι για να ψάχνεις τις λεπτομέρειες που μας χωρίζουν αλλά για να βρεις ό,τι μπορεί να μας ενώσει; 

Να η άβυσσος! Να σε καταπίνει σε κάθε σκέψη που κάνεις για να πάρεις μιαν απόφαση.
Να απαρνηθείς τις ιδέες σου; Μα, τότε για τι και πώς θα πολεμήσεις; Να αφήσεις τις λεπτομέρειες στην άκρη; Μα, αυτές κάνουν τη διαφορά!
Να μείνεις πιστός στις ιδέες σου και να προσπαθήσεις να βρεις συμμάχους; Μα, ποιος θα σ’ ακούσει μες στην ανταλλαγή των πυρών; Να μείνεις μακριά, αφού, τελικά, πρόκειται για μάχη που δε σε αφορά; Μα, πώς θ’ αντέξεις στη θέα του Χάρου που βρήκε ευκαιρία να θερίσει όνειρα και να μαδήσει μπουμπουκάκια;
Άβυσσος, μονάχα άβυσσος! 

Και μια φωνή! Σιγανή φωνή, ίδια πάντα, από τα βάθη της συνείδησης: «Επίλεξε πλευρά!»
Νιώθεις, τώρα, πως θα γίνεις ελεύθερος σκοπευτής και θα πολεμήσεις τ’ άδικο όπου κι αν φυτρώνει. 

Μα, πρέπει να ξέρεις: κι από τις δυο πλευρές θα χτυπηθείς, καμιά πλευρά δεν θα σε υπερασπιστεί. Μάρτυρες θα υπάρχουν μονάχα για την ενοχή σου και με δυο αργύρια θα καταθέτουν πως ήσουν με τους άλλους. Ακόμα και οι αδικημένοι, που υπερασπίστηκες, θα σε κοιτούν καχύποπτα.
Κι αν δεν σκοτωθείς, αν δεν τρελαθείς, θα βρεις κλειστές τις πόρτες και κλειστά θα πρέπει να κρατάς τα παράθυρά σου, μη σε πετύχουν οι πέτρες του πλήθους, που, έπειτα από τη μάχη, θα κάνει ανακωχή και θ’ αναγνωρίζει ως μόνο εχθρό του εσένα, που συνεχίζεις να πολεμάς το άδικο.

Και τότε, η συνείδησή σου, που δεν την πρόδωσες, θα σε ανταμείψει! Θα σου δώσει τη δύναμη να συρθείς ως το φωταγωγό και να προσποιηθείς πως το φως της κουζίνας των διπλανών είναι ο ήλιος! Και θα πεις μια χαρούμενη καλημέρα! Κι όπου φτάσει…



Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 7 - 15 πατήστε εδώ!
Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 16 - 24 πατήστε εδώ!

15ο Παίζοντας με τις λέξεις (Συμμετοχές 7- 15 )


7. Η συνειδητοποίηση των έντεκα

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

Η ζωή είναι άδικη. Αλλά, ίσως, είναι καλύτερα που το έμαθα αυτό τόσο νωρίς, ώστε να κανονίσω την πορεία μου…
Η τούρτα έκπληξη που μου ετοίμασε η γιαγιά ήταν μια ποντικίνα. Έλεος! Μια ποντικίνα για τη μέρα που έκλεισα τα έντεκα! Αρνούνται ότι μεγάλωσα, όμως σήμερα, στα γενέθλιά ΜΟΥ, καμάρωσαν τον αδελφό μου που ψήλωσε ένα εκατοστό! Ήθελα να ουρλιάξω, αλλά δεν έβγαινε η φωνή, την έπνιγε η αδικία.
Μες στα νεύρα μου, σκέφτηκα να τιμωρήσω την ποντικίνα, να της καθαρίσω τ’ αφτιά και να τη βασανίσω, όπως βασανίζει και μένα η μαμά, με τις μπατονέτες. Πήρα ένα αφτί και πήγα στο μπάνιο. Μη χάσει, με ακολούθησε κι ο μικρός με το άλλο αφτί. Αναγκάστηκα να πάρω και τα δίδυμα, γιατί με είχαν βάλει να τα προσέχω.
Ώσπου να καταλάβει ο μικρός τι θα κάναμε, έλιωσε η σοκολάτα στα χέρια μας και, καθώς πάλευα να του πάρω ό,τι είχε απομείνει σε αφτί για να το βασανίσω, τα αφτιά εκσφεντονίστηκαν από το παράθυρο του φωταγωγού και προσγειώθηκαν στον κύριο Μιχάλη, που έχει τη συνήθεια να επικοινωνεί με τη γυναίκα του από τα παράθυρα. 
Έφαγα τιμωρία: μία εβδομάδα χωρίς υπολογιστή. Ήθελα να κλάψω, αλλά, αφού είμαι πια έντεκα χρονών, αποφάσισα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Είχα και μάρτυρες, τα δίδυμα, όμως είπαμε: η ζωή είναι άδικη και οι μάρτυρες υπεράσπισής μου μπορούσαν να προφέρουν μόνο «μα», «μπα» κι άλλα παρόμοια άχρηστα.
Είπα με θάρρος πως είναι άδικο να κατηγορούν εμένα και να αθωώνουν το μικρό, επειδή είναι… μικρός και πως, αν εκείνος δεν με είχε ακολουθήσει, τίποτα δεν θα είχε συμβεί.
Τότε ο μικρός άρχισε να κλαίει. Και με τα κομματάκια του αφτιού να πετάγονται από το στόμα του (εκτός από βλαμμένο, είναι και λαίμαργο, όση ώρα γινόταν η φασαρία, αυτό έτρωγε!), ούρλιαξε: «Είσαι μάρτυρας!»
Για λίγο έπεσε σιωπή, μετά όλοι ξέσπασαν σε γέλια και η μαμά είπε: «Το σκασμένο! Μαρτυριάρα, χρυσούλι μου, όχι μάρτυρας!»
Άβυσσος το μυαλό των γονιών! Κάθε μέρα κλαίγονται και παραπονιούνται που οι αμόρφωτοι και οι χαζοί παίρνουν προαγωγές και στο… σκασμένο τους δίνουν φιλάκια που πέταξε ΤΗΝ κοτσάνα.
Είσαι μάρτυράς μου, ημερολόγιο, πως έχω γίνει μάρτυρας εδώ μέσα! Και είμαι αποφασισμένη να δώσω μάχη! Κάθε φορά που θα με αδικούν, θα υψώνω τη φωνή μου. Κι αν ανοίξω ξανά βιβλίο, γράψε μου! Αφού όλοι, και στη δουλειές και στο σπίτι, τους αμόρφωτους επιβραβεύουν…



8. Η μάχη μου

'' Ίσως; Τη μισώ αυτή τη λέξη, μισώ και τη μαμά που την είπε. Ίσως δεν ξανάρθει ο μπαμπάς σπίτι; Δεν μπορώ ούτε να σκεφθώ ότι δεν θα είναι ο μπαμπάς μαζί μας.''
-Άνοιξε Λιάκο μου την πόρτα γρήγορα...
''Η μαμά  φωνάζει συνεχώς να βγω, αλλά εγώ δεν βγαίνω αν δεν γυρίσει ο μπαμπάς. Εδώ στην αποθηκούλα είμαι κλειδωμένος. Βέβαια ξέχασα να ανάψω το φως απέξω και τώρα έχω λίγο φως από το φωταγωγό ψηλά, αλλά παλικάρι είμαι, θα αντέξω. Δίνω τη μάχη μου για να γυρίσει ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου!
-Δεν βγαίνω αν δεν έλθει πίσω ο μπαμπάς!
 ''Δεν μπορώ άλλο που τσακώνονται συνέχεια. Ούτε σχολείο δεν ξαναπάω αν δεν έλθει ο μπαμπάς μου. Τώρα βέβαια ξέχασα να πάρω και το νερό μου μαζί  και το στομάχι μου γρουγρου κάνει δεν έχω φάει τίποτε, αλλά είμαι τόσο στενοχωρημένος. Χθες βράδυ με έστειλαν στο δωμάτιό μου για να συζητήσουν. Και δεν σκέφτηκαν ότι οι φωνές τους ακούγονται σε όλο το σπίτι;
Η μαμά του είπε να διαλέξει ή εκείνη ή  τη φιλενάδα του. Δεν καταλαβαίνω τη μαμά. Εμένα γιατί μου λένε όλοι  οι φίλοι μαζί να παίζουμε; Του είπε του μπαμπάκα μου ότι ...πώς το είπε; Τσιλι... ..μπουριζει... , δεν την ξέρω τη λέξη αλλά όταν άκουσα την πόρτα να χτυπάει με δύναμη έτρεξα να δω ποιος έφυγε και άκουσα τη μαμά να κλαίει. Δεν τόλμησα να ρωτήσω. Σήμερα όμως που με πήγε η μαμά στο σχολείο κατάλαβα. Κάθε πρωί με πάει ο μπαμπάς σχολείο. Τι παιχνίδια παίζουμε στο δρόμο, τι αστεία μου κάνει ! 
Κάθε βράδυ μου  λέει ιστορίες πριν κοιμηθώ και έχουμε πει όλες τις περιπέτειες του Ηρακλή και του Οδυσσέα. Ή βλέπουμε ποδόσφαιρο στην τηλεόραση και μου εξηγεί τους κανόνες. Πάντα υπάρχουν κανόνες για κάθε παιχνίδι. Αλλιώς ο καθένας κάνει ό,τι του αρέσει''.
-Ξεκλείδωσε αγόρι μου την πόρτα αμέσως, άκουσα τη φωνή του μπαμπά!
''Ήλθε! Νίκησα!
Ο μπαμπάς με πήρε αγκαλιά και κανένας τους δε με μάλωσε που ήμουν κλειδωμένος στην αποθηκούλα''.
-Έλα να μιλήσουμε, μου είπε ο μπαμπάς
-Οι δυο μας όμως, του είπα. Δεν θέλουμε μάρτυρες!
-Όχι θα είναι και η μαμά. Εξάλλου μας αφορά όλους.
''Και μου είπε ότι είμαι πολύ...πώς το πε; Ατομιστής. Τι θα πει; Άκου τώρα τι μου είπε ο μπαμπάς, ότι με νοιάζει μόνο ο εαυτός μου. Μου μίλησαν και οι δυο, είπαν ότι με αγαπούν και ας ζήσουν  χώρια,θα είμαι πάντα το παιδάκι τους''.
-Πρέπει να είμαστε όλοι ευτυχισμένοι, είπε ο μπαμπάς 
''Τι αηδίες μου είπε; 
 Είναι η μαμά ευτυχισμένη που έφυγε ο μπαμπάς, αφού κλαίει; Ούτε εγώ είμαι. Και το  είπα!''
 -Δεν θα είμαι ευτυχισμένος αν μείνω εδώ, μου είπε. Ούτε εσείς θα είστε.
''Άκου τώρα. Είμαι θυμωμένος τέρμα. Εκείνος είναι αυτό το ...ατομιστής. Κι αυτό το τσιλι..ρδίζει θα είναι κάτι κακό που κάνει ο μπαμπάς κι έχει δίκιο η μαμά.
 ''Άβυσσος η ψυχή του μπαμπά  τελικά. Δεν ξέρω τι θα πει αλλά το είπε η γιαγιά όταν τα έμαθε όλα!
Τώρα δε μισώ τη μαμά, μισώ το μπαμπά!''


Πηγή: https://christening.skippingstone.com.au/gallery/twin-christening-st-nectrios-greek-orthodox

9. Το τελευταίο παράσημο

Αγαμέμνων Αγριδιώτης
Αντιστράτηγος ΕΑ
4ος όροφος

Στο ευρύχωρο ρετιρέ των εκατό τετραγωνικών, διάγει το μοναχικό του βίο ο κύριος Αγαμέμνων∙ Μένιος για τους ελάχιστους φίλους του, που λιγοστεύουν ολοένα, είτε λόγω θανάτου, είτε λόγω θανατερής ανίας, κατά τις απογευματινές συνευρέσεις τους στο γειτονικό καφενείο «Το Νέον». Οι τέως νέοι, και νυν επιζήσαντες-θαμώνες του ΝΕΟΝ, έχουν μπουχτίσει τον κυρ-Μένιο, τις χιλιοειπωμένες ιστορίες του για τις μάχες του ένδοξου στρατού και τα κηρύγματα περί εθνικοφροσύνης, αναμασημένα απ’ τα άρθρα μιας εφημερίδας. 
«Οι ξένοι αγαπητοί μου, είναι ο ύπουλος εχθρός που προωθείται στη χώρα!». 
«Κάτσε ρε Μένιο να προωθήσουμε ένα καφεδάκι στον καταπιόνα μας κι ύστερα πιάνουμε την πολιτική…»

Έχει συνηθίσει τα πειράγματά τους και γλυκαίνει τα φαρμάκια του, στον πολλά-βαρύ που του σερβίρει ο Λέανδρος. Ο νεαρός ιδιοκτήτης του καφενείου, είναι Βορειοηπειρώτης και κατά τη θεωρία του κυρ-Μένιου, “αποτελεί έναν εν δυνάμει εκδοροσφαγέα της πατρίδος”. Το γεγονός ότι το ένδοξο όνομά του, γειτονεύει με το όνομα ενός αλβανόφωνου καφετζή στα κουδούνια της πολυκατοικίας, τον θλίβει βαθύτατα. 

«Λέανδρος-Αννίτα»
«Τι’ ναι πάλι τούτο; Ντουέτο τσίρκου;»
Αναφώνησε θορυβημένος στον διαχειριστή, την αποφράδα ημέρα που αντίκρυσε το κακογραμμένο χαρτάκι στο καντράν. 
«Οι καινούργιοι νοικάρηδες του ισογείου είναι κυρ-Μένιο!...Αμάν η μίρλα σας!»

Απ’ το ευάερο μπαλκόνι με τις κατάφυτες ζαρντινιέρες και τις άνετες σαιζ-λονγκ, δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να κρυφοκοιτάζει επί ώρα, το σαραβαλιασμένο φορτηγάκι που ξεφόρτωνε την πραμάτεια του νεοφερμένου ζεύγους. Ένα παλιό στρώμα, τάβλες, τεντζερέδες και ξεχειλισμένες βαλίτσες με ρούχα∙ ξοπίσω, μια τουρλωτή κοιλιά και η γλυκύτατη κάτοχός της. Γιατί στρατηγός-ξεστρατηγός, είχε ξεροσταλιάσει απ’ την πολύχρονη χηρεία κι όταν αντίκρυζε τέτοιες υπάρξεις, ο μικρός στρατηγός απ’ τη σκελέα του, εξανίστατο σφοδρώς. 

Λίγες μέρες μετά, ένα μωρουδιακό κλάμα ξεχύθηκε σα λάβα ηφαιστείου απ’ τον κρατήρα του φωταγωγού, εκβαλλόμενο στο ασπρομάλλικο κεφάλι του κυρ-Μένιου. Λίγο η ζήλεια που του έξυσε την παλιά πληγή της ακαρπίας του, λίγο τα θαλασσιά ζιπουνάκια που θροΐζανε ευωδιαστά, καθώς διέσχιζε το μικρό μπαλκονάκι του ζευγαριού, τον έριξαν στην άβυσσο της απέραντης μοναξιάς. Καθημερινά, κρυφάκουγε εμμονικά απ’ το φωταγωγό τα βρεφικά κλάματα, τα μητρικά νανουρίσματα και τις χαρούμενες φωνές του καφετζή. Είχε μάθει τις συνήθειες του μωρού, κάθε πότε βύζαινε, πότε κοιλοπονούσε και πότε πρωτόβγαλε  δοντάκια. Για κάθε νεογιλό, μετρούσε  κι ένα δικό του ξεδόντιασμα. 

«Ποιος διάολος είναι νυχτιάτικα;»
«Η Αννίτα είμαι, απ’ το ισόγειο. Του Λέανδρου…Ανοίχτε σας παρακαλώ, είναι ανάγκη!»

Στο δρόμο, στρίγγλιζε μια σειρήνα  κι αν δεν κοιμόταν τόσο βαριά, θα ήταν αυτόπτης μάρτυρας στο παρατηρητήριο-μπαλκόνι του, ρουφώντας με βουλιμική περιέργεια το θέαμα.  Ο μεταλλικός ήχος του φορείου που κυλάει στη ράγα της καμπίνας, συνόδευε την τσιριχτή φωνή: 
«Λιποθύμησε κύριε Αγαμνέμονα, πάμε στο νοσοκομείο!…»
«Αγαμέμνονα με λένε κυρία μου!»
«Σας παρακαλώ, κρατείστε λίγο το μωρό…να πάω μαζί του, δεν έχουμε άλλον δικό μας εδώ…εσείς είστε καλός άνθρωπος…ο Λέανδρος σας θαυμάζει… είστε και αξιωσωματικός του στρατού!…»

Στον καθρέφτη του χολ, αντίκρισε συγκινημένος τον εαυτό του.
Ένας “αξιωσωματικός” του ελληνικού στρατού, καθαιρεμένος απ’ το μικρό αγόρι που κοιμόταν στον ώμο του. Δίχως στολή και παράσημα, ολόγυμνος και πάναγνος, να φυλάει τις Θερμοπύλες του Λέανδρου και της Αννίτας. 



10. Καλπασμός 

Μαζί σου θα δοθώ στη μάχη,
εκτάσεις μακρινές να κυριεύσουμε.
Μη βλέπεις τώρα που χαμογελάω,
οργή και θυμό έχει η καρδιά,
μαρτυρίες και κραυγές είχε το σώμα. 
Αφιερώθηκα στο αδύνατο από μικρή. 

Ετοιμοπόλεμη και δυνατή,
θα σταθώ μπροστά στους εισβολείς.
Ασπίδα και δόρυ θα κρατάμε,
την άβυσσο του μυαλού να στοχεύουμε. 
Δερμάτινα σαντάλια και χιτώνες λευκούς θα ντυθούμε, 
ελεύθερα να βγαίνουμε, στα μονοπάτια των φωνών.

Μην απορείς έτσι μικρή που με βλέπεις.
Μεγάλη έχω την πόρτα της ψυχής,
μεγάλη και διάπλατα ανοικτή στα θαύματα της ζωής.

Στο φωταγωγό το δάφνινο στεφάνι, η μυρτιά κι ο ασπάλαθος. 
Απερισκεψία μεγάλη να τα αφήσεις εκεί. 
Αυτά τα όπλα μας κι η κληρονομιά μας, 
αυτά τα μέτρα μας κι οι μαρτυρίες μας. 
Στην επιφάνεια των μαρμάρων θα τα μεταφέρω  
να έχουν οι προσκυνητές κονάκι και αίμα χάλκινο να ψυχώνονται. 

Είναι άνοιξη, πέρασε η καταιγίδα.
Στέγνωσε πάνω στην πόρπη μου, 
το διάφανο δάκρυ των σύννεφων.
Η βαρκούλα φιλιέται με τον βράχο,
και μας περιμένει... 

Δώσου στον άνεμο.
Δώσου στα κύματα.
Πλησίασε χωρίς φόβο τη φωτιά, 
αναμμένοι οι πυρσοί μας θα μας καθοδηγούν.
Πριν τη μάχη φόρα μονάχα, 
εκείνο το φυλακτό με τη σμύρνα. 
Ωραίος κι άτρωτος να γίνεις στους αιώνες,
ένας επίγειος Θεός με φορά προς τον καλπασμό της ανατολής!




11. ΕΩΣ ΠΟΤΕ;

“Ακούς Λέανδρε; Πάλι μάχη γίνεται κάτω  στον πρώτο. Πού θα πάει αυτή  η κατάσταση;”
“Και τι σε νοιάζει εσένα βρε Ασπασία;”, απάντησε εκείνος σηκώνοντας το φλιτζάνι να πιει μια γουλιά καφέ.
“Φτού να πάρει, κάηκα!” είπε και άφησε νευριασμένος το  φλιτζάνι απότομα στο τραπέζι που χοροπήδησε σκορπίζοντας πιτσιλιές καφέ τριγύρω.
Η Ασπασία ούτε που το πρόσεξε.
Για άλλη μια φορά, από τον φωταγωγό οι βρισιές και τα κλάματα δυνάμωναν.
“Φεύγω” της είπε “και κοίτα την δουλειά σου. Να μην σε νοιάζει τι κάνουν αυτοί, να μην βρεις τον μπελά σου στο τέλος”, είπε κλείνοντας την πόρτα!

Εδώ και ένα χρόνο από τότε που νοίκιασε αυτό το ζευγάρι το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου είχαν αρχίσει να ακούνε διάφορα οι ένοικοι της πολυκατοικίας.
Η Ασπασία με τον άντρα της έμεναν στον από πάνω όροφο και πολλές φορές γίνονταν ακούσιοι ωτακουστές στις άσκημες βρισιές του άντρα και στα κλάματα της γυναίκας.
Εκείνη, μια μικρή όμορφη κοπέλα και εκείνος πολύ μεγαλύτερός της.
Από μακρυά μπορούσες να καταλάβεις, ότι το ζευγάρι δεν ήταν και από τα πιο ταιριαστά.
Όποτε συναντούσε τυχαία καμιά φορά η Άσπα την κοπέλα, εκείνη έτρεχε να μπει γρήγορα στο διαμέρισμα.
Μια δύο φορές είχε δει και μελανιές στο πρόσωπό της που προσπαθούσε να τις κρύψει σκύβοντας το κεφάλι της.
Και σήμερα για μια ακόμη φορά, επαναλήφθηκε  το ίδιο σκηνικό.
Ήταν σίγουρη πως αυτός ασκούσε βία επάνω στην κοπέλα.
Δεν θα καθόταν άλλο άπραγη.
Στα αυτιά της άκουσε για μια ακόμη φορά την φωνή του άντρα της να μην μπλεχτεί και βρει τον μπελά της.
Όχι αυτήν την φορά δεν θ’ άκουγε κανέναν Λέανδρο.

Κατέβηκε στον πρώτο, αποφασισμένη να ρωτήσει αν χρειάζονταν βοήθεια η κοπέλα.
Χτύπησε την πόρτα, αλλά δεν πήρε απάντηση.
Ήταν σίγουρη ότι ήταν μέσα, γιατί είχε δει τον άντρα να φεύγει μετά τον καυγά.
Ξαναχτύπησε φωνάζοντας.
“Άνοιξε είμαι η Ασπασία από πάνω. Χρειάζεσαι κάτι καλή μου;”
Η ξύλινη πόρτα άνοιξε δειλά λίγα εκατοστά και ένα πρόσωπο παραμορφωμένο από τις μελανιές και τα δάκρυα φάνηκε στο άνοιγμα.
Η Ασπασία για μια στιγμή σάστισε, δεν ήξερε τι να κάνει.
Το βλέμμα που αντίκρισε, είχε μέσα του όλο τον τρόμο του κόσμου.
Ξεπερνώντας το σοκ έσπρωξε απαλά την κοπέλα προς τα μέσα, πέρασε και εκείνη στο διαμέρισμα.
Αντίκρισε ένα βομβαρδισμένο τοπίο, μάρτυρας για το τι είχε προηγηθεί εκεί μέσα πριν λίγο.
Η κοπέλα ήταν έτοιμη να καταρρεύσει.
Την πήρε στην αγκαλιά της και την έβαλε να κάτσει στον ξεχαρβαλωμένο καναπέ΄
Βρήκε μια πετσέτα και άρχισε να σκουπίζει το αίμα και τα δάκρυα από το πρόσωπό της.
“Ησύχασε”, της είπε χαϊδεύοντας τα μακρυά μαλλιά της, καθώς σχημάτιζε στο τηλέφωνό της τον αριθμό του συλλόγου κακοποιημένων γυναικών.
Δεν θέλησε να την ρωτήσει τίποτε.
Ήξερε η Άσπασία, όταν θα ήταν έτοιμη να μιλήσει θα βρισκόταν κάποιος να την ακούσει εκεί.

Σε λίγο δύο μέλη του συλλόγου την έπαιρναν μακρυά από την άβυσσο που ρουφούσε την ζωή της στο χάος.
Λίγο πριν φύγει η κοπέλα από εκεί γύρισε και φίλησε τα χέρια της Άσπασίας χωρίς να μιλήσει.
Μόνο το βλέμμα της ήταν γεμάτο ευγνωμοσύνη!!




12.  Αυτή η Κυριακή.

Στο μυαλό του γινόταν μια ανελέητη μάχη με το χρόνο. Κάθε χρόνο, κάθε δεύτερη Κυριακή του Μάη, ο κόσμος έπαιρνε άλλη τροπή. Πέρασαν χρόνια ολόκληρα να καταλάβει, να προσπαθεί να θυμηθεί όλα όσα το μυαλό του είχε διαγράψει. Ποτέ δεν τα κατάφερε. Κάθε χρόνο λοιπόν, ήταν εκεί να του θυμίσει όλα όσα ποτέ δεν άγγιξε.

Το σκηνικό πάντα ίδιο. Θολό, μονότονο, άδειο. Ένα κενό μέσα αλλά και γύρω του. Κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους  ενός μικρού διαμερίσματος, ανάμεσα στις αναθυμιάσεις που του προκαλούσε ο καπνός από τα τσιγάρα, κουλουριασμένος στη θέρμη που του δημιουργούσε μια φθαρμένη από τον χρόνο πολυθρόνα.

Άγγιξε τα βλέφαρα του, σκούπισε τα δάκρυα και άφησε να μπει στα πνευμόνια του ο μολυσμένος αέρας αργά και σταθερά. Ένιωθε εξαντλημένος, κοίταξε γύρω του και έκλεισε τα μάτια.  Από τον φωταγωγό ακουγόταν νερό να τρέχει γρήγορα και ζωηρά. Κανένας μάρτυρας σε τούτο το σκοτάδι σκέφτηκε.

Σηκώθηκε και πήρε το μπουκάλι από τον πάγκο της κουζίνας, κοίταξε ψηλά και ύστερα γύρισε πίσω. Άνοιξε το μπουκάλι και το κοίταζε για ώρα. Χαμένος σε μια άβυσσο που το μυαλό του δημιούργησε, ψάχνοντας τρόπο να κρατηθεί. Καταδικασμένος, αναζητώντας μάταια ένα χάδι που ποτέ δεν ένιωσε.

Είχαν περάσει χρόνια που το μπουκάλι έμενε εκεί, γεμάτο, σφραγισμένο με μια υπόσχεση να μην το ανοίξει ξανά. Και κάθε χρόνο, εκείνος  το ανοίγει λαίμαργα σε μια προσπάθεια από κάπου να πιαστεί. Αντιμέτωπος πια, με τους μεγαλύτερους φόβους του.

Χρόνια κατάφερνε να κρατηθεί από αυτή του την υπόσχεση. Χρόνια μέχρι  σήμερα, αφού για πρώτη φορά μετά από καιρό, το τέρας της μοναξιάς τον κέρδισε. Χωρίς μάχη, χωρίς σκέψεις, χωρίς κόπο. Είχε για πρώτη φορά μετά από χρόνια αντικρύσει εκείνη, να κοιμάται βαθιά χωρίς να αναλογίζεται πια γι’ αυτόν. Εκείνη που ήλπιζε και ευχόταν να μην φύγει ποτέ.

Ήπιε μια γερή γουλιά και τα χείλη του έκαιγαν. Συνέχισε να πίνει χωρίς δισταγμό, χωρίς τελειωμό. Ευχόταν μέσα του όλα να ήταν ένα ψέμα. Να μην υπήρχε, να μην χρειαζόταν να προσπαθήσει ξανά. Το κενό γέμισε με αηδία, μετατράπηκε σε πόνο, έγινε θυμός και τα μάτια του πλημμύρισαν ξανά σε δάκρυα.

Πέταξε το μπουκάλι και ο κρότος του έσπασε και το τελευταίο κομμάτι της καρδιάς του. Ήλπιζε να τη γνώριζε, ήθελε να την μυρίσει, να αισθανθεί κι εκείνος όλα αυτά που ποτέ κανείς δεν κατάφερε να του χαρίσει. Πήρε στα χέρια του τη φωτογραφία της. Το σώμα του σωριάστηκε στο πάτωμα. Τα μάτια του πονούσαν.

Όλα είχαν πια χαθεί.  Καθισμένος στο πάτωμα, κοίταξε γύρω και στα αυτιά του έφτασαν φωνές. Έγειρε το κεφάλι και χαμογέλασε. Τα μάτια του έκλεισαν. Τίποτα δεν έχει χαθεί, σκέφτηκε, και αποκοιμήθηκε αγκαλιά με τη φωτογραφία.



13.  Η Λία και η Βαρύτητα

Είναι 23:45, σε 15 λεπτά λήγει η προθεσμία. Το άρθρο «Μηχανική Αντιστάθμιση της Βαρύτητας» είναι σχεδόν έτοιμο για υποβολή όμως λείπει ένα νούμερο από την προσομοίωση που τέλειωσε αργά το απόγευμα.  Ψάχνω να βρω την εκτύπωση με τα νούμερα στη στοίβα των χαρτιών του γραφείου μου. Το βιαστικό ψάξιμο κάνει το βιβλίο στην κορυφή της στοίβας να γλιστρήσει, και πέφτοντας να κτυπήσει στην άκρη της Ιαπωνικής κουτάλας από μπαμπού που ήταν αφημένη στο μικρό τραπεζάκι. Η κουτάλα εκτοξεύεται ψιλά και  στροβιλιζόμενη κατευθύνεται προς  στο κεφάλι της Λίας, που ήταν καθισμένη στο περβάζι του παραθύρου του εσωτερικού φωταγωγού. Η Λία τρόμαξε και αντανακλαστικά πετάχτηκε προς τα πίσω. Παρά τις ενστικτώδεις προσπάθειές της να γαντζωθεί, δεν τα κατάφερε και  βγάζοντας μια μακρόσυρτη δυνατή φωνή άρχισε να βυθίζεται στην άβυσσο  του φωταγωγού συμπαρασύροντας μαζί της τα δύο γλαστράκια και το τασάκι με τα αποτσίγαρα που ήταν στο περβάζι.  Ήμουν ενάμισι μέτρο μακριά, δεν πρόφτασα, ούτε έφτανα να κάνω κάτι.  Ίσως να έριξε και άλλα πράγματα από τα παράθυρα των κάτω ορόφων  στην  παρατεταμένη πτώση της. Μισό δευτερόλεπτο σιγή και μετά ένας  καταιγισμός ήχων από τον καταρράκτη αντικειμένων που κτυπούσαν και έσπαγαν στο τσιμέντο του υπόγειου πάτου του φωταγωγού.  Ως ηχείο ο φωταγωγός ενίσχυσε τον ήχο. Φοβήθηκα για τη ζωή της. Ευτυχώς, εφτάψυχη γαρ, η Λία κέρδισε και αυτή τη μάχη με τη βαρύτητα.  Και όταν καταφέραμε με τους … πιτζαμοφορεμένους γείτονες να την απεγκλωβίσουμε, η Λία έδειχνε αμέριμνη, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Μόνο η κυρία Φρόσω η Κρητικιά με στραβοκοίταγε. Μπορεί να είχε απλώσει στο παράθυρο του φωταγωγού της ξινόχοντρο για να ξεραθεί, το έκανε συνήθως τέτοια εποχή για να θυμάται τα παιδικά της χρόνια, σίγουρος δεν είμαι, όμως η Λία μύριζε κάπως παράξενα μετά την πτώση και την επόμενη μέρα. 
Δεν ήμουν ο μόνος που φοβήθηκε εκείνα τα μεσάνυχτα. Υπήρχε άλλος ένας αυτόπτης μάρτυρας: ο Μπουλ, το μικρό σκυλάκι στο διαμέρισμα του αμέσως προηγούμενου ορόφου. Μπορούσα να βλέπω τον Μπουλ από το φωταγωγό μου διότι το παράθυρό του ήταν στον αντικρινό τοίχο του φωταγωγού. Ο Μπουλ συνήθιζε τα βράδια  να κουλουριάζεται στο πανέρι με τις παλιές πετσέτες που  ήταν πάνω σε μια καρέκλα δίπλα στο περβάζι του παραθύρου, ίσως για να είναι μακριά από την τηλεόραση που νομίζω δεν έκλεινε ποτέ σε εκείνο το διαμέρισμα. Ίσως το δυνατό ΝΙΑΟΥ της Λίας, ή η εικόνα της Λίας να πέφτει … εξ’ ουρανού,  να έφταιξαν για τη φοβία που δημιουργήθηκε στον Μπουλ. Έκτοτε, όποτε αντιληφθεί ότι η Λία είναι στο περβάζι φεύγει από το πανέρι του.   
Δυστυχώς  η  «Μηχανική Αντιστάθμιση της Βαρύτητας» δεν τα κατάφερε, αφού λόγω αυτής της περιπέτειας, έχασα την προθεσμία υποβολής.   Καλύτερα.. Την επόμενη μέρα διαπίστωσα ότι το νούμερο που έψαχνα ήταν λάθος, κάτι δεν είχε πάει καλά με την προσομοίωση.
Τελικό αποτέλεσμα: Λία-Βαρύτητα  3-0.




14. “Εκτιμήσεις άψογα δοσμένες”

-”Κύριε Πρέσβυ στο τηλέφωνο...!” ακούστηκε η φωνή.
-”Ποιος είναι Έμιλυ ;”
-”Ο υπουργός Εξωτερικών”

Ο Πρεσβευτής, ένας ώριμος άντρας γύρω στα 55, άφησε την συντροφιά του στο σαλόνι και κινήθηκε στο γραφείο.

-”Παρακαλώ”
.........
-”Κύριε Υπουργέ, εκτιμώ το ενδιαφέρον σας. Βεβαίως... κατανοώ τη θέση της Κυβερνήσεως, αντιλαμβάνεστε, η απόφασή μας αυτή αποτελεί σημαντική επιλογή και θα εκτιμούσα δεόντως την συμπόρευσή σας”.
.........
“Χαίρομαι ιδιαιτέρως, έτσι δένεται ακόμα περισσότερο η συνεργασία μας που τα τελευταία χρόνια έχει αφήσει πίσω επώδυνες αγκυλώσεις του παρελθόντος.”
..........
Ο Πρεσβευτής έκλεισε το τηλέφωνο και επέστρεψε πασιχαρής στο σαλόνι. Ενώθηκε ξανά στην προηγούμενη κουβέντα του με τον Κυβερνητικό εκπρόσωπο και την Κάτια Ζιάγκου, διευθύντρια ειδήσεων στο μεγαλύτερο κανάλι της χώρας.
-”Νομίζω πηγαίνουμε καλά”, είπε με αποφασιστικό χαμόγελο.
Είδε ερωτηματικά στα πρόσωπά τους. Αποφάσισε να τα απαντήσει.
“Αυτήν την ώρα δίνουμε μια μάχη που εμείς κρίνουμε σοβαρή”
“Ομολογώ ότι οι διεθνείς αντιδράσεις είναι σημαντικές...” είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Θα ξεπεραστούν ;”
“Υπάρχουν μεγάλες διαδηλώσεις με δεκάδες νεκρούς εκεί κάτω. Γινόμαστε μάρτυρες σφαγής ακόμα και παιδιών, πως θα τα καλύψουμε όλα αυτά ;” παρενέβη η κ. Ζιάγκου.
Ο Πρέσβυς, σκλήρυνε απότομα το βλέμμα του. Η φωνή του βγήκε κοφτή.
“Οι λέξεις με βαρείς χαρακτηρισμούς μοιάζουν με άβυσσο. Φτηνά συναισθήματα χωρίς αξία, σας παρακαλώ λοιπόν...” της είπε αυστηρά.
“Η Κοινή γνώμη έχει ξεσηκωθεί” επέμεινε εκείνη.
“Για αυτό είστε εδώ κ. Ζιάγκου” την αποστόμωσε.
Από τον φωταγωγό ακούστηκαν πολλές συντεταγμένες φωνές κάπου μακριά.
“Τι συμβαίνει Έμιλυ ;”
“Έχουμε διαδήλωση που προσεγγίζει την πρεσβεία....”
Ο Πρέσβυς στράφηκε στον Κυβερνητικό εκπρόσωπο.
“Κύριε Αρτζέντη, περιμένω να φροντίσετε επί του θέματος....”
Ο Εκπρόσωπος φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου του. Σκέφτηκε και είπε.
“Τα εθνικά μας συμφέροντα πλέον κ. Πρέσβυ ταυτίζονται με τις επιλογές σας. Οφείλω να ομολογήσω ότι τις διεκπεραιώνετε με τρόπο ωμό που προκαλεί μεγάλες αναταράξεις. Ακόμα και φίλιες χώρες επισήμαναν την λάθος στιγμή της απόφασής σας...”
“Εμμονή στις παλιές σας σημαίες κ. Εκπρόσωπε ;” ρώτησε ο Πρέσβυς.
“Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να εξυπηρετηθεί μια πολιτική μετάλλαξη κ. Πρεσβευτά. Όπως επίσης και το να παίξει κανείς με το δημόσιο αίσθημα. Δεν μας έχετε εμπιστοσύνη ;”
Ο Πρέσβυς άναψε το πούρο του και ένευσε θετικά.
“Οφείλω να παραδεχτώ ότι δεν περίμενα αυτήν την θεαματική σας μεταμόρφωση από το ένα άκρο στο άλλο. Μάλιστα εκτιμώ ότι έγινε και με τρόπο ανώδυνο και για σας...”
“Υπάρχουν κάποιοι εκεί έξω κ. Πρεσβευτά, που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι είμαστε κομμάτι τους και ακόμα περισσότεροι που τους μάθαμε να λένε ότι δεν υπάρχει άλλη λύση... συνεπώς...”
“Δουλέψατε στην εμπέδωση της απογοήτευσης τέλεια κ. Εκπρόσωπε”, είπε ο Πρέσβυς.
“Μάθατε πολύ γρήγορα την εξουσία κ. Αρτζέντη, δεν σας το είχα ...” διέκοψε η κ. Ζιάγκου.
Ο Φινετσάτος εκπρόσωπος χαμογέλασε.
“Κανείς σας δεν βγήκε χαμένος από αυτήν την αλλαγή κ. Ζιάγκου”, της είπε με νόημα. Πρέπει όμως να κάνω δηλώσεις, θα μιλήσουμε αργότερα....”
...................................

“Η Κυβέρνησή μας στέκεται πάντοτε αρωγός στους αγώνες των λαών για αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία στα πλαίσια της διεθνούς νομιμότητας... καλούμε όλες τις πλευρές σε αυτοσυγκράτηση...”

Ο Πρέσβυς, έκλεισε την τηλεόραση και κοίταξε τους συνεργάτες του χαμογελαστός...



15. Εγώ, η πουτάνα!

Θα μιλήσω. Κι ας μην με καταλάβεις.
Είμαι αυτή που διώκεται.. Η “άσπλαχνη” μάνα. Που γέννησε ολομόναχη, στο καμπινέ, ένα μεσημέρι, ένα βράδυ, δεν έχει σημασία, κι ύστερα, “αβασάνιστα” πέταξε το βρέφος από το φωταγωγό,  από το μπαλκόνι, δεν έχει σημασία ούτε αυτό. Στα σκουπίδια το 'στειλε..
Αυτό μετράει. Ο θάνατος! 

Δεν έχω όνομα. Είμαι μια Μαρία πες. Μια Ελένη. Δεν έχω ούτε ηλικία. Αν και συνήθως είμαι νεαρή και άμυαλη.
Είμαι κατάπτυστη. Από όλους σας. Τις μέρες που ακολούθησαν της αποκάλυψης, έζησα στιγμές Αποκάλυψης. Με είπαν πόρνη. Πουτάνα. Καριόλα!  Άξεστο, αμόρφωτο, άσχημο θηρίο, που αντί να κάνει το σταυρό του που βρέθηκε ένας χριστιανός και το πήδηξε, σκότωσε μια αθώα ψυχούλα.
Έλα, μην σοκάρεσαι με τις λέξεις. Όταν τις διάβασες στα σόσιαλ μίντια, όταν τις σκέφτηκες ίσως κι εσύ,  αλήθεια δεν κοκκίνισες;

Διάβασα κι άλλα. Στήθηκε πρόχειρα ένα λαϊκό δικαστήριο. Με καταδίκασαν δίχως ελαφρυντικό. Με καταράστηκαν να βγάλω καρκίνους, να λιώσω στην κόλαση, να με βιάσουν οι συγκρατούμενες! Να ψοφήσω, να χαθώ σε μια σκοτεινή άβυσσο!
"Αυτοκτόνα μωρή, αν έχεις τα κότσια!  Σκύλα... Δεν έχεις τύψεις; Ισόβια στο πουτανάκι! ”

Με σκοτώνουν αδυσώπητα, γιατί σκότωσα. Αυτοί μπορούν. Εγώ δεν έχω δικαιολογία καμία....
Γιατί δεν μιλούσα; Γιατί δεν το έδινα;  Πολλές οι ερωτήσεις. Πολλοί οι κατήγοροι. Σποραδικά και μια φωνή υπέρ μου. (Μπράβο τσαγανό!) 

Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να ρωτήσει ποια ήμουν. Πώς μεγάλωσα. Τι ονειρευόμουν. Τι φοβόμουν. Κανείς δεν ρώτησε για τις μάχες που έδωσα σιωπηρά. Που δεν είχα κανέναν δικό μου άνθρωπο να μοιραστώ την αγωνία μου. Για τα σκοτάδια που πέρασα... Όλοι κατηγορούν εμένα. Τη φόνισσα! Την πουτάνα!  Κανείς δεν κατηγορεί εκείνον τον άντρα που έχυσε μέσα μου και ύστερα χάθηκε. Εκείνος δεν φταίει. Εκείνος πήδηξε, το φχαριστήθηκε και από δω πήγαν κι άλλοι! 

Το μετά το έζησα μόνη μου! 

Ναι, όλα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί αλλιώς...
Να έχω μεγαλώσει, όπως θα έπρεπε: Με ζεστασιά, τρυφερότητα, αγάπη. Να μην φοβάμαι να μιλήσω στους γονείς μου. Να είναι δίπλα μου συμπαραστάτες. Όχι κριτές. 
Να μην αναζητώ από τα δεκαπέντε την αγάπη σε ξένα σώματα. Να μην ξοδεύομαι σε κρεβάτια βρώμικα για να νιώσω αποδεκτή, έστω και για λίγο!

Τι να εξηγήσω και τι να καταλάβετε;

Το εύκολο είναι να με βρίσεις. Έλα κάντο για να ξεδώσεις κι εσύ. Τόσα μου έσουραν.  Μια ακόμα κατάρα τι θα αλλάξει; 
Δεν είμαι μάρτυρας,  ούτε ζητώ τον οίκτο σας. Ας τιμωρηθώ. Αν έτσι ορίζει η πολιτεία, ας πληρώσω. Ίσως κάποτε κάνω ένα παιδί και ίσως δώσω αγάπη. Και ίσως τότε να διορθώσω το κακό... 
Αλλά θα δώσω αγάπη; Πώς θα το κάνω, αφού κανείς δεν μου έμαθε; 

Φοβάμαι. 
Όχι εσάς. Όχι τον νόμο. 
Φοβάμαι πώς δεν θα καταλάβατε. Κανείς δεν μπορεί να μπει στο μυαλό μου εκείνη τη δύσκολη ώρα. Κανείς δεν θα μου δώσει την παιδικότητα που μου αρνήθηκαν. Κανείς δεν ξέρει πως είναι να φοβάσαι να μιλήσεις, αν δεν το έχεις ζήσει. Πώς σαν παιδί δεν χρειάζεσαι προστάτες, αλλά ασφάλεια. Πώς δεν χρειάζεσαι πράγματα, αλλά στοργή.
Για όλους θα είμαι η άσπλαχνη μάνα. Η πουτάνα! 

Λιθοβολήστε με κι εσείς, οι αναμάρτητοι! 



Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 16 - 24 πατήστε εδώ!
Για τις συμμετοχές 1 - 6, αλλά και για να βαθμολογήσετε. πατήστε εδώ!