Τα χελιδόνια φτερούγισαν στο "Παίζοντας με τις λέξεις" και οι 5 λέξεις: δρόμος, αχλή, συρματόσχοινο, ξημέρωμα, βράχος, έδωσαν την έμπνευση για 18 καταπληκτικές συμμετοχές!
Τώρα ήρθε η ώρα να τις απολαύσετε και να τις βαθμολογήσετε!
Θέλω να σας ευχαριστήσω που στηρίζετε το παιχνίδι μας και να σας παρακαλέσω αν δείτε κάποιο λάθος να μη διστάσετε να με ειδοποιήσετε εδώ, ή στο μέιλ μου almikr@gmail.com αν αφορά συμμετοχή!
Το "Παίζοντας με τις λέξεις" που συνεχίζει την πορεία του εδώ, ξεκίνησε από τη Φλώρα και το TEXNIS STORIES!
Βαθμολογείτε 5 συμμετοχές!
3 βαθμούς παίρνει η συμμετοχή που σας άρεσε περισσότερο,
2 η επόμενη και από
1 βαθμό δίνετε σε τρεις ακόμα συμμετοχές που σας άρεσαν!
Για την αποφυγή αδικιών πρέπει να μπουν όλοι οι βαθμοί.
Δεν μπορείτε φυσικά να βαθμολογήσετε τη δική σας συμμετοχή!
Κρατάτε κρυφή τη συμμετοχή σας και δεν τη δημοσιεύετε μέχρι να λήξει το παιχνίδι.
Τις βαθμολογίες θα τις γράψετε στα σχόλια, κάτω από αυτή την ανάρτηση μέχρι και την Παρασκευή 5/5 στις οχτώ το βράδυ.
Το Σάββατο 6/5 θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα.
Ο νικητής, ή η νικήτρια, καθώς κι ένας (που θα βγει με κλήρωση) από όσους βαθμολογήσουν, θα πάρουν συμβολικά δώρα.
Καλή ανάγνωση!!
1. Ο τρελός του χωριού
Ήταν ο τρελός του χωριού. Κάθε χωριό δεν λένε πως έχει κι από ένα τρελό; Ε, ο Γρηγόρης καμάρωνε για τον εαυτό του που τον αποκαλούσαν έτσι. Πάντα του άρεσε να μη μοιάζει στους άλλους, να μην κάνει τα ίδια πράγματα, να μην σκέφτεται όπως οι περισσότεροι.
Όταν ήταν μικρός ο πατέρας του δυσανασχετούσε που δεν μπορούσε να τον πάρει στο καφενείο μαζί του. "Με κάνει ρεζίλι" έλεγε συνεχώς στην γυναίκα του. Εκείνη πάλι έβλεπε τον Γρηγόρη κι έλαμπαν τα μάτια της. Καμάρωνε για εκείνον όπου βρισκόταν. Στο μπακάλικο εξιστορούσε συνεχώς τα κατορθώματά του κι όταν ερχόταν η ώρα να τον πάρει από το σχολείο το χαμόγελό της επισκίαζε όλα τα μουντά πρόσωπα των άλλων μαμάδων. Η καλοσύνη της, έσβηνε τον ήχο των κουτσομπολιών "βρε την καημένη! δεν μπόρεσε να κάνει δικό της παιδί και της έλαχε το κουζουλό του χήρου". Όταν ο Γρηγόρης έτρεχε με φόρα στην αγκαλιά της φωνάζοντας "μαμά! μαμά μου.." ήταν πλήρης. "Τον κακομαθαίνεις" της έλεγε με αυστηρό ύφος ο πατέρας του παιδιού. "Του δίνω όλα όσα πρέπει να έχει κάθε παιδί στην ηλικία του.. Μη ξεχνάς πως στερήθηκε την μητέρα του σε πολύ τρυφερή ηλικία. Το ξέρω πως δεν μπορώ να την αντικαταστήσω, μα θα κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου για να μη του λείψει τίποτα".
Η καρδιά του τον πρόδωσε λίγα χρόνια μετά κι έτσι ο Γρηγόρης μεγάλωσε με την δεύτερη μαμά του, την Δάφνη. Αλλά δεν την έκανε ποτέ του να αισθανθεί ότι είναι δεύτερη. Κι εκείνη δεν τον έκανε ποτέ να αισθανθεί ότι δεν τον αγαπάει σαν δικό της γιο. Η Δάφνη δεν ταίριαζε ποτέ στην νοοτροπία αυτού του χωριού που όση ομορφιά κι αν είχε δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το παρελθόν.
Ο Γρηγόρης ήταν ιδιαίτερο παιδί. Φυσικά και το γνώριζε. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν αρκετά που θα μπορούσες να κάνεις, γι'αυτό αποφάσισε να τον μεγαλώσει με τέτοιο τρόπο που να μη νιώθει προβληματικός. Μπορεί οι σχολικές του επιδόσεις να ήταν μέτριες, σε άλλες δραστηριότητες πετούσε! Αν δεν είχε έρθει με μετάθεση εκείνη η δασκάλα στο χωριό, μπορεί να τα είχε παρατήσει. Με τη βοήθεια της, η Δάφνη κατάφερε να μαζέψει τους γονείς ένα απόγευμα και να τους μιλήσει με ειλικρίνεια, για να πάψουν τα κουτσομπολιά και τα άσχημα πειράγματα από τους συμμαθητές του.
"Κυρία Δάφνη, της είπε η δασκάλα όταν έμειναν μοναχές τους, ο δρόμος που επιλέξατε θα είναι ανηφορικός. Όταν τον διαβείτε η καρδιά σας θα έχει γαλήνη. Γιατί πράξατε με δυναμισμό και ηρωισμό. Τα βάλατε με όλο το χωριό για το καλό του Γρηγόρη. Η ανταμοιβή σας θα έρθει όταν θα μπορέσει κάποτε να πορευτεί μόνος του. Τώρα καταλαβαίνω γιατί όταν μιλάει για εσάς οι λέξεις του χρωματίζουν την τάξη."
Λίγες ώρες μετά άρχισε να χαϊδεύει τα μαλλάκια του παιδιού για να ξυπνήσει.
-Σήκω καρδιά μου. Θέλω να σου δείξω κάτι. Ντύσου, θα πάμε βόλτα.
Το αγόρι της κοίταξε με μισόκλειστα μάτια και άρχισε να ντύνεται με αργές κινήσεις. Της είχε εμπιστοσύνη.
Ήταν ξημέρωμα πια και τους βρήκε καθισμένους πάνω από την θάλασσα σε ένα βράχο.
-Γλυκό μου παιδί σε λίγα χρόνια θα γίνεις 16.
Είναι μια υπέροχη ηλικία ξέρεις γιατί;
-Γιατί μαμά; Επειδή θα βγαίνω συνέχεια κι εσύ δεν θα φοβάσαι για εμένα;
-Χμμ όχι ακριβώς.. Είναι μια ηλικία που καταλαβαίνουμε τι μας αρέσει να κάνουμε μεγαλώνοντας, με ποιους ανθρώπους ταιριάζουμε να κάνουμε παρέα.. Να γινόμαστε υπεύθυνοι.. Για να γίνει όμως αυτό, τα προηγούμενα χρόνια ξέρεις τι είναι καλό να κάνουμε;
-Τι μαμά μου;
-Να μην αφήσουμε κανέναν να μας φέρεται άσχημα ή να μας λέει πως δεν θα τα καταφέρουμε. Να πιστεύουμε στα όνειρά μας και να διαλέγουμε αυτά που μας κάνουν χαρούμενους. Να μην ακούμε τις κακίες των άλλων και το σημαντικότερο.. να μην τις επιστρέφουμε. Με ψηλά το κεφάλι να προχωράμε!
-Σαν να χτίζω ένα συρματόσχοινο για να μη περνάνε μέσα!
-Έτσι ακριβώς Γρηγόρη μου.. αλλά υποθετικά θα το χτίζεις, του είπε γελώντας τρυφερά.
Πάμε τώρα σπίτι, γιατί με τέτοια αχλή που έχει απόψε δεν θα βλέπουμε τον δρόμο για τον γυρισμό!
Περπατούσαν αγκαλιασμένοι ανεβαίνοντας την πλατεία, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των ανθρώπων που δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως όλοι είμαστε διαφορετικοί και πως όλοι έχουμε δικαίωμα να ζήσουμε με τον τρόπο που επιλέγουμε και έτσι όπως είμαστε..
Πολλά χρόνια αργότερα κάθε χρόνο τέτοια ημέρα ακολουθούσε την ίδια διαδρομή, χωρίς εκείνη δίπλα του. Για να υπενθυμίζει στον εαυτό του τα λόγια της. Κι όταν διέσχιζε την πλατεία θαρρείς πως μέσα στο θρόισμα των φύλλων άκουγε ψιθυριστά το σ'αγαπώ της.
2. Καλή μου
Το ουρλιαχτό σου αναστάτωσε το ξημέρωμα. Μες στην αχλή σε διέκρινα υποβασταζόμενη από τους γείτονες.
"Ηρέμησε, καλή μου" μάταια ικέτευαν.
Τώρα, οι γιατροί ομόφωνα συμφωνούν ότι υπέστης σοβαρό κλονισμό εξαιτίας της φυγής μου. Καλή μου...Συρματόσχοινο μπλέχτηκε ο πόνος στα ευαίσθητα νεύρα σου και τα τσάκισε. Σε βλέπω ασάλευτη και ωχρή στα ατσαλάκωτα,στεγνά σεντόνια και ματώνω.
Ματώνω,είπα; Τί ειρωνεία!
Πλανάται η ψυχή μου γύρω σου σαν αλαφιασμένο πουλί. Μια ζωή,στεκόσουν βράχος στις απουσίες μου. Αυτή σου η ήρεμη δύναμη με ξαναέφερνε κοντά σου. Κύμα που ταπεινά προσκυνούσε το κουντεπιέ σου.
Όμως έφθασε η ώρα να φύγω. Δρόμος φωτεινός ανοίγεται μπροστά μου,που με καλεί να τον βαδίσω. Αγνοώ, Ποιόν θα συναντήσω. Θέλω να επιστρέψω στον Παράδεισο, σπίτι μας. Δυστυχώς, δεν περνάει τίποτα πια από το χέρι μου.
Από το χέρι μου...χα χα χα
Γι'αυτό με αγαπάς! Γιατί δεν χάνω την αίσθηση του χιούμορ ποτέ!
Παραξενεμένη η νοσοκόμα πρόσεξε τα ξερά της χείλη να σχηματίζουν ένα γλυκό χαμόγελο.
3. Ροβόλησα στα δύσκολα καλέ μου
Η ασημένια αχλή του φεγγαριού φωτίζει απόψε
Τα κατάφορτα με μύδρους λόγια σου
Η φωνή σου φθάνει κρυστάλλινη στη σκέψη μου
Κι εγώ -αχ και να'ξερες μόνο- δεν την αποφεύγω
Μιλάς για δρόμους που δεν τόλμησα να περπατήσω
Για δρόμους που ξεστράτισα
Για σταυροδρόμια που στάθηκα μπροστά τους νωθρή
Και γύρισα πίσω
Ταπεινωμένη
Για όνειρα που μπλέχτηκαν στα συρματόσχοινα του νου
Και φυλακίστηκαν για πάντα.
Για την ατολμία μου με μέμφεσαι.
Και με σιγουριά με κατηγορείς για λιποταξία.
Γελάς, γιατί φρονείς ότι κέρδισες
Το σπλαχνικό φως του φεγγαριού φωτίζει
Αχνά το πρόσωπό μου
Χαμογελώ
Γιατί εγώ γνωρίζω
Εγώ στηρίζω τις επιλογές μου
Δεν λοξοδρόμησα ανώφελα
Δεν ήμουν ρίψασπις ως τώρα στη ζωή μου
Βράχος στάθηκα απέναντι στις κάθε λογής σειρήνες
Της καλοπέρασης και του άκοπου βίου
Όχι άπραγη!
Ροβόλησα στα δύσκολα καλέ μου
Κατάβαση στα σκοτάδια μου τόλμησα
Τους δαίμονες μου ζητώντας να αντιμετωπίσω κατάματα
Κι όταν θα βρω αυτό που αναζητώ
Ξημέρωμα πιστεύω πως θα έρθει και γαλήνη
Φρονώ ότι τότε θα έχω κερδίσει
4. Στον δρόμο
Είχε συνηθίσει σε αυτή τη ζωή. Στο δρόμο. Με το καβαλέτο της - ο θεός να το κάνει, μια ξύλινη σανίδα ήταν, με μια αυτοσχέδια βάση, που είχε δεινοπαθήσει να τη λειάνει, ώστε να γίνει κάπως ομαλή, χωρίς οι ακίδες να τις σκίζουν τα χαρτιά- τα bristol χαρτόνια της, που φρόντιζε πάντα να έχει σε αξιόλογη ποσότητα για να μπορεί να δουλέψει, και με το κάρβουνο να της βάφει κάθε φορά τα ακροδάχτυλα και να μουτζουρώνει έπειτα τη κατάλευκη επιδερμίδα του αρυτίδωτου προσώπου της, καθώς προσπαθούσε να διώξει την αναιδέστατη τούφα που έπεφτε επί μονίμου βάσεως στα μάτια της, εμποδίζοντάς την να δει καλά αυτόν που κάθε φορά στεκόταν για λίγα λεπτά απέναντί της, ποζάροντας. Έτσι κέρδιζε τα προς το ζην από τότε που βρέθηκε στο πουθενά, μόνη κι αβοήθητη. Ζωγραφίζοντας αγνώστους. Μέσα σε δέκα λεπτά έπρεπε να διαβάσει το πρόσωπο του άγνωστου πελάτη της και να το αποδώσει με το κάρβουνο στο χαρτί, ώστε να τον ικανοποιήσει. Όσο καλύτερα, τόσο μεγαλύτερο το χαρτζιλίκι. Γιατί αμοιβή δεν την έλεγες .
Το προτιμούσε όμως. Κι ευγνωμονούσε την τύχη της, όχι τον πα-τέρα της, που είχε κάνει αυτά τα μαθήματα ζωγραφικής κάποτε και τώρα μπορούσε να βασιστεί στα χέρια της και όχι στο κορμί της εν γένει. Θα μπορούσε να επιθυμεί διακαώς να πεθάνει, κάθε φορά που σκεφτόταν εκείνον. Να οδηγηθεί στην κατάθλιψη, με σοβαρές πιθανότητες να κάνει πράξη τις σκέψεις αυτοχειρίας, που θα ανάμενε κανείς σε μια τέτοια περίπτωση. Μα είχε φροντίσει να μην μπλεχτεί σε τέτοια γρανάζια. Υπερβαίνοντας εαυτόν, ξεπέρασε όλα τα συρματόσχοινα του νου που θα την οδηγούσαν στη ψύχωση, με την τέχνη της φυσικά. Στεκόταν βράχος σε όσους τη διπλάρωναν, για να τη τραβήξουν στο πεζοδρόμιο. Προτιμούσε τον δικό της δρόμο. Όσο ζόρικος κι αν ήταν για μια νεαρή γυναίκα, χωρίς σταθερή στέγη και κάποιον δικό της άνθρωπο.
Τους είχε αφήσει εξάλλου όλους πίσω, δραπετεύοντας από την προηγούμενη δυσβάσταχτη ζωή της.
Πού ήταν αλήθεια όλοι αυτοί όταν τους είχε ανάγκη; Την εγκατέλειψαν ο ένας μετά τον άλλον βγάζοντάς την και τρελή από πάνω. Ότι και καλά είχε κατηγορήσει άδικα τον πα-τέρα της για ασέλγεια. Μόνο αυτή ήξερε όμως πόσα είχε αντέξει. Μόνο αυτή ήξερε τι αληθινά είχε βιώσει, την απέχθεια και τη σιχασιά που έφθανε στο στόμα και στη ψυχή της κάθε φορά που τον σκεφτόταν και μόνο.
Κι έτσι βρέθηκε να παλεύει εκεί έξω, μόνη. Κινδύνευε διαρκώς και το γνώριζε από την πρώτη στιγμή που κοιμήθηκε κάτω από μια γέφυρα εξαντλημένη, μετά το φευγιό της.
Όμως εκείνο το πρώτο ξημέρωμα έξω στο κρύο, στην ερημιά και στο άγνωστο, δεν την είχε βρει, όπως εύκολα θα περίμενε κανείς, νικημένη. Ενάντια στα προγνωστικά, είχε δει την ανατολή με χαμόγελο. Μια υπέρτατη πίστη ότι θα τα καταφέρει την είχε κυριεύσει και είχε διαλύσει την όποια αχλή είχε τυλίξει πρόσκαιρα μόνο το μυαλό της. Ανέπνευσε τον καθαρό αέρα της εξοχής και αμέσως ξεκίνησε για να βρει ένα κατάστημα εκποίησης χρυσαφικών κι άλλων τιμαλφών. Χρειαζόταν άμεσα χρήματα για κάρβουνο και χαρτί. "Μάθε τέχνη κι άστηνε....." θα σιγομουρμούριζε εσαεί από δω και μπρος!
Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 5-11 πατήστε εδώ!
Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 12-18 πατήστε εδώ!