15. Πρώτη φορά
-Τρέξε! Φύγε μακριά να μη σε πιάσουν! Διατάζει ο φόβος κι εκείνη υπακούει.
Τρέχει μες στην αξημέρωτη πόλη σαν τρελή.
Στο φανάρι στέκεται μια στιγμή. Ακουμπά την πλάτη στο κρύο σίδερο, παγώνει. Τα χέρια κρέμονται μακριά απ’ το σώμα. Για λίγο κι αν τ’ αγκαλιάσουν, θα το κάνουν συνένοχο.
Τρέχει τώρα προς τη φωτιά που ‘χουν ανάψει οι άστεγοι. Να ζεσταθεί, να πάρει μια ανάσα.
Κουρνιάζει στην κουβέρτα που της δίνει μια γυναίκα. Τα χέρια αφήνει απ’ έξω, μακριά απ’ το σώμα.
«Είναι επικίνδυνο να βγάζεις βόλτα τα δάκρυά σου το βράδυ στην πόλη.», την αγκαλιάζει η γυναικεία φωνή.
Ζεσταίνεται εκείνη κι εξομολογείται το έγκλημά της. Τη ζωή της.
Σπίτι παλάτι της έταξε. Σε φρούριο βρέθηκε.
Με σύρτες στις πόρτες για τους πειρασμούς. Γιατί ήταν μικρή κι άλλον άντρα δεν είχε γνωρίσει.
Με κάγκελα στα παράθυρα για τους εγκληματίες. Γιατί τόσο ήταν ευτυχισμένοι, που γίνονταν στόχος.
Με καβούρια στις τσέπες εκείνος, για τις δύσκολες στιγμές. Γιατί είχαν μικρό παιδί ν’ αναστήσουν.
Τον ουρανό με τ’ άστρα της έταξε. Μονάχα το ταβάνι μπορούσε να δει. Όταν εκείνος τη βίαζε.
«Το παλάτι θέλει δυο να το χτίσουν για να στεριώσει. Κι ο ουρανός χαρίζει τ’ άστρα του, αν τον κοιτάξουν δυο μαζί.»
Πέρασε ο καιρός. Εκείνη ξέχασε να ζει χωρίς το φόβο. Κι εκείνος την άφηνε ελεύθερη τα πρωινά να περπατά μόνη μες στην πόλη. Κι ο ουρανός χαμήλωνε τα βράδια ν’ ακούσει το παράπονό της. Και την πλάκωνε. Τ’ άστρα φτερούγιζαν μονάχα στις παιδικές αναμνήσεις και την περιγελούσαν.
Δεν το σχεδίασε. Όταν σχόλασε το παιδί, μπήκε στην τάξη. Τα χέρια της άρπαξαν μια κιμωλία. Κόκκινη. Κι έγραψαν «Σ’ ΑΓΑΠΩ» στο δρόμο. Έξω από το σπίτι του ταχυδρόμου. Που της χαμογελούσε κάθε που την έβλεπε πίσω από τα κάγκελα.
«Έχεις χαράξει τη ζωή σου πλάι στους γκρεμούς.» λέει η γυναικεία φωνή. «Κι ο βράχος σου μοιάζει με λιβάδι. Μα, δεν είναι!»
«Θα με ανακαλύψει!» λέει εκείνη τρέμοντας από το φόβο. «Θα δει τη σκόνη από την κιμωλία στα χέρια και θα με σκοτώσει!»
Δίπλα της κανένας. Και η γυναικεία φωνή; Με τον εαυτό της μιλούσε! Πρώτη φορά χωρίς το φόβο ανάμεσά τους... Ώστε έχει έναν εαυτό που σκέφτεται τόσο ψύχραιμα και όμορφα;
Στην τσέπη έχει μείνει ένα κομματάκι κιμωλία. Αρκεί! Για να γράψει κάτι στο δρόμο για το παιδί της. Και για την ίδια: «Σ’ ΑΓΑΠΩ».
16. Η Νύχτα στην πόλη
Η Νύχτα φορά αέρινο Σκοτάδι και βγαίνει από το παλάτι Της.
Ο Ουρανός απέραντος, μαυρίζει σε κάθε Της βήμα .
Καθώς προχωρά πάνω απ' την πολυάσχολη πόλη ζηλεύει,
που λάμπει μέσα από τα χιλιάδες της φώτα.
Διατάζει τα Αστέρια να παρουσιαστούν και να της δείξουν,
τι σημαίνει να "φωτίζεις".
Αγέρωχο το Φεγγάρι, Της χαμογελά, καθώς συνεχίζει την γνώριμη βόλτα Της.
Λίγο πιο κει, ανάμεσα σε ανθρώπους που αδιάφορα βαδίζουν
και σε εκείνους που αφήνουν την ζωή να προσπερνά,
ένα κορίτσι κάθεται στο παραθύρι της και τραγουδά:
"Όπως το σκοτάδι συνεπαίρνει τον ουρανό
έτσι και εσύ την νύχτα να σε μαγεύει, να αφήνεις.
Με κιμωλία να ζωγραφίζεις τον φόβο σου
για να μπορείς εύκολα να τον σβήνεις."
17. Ταμείο
Σε ταμείο σούπερ μάρκετ χάνω πάσες στη σειρά
πράγματα πετάνε γύρω και όλα τρέχουνε γοργά
Φόβο έχω να προλάβω για να σπάσω τα ρεκόρ
να μη χάσω τη ντομάτα, να αρπάξω το ροκφόρ!
Να κοιτάξω και τι λένε ένα γύρω οι προσφορές
σειρήνες μ' άσπρη κιμωλία, όμορφες σα ζωγραφιές!
Οι σακούλες δεν ανοίγουν κι η ταμίας με βοηθά
Ώπα! Έρχεται το τέλος! Τώρα μπλέκονται γλυκά
υγρό για πιάτα και σαπούνι γάλα και ζυμαρικά
Όχι έτσι όπως τους πρέπει, μα άτσαλα και βιαστικά
και να δεις που θα γεμίσω όλη την πόλη αρακά
Μα τι αχταρμάς μεγάλος, τι πελώρια συμφορά!
Πώς θα τα καταφέρω να μην κάνω σαματά;
Ω Ουρανοί βοηθήστε με, μη χάσω τα μυαλά
κι αρχίσω να ωρύομαι σα δράκος που ξυπνά!
Ευτυχώς βαριέται εκείνη, γρήγορα τα παρατά,
εστιάζει στο υπερπέραν κι ονειρεύεται τρελά
Μάλλον σκέφτεται παλάτια όσο αλλάζω τη σειρά
γιατί, για δες, τα μάτια κλείνει και σαφώς χαμογελά!
18. Ένας σκανδαλιάρης θεός
Ένα μαύρο σύννεφο απλώθηκε στον ουρανό και κρεμόταν σαν πολυέλαιος πάνω από την πόλη του Άργους.
Ο κόσμος έτρεξε να κλειστεί στα σπίτια του. Ο Δίας σκέφτηκαν πάλι έχει τα μπουρίνια του και θα ξεσπάσει πάνω μας.
Και πράγματι τα μαντάτα που του έφερε ο Ερμής δεν ήταν καθόλου καλά. Ο Δίας αυτή τη φορά είχε βάλει στο μάτι την Δανάη, την κόρη του βασιλιά του Άργους Ακρίσιου και ήθελε να την κάνει δική του. Όμως ο πατέρας της την είχε φυλακίσει σε ένα υπόγειο για να μην έρθει σε επαφή με κανέναν, γιατί ένας χρησμός που είχε λάβει από το μαντείο έλεγε πως θα τον σκότωνε το παιδί που θα γεννούσε η κόρη του.
Κλεισμένος τώρα στο παλάτι του ο Δίας έβραζε από τον θυμό του και πετούσε ότι αγγείο έβρισκε μπροστά του πάνω στον Ερμή, από κρατήρες μέχρι κύλικες και από κάνθαρους μέχρι αμφορείς. Ευτυχώς που ο Ερμής είχε στα πόδια του φτερά και όχι μόνο δεν του ήρθαν κατακούτελα, αλλά έσωσε τα περισσότερα από αυτά πιάνοντάς τα. Όταν μάλιστα του εκσφενδόνισε ένα λύδιον που είχε μέσα το μύρο της η Ήρα, τσακίστηκε για να το πιάσει, γιατί αν έσπαγε ποιος την άκουγε μετά και εκείνη.
Όταν τελείωσε με τα αγγεία άρχισε να ρίχνει κεραυνούς που διαπερνούσαν τα σύννεφα και έπεφταν πάνω στους ανθρώπους. Ο φόβος πια τους είχε κυριεύσει και άρχισαν να κάνουν θυσίες στην θεά Εστία για να προστατεύσει τους ίδιους και τα σπίτια τους.
«Εσύ φταις!» έλεγε στον Ερμή ο Δίας κάθε λίγο και λιγάκι, που είσαι ανάδρομος αυτές τις μέρες. Μάταια ο καημένος ο Ερμής προσπαθούσε να τον καλμάρει.
«Γιατί δεν μεταμορφώνεσαι και αυτή τη φορά Νεφεληγερέτη μου, όπως έχεις κάνει τόσες και τόσες φορές», του έλεγε ο Ερμής.
«Να μεταμορφωθώ… αλλά σε τι; Εκεί στο υπόγειο που είναι μόνο τρωκτικά μπαίνουν και εγώ κοτζάμ θεός να μεταμορφωθώ σε τρωκτικό; Ποτέ!
«Αν κυλούσες σαν νερό;» τόλμησε να πει ο Ερμής.
«Σαν νερό, δεν είναι κακή ιδέα… αυτό είναι! θα μεταμορφωθώ σε βροχή και μάλιστα σε χρυσή βροχή!»
Αυτά είπε και έτρεξε να ετοιμαστεί αφήνοντας πλέον τον Ερμή να τακτοποιεί τα πράγματα στη θέση τους πριν η Ήρα καταλάβει ότι και πάλι ο Δίας θα της τα φορέσει.
Όταν γύρισε ο Δίας μετά από ώρες ευχαριστημένος κατευθύνθηκε προς το ιδιαίτερο διαμέρισμά του εκεί όπου μόνο αυτός έμπαινε και αφού πήρε μια κιμωλία έγραψε στον πίνακα των κατακτήσεων του και το όνομα της Δανάης. Ξάπλωσε σε ένα ανάκλιντρο, έβαλε νέκταρ σε έναν κάνθαρο και το ήπιε με ευχαρίστηση.
Ο ουρανός ξαστέρωσε και πάλι.
19. Αδιαμφισβήτητα..
Κάθε αυγή ο ΟΥΡΑΝΟΣ ξημέρωνε με κέφι, έριχνε το γαλανό βλέμμα του χαμηλά στην παραμυθένια πόλη και με τον φόβο μην και ξεθωριάσουν τα χρώματα, έπαιρνε μια χρωματιστή κιμωλία και στραφτάλιζε το παλάτι επάνω στο λόφο.
Κάθε αυγή η παραμυθένια ΠΟΛΗ ξυπνούσε κάτω από τον ίδιο ουρανό, αποτίναζε κάθε φόβο από πάνω της, και καμαρώνοντας για το παλάτι της εκεί επάνω στο λόφο, με μια χρωματιστή κιμωλία ζωγράφιζε ήλιους ανέφελους.
Κάθε αυγή ο ΦΟΒΟΣ έβαζε πλώρη για τον ουρανό, με μια μαύρη κιμωλία στην τσέπη και με μοναδικό του σκοπό, να εξαπλωθεί μοχθηρά επάνω από όλη την πόλη, από τα πιο χαμηλά ανήλιαγα σοκάκια της, έως ψηλά στο παλάτι της επάνω στο λόφο.
Κάθε αυγή το ΠΑΛΑΤΙ επάνω στο λόφο, σήκωνε με αγωνία τα μάτια του προς τον ουρανό, τρέμοντας από τον φόβο, μην και είχε την διάθεση σήμερα ο ουρανός να ζωγραφίσει όλο αστραπόβροντα, με την βροχερή του κιμωλία επάνω από την παραμυθένια πόλη.
Κάθε αυγή η ΚΙΜΩΛΙΑ κοιτιόταν με φόβο στον καθρέφτη, να δει αν είχε φορέσει και πάλι σωστά το λευκό της φόρεμα, έβγαινε από νωρίς μια μεγάλη βόλτα στην πόλη, καλημέριζε τον πρωινό ουρανό κι έπαιρνε τον φιδωτό ανήφορο για να χρωματίσει και πάλι το παλάτι επάνω στον λόφο.
Κάθε αυγή ένας ουρανός, μια πόλη, ένας φόβος, ένα παλάτι και μια κιμωλία, επαναδιαπραγματεύονταν τους ρόλους τους, με την κρυφή ελπίδα να είναι και πάλι εκείνοι που θα τραβήξουν επάνω τους όλα τα βλέμματα, ως νικητές αδιαμφισβήτητοι..
20. Τα φεγγάρια του έρωτα
Στέκονται εδώ. Ολόγιομα. Να φυλάνε τις άγρυπνες νύχτες της καρδιάς, να νανουρίζουν τα "αχ" της, να ξεγελάνε την έλλειψή της, τους φόβους της, να της κάνουν παρέα. Κόβουν βόλτες στον ουρανό και χαμογελάνε μόρτικα φλερτάροντας με τ΄αστέρια, που όλο προσεύχονται για τα πάθη των ανθρώπων κοιτάζοντας την πόλη από ψηλά.
Γράφουν ποιήματα, αραδιάζουν λέξεις μαγικές, όμορφες λάγνες λέξεις - κι ας είναι παλάτια χτισμένα πάνω στην άμμο, που ο αέρας όταν έρθει θα σκορπίσει τη σκόνη τους - λέξεις που θέλουν ν΄ακουστούν χιλιόμετρα μακρυά, λέξεις... κατακτιάρικες που - μεταξύ άλλων - θέλουν να κερδίσουν την επιβεβαίωση της ανθρώπινης ύπαρξης, λέξεις πλάνες - κιμωλίες χαράς. Βρίσκουν ανοιχτά παράθυρα και απρόσκλητα τρυπώνουν μέσα, σίγουρα για τη φιλοξενία του ιδιοκτήτη που θα υποκύψει στη γοητεία τους.
Άλλοτε μελαγχολικά και άλλοτε ευτυχισμένα, μιλάνε για το ιερό παίδεμα, το γλυκό βάσανο, την αγωνία του "θέλω" που στην προσπάθειά του να εκφραστεί γίνεται έκρηξη, βομβιστική επίθεση μέσα στο σκοτάδι κι εκείνα οι μόνοι συνένοχοι στο έγκλημα. Έχουν τη γλυκιά υπομονή του φίλου που ακούει χωρίς να κουράζεται, συμβουλεύει, λέει τα δικά του και στο τέλος καταλήγει πως... "κανείς δεν μπορεί να πει περισσότερα για την αγάπη, από την αγάπη"!
Και φεύγουν. Λίγο πριν το ξημέρωμα. Μια νύχτα ακόμα. Τα φεγγάρια του έρωτα δεν κοιμούνται ποτέ.
21. Παραμύθι…
Ήταν κάποτε μια πολιτεία όμορφη σα ζωγραφιά. Ήλιος την έλουζε απ’ άκρη σ’ άκρη και η θάλασσα τη φιλούσε τρυφερά. Τα βουνά γύρω της, ύψωναν ένα τοίχο προστασίας θαρρείς, για να μην είναι ορατή από μακριά κι ένα όμορφο δάσος τη στόλιζε και της έδινε δροσιά.
Ο αέρας περνούσε ανάμεσα απ’ τα κλαδιά των δέντρων σα να τα χάιδευε και κατέληγε στην αμμουδιά με τα άσπρα βότσαλα. Τόσο άσπρα, που λαμπύριζαν κάτω από το ζεστό φως των ηλιαχτίδων σαν μικρά πολύτιμα πετράδια και το δειλινό, έδειχναν ακόμα πιο όμορφα όπως έπεφτε το χλωμό φως του φεγγαριού, λες και ήταν κιμωλίες ακουμπισμένες προσεκτικά δίπλα στο μαυροπίνακα.
Σ’ αυτή την πολιτεία παλάτια δεν υπήρχαν. Μόνο μικρά σπίτια με λογιών – λογιών λουλούδια στα παράθυρα. Όλα τα χρώματα μπορούσες να τα δεις σ’ αυτή την πόλη. Όλα! Όπως κι όλα τα χαμόγελα του κόσμου. Στις αυλές και τους δρόμους της έπαιζαν παιδιά. Πολλά παιδιά, χαρούμενα, ξένοιαστα, ευτυχισμένα. Και ζώα, αμέτρητα ζώα ζούσαν στο δάσος της.
Μια μέρα όμως ο ήλιος δε βγήκε να τη ζεστάνει. Πυκνά σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό της κι ένας αδιόρατος φόβος περιπλανιόταν σε κάθε γωνιά της. Δεν ήταν σύννεφα βροχής, ήταν αλλιώτικα αυτά. Μαύρα, άγρια, απειλητικά σα να ήθελαν να τη σκεπάσουν, να την εξαφανίσουν.
Το αεράκι το αλλοτινό, έγινε τώρα αέρας δυνατός που λυσσομανούσε σηκώνοντας πελώρια κύματα στη θάλασσα. Τα βότσαλα της αμμουδιάς χλώμιασαν. Πήραν ένα θλιμμένο χρώμα, όμοιο μ’ αυτό που απέκτησαν κι όλα της τα λουλούδια λίγο πριν μαραθούν. Τα κλαδιά των δέντρων άδειασαν από φύλλα και τα ζώα έτρεχαν τρομαγμένα να κρυφτούν όπου μπορούσαν.
Πίσω από τα παράθυρα των σπιτιών απορημένα βλέμματα παιδιών κοιτούσαν έξω. Τα χαμόγελα σβήστηκαν και στους δρόμους απέμειναν μόνο τα ξερά φύλλα να θροΐζουν λυπημένα. Παγωνιά απλώθηκε παντού κι όλα τα χρώματα με μιας έγιναν γκρίζο. Ένα απέραντο γκρίζο, που έφτανε ως τη θάλασσα και την έβαφε κι αυτή με το ίδιο χρώμα.
Θα νόμιζε κανείς πως ήταν μια καταιγίδα που έτσι όπως ξαφνικά ήρθε, έτσι ξαφνικά θα περνούσε. Όμως, δεν ήταν έτσι. Ο καιρός διάβαινε και τίποτα δεν άλλαζε.
Ώσπου, ένας παράξενος ταξιδιώτης με μακριά γενειάδα και άσπρα μαλλιά, που κρατούσε στα ροζιασμένα χέρια του ένα πελώριο μπαστούνι βρέθηκε εκεί. Αναζήτησε ανθρώπους, μα κανείς δεν κυκλοφορούσε και οι πόρτες, ήταν όλες ερμητικά κλειστές.
Κάθισε να ξαποστάσει στην έρημη πλατεία, όταν δειλά τον πλησίασε μια αλεπουδίτσα.
- Ξένε, τι ζητάς εδώ; ρώτησε
- Ανθρώπους, απάντησε εκείνος.
- Είναι όλοι κλεισμένοι στα σπίτια τους μετά το κακό που μας βρήκε, απάντησε η αλεπού
- Ξέρω…
- Ξέρεις; Πώς ξέρεις;
- Κάθε φορά, που χάνεται η συμπόνια από την καρδιά των ανθρώπων, το μαθαίνω! της είπε με νόημα
- Θες να πεις, πως οι άνθρωποι ευθύνονται για ό,τι συνέβη;
- Ακριβώς! Όσο αδιαφορούσαν για τον πόνο άλλων ανθρώπων, προστατεύοντας τη δική τους ευτυχία, έβαζαν γκρίζο στην ψυχή τους κι αυτό τελικά απλώθηκε παντού. Η αγάπη δίνει χρώμα σε όλα, μικρή μου κι αυτή προστατεύει κάθε πολύτιμο!.
22. Α+Τ=love
Χτύπησε το κουδούνι. Άντε, πάμε έξω στο προαύλιο να παίξουμε. Θα'ρθει κι η μάνα να σου περάσει ζεστό τυρόψωμο απ' τα κάγκελα. Θα φοράς μπλε ποδιά Λάουρα με λευκό πικεδένιο γιακαδάκι και στην ώρα των καλλιτεχνικών, θα σκαλίσεις μια καρδιά κι ένα βέλος να τη λογχίζει, πάνω στο θρανίο του Τάκη. Στις ράχες των βιβλίων και στα ενδότερα των τετραδίων σου, θα ζωγραφίσεις με το λευκό πάρκερ τον κωδικό πρόσβασης στον πρώτο σου έρωτα: Α+Τ=love. Στην ώρα του Ομήρου θ' ανατριχιάσεις και δεν θα ξέρεις αν είναι απ' το διαπεραστικό βλέμμα του Τάκη ή απ' τον ήχο της κιμωλίας που τρίζει στο μαυροπίνακα. Θα αντιγράψεις πολυσέλιδα κατεβατά απ' τη Δομή, εκατό δραχμές η δόση, για το χατίρι σου όμως χαλάλι η σπατάλη αυτή, να έχεις ένα εφόδιο στη ζωή σου, στο πάνω ράφι της βιβλιοθήκης, να την ξεσκονίζεις και να την αποστηθίζεις ανελλιπώς. Με την ατυχία που σε δέρνει, ο μαυροπίνακας, η ποδιά Λάουρα και η Δομή, θα αποσυρθούν άμα τη αποφοιτήσει σου. Το σφουγγάρι θα κάνει το τελευταίο του δρομολόγιο πάνω στον πίνακα, σβήνοντας οριστικά τη χρονική αντικατάσταση του «είμαι», μαζί με τα καλλιγραφικά γράμματα της ανήλικης ζωής σου. Ο σχολικός ενεστώτας, έχει γίνει ήδη συντελεσμένος αόριστος.
Χτύπησε το ξυπνητήρι. Έλα σήκω, άργησες πάλι. Είσαι ήδη κάτοχος ταυτότητας, φορολογικού μητρώου και κάρτας ανεργίας. Ανοίγεις τη σάκα σου και βρίσκεις μόνο κλειδιά, πορτοφόλι και κινητό. Η ανατριχίλα της κιμωλίας έχει φύγει δια παντός απ' τη ζωή σου, μαζί με τον Τάκη και τα αναπάντεχα μητρικά τυρόψωμα στα διαλείμματα. Στον οικοδομικό ωκεανό της πόλης, σου αντιστοιχεί το γονεϊκό δυάρι στο Κουκάκι, με τη μυρωδιά του τυρόψωμου να έχει ποτίσει τις μελαμίνες της κουζίνας κι ένα μικρό μπαλκονάκι με ξεφτισμένες τέντες και κόκκινα γεράνια. Θα τα ξεδιψάς με το ίδιο τσίγκινο ποτιστήρι που πότιζε ο πατέρας και θα είσαι σίγουρη πως κάθεται ακόμα στην αγαπημένη του φερ-φορζέ, φύλακας άγγελος στα δύσκολα που θα'ρθουν. Στο ελάχιστο μερτικό ουρανού που θα σου αντιστοιχεί, θα βλέπεις το ίδιο φεγγάρι με τον σύγχρονο Τάκη των εφηβικών σου χρόνων. Μεσοτοιχία οι ζωές σας. «Δυο μισοφέγγαρα φτιάχνουν ένα ολόκληρο», θα σου ψιθυρίσει ένα αυγουστιάτικο βράδυ. Θα ενώσετε τα γεράνια και τους φόβους σας και θα στήσετε ένα παλάτι με φτηνά έπιπλα και τεντζερικά, αλλά έντιμα βλέμματα αφοσίωσης και αγάπης.
Στον εξακολουθητικό μέλλοντα της ζωής σου, θα συχνάζεις όλο και πιο συχνά στη σχολική αίθουσα, θα προσπαθείς να ανακαλέσεις τον ήχο της κιμωλίας, τη μυρωδιά των φαγητών και τις στοίβες με τις Μανίνες και τις σούπερ Κατερίνες. Θα ενθουσιαστείς όταν ανακαλύψεις δύο ξεθωριασμένους τόμους της Δομής στο παλιατζίδικο και θα τους ξεφυλλίσεις με αγωνία μήπως κι έχουν ακόμα χαραγμένα τα αρχικά Α+Τ=love στις μέσα σελίδες τους. Θα ξαναγράψεις στο πιο ψηλό σημείο του μαυροπίνακα με καλλιγραφικά γράμματα, τη χρονική αντικατάσταση του «είμαι».
«Είμαι - ήμουν - θα είμαι».
«Μάνα - κόρη - σύντροφος και φύλακας άγγελος».
Ένα παιδικό χεράκι θα σε τραβάει να πάτε έξω για παιχνίδι. Θα της μάθεις να ποτίζει τα γεράνια και να εμπιστεύεται τα αυγουστιάτικα φεγγάρια.