Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

19ο Παίζοντας με τις λέξεις (Συμμετοχές 6 - 14)


6. Πειρατείες

     Σκέψεις-καράβια που βουλιάζουν σε θάλασσες-μάτια, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσουν τα μυστικά τους και να βγάλουν στην επιφάνεια την ιστορία τους.
     Όνειρα-επιβάτες που "ταξιδεύουν" σε νησιά της εμπειρίας, προσπαθώντας να εξερευνήσουν τον κόσμο.
     Μεθυσμένα λόγια-ναύτες στα πέλαγα της ηδονής, που αλαφιασμένοι τρέχουν σε αμπάρια προσπαθώντας να μοιραστούν το φορτίο μεταξύ τους, γιατί δεν ξέρουν αν θα υπάρξει επόμενο ταξίδι.
     Αγάπες-δελτία θυέλλης που ο καπετάνιος δεν τους έδωσε τη σημασία που έπρεπε και ξεκίνησε, προσπαθώντας να αποδείξει πως αυτός, έχοντας την εξουσία, είναι καλύτερος από τους άλλους.
     Χειρονομίες-πυξίδες που σου καθόρισαν τον Βορρά ή τον Νότο κι εσύ τις έσπασες, γυρεύοντας να επιβεβαιώσεις ότι το ένστικτο -και μόνο αυτό!- είναι η καλύτερη πυξίδα της ζωής.
     Χαμόγελα-αστέρια που έπεσαν χάρισμα ένα βράδυ στη γη στάχτη, την ώρα όπου, εκεί στην κουπαστή, έπιανες χρυσό κι ευχή έκανες για ό,τι αγαπούσες.
     Αγάπες-φεγγάρια άφεση της πλάσης στην Κόλαση που απέτυχε ν΄αναστηθεί σ΄έναν Παράδεισο κι εσύ μονολογώντας σαν τον τρελό που στους ανθρώπους πίστεψες.
     Βράχια-μαχαίρια που τα μουσκεμένα φιλιά τα ξελόγιασαν, για να συντριβούν πάνω τους ζωές στον βυθό της αγριεμένης θάλασσας.
     Καρδιές-άγκυρες που δεν προλάβαιναν να τις "ρίξουν" και τις ανέβαζαν ξανά, για να ξεκινήσει άλλο ταξίδι.
     Κορμιά-πειρατές που σε ξάφνιαζαν όταν έρχονταν αδίστακτα με τις επιδρομές τους και δεν νοιάστηκαν αν γιγαντώθηκαν σε στάλες που κύλησαν πληγώνοντας το βλέμμα, για να μη σου αφήσουν τίποτα, παρά μόνο τη γεύση της πειρατείας...





7. Ξύλα για το τζάκι

Άφεση ζήτησε ο Μηνάς απ' τον παππά 
για όσα έκανε με την κυρά Τασία, 
του γείτονα το έτερο μισό
και του σπιτιού του η εξουσία.
Κορμάρα γεννημένη για ιππασία 
που το θελε βαρβάτο και καυτό.

Μια νύχτα την βοήθησε,
ξύλα να μαζέψει για το τζάκι, 
έλειπε ο γείτονας στην πέρα πόλη τη μεγάλη.
Τα ήθελε και το δικό της το μαγκάλι...
Έτσι ετρύπωσε ο νιός να βάλει ένα χεράκι
(πάντα μιλάμε για το τζάκι...) 

Είχε το χάρισμα στα λόγια ο Μηνάς
και μπράτσα έλα δες.
Του πρόσφερε καφέ και λουκουμάκι,
σε λίγο όμως έτριζε ο σωμιές... ,
Στάλα δεν ήπιε ο νιος απ τον καφέ,  
τσάμπα η στάχτη απ' τα καυσόξυλα στο τζάκι...





8. Από γεννησιμιού απατεώνας.

Κάποτε είχε όση εξουσία θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος. Τσαρλατάνος ήταν βέβαια και αυτός πρώτα πρώτα το αναγνώριζε για τον εαυτό του. Καθημερινά μιλούσε στον κόσμο, εκατοντάδες μαζεύονταν να τον ακούσουν. Θεό τον είχαν! Ότι έλεγε ήταν σοφό, ακόμα και την πιο χοντροκομμένη ιστορία, μπορούσε να τους την πλασάρει με τέτοιο τρόπο, που αυτοί θα ρίχνονταν στη φωτιά για να την επαληθεύσουν. Δεν φτάνει που τους είχε νερουλιάσει το μυαλό με τις αηδίες του, αυτοί επιπλέον πλήρωναν για να πάνε να τον ακούσουν... Μα τέτοια προθυμία να τον στηρίξουν οικονομικά, πού να το φανταστείς; Στο σπίτι τους είχαν το ρεύμα απλήρωτο, χρωστούσαν στον μπακάλη και το φούρναρη, αλλά αγόγγυστα για εκείνον πάντα είχαν τα πέντε ευρώ.

Έτσι είναι ο κόσμος! Ψάχνει για σωτήρες. Της ψυχής και της τσέπης. Κι αυτός το γνώριζε. Είχε αυτό το χάρισμα από μικρός. Οσμιζόταν τα θύματα και την απατεωνιά την είχε πάντα έτοιμη. Στο Δημοτικό πάντα τα χαρτάκια με τα ινδάλματα της εποχής κατέληγαν στα χέρια του. Στο Γυμνάσιο τους μεταπουλούσε δίσκους, τάχατες συλλεκτικούς, μα αυτός τους είχε πάρει κοψοχρονιάς απ΄ το Μοναστηράκι. Στο στρατό έμπασε κι έναν φίλο του στο κόλπο κατακλέβοντας την αποθήκη ιματισμού. Στη μετέπειτα “καριέρα” του την μία επιχείρηση άνοιγε την άλλη έκλεινε και πάντα άφηνε στην αγορά τις ακάλυπτες επιταγές του, πάντα στο όνομα κάποιου άλλου.

Κάπου στα χρόνια αυτά βρήκε και τη γυναίκα του. Στην αρχή νόμισε ότι την ξεγέλασε ρίχνοντας της στάχτη στα μάτια, παρουσιαζόμενος ως ένα από τα μεγάλα επιχειρηματικά κεφάλαια της περιοχής του, μα αυτή αποδείχθηκε πιο καπάτσα. Γρήγορα του φανερώθηκε, δεν ήταν κανένα άβγαλτο κοριτσάκι, στην αγορά ήταν και αυτή από χρόνια, τα κόλπα μια χαρά τα ήξερε. Τις δουλειές τις έκαναν πια μαζί.

Μέχρι που αποφάσισαν ότι είχε φτάσει η ώρα για το μεγάλο κόλπο. Και δούλεψε. Τώρα πια τον γνώριζε όλη η Ελλάδα, στο όνομα του έπιναν νερό χιλιάδες συμπατριώτες μας. Όσο μεγαλύτερα παραμύθια τους έλεγε, όσο τους διέλυε την κοινή λογική, όση διέθεταν τελοσπάντων, τόσο και τον λάτρευαν.

Μέχρι, που έπεσε στα χέρια της Αννούλας. Δεν ήταν δύσκολο να του πουλήσει έρωτα και αυτός να το χάψει. Μα η κρυφή θαυμάστρια του, η ερωτοχτυπημένη, πονεμένη Αννούλα, στην οποία φανέρωσε όλα του τα μυστικά, ήταν της ασφάλειας. Τι έγινε, πότε και με ποιον τρόπο τον μάζεψαν, δεν ξέρω λεπτομέρειες.



Πήγα, τον βρήκα πίσω από τα κάγκελα. Κόρη του είμαι! Εδώ και χρόνια από μακριά τους παρακολουθούσα, δεν είχα πάρε δώσε μαζί τους. Ιδίως με τη μάνα μου. Νωρίς ξεχώρισα τη δική μου απ΄ τη δική τους ζωή. Τώρα όμως ήθελα να του μιλήσω, να τον δω, περισσότερο από περιέργεια αν του είχε μείνει μια στάλα αξιοπρέπειας, κάτι που να μου δείχνει ότι είχε κατανοήσει ότι τη ζωή του την είχε κτίσει στραβά από την αρχή. Δεν είμαι παπάς να του δώσω άφεση αμαρτιών, αλλά ένα συγχωροχάρτι ήμουν διατεθειμένη να του παραχωρήσω. Τσάμπα ξόδεψα την ώρα μου!



9. Σωπαίνουν όλα…

Μια φούχτα ήλιου, έπεσε από τις πλαγιές
σκορπίζοντας χρυσάφι στον ορίζοντα

Σωπαίνουν όλα μπρος την ομορφιά!

Μόνο ο αγέρας λυσσομανά απειλητικά…
Πώς γίνεται κόλαση ο παράδεισος…
Πώς τρυπώνει τόση θλίψη στην ξέφρενη χαρά…

Σωπαίνουν όλα μπρος τον όλεθρο!
Στάχτη σκεπάζει κάθε βήμα
απόγνωση ζωγραφίζεται σε κάθε βλέμμα
ένα σμάρι πουλιών κλαδί χλωρό αναζητά, μάταια…

Σωπαίνουν όλα μπροστά στον πόνο!
μόνο ένα βουβό κλάμα σαν ψίθυρος πλανιέται στ’ αποκαΐδια
Μια στάλα ελπίδας στα συντρίμμια αναζητά
γυρεύοντας αλλοτινές χαρές, που χάθηκαν στη λάβα…

Σωπαίνουν όλα μπρος το θάνατο!
Μόνο ένα τεράστιο «γιατί» κοιτά με παράπονο την εξουσία,
που με θράσος άφεση ζητά!
Δεν έχω το χάρισμα να συγχωρήσω!
Δεν έχω το δικαίωμα να ξεχάσω!
Το πήραν μαζί τους οι νεκροί, που γέννησε η λαίλαπα…
κι έμεινα εκεί, να μετρώ πληγές και λάθη
έμεινα εκεί, ανάμεσα στον ατέλειωτο πόνο, να προσπαθώ να ρίξω βάλσαμο…

Έμεινα εκεί, στον καμένο παράδεισο, να προσπαθώ να ζήσω…





10.  Τελευταία επιθυμία

Σιχαίνομαι τους μελοδραματισμούς. Θα σου περιγράψω την ωμή αλήθεια μου. Είμαι άρρωστος. Τα πνευμόνια μου δεν έχουν χρόνο ζωής και οι ανάσες κοπιάζουν να γυρίσουν. Ανά πάσα στιγμή δεν θα ξαναγυρίσουν.
 Έξω βρέχει. Μέσα κρύο. Ιδανικό σκηνικό για κατάθεση ψυχής. Μια στάλα τύχη μου ρίξανε οι Μοίρες, οι παλιόγριες, και έχω στριγγλιάσει.
 Με χωλαίνει η διαπίστωση πως δεν διαθέτω το χάρισμα. Να εμπνεύσω! Αδιάφορη η ζωή μου, καρκινοβατεί. Να φανταστείς, ούτε τον γάτο που περιμάζεψα, δεν έχω σταθεί ικανός να τον κάνω να μ'αγαπήσει. Φύσει ανεξάρτητα πλάσματα θα αντιτείνεις τρυφερά. Κι εγώ που λυσσάω ν'αγαπηθώ είμαι εξαρτημένος;
 Θαρρώ πως στο σημείο αυτό θα δακρύσεις. Μην αισθανθείς ενοχή. Ο Έρωτας είναι Εξουσία. Επιβάλλει την θέλησή του ή μάλλον επιβάλλεις τη θέλησή σου παρά τη θέλησή μου. Απόλυτος Άρχοντας. Όχι εκείνο το ξεβράκωτο μωρό, με το οποίο μας παραμυθιάζουν από μωρά.
 Όταν πεθάνω, δεν θέλω να ταφώ. Βορά σε τετρακέφαλα σκουλήκια μην επιτρέψεις να γίνω. Να καώ θέλω. Στάχτη κι αγέρας σε ξέφρενο χορό πλέον να'μαι. Καπνός να μπουκώνει τα μεγάλα στόματα των θρησκόληπτων δικαστών μου.

 Και στις αμφιλεγόμενες αμαρτίες άφεση θα δοθεί από απόκοσμο γέλιο.




11. Τα μπουμπουκάκια

-Καλημέρα λουλουδάκια μου, καλημέρα τριανταφυλλιές μου!!!!
Είχε δίκιο τελικά η κυρά Χαρίκλεια για τη στάχτη.
Την άπλωσα στο χώμα γύρω από τον κορμό σας και μια στάλα νερό για να περάσουν τα στοιχεία της στις ρίζες σας και κοιτάξτε τι όμορφα μπουμπούκια βγάλατε!

-Καλημέρα κυρία Μερόπη μου, καλώς τα δέχτηκες.  Έμαθα πως γύρισε ο γιος σου με το πτυχίο του, επιστήμονας πια!!!!!!
-Καλημέρα και σε σένα κυρία Ζωή μου, ευχαριστώ πολύ!
(Πότε κιόλας το έμαθε κι από πού; Εχθές τα μεσάνυχτα γύρισε το παλικάρι μου..)
-Καλή σταδιοδρομία τώρα και μια καλή νύφη. Έχει πολλά και καλά κορίτσια ο τόπος μας κι αν χρειαστείτε τη βοήθεια μου, πολύ ευχαρίστως .
-Ας βρει δουλειά πρώτα κυρά Ζωή μου και βλέπουμε μετά για τη νύφη.
(Ακούς εκεί να χρειαστούμε τη βοήθεια της.  Κι εμείς τι κάνουμε δηλαδή; Δεν ξέρει η μανούλα ποια νύφη ταιριάζει στο γιο της και ξέρει η προξενήτρα; Σιγά να μη σου παραδώσω την εξουσία μανδάμ!!)
-Πάω τώρα μέσα γιατί νομίζω ξύπνησε και με φωνάζει και τα λέμε άλλη ώρα.

-Με ποια μιλάς βρε μάνα πρωί πρωί και μου πήρατε τα αυτιά;
-Έμαθαν οι γείτονες ότι ήρθες παλικάρι μου και σου στέλνουν τα συγχαρητήρια για το πτυχίο σου .
-Να είναι καλά οι άνθρωποι. Να πιω τον καφέ μου και να φύγω γιατί με περιμένει ο πατέρας στο χωράφι να τον βοηθήσω στο φόρτωμα. Μέχρι να βρω δουλειά θα πηγαίνω κάθε μέρα μαζί του να τον ξεκουράσω λίγο.
-Να πας γιε μου , να πας . Πολύ θα το χαρεί. Κι εγώ έχω μια δουλειά να κάνω στην πόλη και μετά θα σου ετοιμάσω το αγαπημένο σου φαγητό!!

Όλο χαρά η κυρία Μερόπη, ντύθηκε στολίστηκε κι ετοιμάστηκε για την ιδιαίτερη αποστολή που έβαλε στο μυαλό της.
Με φούρια άρπαξε την τσάντα της και το βάζο με το γλυκό πορτοκάλι και κατέβηκε με βιασύνη στον κήπο!
-Ήρθε η ώρα να αποχωριστώ ένα από εσάς μπουμπουκάκια μου, αλλά θα είναι για καλό σκοπό.
Δεν πειράζει που θα μείνετε 4, γρήγορα θα ανοίξουν κι άλλα.
Καλέ, που είναι το πέμπτο; Τώρα τα μέτρησα.
Φεύγω τώρα και μετά θα ανακαλύψω τον ένοχο της κλοπής.

-Ποιος καλός άνεμος σας φέρνει στο ιατρείο  μου κυρία Μερόπη;
-Ήρθα για κείνες τις εξετάσεις που λέγαμε  Αννούλα μου και με την ευκαιρία σου έφερα  λίγο από το καινούργιο μου γλυκό κι ένα λουλουδάκι από τον κήπο μας.
-Αμέσως να σας τις γράψω, είπε η Αννούλα κι άφησε από τα χέρια της ένα τριανταφυλλένιο μπουμπούκι.
-Ποιες εξετάσεις καλέ; Εγώ τώρα έγινα περδίκι , δεν με πονάει τίποτα!
Φεύγω φεύγω, έχω δουλειές με φούντες, άλλη φορά οι εξετάσεις!!!
Έκπληκτη η Αννούλα, κοίταζε μια τα δυο μπουμπούκια και μια την πόρτα από όπου βγήκε τρέχοντας η κυρία Μερόπη.

-Σου δίνω άφεση κύριε κλέφτη, χαλάλι της τα δυο μπουμπουκάκια, μουρμούριζε, καθώς έπαιρνε τον δρόμο του γυρισμού πετώντας!!
Αλλά να μη καταλάβω κάτι. Κι ύστερα σου λένε ότι οι μανούλες έχουν το χάρισμα της διαίσθησης!!!!

Μας έβαλαν τα γυαλιά μανούλα και προξενήτρα!!!!




12. ΟΣΟ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΑΓΚΑΛΙΑΖΕΙ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ

Μια στάλα πέφτει στο πρόσωπο μου και πριν προλάβω να υψώσω το βλέμμα μου στον ουρανό ξεσπάει μπόρα. Στέκω μεσ’ τη βροχή απολαμβάνοντας τη διαδρομή κάθε ψιχάλας να μαστιγώνει το δέρμα μου. Άλλος στη θέση μου δεν θα ήταν εδώ. Θα έτρεχε να σωθεί από τον ερχομό αυτής της καταιγίδας. Αυτή η δυνατή βροχή όμως σκεπάζει απόψε τον ψίθυρο μου τόσο γλυκά και ας κρύβει μέσα της μια κτηνώδη οργή έτοιμη να με κατασπαράξει σαν αγρίμι που παραμόνευε ώρα το θήραμα του. Αυτός ο ψίθυρος είναι ότι μου έχει απομείνει. Ο ίδιος ψίθυρος εδώ και χρόνια βγαίνει αργά από τα τρεμάμενα χείλη μου.

Κάθε βράδυ, κάπου στο τέλος της μέρας. Εκεί, όπου το λιγοστό φως κόβει σεργιάνι στα πιο σκοτεινά σημεία της ψυχής παίρνει το δρόμο η αναζήτηση για τη λύτρωση. Τα γόνατα μου έχουν ματώσει πια γιατί κάθε φορά που τα ακουμπώ στο χώμα εκείνα επιζητούν την άφεση αμαρτιών. «Θεέ μου… Πως γίνεται η μέρα ετούτη να τελειώνει και έπειτα σε λίγο να ανατέλλει ο ήλιος μέσα σε τούτες τις μπόρες υπέρλαμπρος; Από πού αντλεί τη δύναμη του; Που κρύβεις τα μυστικά του;»


Υπάρχει η ελπίδα που κοντοστέκει μπροστά από την καταιγίδα. Μόνο αυτή είναι αισιόδοξη μέσα στις κακουχίες της ζωής. Μόνο εκείνη ξέρει να σταθεί στα δυο της πόδια. Εκεί, όπου ο μικρόκοσμος μου αφουγκράζεται διαφορετικά τη σιωπή. Εκεί, όπου από τα έργα της μπορεί να σφίγγει μόνο στάχτη στα δυο της χέρια. Αυτή κρατώ και εγώ συντροφιά γιατί με έμαθε να σκύβω ταπεινά το κεφάλι μου στην εξουσία. Έδωσε φτερά στους ώμους μου για να γευτώ το χάρισμα, να μπορώ να διακρίνω τα μικρά καθημερινά θαύματα, που όλοι οι υπόλοιποι προσπερνούν. Να μπορώ να αντέχω το δηλητήριο που ποτίζουν τα λόγια και οι πράξεις με φαρμάκι την καρδιά μου λίγο λίγο καθημερινά. Εκείνη είναι το αντίδοτο στη μοναξιά και εκείνη με κάνει τούτη την ώρα ένα μικρό Θεό ψελλίζοντας μια προσευχή. Το μόνο δρόμο τελικά που αγαπώ όσο κανένα.





13.  Η κόλαση είναι εδώ

Ήταν μόνη, όπως κάθε μέρα. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι ανάμεσα σε άλλους  ασθενείς, ένοιωθε μόνη όσο ποτέ. Οι εξετάσεις επιβεβαίωσαν όσα οι γιατροί υποψιάζονταν. Στα 45 της  τελείωνε η ζωή της  άσχημα!  Μα δεν την ένοιαζε...
Την πονούσε μόνο  που θα έφευγε και δεν  ένιωσε ποτέ το χάδι του. Που δεν  θα τον έβλεπε ξανά. Μάτωνε  η αγκαλιά της από την απουσία του. Μόνο δυο φορές  τον είχε δει από μακριά και μετά έχασε τα ίχνη του.
Τι να ξέρει το παιδί της για εκείνη; Τι να του έχουν πει;  
 Έκανε λάθος,  το  ήξερε, μα δεν άντεχε...16 ετών ήταν όταν ο πατέρας της  την πάντρεψε  με έναν κατά 18 χρόνια μεγαλύτερο.
Και έσκυψε το κεφάλι. Φοβόταν; Ναι φοβόταν τον άντρα της που ασκούσε την εξουσία του επάνω της. Φοβόταν  γιατί δεν είχε γωνιά να κρυφθεί. φοβόταν γιατί δεν είχε μια αγκαλιά να παρηγορηθεί.
Όταν γέννησε  το γιο της, ο φόβος της μεγάλωσε.  Κι αν ήταν βίαιος και στο παιδί;
Το χειρότερο  όλων ήταν που έφερε τη μητέρα του να ζήσει μαζί τους. Για να μεγαλώσει το παιδί η γιαγιά, μια και  η μάνα  ήταν τόσο νέα .
Το χαστούκι  συμμόρφωσης ήταν πλέον καθημερινό τρατάρισμα και από τους δυο. Και τι έκανε; Απλά έτρεχε να πάρει το παιδί της αγκαλιά όταν έκλαιγε...Μα ποιον ρώτησε και τόλμησε; Απλά τάιζε το μωρό της με τραγούδια και γελάκια. Πώς είναι δυνατόν να γίνει  άντρας έτσι; Απλά το αγαπούσε υπερβολικά...Μα τι ζητούσε; Να τον κάνει μαλθακό;
Μέχρι που μια μέρα που το αίμα κραύγαζε  μέσα από το διάφανο δέρμα που είχε χτυπηθεί, αποφάσισε να φύγει. Να πάρει το παιδί και να εξαφανιστεί μακριά από το χωριό και τον άντρα της. Της δόθηκε η ευκαιρία.  Μα κάποιοι συγχωριανοί της, δεν το κράτησαν κρυφό. Και ο άντρας της  την πρόλαβε την ώρα που επιβιβαζόταν στο λεωφορείο. Την χτύπησε γερά μπροστά σε όλους. Μα κανείς δεν τη βοήθησε. Της πήρε το παιδί και την έδιωξε ''Αν σε ξαναδώ θα σε σκοτώσω'' της είπε.  Έτσι ωμά, έτσι απλά!  
 Πέρασαν τα χρόνια δουλεύοντας ως λαντζέρισσα. Με τα δάκρυα της ξέπλενε τον πόνο της και ονειρευόταν. Στάλα στάλα στέγνωνε κάθε ελπίδα μέσα της. Γιατί τα  όνειρα έγιναν στάχτη στο καμίνι του χρόνου.
 Και τώρα μόνη   αποχαιρετά τη ζωή   χωρίς να τη νοιάζει. ''Χάρισμα σου η ζωή Θεέ μου'', μονολογούσε.'' Στην κόλαση ήδη έζησα'' 
Και οι μέρες περνούσαν ίδιες με τις νύχτες. Και φως από πουθενά.
Ως ότου ήλθε το τέλος. Το ένιωθε.
Και η χάρη η Θεϊκή έγινε και τον είδε. Ήταν κοντά της. Παλικάρι  όμορφο στα 28  του χρόνια.
Της κρατούσε το χέρι. Της χαμογελούσε. Δεν τον άκουγε καλά...αχ η αρρώστια!  ''Παιδί μου'' του φώναξε, ''σπλάχνο μου εσύ, σ'ευχαριστώ που ήλθες. Άφεση ζητώ γιατί σε άφησα μάτια μου. Συγχώρα με...'' και ταξίδεψε γαληνεμένη, εκεί που  δεν μπορούσε να την πονέσει  κανείς!

 ''Τα φάρμακα προκαλούν παραισθήσεις'' είπε ο γιατρός στη νοσοκόμα.  ''Τελείωσε''!





14. “Αυλαία”

“Ηρώ, άσε να σου εξηγήσω...”, προσπάθησε να την ηρεμήσει.

“Να εξηγήσεις τι Αλέξανδρε ; νομίζεις ότι έχεις μόνιμα το χάρισμα να κρύβεσαι ;”

“Είναι καιρός που εμείς οι δύο έχουμε τελειώσει...”

Σηκώθηκε οργισμένη μπροστά στον καθρέφτη.

“Έχεις την εξουσία να ορίζεις τις καρδιές όλων όπως θες ;”

“Γιατί δεν θες να το παραδεχτείς ;

“Να παραδεχτώ τι ; το ότι εσύ ο πρίμος Τενόρος της όπερας, ο υπέρτατος γόης της σκηνής έχεις άφεση από κάθε ανομία ; ότι μπορείς να παίζεις με τις καρδιές όλων ;”

“Μην γίνεσαι υστερική !”

“Ω… υστερική λοιπόν ! Χρόνια δίπλα σου. Σου έδωσα τα πάντα, τη ζωή μου, την ψυχή μου, το κορμί μου, για να εισπράξω τι ; μια προδοσία ;”

Βημάτισε νευρικά μπροστά της. Στο καμαρίνι του θεάτρου η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη ένταση.

“Ηρώ, δεν είμαστε παιδιά...”

“Το είχα καταλάβει. Έβλεπα πως σε κοίταζε από το θεωρείο. Τα πήγαινε-έλα στο καμαρίνι σου. Μάθαινα ! Η Ερμούπολη είναι μικρή. Όμως πίστευα ότι θα ακούσω μια εξήγηση από τα χείλη σου….” τον πλησίασε, άπλωσε τα χέρια της. Το όμορφο πρόσωπό της φόρεσε μια μάσκα πίκρας.

“Σκέψου τι κάνεις Αλέξανδρε πριν γίνουν όλα στάχτη...”

Κατέβασε τα χέρια της από πάνω του ενοχλημένος.

“Σταμάτα, δεν ωφελεί. Με την Βαλεντίνη μετά την παράσταση ανακοινώνουμε τους αρραβώνες μας. Είσαι η πρώτη που το μαθαίνει”

Ένιωσε τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια της.

“Φύγε !!!” ακούστηκε το πρόσταγμά της, κραυγή σε όλο το θέατρο.

Έμεινε μόνη. Στα μάτια της πέρναγαν όλες οι δικές τους στιγμές. Η γνωριμία στη σχολή, ο έρωτας στο θέατρο, η λατρεία στην Όπερα. Κάποια δάκρυά της έγιναν στάλες στο πρόσωπό της.

“Αν δεν σε έχω εγώ, δεν θα σε έχει καμία Αλέξανδρε”

………………………………………

“Τριστάνος και Ιζόλδη”.

Σάββατο 25 Φλεβάρη 1903.

Το μεγάλο μουσικό δράμα του Βάγκνερ. Λαμπερή πρεμιέρα στο ανακαινισμένο Θέατρο “Απόλλων”. Πριν επτά χρόνια, το 1896, είχε ανακαινιστει και ήταν το καμάρι της καλλιτεχνικής ζωής.

Ηρώ Φέρρη στο ρόλο της Ιζόλδης.

Αλέξανδρος Γιαβάσης στο ρόλο του Τριστάνου.


Όλα ήταν έτοιμα. Το πλήθος ασφυκτιούσε παντού. Η Βαλεντίνη, πανέμορφη ξεχώριζε στο πρώτο θεωρείο, επιφανής κόρη των Βάνδιων στο νησί.


Η Παράσταση ξεκίνησε. Το δράμα εξελίσσονταν. Η Ηρώ ως Ιζόλδη ήταν υπέροχη όπως και ο Αλέξανδρος. Το πλήθος εκστασιασμένο. Το δράμα κορυφώνεται. Η ουράνια μουσική του Βάγκνερ καθηλώνει. Οι άριες των πρωταγωνιστών συγκλονίζουν.

Στο τέλος της τρίτης πράξης ο Τριστάνος πεθαίνει. Ο Βασιλιάς Μάρκος τον θρηνεί. Η Ιζόλδη δεν ξέρει. Το δράμα στην κορύφωσή του.

Η Βαλεντίνη πετά ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στη σκηνή, στα πόδια του Αλέξανδρου. Το βλέμμα τους φωτιά. Για την Ηρώ μαχαίρι στην καρδιά της. Τους βλέπει, το συνειδητοποιεί. Δεν υπάρχει επιστροφή.


Η Ιζόλδη βλέπει τον Τριστάνο νεκρό. Στα μάτια της δάκρυα και απόγνωση. Αργά για να προλάβει. Ξεψυχά και η ίδια στην αγκαλιά του νεκρού αγαπημένου της ενώ με τα λόγια της, υμνεί την αιώνια αφοσίωση.




Η Αυλαία πέφτει. Το πλήθος παραληρεί. Ο Φροντιστής τρέχει να τους συγχαρεί ακόμα ξαπλωμένους. Οι κόκκινες πληγές στο λαιμό τους. Το δαχτυλίδι της Ηρώς με το υδροκυάνιο. Νεκρική αγκαλιά και για τους δυο τους.





Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 15-23 πατήστε εδώ!

Για τις συμμετοχές 1-5 και για να βαθμολογήσετε πατήστε εδώ!

Δεν υπάρχουν σχόλια: