6. Το ρόδι (1960)
Η μικρή Δανάη είδε τη δασκάλα της στο μπαλκόνι.
Πότιζε τα ανθισμένα ζουμπούλια.
Σταμάτησε και την κοίταξε.
Ήταν πιο όμορφη απ’ ό,τι στο σχολείο.
Τα λυτά ξανθιά μαλλιά της ανέμιζαν.
Ήθελε να της μιλήσει, όμως δείλιαζε.
Ξάφνου ένας γυρολόγος φάνηκε στο στενό.
Πωλούσε ρόδια και κρασί.
Η δασκάλα κατέβηκε στην εξώπορτα.
Να αγοράσει ένα ρόδι για την καινούρια χρονιά.
Να φέρει καλοτυχία και να πάρει μακριά τις πίκρες.
Όμως να, στην πόρτα βρήκε μια επιστολή.
Την άνοιξε γεμάτη αγωνία.
Η Δανάη είδε τα μάτια της δασκάλας.
Έλαμπαν.
Ο καλός της επέστρεφε απ’ τα ξένα.
Ένας νέος χρόνος είχε μόλις αρχίσει.
7. Αγαπητή Μαρία..
Μαρία καλημέρα. Χαιρετίζω κατ’ αρχήν το καινούργιο συμπόσιο και εύχομαι επιτυχία. Αποφάσισα να σου στείλω επιστολή και να αφήσω κάποιες σκέψεις μου που πιθανόν να προβληματίσουν.
Μαρία, διαβάζω κατά κόρον μετά από κάποιο συμπόσιο ..«όλοι νικητές» και αναρωτιέμαι εγώ γιατί δεν νιώθω έτσι. Και λέω στον εαυτό μου «..δεν κέρδισες άρα έχασες.». «δεν κέρδισες άρα δεν έγραψες καλά..» «δεν κέρδισες άρα είσαι ανίκανος..» Και αυτό γίνεται όλα τα χρόνια.. Μου έχει δημιουργηθεί μια εικόνα του εαυτού μου αρνητική που με τσακίζει...
Άσε, στης φίλης της Αριστέας εκεί τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα.. Εκεί πρέπει να το παίζω και ταλέντο του ποιητικού λόγου.. Παίρνω καμιά εικοσιπενταριά σκόρπιες λέξεις από δω και από κει τις μοιράζω σε αράδες και βάζω τις φίλες μου να τις βλέπουν και να με καμαρώνουν πριν τις δημοσιοποιήσω. Κερνάω και κανένα σουβλάκι και με αναβιβάζουν σε ταλεντάρα..
Τελευταία η Αριστέα το αντιλήφθηκε και μάλιστα στην αρχή μου έκανε επισήμανση με αρκετό τακτ ότι «μόνο από κανέναν περιθωριακό θα πάρεις ψήφο». Και μου συνέστησε «γράψε για την αγάπη, τη φτώχεια και την Βασιλεία των Ουρανών..». Είδε όμως ότι συνέχιζα στο γνωστό μου μοτίβο και μου έστειλε γραπτή προειδοποίηση ότι αν δεν βελτιωθώ θα βγει κόκκινη κάρτα!
Στο σπίτι όπως αντιλαμβάνεσαι δεν το αναφέρω καν για να μην διασαλευτεί η οικογενειακή γαλήνη. Τελευταία όταν θέλω να γράψω κάτι βγαίνω στο μπαλκόνι. Κλεφτές ματιές ρίχνω ακόμα και στην αυλή μας γιατί εκεί υπάρχει και ένα αντίσκηνο και το καλοβλέπω για τις κρύες ημέρες του χειμώνα...
Αλήθεια πως πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τη νίκη και την ήττα.. Ακόμα και τα λεξικά γράφουν ήττα σημαίνει αποτυχία.. Και Ήττων σημαίνει υποδεέστερος, ασθενέστερος.. Αν ήμουν σχολείο και η δασκάλα μου είχε γεμίσει με κοκκινάδια την κόλα μου τι θα έλεγα στον πατέρα μου.. «Όλοι νικητές..». Θα σκεφτόταν ο άνθρωπος ότι κάτι έπαθε το παιδί του.. Καλά το τελευταίο αν μου συνέβαινε τότε ίσως να μου δημιουργούσε και περαιτέρω ψυχολογικά προβλήματα ενώ εδώ στα συμπόσια αυτό δεν ισχύει γιατί δεν βγαίνει και το φωτογραφικό μας προφίλ σε κοινή θέα.. Δηλαδή, ευτυχώς που το συμπόσιο δεν είναι εκπομπή του Σκάι όπου η κ. Νταϊάνα δακτυλοδεικτούμενο σε ξεπετάει με ένα «ιδού ένας ακόμη αποτυχημένος..» !
Μαρία το κυριότερο είναι ότι έχω εντοπίσει την αιτία του κακού.. Μέσα από την γαλήνη του τοπίου της ήττας βλέπω πιο καθαρά από ποτέ ότι η αιτία είναι οι εκλεκτές φίλες Ελένη και Κανελλάκη που βρίσκονται σε ένα διαρκή δημιουργικό παροξυσμό... Φυσικό είναι να εναλλάσσονται στην κορυφή και μάλιστα με ροτέισιον που θα το ζήλευε ακόμα και ο Σφαιρόπουλος.. Το λέω μετά λόγου γνώσεως αλλά και έτοιμος να αντιμετωπίσω την σφοδρή αντίδραση της οικογένειας..
«να έχεις τη λεβεντιά και να λες έκανα λάθος , να λες είναι καλύτερες και όχι ότι αυτές φταίνε..».
Όσο και να θέλω να δικαιολογηθώ και να σημειώνω ότι υπάρχει στενότητα αντίληψης και ρηχότητα σκέψης δεν μπορώ να μην αποδεχθώ ότι εκ του αποτελέσματος κάπου έχουν δίκιο..
«Θέλω να σκεφτείτε ότι δεν γίνεται να έχω πάντοτε επιτυχείς εμπνεύσεις..» απαντώ.
«Αχταρμά τα έχεις κάνει στο μυαλό σου και γράφεις ασυναρτησίες γι αυτό δεν κερδίζεις..».
Μαρία οι λύσεις είναι δύο. Πρώτη, είναι να κάνω τον γυρολόγο και όπου υπάρχουν δικτυακές γειτονιές με συμπόσια να στέλνω κείμενα μου. Θες από ευγένεια θες από ανθρώπινο λάθος μπορεί και να κερδίσω και τότε ποιος με πιάνει.. , θα το προσθέσω με καμάρι στις περγαμηνές μου...
Δεύτερη, είναι να ζητήσω βοήθεια..
Μαρία έχω ακούσει ότι έχεις κάποια σχέση με θερμοκήπια ή κάτι τέτοιο. Θα σου στείλω μια ποικιλία με σπάνια άγρια ζουμπούλια (λουλουβάδες τα λέμε στη περιοχή μου) και εσύ να με βοηθήσεις να κερδίσω.. Δεν θέλω να φανεί ότι σε δωροδοκώ απλά γράψε ότι πρέπει να κερδίζουμε όλοι, ότι πρέπει να υπάρχει πλουραλισμός, ότι η εναλλαγή στην κορυφή βοηθάει το συμπόσιο τέτοια πράγματα..
Γράψε ότι από εξομολογήσεις βιωμάτων όλοι έχουν παιδικό όνειρο να κερδίσουν.. , γράψε ότι αν κερδίζεις συνέχεια μπορεί να αποβεί και αυτοκαταστροφικό γιατί έτσι χάνεις την ευκαιρία να μαθαίνεις από τα λάθη σου...
Κορυφαίο.. , ότι δεν είναι απαραίτητο να κερδίζουν πάντα οι καλύτεροι.. (αυτό θα το πιστέψουν γιατί οι περισσότεροι όπως και εγώ νομίζουν ότι γράφουν αριστουργήματα..).
Ακόμα μπορείς να γράψεις ότι ενισχύεται η συντροφικότητα αν κερδίζουν πολλοί (!)... Φέρε για παράδειγμα και τον εναγκαλισμό του Τσίπρα με τον Καμμένο τη βραδιά των εκλογών που σήμερα έχει εξελιχθεί σε ευλογία και αν δεν ανεβάσουν κάθε βδομάδα μία σέλφι φωτογραφία στο τουίτερ το έχουν σε κακό...
Μαρία, δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο για την συμποσιοπορεία μου... Νιώθω ήρεμος και γαλήνιος, γιατί την προσπάθεια μου την έκανα να κερδίσω έστω μια φορά τη συγκίνηση της επιβεβαίωσης... Ακόμα και του συμβολικού δώρου που στέλνετε στο νικητή παραιτούμαι αν αυτό μπορεί να βοηθήσει σε κάτι...
Τι λες έχω κάποια ελπίδα να κερδίσω..;
Όχι, ε;
8. Το Ρέκβιεμ του φτερωτού τενόρου
Ο Καρούζο ήταν ανήσυχος εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό. Κανονικά τέτοια ώρα, γαντζωνόταν στην ατσάλινη κούνια, όρθωνε καμαρωτός τον πιτσιλωτό λαιμό του και ξεκινούσε το μελωδικό του ρεσιτάλ. Γλυκά κελαηδίσματα, επιδέξιοι λαρυγγισμοί και περίτεχνες τρίλιες αντηχούσαν τριγύρω. Στα γειτονικά διαμερίσματα, περίμεναν με προσμονή το καλημέρισμα του μικρού τενόρου. Οι νοικοκυρές, σκυμμένες στις κουπαστές των μπαλκονιών, σταματούσαν τη λάτρα του σπιτιού, για ν’ αφεθούν συγκινημένες στις ουράνιες μελωδίες του. Λες κι ένα αόρατο χέρι πάγωνε τους ήχους της πολύβουης γειτονιάς· τα ραδιόφωνα σιγούσαν κι οι γυρολόγοι που διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους απ’ τον τηλεβόα μιας καρότσας, σωπαίνανε. Οι τσιρίδες των παιδιών που ξεκινούσαν για το σχολείο, γινόντουσαν ξαφνικά ένας χαμηλόφωνος βόμβος• κι ήταν τόσο αλλόκοτο, ένα ατίθασο τσούρμο ζωηρών παιδιών, να σωπαίνουν για ν’ ακούσουν τις πρωινές καντάτες του Καρούζο. Ίσως βέβαια να γινόταν κι από σεβασμό στην αγαπημένη δασκάλα τους, την κυρία Ερμίνα.
Στο ενοικιαζόμενο δυαράκι, η κυρία Ερμίνα στεγάζει τη μοναξιά και τις αναμνήσεις της. Μαζί με το διορισμό της στη φτωχική δυτική συνοικία, που κανείς δάσκαλος δεν την καταδεχόταν –«χαμηλό το μορφωτικό επίπεδο, τι δουλειά έχουμε εμείς με τους γύφτους ρε Ερμίνα;» της λέγαν περιφρονητικά οι συνάδερφοι- κουβάλησε τις κούτες με τα βιβλία και τα λιγοστά της υπάρχοντα. Αρχικά, υπολόγιζε να μείνει δοκιμαστικά μια χρονιά κι αν οι δυσοίωνες προβλέψεις των συναδέρφων επαληθευόντουσαν, θα επέστρεφε οριστικά στο νησί, μέχρι να παροπλιστεί και να βγει στη σύνταξη. Η μια χρονιά έγινε δύο και ήδη διένυε την έκτη της άνοιξη στο «σχολείο με τα γυφτάκια», όπως το αποκαλούσαν οι γαλαζοαίματοι περίοικοι.
Οι παλιές φωτογραφίες στο σκρίνιο, ξεθωριάζανε τα είδωλά τους στο πέρασμα του χρόνου. Πάνω στα λεπτοδουλεμένα σεμεδάκια της Σμυρνιάς γιαγιάς, ακουμπισμένη όλη της η ζωή. Οι δαντέλες του νυφικού κιτρινισμένες κι ο καλός της Βάσος, οριστικά απών απ’ το οικογενειακό κάδρο, λίγο μετά το τραγικό ατύχημα του γιου τους. Ο μικρός Ορέστης στο σχολικό θρανίο. Πίσω του ο παγκόσμιος άτλαντας, ξεθωριασμένος κι αυτός, λες κι όλη η γη έγινε ένα άχρωμο ανάγλυφο. Ένα μπλε τετράδιο, με ξεφτισμένη ετικέτα «Του μαθητού της Ε’ τάξεως, Ορέστη Β.Καριπίδη». Οι πατρογονικές μορφές σ’ ένα οβάλ πορτρέτο, ρετουσαρισμένες και σκυθρωπές. Λίγες έγχρωμες φωτογραφίες με μαθητές στο τελείωμα μιας σχολικής χρονιάς, κι αυτές μελαγχολικές και άνευρες. Ο Καρούζο ήταν δώρο θεόσταλτο από τη γλυκιά της μαθήτρια την Ζαφειρούλα, το καλοκαίρι που τελείωσε το δημοτικό κι αποχαιρέτησε δακρυσμένη την αγαπημένη της δασκάλα. «Είναι πρώτης τάξεως κανταδόρος, θα σας κρατάει περίφημη συντροφιά κυρία»...
Αιφνιδιάστηκε απ’ το ασυνήθιστο δώρο. Ήξερε πως η Ζαφειρούλα την είχε κάνει εικόνισμα, γιατί αν δεν τη βοηθούσε καθημερινά μετά το σχολείο, καμία ελπίδα δεν είχε να βγάλει το δημοτικό. Φτωχή οικογένεια, το μόνο δώρο που μπορούσε να της κάνει, ήταν ένα ωδικό πτηνό, απ’ αυτά που εμπορευόταν ο πατέρας της στα παζάρια, μαζί με μια συγκινητική επιστολή με ροζ γράμματα και αυτοκόλλητες καρδούλες «Στην αγαπημένη μου δασκάλα...»
Ο Καρούζο αιωρούταν στην κούνια του, ανοιγοκλείνοντας νευρικά τα χάντρινα ματάκια του. Ήταν ένα γαλήνιο πρωινό και στα παρτέρια της κυρίας Ερμίνας είχαν ξεμυτίσει τα ρόδινα ζουμπούλια κι οι ροζ ορτανσίες. Διάσπαρτα ανθάκια παντού, σαν τα ροζ γραμματάκια της Ζαφειρούλας, που δεν πρόλαβε να την καμαρώσει δασκάλα ύστερα από χρόνια. Κι ήταν μόνο ο Καρούζο, που την αποχαιρέτησε μ’ ένα θρηνητικό μοιρολόϊ. Η πορτούλα του κλουβιού βρέθηκε ανοιγμένη απ’ τους γειτόνους –«λες κι ήθελε να το λεφτερώσει μαζί με την ψυχούλα της» είπαν κάποιοι- μα εκείνος έμεινε γαντζωμένος κοντά της ως το τέλος.
9. Προθανάτια επιστολή.
Είμαι δεν είμαι μία σπιθαμή πια.
Λίγο ακόμα και δεν θα υπάρχω, φίλε μου!
Έτσι κι αλλιώς καιρό τώρα ήμουν στο περιθώριο της ζωής. Σαν μαραμένο ζουμπούλι! Απόκληρος. Παρίας! Κάποιοι άλλοι, ακμαίοι και ζωηροί, και μεταξύ μας, πολύ επιδειξίες, με έχουν εκτοπίσει. Της μοίρας το γραμμένο είναι αυτό: Ο νέος είναι πάντα πιο ωραίος!
Κι όμως στις δόξες μου ήμουν κι εγώ ωραίο. Αγέρωχο. Ευθυτενές. Άψογο! Τσολιάς στα ανάκτορα. Η φούντα μου έλειπε μόνο! Έχω χαράξει εγώ που λες πορείες, σειρές, γραμμές και λέξεις... Πάντα λέξεις! Ου! Να φάν' κι οι κότες!
Μια δασκάλα ήταν αυτή που με επέλεξε κι έδωσε νόημα στην ύπαρξή μου ούλη, από τις πραμάτειες ενός γκαζμά γυρολόγου, στο πανηγύρι της Παναγιάς, της Χρυσομαλλούσας, βοήθειά μας!
Διαλαλούσε που λες ο ντελάλης το εμπόρευμα που είχε μέσα στον μποξά του και φώναζε στις κοπελούδες να μαζωχτούν για τα καλούδια του "Κουβαρίστρες, βελονάκια, ψιλικά λογιώ, λογιώ για τα προυκιά σας, ωρέ κορτσούδες μου! Για ελάτε, για περάστε και θαυμάστε! "
Μα εκείνη, χρυσομαλλούσα κι αυτή σαν την Παναγιά μας, βοήθειά μας, αντίς να τρέξει στα καλούδια για τις χρυσές πλεξούδες της, τα κοκκινάδια για τα χείλια και τις κουβαρίστρες για τα "προυκιά" της, μαγεύτηκε από μένα! Ένα ταπεινό, ξύλινο μολύβι! Εγώ τότε δεν ήξερα ότι ήταν δασκάλα. Θα το μάθαινα αργότερα, όταν στα χέρια της μαζί θα διορθώναμε τις εκθέσεις των μικρών μαθητών της.
Έτσι αξιώθηκα κι εγώ να ζήσω μεγαλεία: Διορθώσεις, σημειώσεις, σκέψεις, λέξεις. Πάντα λέξεις! Εύκολες-δύσκολες. Δόκιμες-αδόκιμες. Σβήσε-γράψε! Συνώνυμα. Αντώνυμα... Καλαμπόκι-Αραβόσιτος... Μπαλκόνι-βεράντα. Δίνω-παίρνω... Μεγαλώνω-μικραίνω... Ζω-πεθαίνω!
Να, όπως τώρα. Πεθαίνω. Το ξέρω πως πεθαίνω, μετά βεβαιότητος. Δεν έχω το ύψος πια να σταθώ στις περιστάσεις. Καταλαβαίνεις! Ξύσε-ξύσε απόμεινα λειψό. Μια σταλιά! Ίσα που προλαβαίνω να διηγηθώ την ιστορία μου σε τούτη εδώ την προθανάτια επιστολή.
Κι εσύ τώρα που τυχόν με διαβάζεις, δεν θέλω να χύσεις δάκρυ για μένα. Έζησα μια ζωή χορτάτη, να ξεύρεις. Μετά βεβαιότητος!
Έζησα όπως μου έπρεπε. Γιατί βάλτο καλά στο νου σου μπουμπούνα: φθορά σημαίνει ζωή!
10. Η εκδίκηση μιας λέξης
Ένας γυρολόγος ήταν. Τίποτα περισσότερο. Διαλαλούσε με τέχνη την πραμάτεια του και κατάφερνε να πουλά ακριβά δυο γαλάζια μάτια και λίγες ψεύτικες κολακείες. Πληρωνόταν, λοιπόν, γι΄αυτά μ’ αγάπη και πίστη κι έρωτα και φροντίδα. Καθαρή αισχροκέρδεια, μα την αλήθεια! Φυσικά, ποτέ δεν έδινε απόδειξη. Μονάχα όταν δεχόταν πιέσεις, άφηνε τα ξημερώματα μια υποσχετική ενδιαφέροντος.
Και αρκούσε; Κι όμως! Σ’ εκείνα τα μέρη οι άνθρωποι δεν είχαν καιρό για πολυτέλειες και οι γυναίκες δούλευαν δίχως στάχτη στα μάτια. Κανείς δεν τους άνοιγε την πόρτα, κανείς δεν τους πρόσφερε λουλούδια, κανείς δεν τις προσφωνούσε ωραίο φύλο.
Εκείνος τριγύριζε στα σοκάκια και καθεμιά στήνονταν στο μπαλκόνι της ελπίζοντας να τη διαλέξει. Μόλις γινόταν η εκλογή, με το κλείσιμο του ματιού, η τυχερή έτρεχε να μαγειρέψει το αγαπημένο του φαγητό, να συμμαζευτεί και να ομορφύνει, να ξεφορτωθεί τον αρραβωνιαστικό, να δικαιολογηθεί στο σύζυγο, να καλύψει τα νώτα της από γονείς και συγγενείς και γείτονες…
Έτσι κυλούσαν οι μέρες στο παιχνίδι και οι νύχτες στο μέλι, μέχρι που ήρθε νύφη σε ένα από τα χωριά του γυρολόγου η Μαριώ. Όσο αδιάφορο τ’ όνομά της, τόσο και το παρουσιαστικό της. Αδιάφορη όμως και η ματιά της σαν έπεσε στο γυρολόγο. Και πείσμωσε εκείνος και το ‘βαλε σκοπό να την κατακτήσει. Κι όσο την πολιορκούσε, την πρόσεχε και –ω, θεοί!- την ερωτευόταν!
Λίγο τα περήφανα τσίνορα που τον άφηναν απ’ έξω, λίγο η κοριτσίστικη φωνή που δεν καταδεχόταν ούτε να του σφυρίξει… Μια τα ζουμπούλια που καίγονταν στην αγκαλιά της, μια τα γλυκά που ψήνονταν στην κουζίνα της… Τις ξέχασε όλες! Κοιμόταν και ξυπνούσε με τη σκέψη της Μαριώς.
Κι αφού όλα του τα κόλπα έπεσαν στο κενό, το πήρε απόφαση. Να πει τη λέξη. Δηλαδή, να τη γράψει, γιατί φοβόταν μην τον έβρισκαν ανάσκελα και με στραβωμένο στόμα, αν ποτέ την ξεστόμιζε.
Παραμόνεψε κι έχωσε το χαρτάκι με τη λέξη «σ΄αγαπώ» και την υπογραφή του στην επιστολή του προέδρου. Για κακή του τύχη παραμόνευε και η δασκάλα.
Μπορεί η μια να ανεχόταν την άλλη, γιατί καμιά ο γυρολόγος δεν ξεχώριζε. Αλλά να γράψει «σ’ αγαπώ» στη Μαριώ; Που ούτε μια φορά δεν του είχε τρίψει τη μέση, δεν του ‘χε μαγειρέψει; Τέτοια ειδική μεταχείριση; Μ’ ένα στόμα, μια φωνή ορκίστηκαν όλες εκδίκηση.
Η δασκάλα τον απασχολούσε και οι υπόλοιπες πήραν ρούχα και υφάσματα από το φορτηγό. Μόλις σχόλασε η εκκλησία, η δασκάλα τον πέταξε ολόγυμνο στο δρόμο. Μπορείτε να φανταστείτε τη συνέχεια;
11. “Ντάμα Κούπα στο Σκοτάδι”
Η Καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Άνοιξε τα χαρτιά που κρατούσε. Ήταν δυο τους στην παρτίδα.
“Τα ρέστα μου” χτύπησε η φωνή του άλλου σαν πιστολιά. Η Ματιά τους μαχαιριά.
“Δικαίωμα” είπε και ξεδίπλωσε τα χαρτιά του. Ντάμα Κούπα είχε τραβήξει τελευταία.
“Μέσα” απάντησε ξερά. Οι μάρκες μαζεύτηκαν στο κέντρο ένας σωρός που προκαλούσε ψιθύρους ολόγυρα. Σιωπή.
“Τι έχετε”
“Ζευγάρια της Ντάμας”
“Λυπάμαι” είπε ο άλλος με ένα χαμόγελο σατανικό, “Φουλ του Ρήγα με άσσους”.
Έλυσε λίγο τον κόμπο της γραβάτας του κρύβοντας με αξιοπρέπεια τη συντριβή του. Στράγγιξε το ουίσκι του και σηκώθηκε να φύγει.
Στην πόρτα δύο κοστουμαρισμένοι άντρες τον σταμάτησαν διακριτικά.
“Λυπάμαι κ. Βλαδίμηρε, υπάρχει ένα χρέος και... καταλαβαίνετε” του είπε ο ώριμος.
Έριξε μια ματιά δίπλα στον νεαρότερο ξανθομάλλη που έστεκε δίπλα του σαν δίφυλλη ντουλάπα.
“Αντώνη το θέμα είναι δικό μου..!” ακούστηκε μια κρυστάλλινη γυναικεία φωνή πίσω του.
Γύρισε να δει. Με βία κράτησε το τσιγάρο να μην πέσει από το στόμα του. Οι δύο άντρες υποκλίθηκαν με σεβασμό στην λαμπερή Γυναίκα που μπήκε ανάμεσά τους.
“Παρακαλώ κ. Ελίνα” είπε ο ώριμος και παραμέρισαν. Γύρισε και τον κοίταξε ίσια στα μάτια
“Περάστε κ. Βλαδίμηρε...!”
“Ελένη...” τραύλισε.
Διέσχισαν την μεγάλη αίθουσα της λέσχης. Την ακολούθησε εμβρόντητος στο μπαλκόνι του Νεοκλασικού. Τα φώτα της νυχτερινής Αθήνας τρεμόσβηναν στις παρυφές του Λυκαβηττού.
“Πάντα μου άρεσε το άρωμα απ τα ζουμπούλια” είπε κοιτώντας τις γλάστρες εκεί. “Έχουν κάτι το μεθυστικό δεν βρίσκεις ;”
“Ελένη....! εσύ ; εδώ ; μα πως ; ” είχε βρει την αυτοκυριαρχία του χωρίς να συνέλθει από την έκπληξή του.
“Τα παιχνίδια της ζωής γλυκέ μου”, τον κοίταξε με τα πανέμορφα καστανά της μάτια. Η κορμοστασιά της, αισθησιακή και λαμπερή μπροστά του.
“Γυρολόγοι της ζωής κ. Βλαδίμηρε, εσύ επαγγελματίας χαρτοπαίχτης, εγώ...” χαμογέλασε “Νομικός σύμβουλος σε μια σειρά ...επιχειρήσεις όπως εδώ”.
“Πάνε τόσα χρόνια...”
“Σε βρήκα εδώ, σε παρακολουθούσα διακριτικά, ρώτησα, έμαθα ”
“Και εμφανίστηκες την κατάλληλη στιγμή”
“Ναι...” απάντησε με μελαγχολικό βλέμμα “εγώ εμφανίστηκα, εσύ... συστημένη επιστολή η απουσία σου”. Σιωπή ανάμεσά τους.
“Πάμε για ένα ποτό ; βαρέθηκα εδώ”
Την ακολούθησε μαγνητισμένος. Ένα ώριμος άντρας έφερε τα γάντια και το Γκρενά παλτό της. Τους άνοιξε στην μεγάλη Chevrolette.
“Αργύρη.. στον Πράσινο Γάτο, ξέρεις” του είπε και ξεκίνησαν.
“Ελένη...” σκέφτηκε δυνατά. Οι αναμνήσεις πλημμύρισαν τη σκέψη του σαν όνειρο. Εκείνος, φοιτητής στην Φυσικομαθηματική το 1962, εκείνη στην Νομική. Οδός Σόλωνος. Ο δρόμος που ένωνε την αγάπη τους. Τον κοιτούσε τρυφερά με λίγη πίκρα. Ήταν ποθητή.
Το Ουίσκι μπροστά στη μπάρα γυάλιζε στο φως με τα πρόσωπά τους. Μίλαγαν ώρες.
“Σε περίμενα εκείνο το βράδυ, δεν ήρθες ποτέ...” του είπε κάποια στιγμή.
“Είχαμε αποφασίσει να φύγουμε δυό μας, στη δική μας ζωή” απάντησε ένοχα.
“Δεν έγινα δασκάλα να σου πω τι θα κάνεις”, του απάντησε τρυφερά.
“Υπάρχει ελπίδα ;” ρώτησαν τα μάτια του σφίγγοντας το χέρι της ζεστά. Εκείνη αναστέναξε
“Είδα το τελευταίο σου χαρτί που τράβηξες. Ήμουν πίσω σου”
“Ντάμα Κούπα..”
“Ναι...! Ντάμα κούπα. Σαν χαρτοπαίχτης ξέρεις τι σημαίνει.
“Ελένη....!”
“Ελίνα... Βλαδίμηρε...! τώρα πια”
12. “Η Σέλφι με το Καπέλο”
Το χειμωνιάτικο σούρουπο του Δεκέμβρη ήρθε νωρίς. Λάτρευε τον ουρανό γεμάτο με μαύρα σύννεφα. Τα ζουμπούλια μοσχοβολούσαν στο μπαλκόνι. Η νύχτα είχε απλώσει το πέπλο της κουβαλώντας πολύ ψύχρα. Έκλεισε την μπαλκονόπορτα και έβαλε λίγη μουσική. Κάθισε αναπαυτικά με μεγαλοπρέπεια στο παλιό γραφείο από καρυδιά. Παλιά κληρονομιά αυτό οικογενειακή έφερνε στο άρωμά του ιστορίες δεκαετιών. Ρούφηξε μια καλή γουλιά από το ουίσκι και ακούμπησε το κρυστάλλινο ποτήρι δίπλα του.
Κατά την προσφιλή του συνήθεια άρχισε να σκαλίζει τα συρτάρια του γραφείου εκεί ειδικά που ήταν φυλαγμένα πράγματα από το παρελθόν.
Μια παλιά επιστολή του πατέρα του στην Μητέρα του γεμάτη αγάπη. Μια πανέμορφη χειροποίητη κάρτα Χριστουγέννων που του είχε προσφέρει η δασκάλα του στην τελευταία τάξη του δημοτικού για να τον θυμάται και φωτογραφίες παλιές.
Άρχισε να τις ψάχνει ώσπου στα χέρια του έμεινε μια φωτογραφία του Πατέρα του. Κοίτα σύμπτωση...! στα χρόνια τα δικά του...! Πενήντα εννέα. Στην ασπρόμαυρη φωτογραφία τον έβλεπε αγέρωχο καθώς ήταν, καλοστεκούμενο. Το σκούρο κοστούμι του έδινε μια παραπάνω αίσθηση επιβολής ενώ στο κεφάλι του ταίριαζε αρμονικά ένα υφασμάτινο σκούρο καπέλο. Μια κλασική ρεπούμπλικα από εκείνες που αποτελούσαν τότε αχώριστο αξεσουάρ-έμβλημα στο αντρικό ντύσιμο.
Κοίταξε τη φωτογραφία με νοσταλγία και γλυκές αναμνήσεις πλημμύρισαν τη σκέψη του. Τα χέρια του χάϊδεψαν την εικόνα με στοργή. Στην ίδια ηλικία λοιπόν.
Άξαφνα το βλέμμα του άστραψε. Ναι....! πως δεν το σκέφτηκε νωρίτερα. Για άγνωστο λόγο τα τελευταία χρόνια λάτρευε αυτά τα καπέλα. Με χαρά μάλιστα έβλεπε να επιστρέφουν στη μόδα. Θυμήθηκε ότι πέρυσι το χειμώνα είχε αγοράσει ένα τέτοιο ίδιο καπέλο. Κάποιοι γυρολόγοι στο κέντρο της Αθήνας του έδειξαν ένα ιστορικό καπελάδικο από το οποίο και το αγόρασε. Το είχε φορέσει με χαρά κάποιες φορές αλλά μετά ξεχάστηκε.
Η Φωτογραφία το ξανάφερε στη μνήμη του. Σηκώθηκε, άλλαξε ρούχα, φόρεσε ένα λευκό πουκάμισο με ένα μπλε σκούρο σακάκι και το φόρεσε. Ένιωσε παράξενα. Σαν να άλλαξε τελείως χρόνο. Σαν όλα γύρω να πάγωσαν. Θυμήθηκε τα παιδιά. Να βγάλω μια φωτογραφία και εγώ ; μια σέλφι...! ναι. Με πολλές δοκιμές τελείωσε.
Έκατσε στο γραφείο. Μια παράξενη ταραχή τον κυρίευε. Η καρδιά του χτυπούσε ανεξήγητα δυνατά. Σε λίγα δευτερόλεπτα και κλικ η σέλφι με το καπέλο έστεκε μπροστά του. Πήρε δίπλα του τη φωτογραφία του πατέρα του ώστε να τις βλέπει και τις δυό αντάμα. Κοίταζε προσεκτικά. Έβλεπε το πρόσωπό του στην Οθόνη. Για μια στιγμή χάθηκε ο ειρμός του χρόνου. Σκανάρισε την παλιά φωτογραφία και τις έβαλε και τις δύο στην Οθόνη. Τα δύο πρόσωπα γίνηκαν ένα. Ήταν δύο άντρες ή ένας σε δύο λήψεις ; ψηλάφησε με το χέρι του το πρόσωπό του. Θυμήθηκε και ταίριαξε τις παραστάσεις του σαν παιδί τότε με τον πατέρα του στην ίδια ηλικία.
“Θεέ μου... Γέρασα...!” ακούστηκε η φωνή του στο μισόφωτο του γραφείου.
“Γέρασα...!” ξανάπε δυνατά με αγωνία. Λες και αυτή η φωτογραφία γκρέμισε γύρω του κάθε εντύπωση που είχε για το χρόνο και την εικόνα του. Λες οι σκέψεις του γίνηκαν ένα με τις μνήμες που είχε για αυτήν ακριβώς την παλιά φωτογραφία.
13. Η δασκάλα
-Δεν θα το ξεχάσω κυρία...τα νερά μπαίνανε τόσα πολλά...με ανέβασε ο μπαμπάς πάνω στη συρταριέρα. Και η μαμά εκεί ανέβηκε και με κρατούσε
-Εγώ κυρία πήγα επάνω στη θεία μου και έβλεπα απ' το μπαλκόνι ...
-Έβλεπα τα νερά να μπαίνουν στο σπίτι και τα ρούχα μας, τα παιχνίδια μου, όλα χάθηκαν...
- Εγώ είδα το κύριο Θωμά το γυρολόγο να τον παίρνει το νερό, είπε ο Κωστάκης...και τα δάκρυα να τρέχουν ποτάμι.
Η δασκάλα δεν τα διέκοπτε. Τα είχε παρακινήσει να μιλήσουν για ό,τι ένοιωθαν, να βγάλουν τον τρόμο που είχε φωλιάσει στην ψυχούλα τους μετά από τις πλημμύρες που έπληξαν τον τόπο τους. Άνθρωποι χάθηκαν, σπίτια καταστράφηκαν, το βιος δεκάδων ανθρώπων έθρεψε το χείμαρρο που ορμητικά έτρεχε σε κάθε διέξοδο.
Το σχολείο είχε ανοίξει μετά από αρκετό καιρό.
Η δασκάλα έπρεπε να καλύψει τα κενά μαθημάτων αλλά είδε προσωπάκια σκυθρωπά, είδε ματάκια γεμάτα φόβο. Να πάνε στο καλό τα μαθήματα σήμερα -σκέφτηκε-θα ασχοληθούμε με την παιδική ψυχούλα που πονά.
Μίλησαν αρκετή ώρα, άφησαν τα δάκρυα να κυλήσουν, να ξεπλύνουν τρόμο και απώλειες.
Παίξανε στο διάλειμμα μαζί μαθητές και δασκάλα.
Την επόμενη ώρα ξαναμίλησαν. Για τις καιρικές συνθήκες. Για το τι πρέπει να κάνουμε εμείς οι άνθρωποι να μην μας ξανατύχει κάτι τέτοιο. Για τη δύναμη που πρέπει να δείχνουμε σε δύσκολες καταστάσεις..
Ζήτησε άδεια από το διευθυντή να τα βγάλει περίπατο. Και την πήρε.
Περπάτησαν μέχρι εκεί που ο δρόμος έγινε χείμαρρος και τους εξήγησε πώς το νερό κατέβηκε από το βουνό, πώς τα δέντρα που είχαν καεί δεν υπήρχαν για να συγκρατήσουν τα νερά.
Τους έδειξε πού ήταν το ποτάμι που έγινε δρόμος και πώς χτίστηκαν περιοχές που έπρεπε να είναι ανοικτές για να περνάει το νερό της βροχής.
Την άκουγαν προσεκτικά.
-Εμείς φταίμε κυρία; ρώτησε η Σοφούλα.
-Οι άνθρωποι φταίμε τους είπε η δασκάλα, που χτίζουμε εκεί που δεν πρέπει, που καίμε τα δάση, αλλά κυρίως φταίνε εκείνοι που είναι υπεύθυνοι για τα έργα, για το χτίσιμο δρόμων, σπιτιών τους εξηγούσε απλά και κατανοητά.
Όταν γύρισαν σχολείο τα παιδιά ήταν σοβαρά και λιγότερο αγχωμένα.
-Χρέος μας είναι να βοηθήσουμε και τους συμμαθητές σας που δεν ήλθαν σήμερα γιατί έχασαν κάποιο δικό τους. Να τους πούμε ότι η αύρα κάθε ανθρώπου καλού που ανεβαίνει στον ουρανό αφήνει κι ένα ζουμπούλι με τη μυρωδιά του στη γη να τον μυρίζουν αυτοί που τον αγαπούν .
-Τι λέτε; Να ετοιμάσουμε γλυκά και να πάμε αύριο εκεί που μένουν, να τους δούμε και να βοηθήσουμε αν χρειάζεται;
Όλοι οι μαθητές συμφώνησαν χαμογελώντας .
Αλλά την άλλη ημέρα δεν τους έδωσε άδεια ο διευθυντής. Έμαθε το σκοπό της χθεσινής βόλτας.
-Μην τα φανατίζετε εναντίον της νόμιμης εξουσίας κα Μακρή, είπε μόνο.
Ο αντίλογος γέμισε το σταμνί και ήταν η αιτία για την επιστολή που πήρε μετά από λίγες μέρες και της ανακοίνωναν την μετάθεσή της!
Τα παιδιά έκλαψαν για άλλη μια φορά όταν την αποχαιρετούσαν.
-Να γίνετε αυτό που ονειρεύεστε τους είπε και μην ξεχνάτε ποτέ να υπερασπίζεστε το σωστό και να αγωνίζεστε γι αυτό.
Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 14-21 πατήστε εδώ!
Για τις συμμετοχές 1-5 πατήστε εδώ!