Η γέφυρα μπορεί να μην έδειχνε και τόσο εμπιστοσύνης, αλλά άντεξε το βάρος των λέξεων και μας πέρασε με άνεση στην επόμενη φάση του παιχνιδιού μας!
Σας παρουσιάζω με περηφάνια 18 υπέροχες συμμετοχές που μοιράστηκαν σε δυο αναρτήσεις και περιμένουν να τις διαβάσετε, να τις απολαύσετε, αλλά και να τις βαθμολογήσετε.
Θέλω να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ που δε φοβηθήκατε να περάσετε απέναντι!
Η γέφυρα αφού ένωσε τον καινούριο κύκλο του παιχνιδιού με τον παλιό, έκανε το χρέος της και θα φύγει, μα το επόμενο παιχνίδι μας θα είναι εδώ στις 4 Νοεμβρίου!
Οι λέξεις μας ήταν οι ακόλουθες: σκοινί, προκατάληψη, σύθαμπο, τροχιά, όρια και φυσικά δέχτηκα χωρίς να το κάνω θέμα και τα κείμενα που έγραφαν "σχοινί", γιατί θεώρησα αυτονόητο πως είναι το ίδιο πράγμα. Αυτό το τονίζω για να μην υπάρξει καμιά παρεξήγηση.
Δε θέλω φυσικά να υπάρξει παρεξήγηση ακόμα κι αν δείτε κάποιο λάθος μου. Όσο και να προσέχω, κάτι μπορεί να μου διαφεύγει.
Αν αφορά συμμετοχή ειδοποιήστε με στο μέιλ almikr@gmail.com αν είναι κάτι πιο γενικό, μπορείτε να αφήσετε κι εδώ σχόλιο!
Το "Παίζοντας με τις λέξεις" που συνεχίζει την πορεία του εδώ, ξεκίνησε από τη Φλώρα και το TEXNIS STORIES!
Βαθμολογείτε 5 συμμετοχές!
3 βαθμούς παίρνει η συμμετοχή που σας άρεσε περισσότερο,
2 η επόμενη και από
1 βαθμό δίνετε σε τρεις ακόμα συμμετοχές που σας άρεσαν!
Για την αποφυγή αδικιών πρέπει να μπουν όλοι οι βαθμοί.
Δεν μπορείτε φυσικά να βαθμολογήσετε τη δική σας συμμετοχή!
Κρατάτε κρυφή τη συμμετοχή σας και δεν τη δημοσιεύετε μέχρι να λήξει το παιχνίδι.
Τις βαθμολογίες θα τις γράψετε στα σχόλια, κάτω από αυτή την ανάρτηση μέχρι και την Παρασκευή 7/10 στις οχτώ το βράδυ.
Το Σάββατο 8/10 θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα.
Ο νικητής, ή η νικήτρια, καθώς κι ένας (που θα βγει με κλήρωση) από όσους βαθμολογήσουν, θα πάρουν συμβολικά δώρα.
Καλή ανάγνωση!!
1. Ομιλία στον καθρέφτη
..Κι αν αυτό που με τρομάζει περισσότερο είναι η προκατάληψη μας απέναντι σε όσους έχουν προκατάληψη; Πόσο λεπτά είναι τελικά αυτά τα όρια; Όταν μπαίνουμε σε μια τροχιά σκέψεων να κρίνουμε εκείνους που κρίνουν άδικα; Σαν να τραβάμε ένα σκοινί με λύσσα, ενώ το καημένο το σκοινί δεν επιθυμεί καμία από τις δύο πλευρές. Και τι καταφέραμε μέχρι τώρα πείτε μου όντας θυμωμένοι με τους θυμωμένους; Επικριτές με τους επικριτές, σκληροί με τους σκληρούς;
Τι θα γινόταν αν επιτέλους μαλακώναμε λίγο; Αν αγκαλιάζαμε ακόμα και το άδικο, για να βρούμε την πηγή του κακού. Μόνο έτσι θα το αντιμετωπίσουμε, από την ρίζα του. Θολωμένοι από οργή και αγανάκτηση τι προσφέρουμε ο ένας στον άλλον;
Στο σύθαμπο της ημέρας, όταν η αυλαία πέφτει.. ας αναλογιστούμε πως μπορεί ο καθένας μας να αφήσει το αποτύπωμά του σε αυτή την ζωή.
Το είδος του αποτυπώματος θα καθρεφτίζει την ψυχή μας και τους αγώνες μας.
Πήρε βαθιά ανάσα κοιτώντας τον καθρέφτη.
Θα μπορούσε άραγε να μιλήσει έτσι γενναία σήμερα στους φοιτητές της;
Μμ καλύτερα να μην της ξεφύγει το "σύθαμπο", τα έχει ικανά να γελούν και να μη δώσουν σημασία στα υπόλοιπα.
Άρπαξε την τσάντα αποφασιστικά και βγήκε έξω στον θορυβώδη δρόμο.
2. Πού πάνε οι αγάπες;
Εδώ και ώρα η Μυρτώ, στεκόταν ακίνητη μπροστά στο παράθυρο, παρακολουθούσε την βροχή που έπεφτε με δύναμη στα τζάμια.
Είχε καρφώσει το βλέμμα της στους ελικοειδείς υδάτινους δρόμους του νερού.
Με δυσκολία ξεχώριζε τα απέναντι δέντρα μέσα στο σύθαμπο και την ομίχλη που είχε πέσει.
Έτσι ένιωθε και μέσα της.
Μια ομίχλη που δεν την άφηνε να δει καθαρά..τόσο καιρό.
Αναστέναξε βαθιά, λες και ένα σκοινί την έπνιγε σαν θηλιά και της έκοβε την ανάσα.
Αναρωτήθηκε από πότε είχαν αρχίσει να απομακρύνονται με τον Δημήτρη.
Που πήγε τόση αγάπη που ένιωθαν ο ένας για τον άλλον;
Θες η καθημερινότητα; θες που τα πράγματα δεν ήταν όπως τα περίμενε;
Όσες προσπάθειες και να είχε κάνει να κρατήσει αυτόν το γάμο δεν τα είχε καταφέρει.
Η σχέση τους είχε γίνει τοξική.
Κάθε τόσο κατέστρεφαν αυτήν την σχέση με λόγια που πλήγωναν ανεπανόρθωτα.
Σαν ξεφτισμένη κουρτίνα κρεμασμένη από έναν κρίκο ήταν η ζωή της.
Ε.. λοιπόν είχε πάρει την απόφαση της, να σπάσει αυτόν το κρίκο που την κρατούσε σε ένα γάμο δίχως προοπτική.
Είχε φτάσει πια στα όρια της.
Στο διάολο πια η προκατάληψη για τις χωρισμένες.
Στο διάολο και ο Δημήτρης.
Ήθελε την ζωή της πίσω και θα την έπαιρνε.
Φτάνει πια με τις δικές του προτεραιότητες.
Θα κοίταζε τώρα και τις δικές της.
Θα άλλαζε τροχιά στην ζωή της!!
3. Το αίνιγμα του φεγγαριού
Μάγισσα σε είπανε
Κορίτσι του σύθαμπου
Με λυτά μαλλιά ν' αγναντεύεις
Του πελάγου τις ατέρμονες πτυχώσεις
Δεμένα χέρια
Κλειστά βλέφαρα
Στητός κορμός
Κορίτσι με το δακρυσμένο μαντήλι
Τροχιές διέγραφαν τα πόδια σου
Στην υγρή άμμο
Ελλειπτικά σχήματα
Νέφη της γης
Και θυμωμένα ουράνια τόξα
Σαν να σου έπρεπε
Με ακαθόριστα σχέδια
Τυφλά
Να διανοίξεις του φόβου τους θαλάσσιους δρόμους
Τύχη ή μέλημα;
Της θάλασσας τα θησαυρίσματα
Κυνηγούσες
Ξηρούς κορμούς
Αλογάκια της πάχνης
Τον τραυματισμένο γλάρο
Φίλο να κάνεις ήθελες
Πως να δραπετεύσεις;
Χαμένα τα όρια του ουρανού
Χαμένα τα σκοινιά που ανέβαζες
Απ' της χαράς το πηγάδι
Τα μυστικά του έρωτα
Όλα στο τώρα
Όλα στο μικρό σου δακτυλάκι περασμένα
Μικρός αστερίας ή ιππόκαμπος;
Βάθαινε ο κόσμος μαζί σου
Κοράλλια ξέφευγαν στη στεριά
Μακρινές σκιές
Στόλιζαν τα πορτραίτα με γαρύφαλλα
Γλύκαινε το κεράσι
Στο στόμα της γαλήνης
Έβγαιναν οι Παναγίες ξυπόλητες
Στα λευκά ξωκλήσια
Σε κάμαρες ζεστές
Ξάπλωναν νηφάλια τα μεσημέρια
Τα όνειρα δίπλωναν με τάξη
Την απογευματινή μπουγάδα
Μέστωναν στον ήλιο οι κόκκοι του σταριού
Κίτρινη αψάδα ή βασιλικού μέθη;
Χτυπούσε το σήμαντρο
Του Άϊ Νικόλα
Χτυπούσε το κανόνι υπόκωφα
Στο κάστρο
Ερχόσουν κι εσύ με άδεια τα μανίκια
Φτεράκιζες
Χανόσουν
Έπεφτες στις κορφές και τις στεφάνωνες
Μάγισσα σε είπανε
Του Πρωτέα διαλεχτή πέτρα
Πίσω από τη φωτιά
Κονταροχτυπιόσουν με τον γρέγο
Στου αλήτη το σπασμένο κρανίο
Φίλιωνες τον πόνο της ψυχής
Χωρίς προκατάληψη ή εμμονή
Άναβες κερί δίπλα στα δεκατρία φεγγάρια
Να λάμψει της γνώσης ο άκμονας
Πλάι στο σβηστό λυχνάρι του πατέρα
Καρτερικά τον άγγελο σου περίμενες
Απ' τα βάθη του πελάγου
Λευκό ν' ανοίξει ιστίο
Σε κούρασαν οι λαβύρινθοι κι οι σβηστοί φάροι
Για σένα μόνο έπρεπε να παιχτεί
Το φινάλε των δακρύων
Για σένα κι η αποστασία της κοίτης
Διάτρητος στόχος ή σκοτεινό σκηνικό;
4. Ο Μέγας
Μια μετάνοια πριν το θάνατο,
σκοινί δεμένο καλά στα παραπτώματά μου.
Εγώ ο μέγας οδηγητής, ταπεινής μητρικής καταγωγής.
Μια μορφή που θα φέρει τον κόσμο στα όρια,
τραβώντας κάθε επιλογή, κάθε σκέψη μέσα στην προκατάληψη.
Μια ζωή που θα οδηγήσει στην πιο καθοριστική άλωση,
βάζοντας τους ανθρώπους στην πιο απότομη τροχιά.
Με χέρια ματωμένα αφήνω το σύθαμπο να αλλάξει την ιστορία,
να μου δώσει συγχωροχάρτι, άφεση αμαρτιών,
κάνοντάς με έναν επίτιμο άγιο.
5. Το δίλημμα
Κι απόψε οι λέξεις έτρεχαν μεσ’ το μυαλό του ζητώντας επιτακτικά να βγουν στο χαρτί… να γίνουν κείμενο, εικόνα, φωνή! Μόλις όμως άγγιζε το χέρι του το πληκτρολόγιο, όλα άλλαζαν. Δεν μπορούσε να βάλει σε τάξη ούτε τις σκέψεις, ούτε τα συναισθήματα και οι λέξεις έμεναν εκεί, ακίνητες μέσα στο μυαλό του, χωρίς ειρμό.
Δεν ήταν σε θέση να καταλάβει αν ήταν η μεγάλη του λαχτάρα να μιλήσει για όσα συνέβαιναν γύρω του ή απλά η ατολμία του να πάει (για μια ακόμα φορά) ενάντια στην άποψη του αρχισυντάκτη, που του έφερνε τόση δυσκολία.
Τον τελευταίο καιρό, ένιωθε σαν ακροβάτης σε τεντωμένο σκοινί. Από τη μία η θλιβερή καθημερινότητα και από την άλλη, ο αρχισυντάκτης που ζητούσε συγκεκριμένα, χιλιοειπωμένα ανούσια θέματα. Η παραμονή του στην εφημερίδα κρεμόταν κυριολεκτικά από μια κλωστή αφού οι διαφωνίες του ήταν όλο και πιο συχνές. Και είχε ανάγκη τη δουλειά, με τόση ανεργία…
Δεν μπορούσε όμως και να κλείνει τα μάτια σε όσα ο φόβος και η προκατάληψη έφερναν στους ανθρώπους. Παιδιά, που ξέβραζε η θάλασσα μέσα στο σύθαμπο της μέρας στις ακτές των νησιών, που σώζονταν με τόσο κόπο, τώρα να είναι ανεπιθύμητα στα σχολεία! Επειδή είναι προσφυγόπουλα! Πόση υποκρισία ανθρωπισμού να χωρέσει η ψυχή του; Πόσο ακόμα το «μακριά από μένα κι όπου θέλει ας είναι» μπορούσε να χαρακτηρίζει τόσους ανθρώπους που προέρχονται από ένα έθνος, που σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα προσπαθώντας να ζήσει μια καλύτερη ζωή; Το ίδιο είχε συμβεί και παλιότερα με τα τσιγγανάκια! Κι αυτά ανεπιθύμητα… Δεν γινόταν να κάνει πως δεν το βλέπει, αλλά ούτε και δουλειά άλλη ήταν δυνατό να βρει…
Έτσι πάλευε με τα συναισθήματα και τα «πρέπει», πλανήτης σε ελλειπτική τροχιά, που γυρίζει από εκεί που ξεκινά.
Ξαναγέμισε το ποτήρι του. Το αλκοόλ έπεσε πάνω στον πάγο ανοίγοντας ρωγμές… σαν τις ρωγμές που δημιουργούν οι ανάγκες στις συνειδήσεις, κάνοντας τα όρια τους τόσο ελαστικά! Κι εκείνος είχε μεγαλώσει. Δεν είχε περιθώρια για λάθη, ούτε και την πολυτέλεια να αρχίσει από την αρχή...
Το πρωί τον βρήκε πάνω στο πληκτρολόγιο με την οθόνη άδεια κι εκείνον να κοιτά στο κενό. Λίγο κρύο νερό κι ένας δυνατός καφές, τον έβαλαν ξανά σε λειτουργία. Άνοιξε το παράθυρο και χαμογέλασε τρυφερά στα παιδιά που περνούσαν πηγαίνοντας στο σχολείο…
Λίγο αργότερα τα δάχτυλα έτρεχαν πάνω στα πλήκτρα κι ένα χαμόγελο σχηματιζόταν στο πρόσωπό του. Έγραψε το άρθρο του έτσι όπως ο ίδιος ήθελε, καθώς και την παραίτησή του!
«Όποιο από τα δύο γίνει δεκτό», σκέφτηκε και έκλεισε τον υπολογιστή…
6. Άνθρωποι
Λέξεις, πράξεις, λογισμοί, συνήθειες
παλεύουν να βρουν δρόμο
μακριά απ’ την προκατάληψη…
Στο σύθαμπο της μέρας
ψυχές ξεκινούν καινούργια τροχιά
κόβοντας τα σκοινιά της αδιαφορίας.
Ορίζουν νέες εικόνες αγάπης
χωρίς όρια, χωρίς συρματοπλέγματα…
7. Πάρος Ραφήνα
Στο σύθαμπο αχνά πέρα ξεχώριζες τα φώτα της Ραφήνας. Μεγάλο και κουραστικό το ταξίδι από την Πάρο τούτη τη φορά και έχοντας μαζί του καινούριο συνταξιδιώτη, πέρασε όλο το ταξίδι στο σκεπαστό κατάστρωμα με ένα νοτικό που πότιζε βαθιά το δέρμα του αλμύρα, ιδρώτα και καρβουνιά .
Τα μεγάφωνα άρχισαν να στριγκλίζουν «σε δέκα λεπτά φτάνουμε στο λιμάνι της Ραφήνας, παρακαλούνται οι κύριοι επιβάτες και οι οδηγοί των αυτοκινήτων να προετοιμαστούν, το πλοίο θα αναχωρήσει άμεσα για τον επόμενο προορισμό του» και ο κάθιδρος καμαρότος για πολλοστή φορά άδειαζε σιωπηλός τα γεμάτα με αποτσίγαρα τασάκια, τις άδειες συσκευασίες, τις ζελατίνες από τα περιοδικά και ότι άλλο βρώμικο άφηνε η επέλαση των βαρβάρων στην τεράστια σακούλα του !
Μόλις έφταναν έπρεπε να κατέβουν από τις σκάλες και να προχωρήσουν πέρα μακριά από το λιμάνι να βρουν το αυτοκίνητο. Πόσες φορές είχε βγει εκτός ορίων με τους Ραφηνιώτες που τοποθετούσαν κάθε Παρασκευή απόγευμα τσιμεντόλιθους, καφάσια, γλάστρες και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς στο δρόμο για να «κρατάνε» το χώρο μπροστά από τα σπίτια και τα μαγαζιά τους, ώστε να μην παρκάρουν όσοι παίρνουν το πλοίο από την Ραφήνα για τις Κυκλάδες.
Κάποιος πρέπει κάποτε να τους πει ότι όλο αυτό το σχήμα είναι παράνομο, ένα σπίτι ή ένα μαγαζί έχουν ή νοικιάζουν τέλος πάντων, όχι το δρόμο που βρίσκεται το σπίτι τους.
Τη δεκαετία του 90, σε μια εκδήλωση διαμαρτυρίας ενάντια στα ανθρωποειδή κτήνη που είχαν ρίξει φόλες και σκότωσαν 25 σκυλιά και μερικές γάτες στην Ραφήνα, απέκτησε έναν φίλο, έτσι τυχαία. Ένα ήρεμο ανθρωπάκο, που θα έλεγε κανείς πως έμοιαζε να μην έχει επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο πέρα από τα δικά του μικροπροβλήματα επιβίωσης. Είχε ένα μικρό υπόγειο βιβλιοπωλείο στην Ραφήνα, ένας φιλόσοφος της ζωής σε αποστολή. Εκεί άφηνε το αυτοκίνητο του έκτοτε κάθε που ταξίδευε στις Κυκλάδες, ακριβώς μπροστά στη βιτρίνα και «έβρεχαν» τις συναντήσεις τους στο φευγιό και στο απάντεμα με ρακί και ατελείωτη συζήτηση. Μια μικρή ορθογώνια βιτρίνα με δερματόδετους ξεθωριασμένους τόμους από όλα τα βιβλία της Τζέιν Όστεν και των αδελφών Μπροντέ, Έμμα, Περηφάνια και προκατάληψη, Τζέυν Έυρ, παρακαταθήκη μνήμης για έναν έρωτα που έσβησε νωρίς. Μέχρι εκεί, καμία περαιτέρω εξήγηση, στα τόσα χρόνια φιλίας τους το μόνο που είχε ξεστομίσει κάποτε με πίκρα, ήταν πως η ζωή του μετά από εκείνην «βγήκε εκτός τροχιάς».
Το πλοίο έφτασε ήδη στη Ραφήνα, ζέστη υγρασία παντού, τα σχοινιά έπεσαν οι καβοδέτες τρέχουν, ώρα για να προχωρήσουν. Σκύβει και παίρνει αγκαλιά τη μικρούλα ημίαιμη σκυλίτσα, θα 'ναι δώρο έκπληξη στο φίλο του τον βιβλιοπώλη να τον συντροφεύει τον επόμενο χειμώνα στη Ραφήνα.
«Μέρες καλλίτερες θα 'ρθουν » από τα μεγάφωνα ακούγεται ο Σαββόπουλος.
8. Όμορφος κόσμος, άσχημα φτιαγμένος!
Κράτησε το τραχύ σκοινί στα ιδρωμένα χέρια του και για μια στιγμή που του φάνηκε αιώνας δεν ήξερε τι να κάνει με αυτό. Σάμπως είχε φτιάξει ξανά θηλιά; Ό,τι είχε δει σε μια ταινία θα έκανε. Κι ο θεός βοηθός.
Δεν τον πείραζε που θα έφευγε. Το είχε προαποφασίσει. Καλύτερα να τελείωνε. Δεν άντεχε άλλο με τις προκαταλήψεις, την κοροϊδία, τα πειράγματα! Αδιέξοδο. Πουθενά δεν έβλεπε λίγο φως, έστω στις χαραμάδες, κάτι που να σταθεί πάνω του, να κρατηθεί για να μην πέσει στη χαράδρα της απόγνωσης. Είχε ξεπεράσει τα όρια αντοχής του προ πολλού! Πώς να συνεχίσει έτσι; Πνιγόταν ήδη σε θηλιές. Μία ακόμα λοιπόν! Τι ήταν μία ακόμα; Θα υπέφερε λίγο, μα θα ξεμπέρδευε για πάντα.
Σκούπισε στη μπλούζα του τα ιδρωμένα χέρια, το σκοινί γλιστρούσε σαν χέλι στα μικροκαμωμένα του δάχτυλα, για μια στιγμή παραπάτησε. Είχε βραδιάσει σχεδόν, το σκοτάδι γύρω του δεν τον βοηθούσε να δει που πατάει. Επίτηδες επέλεξε το σύθαμπο της μέρας. Απόψε δεν θα ήταν κανείς σπίτι. Ήταν βέβαιος για αυτό. Ο πατέρας είχε πάει για ένα ακόμα νυχτοκάματο, φύλακας στο εργοστάσιο ξυλείας, η μάνα θα ήταν αποκλειστική σε μια γρια γειτόνισσα που είχε βγει προσφάτως από το νοσοκομείο.
Αν όλα πήγαιναν καλά απόψε θα αναπαυόταν για πάντα. Θα έμπαινε σε μια άλλη τροχιά πια, γύρω από την κόλαση ίσως, αλλά ωχού! Ποιος πίστευε πια σε κόλαση και Παραδείσους; Την κόλαση ζούσε κι εδώ! Εκεί μπορεί να μην ένιωθε εξάλλου. Ποιος γύρισε να το πιστοποιήσει;
Θα μπορούσε βέβαια όλα να ήταν αλλιώς.
Αυτός να έχει γεννηθεί όμορφος, σε μια εύρωστη οικογένεια. Να σφύζει από υγεία. Θα μπορούσε να έχει φίλους, να πηγαίνει για μπάσκετ, γυμναστήριο, στα καφέ και στις βόλτες τους να είναι στην παρέα τους . Να κάνουν πλάκα, να γελούν μαζί, όχι μαζί του! Να είναι περιζήτητος ανάμεσα στα κορίτσια, αλλά αυτός να έχει δίπλα του την Άννα. Την Άννα που δεν θα γυρνούσε ποτέ να τον κοιτάξει. Όχι σε αυτή τη ζωή.
Σκούπισε τα δάκρυα που έτρεξαν. "Οι άντρες δεν κλαίνε, μόνο τα κοριτσάκια". Να άλλη μία ανόητη, ηλίθια προκατάληψη! Ο τόπος ήταν γεμάτος από δαύτες.
Ο κόσμος προτιμάει τους ωραίους, τους υγιείς, τους δικούς του. Σε αυτή τη ζωή όλα ήταν αλλιώς για τον ίδιο. Είχε γεννηθεί λειψός, δύσμορφος και κυρίως σε μια άλλη πατρίδα. Και για τίποτα από όλα αυτά δεν έφταιγε ο ίδιος. Τίποτα δεν είχε επιλέξει. Κι αυτό ήταν που τον έπνιγε πιότερο!
Θα μπορούσε όλα να ήταν αλλιώς
Θα μπορούσε να ήταν ένας κόσμος όπου όλοι θα ήταν ευτυχισμένοι και χαμογελαστοί.....
Αλλά δεν ήταν!
Πέρασε τη θηλιά και ονειρεύτηκε έναν άλλον, υπέροχο κόσμο.
Το πρωί όταν τον βρήκαν είχε ένα χαμόγελο στο παραμορφωμένο του πρόσωπο.
Επιτέλους χαμογέλασε! είπε η μάνα και τον έσφιξε στην αγκαλιά της.
Για να διαβάσετε τις υπόλοιπες 10 συμμετοχές, πατήστε εδώ!