Σάββατο 26 Μαΐου 2018

15ο Παίζοντας με τις λέξεις (Συμμετοχές 16 - 24)


16. Έτος 3019

Το δεκατετράχρονο αγόρι κρυμμένο στα χαλάσματα απέφυγε για ακόμα μία φορά την περίπολο. Κάπου μακριά άκουσε την σειρήνα που σήμαινε πως τελείωσε η απογευματινή βάρδια την δουλειά  και διέκρινε τους ανθρώπους να βγαίνουν από τα εργοστάσια και να περπατούν σαν ρομπότ  προς τους κοιτώνες. Δεξιά και αριστερά τους  πάνοπλοι φρουροί που για ψύλλου πήδημα βιαιοπραγούσαν εναντίον τους.  Είχε γίνει μάρτυρας σε εκατοντάδες τέτοιες βιαιότητες.

Ερημιά  παντού. Οι πόλεμοι  για το νερό άφησαν κρανίου τόπο  τη γη και όλοι οι άνθρωποι έγιναν δούλοι μιας τάξης ελίτ που τους υποχρέωναν να δουλεύουν ατελείωτες ώρες  για ένα πιάτο φαγητό και λίγο πόσιμο νερό.

Το παιδί άρχισε να ψάχνει για το εργαστήριο, ότι είχε απομείνει δηλαδή από το κτίριο που κάποτε  μια ομάδα επιστημόνων με επικεφαλή τον παππού του  έδιναν μάχη με τον χρόνο για  να βρουν τρόπους καλυτέρευσης της ανθρώπινης ζωής,  κάτι που δεν άρεσε στους ιθύνοντες.  Από μακριά άκουσε πάλι το όχημα της περιπόλου και έτρεξε να κρυφτεί στα χαλάσματα μιας πολυκατοικίας. Βρήκε μία τρύπα και πήδησε μέσα,  πρέπει  να ήταν ο φωταγωγός. Το όχημα σταμάτησε και άκουσε τον φρουρό να φωνάζει: «βγες έξω, αλλιώς θα πυροβολήσουμε». Πως με εντόπισαν, σκέφτηκε το παιδί, αφού ο παππούς  είχε βρει τρόπο να μου απενεργοποιήσει το τσιπάκι γεωεντοπισμού που φορούσαν υποχρεωτικά όλοι τους.  Καθώς αμφιταλαντευόταν να πάρει  μια απόφαση, άκουσε μια φωνή να λέει: «μην πυροβολείτε, παραδίνομαι».  Κάποιον άλλο δραπέτη  είχαν εντοπίσει. Άφησε την περίπολο να απομακρυνθεί και βγήκε για  να συνεχίσει το ψάξιμο.

Καιρό  προετοίμαζαν την απόδραση του  και τώρα που τα κατάφεραν δεν έπρεπε να αποτύχει. Έπρεπε να  βρει το εργαστήριο και να πάρει τη συσκευή. Μόνο έτσι οι άνθρωποι θα γίνονταν και πάλι κυρίαρχοι του εαυτού τους.  Επιτέλους εντόπισε το κτίριο. Από μια τρύπα κατάφερε να μπει και έρποντας σύρθηκε στο εσωτερικό.  Ξαφνικά η επιφάνεια υποχώρησε και άρχισε  να κατρακυλάει. Ένα βήμα πριν την άβυσσο γραπώθηκε από κάπου. Έβγαλε το φακό του και κοίταξε γύρω.  Ήταν στα υπόγεια εργαστήρια.  Παντού υπήρχαν περίεργα μηχανήματα και καλώδια.  Έπρεπε να ψάξει για την συσκευή, δεν είχε άλλα περιθώρια, αύριο μπορεί να τον έβρισκαν και να τελείωναν όλα. Τη βρήκε κατά το ξημέρωμα.  Πάνω έγραφε: «Η παρούσα συσκευή είναι επικίνδυνη για την καθεστηκυία τάξη».  Μια συσκευή, κάτι σαν λέιζερ που τα κύματα που διοχέτευε στην ατμόσφαιρα θα αφύπνιζαν  το μυαλό των ανθρώπων και θα τους έκανε  να βγουν από τον λήθαργο και να εναντιωθούν στους τυράννους τους. Την πήρε και με κόπο άρχισε να ανεβαίνει τις μισογκρεμισμένες σκάλες, ώσπου βγήκε στην επιφάνεια.

Έπρεπε να περιμένει το ξημέρωμα, η συσκευή φορτιζόταν  έστω και με λίγο ήλιο.  Ο ήλιος βγήκε την ώρα που σφύριζε η σειρήνα για να πιάσει δουλειά η πρώτη βάρδια. Οι άνθρωποι άρχισαν να βγαίνουν από τους κοιτώνες σαν ζόμπι, αφού όλη τη νύχτα συσκευές τους διοχέτευαν ραδιοκύματα αποχαύνωσης. Το παιδί δεν έχασε καιρό. Σήκωσε την συσκευή,  εκείνη πήρε ενέργεια από τον ήλιο και άρχισε να εκπέμπει κύματα ικανά να τους  αφυπνίσουν.

Τα ραδιοκύματα έφτασαν στους πρώτους  ανθρώπους οι οποίοι άρχισαν να αντιδρούν και να αφοπλίζουν τους φρουρούς. Επιτέλους η επανάσταση είχε αρχίσει…!




17. “ΤΟ ΜΕΝΤΑΓΙΟΝ ΜΕ ΤΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΠΕΤΡΑΔΙΑ”

-”κ. Πρόεδρε..”, ακούστηκε η φωνή του σωματοφύλακά ,“η Κυρία σας περιμένει”
-”Φέρτην μέσα και φύγε”.
Το βλέμμα του έμεινε έκπληκτο επάνω σε κάθε εκατοστό του κορμιού της.
-”Είμαι η Λιάνα”
-”Πέρα από κάθε προσδοκία....!”, απάντησε λαίμαργα “Πέρασε....!”
Προχώρησε, έριξε μια ματιά στην χλιδή της σουίτας. Έκατσε στον δερμάτινο καναπέ.
Τα κόκκινα μαλλιά της με τα γαλανά της μάτια. Έδινε μάχη για να συγκρατηθεί καθώς η φούστα με ένα σκίσιμο έστηνε μια κολασμένη άβυσσο ανάμεσα στα πόδια της.
-”Ακριβής στο ραντεβού Λιάνα” της είπε προσφέροντας τσιγάρο.
-”Επαγγελματική συνήθεια”, απάντησε φυσώντας τον καπνό προκλητικά στο πρόσωπό του.
-”Εκτιμώ την αμεσότητα, στις δουλειές μου απαιτώ ταχύτητα”
-”Και αποτελεσματικότητα...” του απάντησε. Ξαφνιάστηκε..!
-”Το συμπεραίνετε ;”
-”Φυσικά, ένας άντρας σαν εσάς,τολμηρός στις ορέξεις του, καθαρός στις υποθέσεις του...”
Την κοίταξε διερευνητικά. Είχε κάτι διαφορετικό από τα συνήθη πληρωμένα call girls.
-”Με εντυπωσιάζεις....” είπε πλησιάζοντάς την.
-”Για αυτό είμαι εδώ απόψε....!” απάντησε προκλητικά.
Βούλιαξε στο λαιμό της. Τα χέρια του χύμηξαν στο στήθος της και αχόρταγα ψηλά ανάμεσα στα πόδια της.
-”Ένα ποτό ;” τον διέκοψε.
-”Ω συγγνώμη....!” παραδέχτηκε εκείνος. Κατευθύνθηκε στο άλλο δωμάτιο.
-”Τι πίνεις ;”
-”Ουίσκι” .
Επέστρεψε με δύο ποτήρια στα χέρια του. Τα μάτια του καρφώθηκαν στο δερμάτινο μισάνοιχτο κουτί πάνω στο τραπεζάκι. Ένα εντυπωσιακό μενταγιόν με πράσινα πετράδια κρεμόταν αντιφεγγίζοντας στο φως. Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Έπιασε με το χέρι του το μενταγιόν με απίστευτη έκπληξη.
-”Που το βρήκες αυτό ;”
- “Σας θυμίζει κάτι ;” τον ρώτησε αινιγματικά.
Το ποτήρι κύλησε από το τρεμάμενο χέρι του, έγινε κομμάτια στο μαρμάρινο πάτωμα.
-”Που το βρήκες αυτό καταραμένη σε ρωτάω...!!!” ακούστηκε η φωνή του γεμάτη τρόμο. “Ποιος στο έδωσε ;” οι φωνές του ακούστηκαν απ’ το φωταγωγό.
................................................
Σταμάτησε το αυτοκίνητό της σε ένα ξέφωτο στο δάσος. Έβγαλε μεθοδικά την περούκα και τους χρωματιστούς φακούς επαφής. Η Τσάντα ρίχτηκε σε υπόνομο μερικά χιλιόμετρα μετά. Στον καθρέφτη του αυτοκινήτου τα μάτια της ήταν υγρά με ένα σκληρό χαμόγελο στο πρόσωπό της.

Άναψε το φως στο γραφείο της και έβγαλε από το συρτάρι τις παλιές εφημερίδες με φωτογραφίες.

“Η 28χρονη Λυδία Ανεζάκη βρέθηκε βιασμένη και στραγγαλισμένη σε δωμάτιο ξενοδοχείου σήμερα τα ξημερώματα. Μάρτυρες κατέθεσαν ότι επρόκειτο για ερωτικό ραντεβού με ώριμο άντρα αγνώστων στοιχείων. Ένα μενταγιόν με πράσινα πετράδια βρέθηκε πάνω στο πτώμα της νεαρής. Η αστυνομία θεωρεί τον δράστη ως διεστραμμένη προσωπικότητα.....”

Έκλεισε τα μάτια της γεμάτη συγκίνηση. Τα χέρια της άνοιξαν μια επιστολή:

“...Το μενταγιόν ήταν το δώρο σου Ιφιγένεια. Το κτήνος την φλέρταρε καιρό. Την πολιορκούσε με μανία. Εκείνο το ραντεβού στάθηκε μοιραίο.... Δεν μπορέσαμε να στοιχειοθετήσουμε κατηγορία σε βάρος του... Εφοπλιστής βλέπεις.... στημένα άλλοθι παντού... το μενταγιόν μας το παρέδωσε η Αστυνομία μετά ....”

Σηκώθηκε αργά. Τα χέρια της πήραν την φωτογραφία δύο όμορφων νεαρών κοριτσιών. Μια αφιέρωση από πίσω: “Λυδία-Ιφιγένεια, φίλες για πάντα”. Το δάκρυ της κύλησε στο κρύσταλλο και η κορνίζα χάθηκε στην αγκαλιά της.

Την επομένη τα δελτία ειδήσεων ανήγγειλαν:

“Ο Εφοπλιστής Λουκάς Ρέζος βρέθηκε νεκρός χθες νύχτα σε σουίτα ξενοδοχείου. Εντύπωση προκαλεί ένα μενταγιόν με πράσινα πετράδια επάνω στο πτώμα του θύματος....”




18. Υπάρχουν γάιδαροι και “γάιδαροι”

Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, σκληρά σαν τα βράχια που ξεπρόβαλαν κάτω από το  χώμα της γενέθλιας γης.
Το χωριό άπλωνε τα λιγοστά του σπίτια πάνω στην πιο απότομη πλαγιά του βουνού και το καλύβι που ζούσε με την οικογένειά του έδινε την εντύπωση ότι ήταν έτοιμο να κυλήσει στην άβυσσο που άνοιγε λίγα μέτρα πιο πέρα. 
Δε θυμάται ούτε μια μέρα να είχε φάει γλυκό ψωμί. Αν είχε να φάει τίποτα δηλαδή. 
Έδινε συνεχώς μάχη με την πείνα που του έγλειφε προειδοποιητικά το στομάχι πριν αρχίσει να  το δαγκώνει άγρια. 
Το άθλιο καλύβι, όπου στριμώχνονταν δώδεκα νοματαίοι, θα το περιφρονούσε και ο τελευταίος ζητιάνος αν δεν ήταν αυτοί οι ίδιοι οι τελευταίοι ζητιάνοι, πιο φτωχοί κι από το τίποτα πιο τίποτα απ' τον αέρα.  

Η μάνα του, αποτραβηγμένη σ' έναν κόσμο που  την έκανε να χαμογελά σαν αλλοπαρμένη όταν δεν ήταν κανείς τριγύρω, κατσούφιαζε στο οποιοδήποτε πλησίασμα και η καμπύλη του χαμόγελου έρχονταν ευθύς τούμπα και τότε το πρόσωπό της γίνονταν μια αποκρουστική μάσκα θλίψης και δυσαρέσκειας. Κι όσο λογικό έμοιαζε να κουμπώνεται απότομα και να δυσανασχετεί όταν είχε να κάνει με τα δύστροπα πεθερικά της, ή με τον άντρα της που σήκωνε το τεμπέλικο κορμί του μόνο για να το ρίξει πάνω της βίαια τις νύχτες ή να την σαπίσει στο ξύλο, τόσο παράλογο κι ακατανόητο φαίνονταν στα παιδικά του μάτια αυτή της η αποστροφή για τα εννιά παιδιά της.

Ήταν ο μικρότερος κι από νεογέννητο σχεδόν, έμαθε να προσέχει ακόμα και το κλάμα του, ώστε να μην τραβάει την προσοχή. Η προσοχή σ' αυτό το σπίτι πονούσε πολύ.
Εκείνη τη μέρα δεν άντεξε. Τον γέλασε το γλυκό χαμόγελο που απλώθηκε στα χείλη της, μα η μυρωδιά του φρεσκοφουρνισμένου ψωμιού ήταν εκείνη που τον έκανε να παραδοθεί. 
Παράτησε το παιχνίδι, καμώνονταν από ώρα τον πολεμιστή, σπαθίζοντας κλαψουρίζοντας μ' ένα κλαδί τον αέρα, λες κι ο αόρατος εχθρός τον νικούσε κατά κράτος, σκούπισε τις μύξες του στο βρώμικο μανίκι, ύστερα το μανίκι στο σκισμένο παντελόνι, πλησίασε τη μάνα του, όπως θα πλησίαζε τον εχθρό και ζητιάνεψε την εύνοιά της, σε μια μπουκιά ψωμί.
Εκείνη έβγαλε φωνή και χύμηξε πάνω του. Αυτός έβγαλε φτερά στα πόδια. Σταμάτησε μόνο όταν απομακρύνθηκε αρκετά και μην αντέχοντας άλλο, έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να κλαίει γοερά. Δε γνώριζε ακόμα πως σ’ εκείνο του το σπάραγμα, είχε μάρτυρα κρυφό. 
Πρώτα άκουσε το γκάρισμα να απαντάει στο δικό του σπάραγμα και μετά είδε τον γάιδαρο να τον κοιτάει καλοσυνάτα. 
Σε κάθε δική του κραυγή έρχονταν άλλη μια απάντηση, άλλο ένα συντροφικό γκάρισμα. 

Πώς τα θυμήθηκε τώρα όλα αυτά; Ίσως γιατί για δεύτερη φορά στη ζωή του, άντρας πια, ένιωσε τόση απελπισία. 
Τι κι αν νόμιζε ότι μαζί με το χωριό είχε αφήσει και τη δυστυχία πίσω του; 
Αχ και να υπήρχε ένας γάιδαρος εδώ γύρω!
Άνοιξε το παράθυρο, έβγαλε το κεφάλι στον φωταγωγό κι έβαλε τα κλάματα.
Ο γάιδαρος που του απάντησε αυτή τη φορά, καθόλου δεν τον συμπόνεσε, παρά τον πρόσταξε να σκάσει, ειδεμή θα καλούσε την αστυνομία.



19. Γροθιά στο μαχαίρι.

Εδώ και μέρες διαβάζει τη βιογραφία του. Είναι συνομήλικός του και βγάζει μια αυτοπεποίθηση που δίχως άλλο, του προκαλεί μια ανεπαίσθητη ζήλια. Είναι κι αυτές οι συμπτώσεις που ενώνει κατά κάποιο τρόπο τις ζωές τους και οι συγκρίσεις ανάμεσά τους αναπόφευκτες. Υιοθετημένοι και οι δυο. Ίδια αφετηρία ζωής δηλαδή. Πόσο διαφορετικές πορείες όμως ακολούθησε ο καθένας τους… Αυτός, χρόνια τώρα νιώθει βαλτωμένος σε αναπάντητα ερωτήματα κι εκείνος προχώρησε και είχε διαπρέψει με τις επιλογές του. Θα μπορούσαν να ήταν κι αδέλφια…

Τι ανόητες σκέψεις περνούν ώρες ώρες απ’ το μυαλό του…!!!

Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Καμιά φορά, έκανε συνειρμούς παράλογους λες κι ήθελε από κάπου να πιαστεί για να καλύψει το απροσδιόριστο αυτό κενό που από τα μικράτα του, δίχως οίκτο, φώλιαζε μέσα του… Και να ΄λεγε κανείς πως στερήθηκε αγάπη κι αγκαλιά! Όλα για χάρη του! Για να μην νιώσει ούτε στιγμή ξένος! Απ’ όλους ανεξαιρέτως τους συγγενείς της οικογένειας! Κι όμως… Πάντα κάτι έλειπε… Κάτι με πείσμα κρατούσε το χαμόγελό του και δεν το επέτρεπε να γίνει γέλιο. Ήταν κι αυτό το σφίξιμο στην καρδιά που ένιωθε κάθε φορά που άφηνε τη σκέψη του ν’ ακολουθήσει τα αδιέξοδά του μονοπάτια…

Σύμφωνα με τα βιβλία ψυχολογίας που διάβαζε συνέχεια, υπήρχε μια εξήγηση για όλα τούτα. «Είναι αυτή η εσωτερική μάχη που γίνεται σε κάθε υιοθετημένο παιδί θέλοντας να μάθει το «γιατί»… », διάβασε κάπου. «Είναι αυτός ο φανταστικός κι ανύπαρκτος μάρτυρας που ψάχνει απεγνωσμένα μια ζωή για να του μαρτυρήσει τα κρυμμένα κι αφανέρωτα μυστικά των φυσικών γονιών του», ανέφερε ένα άλλο βιβλίο... Πόσα τέτοια βιβλία δεν είχαν περάσει από τα χέρια του! Και όσο διάβαζε προκειμένου να λύσει μοναχός του το μυστήριο της αναστατωμένης ψυχής του, τόσο και η σκέψη του γινότανε μπλεγμένο ένα σκουρόχρωμο κουβάρι. Ώσπου αποφάσισε ν’ αλλάξει είδος αναγνωσμάτων. Και κάπως έτσι ξεκίνησε με τις βιογραφίες. Ήταν η δεύτερη στη σειρά που επιχείρησε να διαβάσει, και…

Κοίτα λοιπόν που το κόλλημα του μυαλού δεν του άφηνε καμία πόρτα ανοιχτή για να ξεφύγει απ’ τις στενάχωρες κι ανούσιες σκέψεις του…

Μια φωνή μέσα του κάτι του ψιθύρισε μα αυτό που του είπε το άφησε μεμιάς να φύγει με το φύσημα του ανέμου. Σφάλισε τα μάτια κι αφουγκράστηκε για λίγο το θόρυβο που ερχότανε από το φωταγωγό. Σαν ψίθυροι συνωμοσίας του φάνηκαν τα όσα άκουγε. Ή μήπως ήταν στο μυαλό του?  

Έκλεισε με δύναμη το βιβλίο, σηκώθηκε αποφασισμένος από την πολυθρόνα όπου βούλιαζε εδώ και ώρα, βγήκε βιαστικά από την πόρτα του σπιτιού του και κατευθύνθηκε προς το σπίτι των θετών γονιών του. Αυθόρμητα και δίχως να πάρει ανάσα, άνοιξε με τα κλειδιά του και εισέβαλλε στην κυριολεξία μέσα.

Θέλω να ψάξω να τους βρω, είπε και θαρρείς πως ένα βάρος έφυγε από το στήθος του. Πρέπει να τελειώνω με αυτό!




20. Η ιστορία μια Λέξης.

Η Λέξη γεννήθηκε πριν χιλιάδες χρόνια. Ούτε και η ίδια ξέρει πόσους αιώνες κουβαλά στην πλάτη της. Ζώντας μια ξέφρενη ζωή, συναρπαστική. Προσδιόρισε, εξέφρασε, εκπροσώπησε, είπε σ΄αγαπώ, μίσησε με πάθος, καταστράφηκε, απλοποιήθηκε και αναγεννήθηκε ξανά. Μα κυρίως άλλαξε τον κόσμο. Ένας δρόμος δύσκολος. Η μια μάχη μετά την άλλη. Μάρτυρας των πιο υποχθόνιων σχεδίων μας, των πιο ανείπωτων σκέψεών μας, σύμμαχος των ποιητών, βοηθός δημαγωγών και ρητόρων, εραστών και ανέραστων. Υπήρξαν εποχές που στάθηκε σε θρόνους, λατρεύτηκε και θεοποιήθηκε. Άλλοτε σύρθηκε σε βρόμικους φωταγωγούς, θάφτηκε στην πιο σκοτεινή άβυσσο
Μα η φωνή της δεν σιώπησε ποτέ. Στάθηκε εκεί. Με το λάμδα της να προστατεύει σαν κυματοθραύστης την συνοχή της, με το έψιλον τονισμένο να την δένει σαν το έψιλον της μητέρας, με το ξι της να μοιάζει δυνατό σαν τα χέρια ενός γενναίου άντρα, με το ήττα της να προδίδει πως είναι γυναίκα. 
Καθήκον δικό της να υπάρχει για να μας θυμίζει πως είμαστε Άνθρωποι. Χρέος δικό μας να την προστατέψουμε για να μείνουμε Άνθρωποι.




21. Χωρίς αγάπη

Η Μελίνα ήταν δύσκολο παιδί. Τον πρώτο χρόνο δεν κοιμήθηκα πάνω από πέντε ώρες, κάθε βράδυ κλάμα και γκρίνια. Τότε ήταν που αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε με τον Σπύρο. Δεν κατανοούσε τι περνούσα, γιατί ήμουν μονίμως εξαντλημένη. Δώσαμε ευκαιρίες και τελικά έφυγε από το σπίτι λίγα χρόνια μετά. Η στήριξή του σχεδόν ανύπαρκτη. Εργάστηκα οπουδήποτε για να καταφέρουμε να επιβιώσουμε. Χωρίς να το καταλάβω είχα ήδη απομακρυνθεί από την κόρη μου. Κατάθλιψη διέγνωσε η ψυχολόγος. Δεν είχα δυνάμεις για να δώσω μάχη, ούτε και να την κερδίσω.

Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν είδα ποτέ την εικόνα της μητέρας μου γελαστή. Εκτός από ελάχιστες φορές που αναγκαζόταν για κοινωνικούς λόγους. Όλη η κούραση και ο πόνος της εγκατάλειψης της έβγαινε με αυστηρότητα πάνω μου. Δεν τολμούσα να της πω τίποτα, οι σχέσεις μας ήταν τυπικές. Δεν έζησα τρυφερότητα, ούτε την αγκαλιά. Κι έτσι από τα 17 μου άρχισα να την αναζητώ σε αγόρια της ηλικίας μου, προσπαθώντας να καλύψω το κενό. Όταν ερωτεύτηκα τον Μάνο, η φίλη μου η Άννα μου έβαλε τις φωνές. Ότι θα με εκμεταλλευτεί όπως έκανε και με άλλες κοπέλες. Μου φερόταν όμως καλά, μέχρι την ημέρα που του αποκάλυψα την εγκυμοσύνη μου. Η φωνή του άλλαξε ηχόχρωμα, μου ζήτησε να κάνω έκτρωση αλλιώς να μη του ξαναμιλήσω. Ήταν ήδη αργά..
Κάθε βράδυ έκλαιγα και προσπαθούσα να σκεφτώ πως θα τα καταφέρω.Η Άννα ξέκοψε και ο Μάνος δεν μου ξαναμίλησε. Ο πατέρας μου αγνοούσε τις κλήσεις μου. Αν με ρωτάτε πως βρήκα την δύναμη να το αποκρύψω από την ίδια μου την μάνα, δεν μπορώ ακόμα να σας απαντήσω με σιγουριά. Φορούσα φαρδιά ρούχα, κλεινόμουν πιο πολλές ώρες στο δωμάτιό μου και φρόντιζα να πηγαίνω στον γιατρό τις ημέρες που είχα φροντιστήριο. Λένε πως η ψυχή της γυναίκας είναι άβυσσος, μάλλον έχουν δίκιο. 

Εκείνο το βράδυ είχα εφημερία. Όταν με φώναξαν για έκτακτο περιστατικό και είδα τα μάτια του τραυματιοφορέα κατακόκκινα, το ένστικτό μου, μου έλεγε πως θα είναι δύσκολη νύχτα. Έχουμε δει τα άπειρα στο νοσοκομείο, μα αυτό που αντίκρισα δεν ξέρω αν θα καταφέρω να το ξεπεράσω. Σκόρπιες λέξεις συγκράτησαν τα αυτιά μου από το σοκ, μωρό- φωταγωγός- νεαρή κοπέλα. Κάποιοι είχαν αρχίσει ήδη να κατακρίνουν "μα πως μπόρεσε το τέρας;". Πήγα και έριξα νερό στο πρόσωπό μου. Για πρώτη φορά έχασα την αυτοσυγκράτηση μου. Έπιασα μια νοσοκόμα από το μανίκι "πως μπορείς να κρίνεις μια κοπέλα χωρίς να ξέρεις την ιστορία της; Ακόμα κι αν την μάθεις, ποια είσαι εσύ να χαρακτηρίσεις έτσι έναν άνθρωπο όταν δεν γνωρίζεις τι μπορεί να έχει βιώσει;". Κανείς μας δεν μίλησε ξανά. Το μωρό είχε ήδη ξεψυχήσει.

- Γιατί Μελίνα μου; Γιατί κόρη μου το έκανες αυτό; Γιατί δεν μου μίλησες;
- Μα.. δεν μιλάγαμε ποτέ μαμά. Με φόβιζε και μόνο η σκέψη της αντίδρασής σου.
- Πως το πέρασες μόνη όλο αυτό; Πως γέννησες στο μπάνιο;
- Εκείνη την ώρα σκεφτόμουν μόνο το μωρό μου, δεν πρόλαβα. Θα το πήγαινα μετά στο νοσοκομείο. Δεν πρόλαβα.
- Δεν είσαι δολοφόνος μ'ακούς; Εγώ είμαι δολοφόνος που δεν σε φρόντισα όταν έπρεπε. Ο πατέρας σου είναι δολοφόνος που δεν νοιάστηκε για εμάς. Εσύ δεν είσαι μ'ακούς; Μάρτυράς μου ο Θεός αν σε αφήσω ξανά μόνη..

Υπάρχουν άνθρωποι που μεγάλωσαν χωρίς αγάπη.
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν ξεπέρασαν την εγκατάλειψη.
Υπάρχουν άνθρωποι που χρειάζονται την βοήθειά μας.
Υπάρχουν άνθρωποι που ξοδεύουν την ζωή τους βάζοντας ταμπέλες.



22. Ζόρικα

Σκάβουν.
Όλοι σκάβουν
Άλλος για να θάψει
Άλλος για να βρει
Ο στόχος είναι το θέμα
Το κίνητρο που διαλέγει κανείς
Και κάνει ευαγγέλιο
Η φωνή που ακολουθεί
Για να αποφύγει την άβυσσο
Ή για να περάσει μέσα από αυτήν
Προκειμένου στην απέναντι όχθη να ελπίζει 
Πως θα βγει

Φοβούνται
Οι περισσότεροι λακίζουν
Την μάχη δίχως άλλο αποφεύγουν
Ποιος γίνεται μάρτυρας οικειοθελώς 
Στις μέρες αυτές τις δύσκολες
Τις άνυδρες μέρες
Τις μέρες της αδιαφορίας, της βολής και του ωχαδερφισμού
Ποιος πέφτει στα ζόρικα με τη θέλησή του
Ποιος τρέχει προς στη φωτιά για να τη σβήσει
Αφού μπορεί να τρέξει αντίθετα και το τομάρι του να σώσει

Προσδοκούν 
Με φρούδες ελπίδες χτίζουν τη ζωή τους
Κι όλα όσα ενοχλούν, στο χαλάκι από κάτω τα κρύβουν
Καθώς πρεσβεύουν πως ό,τι δεν φαίνεται, δεν υπάρχει
Τι τα σκαλίζεις, σε ρωτούν 
Και για χαζό σε λογαριάζουν 
Εσέ που ψάχνεις! 
Μα έτσι που τα κατάφεραν
Και σε κονσερβοκούτια μέσα στοίβαξαν τα όνειρά τους
Από μικρούς φωταγωγούς παλεύουν να ανασάνουν

Φυτοζωούν!




23. Πολύ νέος για να παραδοθεί.

Ξαναβρήκε τις αισθήσεις του μετά από αρκετή ώρα. Πονούσε όλο το σώμα του, μα κυρίως το πόδι και το χέρι της δεξιάς πλευράς του. Γεμάτος αίματα, το οποία είχαν ξεραθεί πάνω στο σώμα και τα ρούχα του. Προσπάθησε να κινηθεί αλλά ο πόνος ήταν αφόρητος. Με δυσκολία έβγαλε το κινητό από τη τσέπη του, αλλά η οθόνη του ήταν ραγισμένη, νεκρή. Θυμήθηκε. Το μαδέρι στο οποίο πάτησε, έσπασε στη μέση κι αυτός βρέθηκε στο κενό. Στο ελάχιστο χρόνο που διήρκεσε η πτώση του, πρόλαβε να αισθανθεί την άβυσσο στην οποία είχε εγκλωβιστεί. Τη μοναξιά στην οποία τον είχαν καταδικάσει οι συμμαθητές του, την αδιαφορία των γονιών του, το τσάκισμα των ονείρων του.

Προσπάθησε να περάσει πάνω από το φωταγωγό για να βρεθεί στην άλλη άκρη της ταράτσας, όπου εκείνη η γκριζόμαυρη γάτα κρυβόταν. Μέρες προσπαθούσε να την καλοπιάσει, να τη φέρει στο ησυχαστήριο, που είχε φτιάξει στο δώμα της μισοτελειωμένης οικοδομής, ένα τετράγωνο μακριά από το σπίτι του. Εκεί χανόταν για ώρες, όταν το στενάχωρο διαμέρισμα τους δεν τον χωρούσε. Ένα στρώμα που βρήκε παραπεταμένο δίπλα σ΄ ένα κάδο σκουπιδιών ήταν το μοναδικό έπιπλο που είχε μαζί με κάμποσα βιβλία που διάβαζε και τα ταίριαζε μετά όμορφα σε ένα ράφι που είχε στήσει πρόχειρα.

Άκουσε ένα νιούρισμα. Σήκωσε το κεφάλι του προς τα πάνω. Εκείνη η γάτα τον κοίταζε από εκεί ψηλά, σαν κάτι να ήθελε να του πει. Προσπάθησε να της ζητήσει βοήθεια. Η φωνή του ίσα που ακούστηκε. Πονούσε, η κάθε κίνηση του προκαλούσε αφόρητο πόνο. Θα πέθαινε. Το αισθανόταν. Μόνη μάρτυρας αυτού του άδικου θανάτου του θα ήταν αυτή η μοναχική γάτα η οποία έκανε βόλτες ολόγυρα στην άκρη του φωταγωγού. Συνέχιζε να νιαουρίζει όλο και πιο δυνατά. Τα μάτια του έκλειναν. Αισθανόταν ότι έχανε τη μάχη για τη ζωή του. Βυθιζόταν σ΄ έναν ύπνο, από τον οποίο δεν ήξερε αν θα ξυπνούσε ποτέ.

Οι φωνές, που όλο και γίνονταν δυνατότερες, τον συνέφεραν. Μπερδεύονταν με τα ασταμάτητα νιαουρίσματα της γάτας, που πεθύμησε για παρέα του. Άκουσε το όνομα του. Ίσα που κούνησε το κεφάλι του. Αποφάσισε να μην αφήσει την ευκαιρία που του δόθηκε. Θα κρατούσε όσο μπορούσε ανοιχτά τα μάτια του. Η ζωή είναι γλυκιά και την ήθελε. Όσο κι αν τον πόνεσε μέχρι τότε, την προτιμούσε από τον θάνατο. Ήταν πολύ νέος για να παραδοθεί. 




24. Η παρεξήγηση

Όταν με τον Αρχιτέκτονα κοιτάζαμε τα σχέδια του σπιτιού ενώ όλα τα αντιλαμβανόμουν στη σωστή τους διάσταση, ασανσέρ, φωταγωγός, πατάρι, ντουλάπες , στη κουζίνα κάναμε το λάθος και το παράθυρο κατασκευάστηκε 20 εκατοστά μικρότερο σε ύψος. Όμως αποδείχθηκε πιο πρακτικό. Συρόμενο όπως είναι με σήτα παραμένει ορθάνοιχτο την μεγαλύτερη διάρκεια του έτους και γεμίζει καθαρό αέρα κουζίνα, σαλόνι και το καθιστικό.

Στο σπίτι μας, κέντρο πόλης, απροειδοποίητα σπάνια έρχομαι. Δευτέρα μέρα ήταν, κάτι είχα ξεχάσει και βιαστικά πετάχτηκα να το πάρω. Μπήκα το πήρα, ένας φάκελος, και πριν κλείσω την πόρτα φεύγοντας σαν κάτι να άκουσα.
Εκείνη την ώρα δεν δικαιολογείτο να είναι κάποιος μέσα. Σταμάτησα και αφουγκράσθηκα. Από την πίσω κρεβατοκάμαρα την βορειοανατολική  έρχονταν φωνές. Μια γυναικεία και μια αντρική, ακούγονταν αμυδρά... , ο απόλυτος αιφνιδιασμός..
«...αυτό πάλι , τυχαία ανακάλυψη», μονολόγησα αμήχανα... 

Ένοιωσα ότι κάτι περίεργο και ενοχλητικό υπάρχει. Για κάποια δευτερόλεπτα μέσα μου γινόταν μια μάχη.. Κοντοστάθηκα, πήρα βαθιά ανάσα και προσπάθησα να σκεφτώ...

Εντάξει, μην πάει το μυαλό σας παραπέρα γιατί στο σπίτι μας δεν έχουμε προβλήματα. Και φυσικά κανένας λόγος δεν συντρέχει αυτό να αλλάξει.

Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου... Ακροπατώντας κίνησα να φύγω.  Σκέφτηκα να αφήσω τα πράγματα να εξελιχθούν ομαλά...

«πας καλά, και αν ήταν κανένας κλέφτης...», το κρατάω σαν πιθανή παρατήρηση στενού φίλου...

Άνοιξα την κεντρική πόρτα με διακριτικότητα και την τράβηξα με τρόπο να κλείσει. Όμως, ένα δυνατό «μπουμ» ακούσθηκε και με εξέθεσε ανεπανόρθωτα. Ο δυνατός αέρας από το παράθυρο της κουζίνας έσπρωξε την πόρτα και έκλεισε ορμητικά κάνοντας τέτοιο θόρυβο που ακούσθηκε σε ολόκληρη τη πολυκατοικία.
Τώρα τι κάνουμε , ακουστήκαμε δυνατά... Άσε το άλλο, να το εκλάβει κάποιος ως πράξη οργής και θυμού...
Ξαναμπήκα στο σπίτι... Πήγα και τράβηξα ορμητικά το παράθυρο να κλείσει, και διπλοσύρτη θα του βάλλω...
Οι φωνές από το δωμάτιο δεν ακούγονταν, ή είχε μειωθεί η παρατηρητικότητα της ακοής μου. Έπρεπε να εμφανισθώ... Σχεδίασα τη σειρά των ενεργειών μου.
Με σταθερό βήμα πλησίασα στο διάδρομο, άνοιξα και έκλεισα αναίτια το μπάνιο περισσότερο για να ακουσθούν οι τριγμοί της πόρτας και λιγότερο για να πλύνω όπως και έκανα τα χέρια μου.
Εμφανίστηκα στη πόρτα του υπνοδωματίου...

Κοίταζα σαστισμένος.. Έκλεισα την τηλεόραση...
Πρέπει να ήταν ανοικτή περισσότερο από 3 ώρες. Έτσι το μέτρησα...
Και άντε μετά να εξηγήσεις στη γυναίκα ότι η ανοικτή τηλεόραση είναι σπατάλη ενέργειας, είναι χρήματα παραπανίσια στη ΔΕΗ, και ότι επέρχεται φθορά της με τη συνεχή λειτουργία. Να είστε σίγουροι ότι πάλι θα το ξανακάνει. Πάλι θα την αφήσει ανοικτή. Και στο μπάνιο το φως, το κάνει πολλές φορές...

Το παράθυρο το ξανάνοιξα. Στάθηκα κάποια δευτερόλεπτα να με κτυπήσει ο καθαρός αέρας.  Μια γουλιά νερό και αποδοχή για παρανόηση, λανθασμένη αντίληψη, και αρκετή δόση φαντασίας...

Όταν καθίσαμε για φαγητό το μεσημέρι θέλησα να εξομολογηθώ...
-  «Την τηλεόραση να την κλείνεις...»
-  «Την κλείνω ....»
-  «Και το φως του μπάνιου...»
-  «Τίποτα άλλο...»
-  «Ναι, θα σου πω, μάρτυρας μου το παράθυρο...» , αμηχανία για να συνεχίσω...
-  «Καλά, μίλα στον ...μάρτυρα. Φάε μόνος σου... , η γκρίνια σου δεν υποφέρεται...» !



Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 7 - 15 πατήστε εδώ!
Για τις συμμετοχές 1 - 6, αλλά και για να βαθμολογήσετε. πατήστε εδώ!