Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

20ο Παίζοντας με τις λέξεις (Συμμετοχές 1 - 7)


Το 20ο "Παίζοντας με τις λέξεις" μας έδωσε 17 υπέροχες συμμετοχές και οι λέξεις: γένια, απλότητα, σύντροφος, λαός, ελιά, καθόλου εμπόδιο δεν στάθηκαν στη δημιουργία.
Θέλω να σας πω ένα μεγάλο ευχαριστώ που είστε εδώ, είτε συμμετέχοντας, είτε βαθμολογώντας.
Αυτό το παιχνίδι υπάρχει χάρη σε σας!

Η σειρά των συμμετοχών βγήκε με κλήρωση και αυτές μοιράστηκαν σε δύο αναρτήσεις για να τις απολαύσετε, αλλά και να τις βαθμολογήσετε.
Αν δείτε κάποιο λάθος, σας παρακαλώ να μου το επισημάνετε!
Αν αφορά συμμετοχή καλό θα είναι να γίνει στο μέιλ μου almikr@gmail.com


Βαθμολογείτε 5 συμμετοχές

3 βαθμούς παίρνει η συμμετοχή που σας άρεσε περισσότερο, 
2 η επόμενη και από 
1 βαθμό δίνετε σε τρεις ακόμα συμμετοχές που σας άρεσαν!

Για την αποφυγή αδικιών πρέπει να μπουν όλοι οι βαθμοί.
Δεν μπορείτε φυσικά να βαθμολογήσετε τη δική σας συμμετοχή!
Κρατάτε κρυφή τη συμμετοχή σας και δεν τη δημοσιεύετε μέχρι να λήξει το παιχνίδι.

Τις βαθμολογίες θα τις γράψετε στα σχόλια, κάτω από αυτή την ανάρτηση μέχρι και τα μεσάνυχτα της Παρασκευής 6 Δεκεμβρίου
Το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα.
Ο νικητής, ή η νικήτρια, θα λάβει ένα συμβολικό δώρο.
Καλή ανάγνωση!




1. Κωστής ο ατυχής

Σε ορεινό χωριό
σε εποχή μακρινή
ζούσε της χήρας ο μονάκριβος
Κωστής ο ατυχής.
Δεν ήταν άντρας δυνατός
με πλάτες φαρδιές
καβάλα στ' άλογο
να πηδάει τις πλαγιές.
Γένια δεν είχε πυκνά
σύντροφος δεν τον καρτερούσε με ελιά
στο μάγουλο
Δεκατριών χρονών παιδί ήτανε
άγουρο.
Κουβαλούσε ένα σακί
μα δεν βάσταξε
λύγισε σ' ένα δέντρο χάμου
Κλωτσιά ο αφέντης του' ριξε
για πάντα τα μάτια σφάλισε.
Τραγούδι έγινε ο Κωστής του γάμου!
"Κωστής ο ατυχής"
και περιπαίζει ο λαός
την απλότητα του Θανάτου.




2.  Οι διπλανοί μας

Ρεύμα δεν είχαν...
Με μια λάμπα πετρελαίου προσπαθούσε να διαβάσει τη μικρή της, σκεπασμένες με μια κουβέρτα, μια και ο χειμώνας είχε ήδη κάνει αισθητή την παρουσία του.
Το ήξερα ότι το διπλανό σπιτάκι περνούσε δύσκολα. Όλοι το γνωρίζαμε και δεν ήταν οι μόνοι.
Άλλη μια οικογένεια που δοκιμαζόταν άγρια. Τα δυο μικρά παιδιά ξεχνούσαν την πείνα τους με ζαχαρόνερο  πολλά κρύα βράδια. Ο μπαμπάς έψαχνε για δουλειά μετά από το κλείσιμο της εταιρείας που εργαζόταν.  Α, όχι δεν έκλεισε φυσιολογικά. Πτώχευσε  και  το αφεντικό κρυφά, τα μεταβίβασε στη νέα του εταιρεία για να μη δώσει αποζημιώσεις.
Μα στην μικρή πόλη που ζούσαν δεν υπήρχαν μεροκάματα. ''Μια  δουλειά,  ό,τι  να ναι'', έλεγε ο σύζυγος... ''Ασχολούμαι με οτιδήποτε''.  Παρακαλούσε, έτρεχε να βρει ένα μεροκάματο έστω. Καθάριζε κάποιο χωράφι που και που, μαστόρευε μια χαλασμένη πόρτα, έτσι να βγαίνει το λίγο φαγητό του μήνα. Αλλιώς, ψωμί και ελιά ήταν η καθημερινή διατροφή. Ένα όσπριο, λίγα λαχανικά ήταν τις καλές ημέρες.
Σχολείο πήγαινε η μεγάλη κόρη κι έτσι έτρωγε το γεύμα που πρόσφεραν . Αν περίσσευε, έφερνε και για τη μικρή.
Τα ξέραμε όλοι, βοηθούσαμε όπως μπορούσαμε. Μα ήμασταν λίγοι.  Και ήταν πολλοί...Τα  οικονομικά μας δεν ήταν και ανθηρά. Και δεν μπορούσες να βοηθήσεις όπως ήθελες πάντα.
 Αλλά υπήρχαν και θέματα υγείας. Η μητέρα έπασχε από τα νεφρά της. Πώς να δουλέψει; Αναγκαζόταν να μείνει σπίτι με τα παιδιά. Μέσα στην απλότητά της παρακαλούσε το Θεό για βοήθεια.
Και η Εκκλησία βοηθούσε, αλλά πολλές οι ανάγκες είπαν και λίγα τα συσσίτια
Εκείνη και ο σύντροφός της έψαχναν λύσεις... να φύγουν; Και πώς; Πού θα μείνουν με δυο μικρά παιδιά; Να φύγει εκείνος, εκεί κατέληξαν. Στην πρωτεύουσα μπορεί να έβρισκε δουλειά...
Για κοίτα πού φτάνει ο άνθρωπος, να χωρίζει από την οικογένειά του.
''Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια'' λέει ο λαός και το ίδιο επαναλαμβάνουν πολλοί συμπολίτες μας που έχουν τη δυνατότητα να βοηθήσουν. Το κρίμα στο λαιμό τους!
Αναστέναξα βαθιά.
Το βλέμμα μου έπεσε στην τηλεόραση. Να ξεχαστώ, να θυμώσω, να κοιμίσω το νου, να μην νοιώθω, αυτό μας χαρίζει η τηλεόραση.
''.....437.500 δολάρια πουλήθηκαν σε δημοπρασία αθλητικά παπούτσια '' έλεγε ο παρουσιαστής.
Πω πω πόσα χρήματα!
Να ακούς και να σου σηκώνεται η τρίχα.
Τι καλά που δεν είχε ρεύμα η διπλανή μου οικογένεια!
Κοίτα ειρωνεία! Δες  τόσοι άνθρωποι πού ξοδεύουν τα λεφτά τους, ενώ μπορούν να ταΐσουν δεκάδες παιδιά.
Μα  πού συμβαίνουν όλα αυτά;
Δίπλα μας,παραδίπλα μας;
Ή μήπως σε άλλον πλανήτη;




3. Κλέφτες των ονείρων μας


όλοι εκείνοι που έρχονται προς εμάς κρατώντας (ή κραδαίνοντας άραγε;) εμφατικά τον κλάδο της ελιάς τους και τα παχιά τους λόγια καλά ζυγισμένα. Ζητάνε την έγκριση και την αποδοχή μας. Κι αυτοί σε αντάλλαγμα -λένε και μας τάζουνε- ΘΑ μας βοηθήσουν!
Μα τι χρειάζεται ο λαός, αλήθεια ξέρουν;  Όχι πες μου τι χρειάζεται, πέρα από λίγη ντομπροσύνη και λίγη απλότητα; Όχι, όχι δεν είπα λιτότητα. Πάλι παράκουσες; Για απλότητα και αυθεντικότητα μιλάω!
Μα δεν υπάρχει στις τσέπες τους ρε φίλε, (σύντροφε καλέ μου) ούτε δράμι περηφάνιας και φιλότιμο. Δεν είναι ότι έχουν καβούρια. Είναι που τά 'κλεψαν κι έπειτα σαν γνήσιοι κλέφτες, τα πούλησαν όλα... Τούτοι εδώ, οι δικοί μας κλέφτες, είναι οι χειρότεροι όλων. 
Έχουν τα γένια, μα όχι τα χτένια. Τα ξεπούλησαν κι αυτά! 
Κι έτσι απομείναμε εγώ κι εσύ και ο παράλλος να γράφουμε για τη μοίρα μας, να την κάνουμε στιχάκια, να την μοιρολογάμε.
Εγώ όμως έγκωσα στα μοιρολόγια.
Δεν βολεύομαι στα μαύρα άλλο.
Και έχω διαβάσει και Καζαντζάκη και τον πιστεύω.
Εγώ είμαι το φως. Εγώ και το σκοτάδι μου!




4.  ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΑΚΙ


Η Μεγάλη ελιά λύγισε κάτω από την ωμή δύναμη του εκσκαφέα. Η Σκόνη σκέπαζε τα πάντα. Το παλιό σπίτι έκλεινε αγέρωχα τον κύκλο ζωής του. Κάθε τι μετατρέπονταν σε σωρό από ερείπια.

Στεκόμουν συγκινημένος με ανάμικτα συναισθήματα. Το παλιό έφευγε δίνοντας τη θέση του στο όνειρο του αύριο. Συγκίνηση, νοσταλγία, προσδοκία. Όλα μαζί ανάμικτα.

Περπατώντας στα ερείπια άξαφνα στραβοπάτησα σε έναν τσιμεντόλιθο. Το πόδι μου γύρισε και ένας καθαρός μεταλλικός ήχος ξεχώρισε. Ένα παλιό σιδερένιο κουτί έστεκε κάτω απ το πόδι μου. Για τα καλά παραμορφωμένο, γερμένο στο πλάι. Έσκυψα να το τραβήξω πέρα και τότε το είδα να πέφτει.

Ένα μικρό ραδιόφωνο. Ένα τρανζίστορ εποχής 1970. Ένα λευκό Phillips με ασημένια πλάκα και μια κόκκινη βελόνα που ξεχώριζε μέσα στην απλότητά του. Κάπου το ήξερα αυτό το τρανζίστορ! Το κράτησα στο χέρι μου, φύσηξα τις σκόνες που το σκέπαζαν και τα μάτια μου έμειναν πάνω του. Το έφερα στην αγκαλιά μου. Σαν να ήθελα να το κρύψω σ’ αυτήν. Σαν να ήθελε και αυτό να με πάρει πίσω μακριά… 46 ολάκερα χρόνια.

“Εδώ Πολυτεχνείο… Εδώ Πολυτεχνείο”
“Πατέρα τι γίνεται;”
Με κοίταξε τρίβοντας τα γένια με το χέρι του.
“Ξεσηκωμός παιδί μου! Δεν ακούς;”
“Ποιος;”
“Φοιτητές και Λαός

Στα μαύρα χρόνια της χούντας, από τα επτά μου, είχα ήδη μυηθεί σε εκείνες τις βασικές έννοιες. Ολάκερη οικογένεια, μητέρα, γιαγιά, ο πατέρας και εγώ εκεί! Γύρω από το μικρό ραδιόφωνο. Που εκείνη τη νύχτα της 17ης Νοέμβρη είχε μια ξεχωριστή θέση και σημασία στη ζωή μας. Ήταν ο κοινωνός μας με εκείνους που μάχονταν και τους συντρόφους τους.

“Έβγαλαν τα τανκς στους δρόμους!” είπε πνιχτά η μητέρα μου.
“Καταραμένοι”, συμπλήρωσε η γιαγιά από δίπλα.
“Τα παιδιά πατέρα! Τι θα γίνουν τα παιδιά!”

Μας κοίταξε με μάτια υγρά, κόκκινα απ την ένταση και το ξενύχτι. Με τρεμάμενα χείλη ψιθύρισε.

“Απόψε είναι η βραδιά τους! Άκούστε! Γράφουν τη δική τους ιστορία!”
“Αδέλφια μας στρατιώτες! Πως είναι δυνατόν…..” ούρλιαζε ο εκφωνητής. Οι καρδιές σφίχτηκαν. Οι γροθιές μελάνιασαν στα χέρια. Το ραδιοφωνάκι έτρεμε στην αγκαλιά μας, στην παγωμένη ανάσα μας.
“Πατέρα θα τολμήσουν; θα γίνει σκοτωμός!” ψέλισσα.

Ύστερα…. φωνές… ο Εθνικός ύμνος, σιωπή! Αυτή η απέραντη θανάσιμη σιωπή. Το ραδιοφωνάκι έστεκε σιωπηρό, βουβό. Μόνο κάτι παράσιτα σφύριζαν δαιμονισμένα διαπερνώντας τα αυτιά μας.

“Μπάρμπα Γιάννη!”

Η Φωνή των εργατών με γύρισε πίσω.

“Τραβήξου ο εκσκαφέας ! Τι βρήκες εκεί;”

Είχε δίκιο. Παραμέρισα. Στην αγκαλιά μου κρατούσα πάντα το μικρό ραδιοφωνάκι.

“Κάτι απ τα παλιά μάστρο Θόδωρα”
“Κοίτα να δεις! Τρανζίστορ;”
“Ναι! Το παλιό μας ραδιοφωνάκι”

Με κοίταξε για λίγο. Πρέπει το πρόσωπό μου να ήταν σφιγμένο.

“Καταλαβαίνω…” είπε.
“Σ’ αφήνω με τις αναμνήσεις, πάω να μαζέψω τα μπάζα, πρόσεχε!”

Στάθηκα με τη πλάτη στον απέναντι τοίχο. Μέσα απ τις σκόνες έβλεπα το σιδερένιο δράκο να ισοπεδώνει τα υπόλοιπα. Στα χέρια μου εξακολουθούσα να κρατώ ευλαβικά εκείνο το μικρό λευκό ραδιοφωνάκι σπονδή στο πέρασμα του χρόνου και στις αναμνήσεις. Κάτι απ το χθες ενώθηκε με το σήμερα. Είχε επιστρέψει ξανά στη ζωή μας"





5. Υπήρχε λόγος...


     - Ελιά δεν έχει, Παντελή; είπε ο Στέφανος, βλέποντας το πιατάκι που συνόδευε το κυριακάτικο ουζάκι του.
      Ο Παντελής έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς το καφενείο.
     - Ελιές τέλος, είπε άγρια.
     - Τι είπα; είπε απορημένα ο Στέφανος.
     - Τι να σου πω; είπε ο Φάνης, που καθόταν παραδίπλα. Τις τελευταίες μέρες είναι σαν να τον τσίμπησε μύγα.
     - Και με τις ελιές τι τον έπιασε;
     - Ποιος να ξέρει;
     - Μην κρίνετε ίνα μην κριθείτε, είπε ο παπα-Φώτης, που καθόταν πιο πέρα. Ποιος ξέρει τι μαράζι βασανίζει καθενός την ψυχή!
     Ο Παντελής ξαναβγήκε με ένα πανί στο χέρι και άρχισε να καθαρίζει ένα τραπεζάκι.
     - Αλήθεια, Παντελή, είναι αλήθεια αυτό που μου είπε η γυναίκα μου; ρώτησε ο Λάμπρος, που μαζί με τον Αντρέα έπαιζαν τάβλι.
     - Τι σου είπε η γυναίκα σου; ρώτησε ο Παντελής και τον αγριοκοίταξε.
     - Αρραβώνιασες το Βασίλη;
     - Ναι, είπε ο Παντελής και συνέχισε το καθάρισμα.
     - Και δε λες τίποτα, βρε τζαναμπέτη, να σου ευχηθούμε;
     - Πώς το λένε το κορίτσι; ρώτησε ο Φάνης. Πού το γνώρισε;
     - Πότε ο γάμος; ρώτησε και ο Στέφανος.
     - Ώχου, δε με παρατάτε, κουτσομπόληδες; είπε ο Παντελής και ξαναμπήκε στο καφενείο.
    - Μα γιατί κάνει έτσι; είπε ο Αντρέας.
    - Αφήστε, είπε ο Στέφανος, θα μας τα πει όλα ο Βασίλης.
    Ένας νεαρός μόλις είχε φτάσει.
    - Καλώς τον τον αρραβωνιάρη, είπε ο Αντρέας, μόλις ο νεαρός έφτασε στο καφενείο.  Τι γένια είναι αυτά, καλέ;
    Ο Βασίλης χάιδεψε το πηγούνι του.
    - Δεν είναι γένια, μπαρμπα-Αντρέα, μούσι είναι.
    - Και ποια η διαφορά;
    - Το μούσι είναι περιποιημένο.
    - Α, καλά…
    - Τι μάθαμε, αρραβωνιάστηκες; είπε ο Στέφανος.
   Ο Βασίλης χαμογέλασε αμήχανα.
    - Πού το μάθατε;
    - Μου το είπε η γυναίκα μου, είπε ο Λάμπρος. Της το είπε η μάνα σου. Αλήθεια είναι;
    - Αλήθεια.
    - Πώς τη λένε;
    - Εύα…
    - Ωραίο όνομα!
    - Και πού την γνώρισες; Με το τσιγκέλι σου τα βγάζουμε!
    - Στην σχολή.
    - Α, συμφοιτήτρια!
    - Μη μου πεις ότι είναι και από τα μέρη μας!
    - Ποια μέρη μας, μπαρμπα-Φάνη; Αθηναία είναι, Αθηναία, και από πολύ καλή οικογένεια... Κόρη διπλωμάτη.
    - Α! Ώστε γι’αυτό είναι έτσι ο πατέρας σου; Συγγένεψε με την αριστοκρατία και δε θέλει παρτίδες με τον απλό λαό;
    - Ο πατέρας μου; Γιατί, τι σας είπε;
    - Τίποτα.
    - Δεν ξέρω τι λέτε, η Εύα είναι η προσωποποίηση της απλότητας.
    - Πότε θα γίνει ο γάμος; ρώτησε ο παπα-Φώτης.
    - Αργεί ακόμα, παπα-Φώτη. Προς το παρόν, απλώς συζούμε.
    - Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα μοντέρνα, παιδί μου, η ένωση δύο ανθρώπων πρέπει να ευλογείται από το Θεό…
    - Θα γίνει και αυτό… Το σημαντικό είναι ότι είμαστε πρώτα σύντροφοι και αυτό από μόνο του αποτελεί τη βάση για μια αρμονική συμβίωση.
    - Και πότε θα μας την γνωρίσεις, καλέ;
    - Όπου να’ναι… Θα περάσει από εδώ για να πάμε μια βόλτα στο χωριό. Ήρθε εχθές το βράδυ και δεν πρόλαβε να το δει. Α, να τη, έρχεται!
    Μια λεπτή κοπέλα πλησίαζε με γοργά βήματα. Τα μακριά μαλλιά της ήταν λυτά.
     - Καλημέρα, είπε μόλις έφτασε στο καφενείο, και χαμογέλασε με μία τέλεια, αψεγάδιαστη οδοντοστοιχία.
     Κανείς όμως δεν είδε την τέλεια, αψεγάδιαστη οδοντοστοιχία. Όλοι είχαν εστιάσει την προσοχή τους στη μεγάλη, φουσκωτή κρεατοελιά που υπήρχε στο σαγόνι της...



https://maleviziotis.gr

6. ΛΙΟΜΑΖΩΜΑ

Η κυρά Μαριγώ έβαλε το κολατσιό στην βούργια, έκλεισε την πόρτα του σπιτιού της και χάιδεψε τον φουντωτό βασιλικό που βρισκόταν δίπλα στην πόρτα της. Η κόκκινη βαμμένη ντενέκα που ήταν φυτεμένος, ταίριαζε τόσο με το πράσινο φύλλωμα του!!
Το άρωμα του μοσχομύρισε γύρω. 
Το σπίτι της χτισμένο στην άκρη του χωριού, το τριγύριζε ένας πέτρινος αυλότοιχος που  είχε σκεπαστεί με τα χρόνια, με το αγιόκλημα και την βουκαμβίλια που είχαν σκαρφαλώσει επάνω του, στολίζοντας τον με το φύλλωμα και τα λουλούδια τους.
Ο κήπος της ήταν πανέμορφος γεμάτος με τριανταφυλλιές, ορτανσίες, γαριφαλιάς, ό, τι λουλούδι ήθελες θα το έβρισκες στην αυλή της.
Τα αγαπούσε πολύ η Μαριγώ τα λουλούδια της.
Τόσο πολύ, που όταν τα φρόντιζε τους τραγουδούσε κιόλας. Και ένα παράξενο πράγμα θαρρείς και εκείνα το καταλάβαιναν και της χάριζαν απλόχερα τα άνθη τους και τα αρώματά τους.
Πήρε το χωμάτινο μονοπάτι που έβγαζε στο λιόφυτό τους. Φέτος η χρονιά φαίνονταν καλή για το λάδι.
Οι Ελιές  ήταν κατάφορτες με τον χρυσό καρπό να κρέμεται από τα κλαδιά τους.
Έφτασε στο λιόφυτο και είδε από μακρυά κάτω από την ρίζα μιας ελιάς καθισμένο το Μανιωλιό της.
Ξενομπάτισα εκείνη, την είχε εντυπωσιάσει η ομορφιά του. Λεβέντης σκέτος
Τον αγάπησε για την απλότητα και την καλοσύνη του.
Τι κι αν πέρασαν τα χρόνια και άσπρισαν τα γένια του και τα μαλλιά του;
Για εκείνη θα είναι πάντα ο Μανωλιός της, ο σύντροφός της στα καλά και στα άσχημα. μαζί όλα αυτά τα χρόνια που πάλεψαν να αφήσουν μια περιουσία στα παιδιά τους και ήταν αυτή που τους βοήθησε να σπουδάσουν.
 -Καλώς την Μαριγούλα μου έλα κάθισε κοντά μου.Τι καλό μας έφερες κορίτσι μου; Για  να δω; Μοσχομυρίζει.
-Περίμενε βρε Μανωλιό μου όπου να 'ναι θα τελειώσουν τα παιδιά το ράβδισμα κάτω στην ρεματιά. Ξέρεις ε;
-Αμ δεν ξέρω Μαριγούλα μου; Ξεχνιούνται αυτά;
Τι έχει δει αυτή η ρεματιά!!
Σαν ελαφίνα έτρεχες να στρώσεις τα πάνινα δίχτυα
κάτω από τις ελιές.
-Και εσύ; Που αντί να ραβδίζεις τον καρπό, δεν άφηνες αφορμή να με ξεμοναχιάζεις να σου δώσω  ένα φιλί πριν να μας πάρει κανένα  μάτι.
-Θυμάσαι Μανωλιό μου τι γλέντια γινόταν όταν τελείωνε το λιομάζωμα; 
Τι κόσμος και λαός μαζεύονταν από τα γύρω λιόφυτα;
Έφευγε όλη η κούραση και τα μάτια έλαμπαν από  χαρά. 
Πού την βρίσκαμε τόση δύναμη και κουράγιο;
-Τα νιάτα ήταν Μαριγούλα μου. Να δες τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, δεν σου θυμίζουν εμάς;
-Έχεις  δίκιο καλέ μου είπε εκείνη και του χάιδεψε
το χέρι.
Μάνα... πατέρα τελειώσαμε, και του χρόνου! Είπαν εκείνα με ένα στόμα. Βεντέμα είχαμε φέτος. Χρυσάφι θα είναι το λάδι μας.
Δόξα το Θεό παιδιά μου να είστε καλά.
Ελάτε να φάτε να ξεκουραστείτε φώναξε η μάνα η Μαριγούλα και έστρωσε το λευκό της τραπεζομάντιλο βάζοντας επάνω του κόσμου τα καλούδια.
Και να τα ντολμαδάκια, ο ντάκος με ντομάτα και φέτα, το απάκι οι μπουμπουριστοί χοχλοί, χορτοπιτάκια, τυροπιτάκια, ελιές και φυσικά κρασί για να το γιορτάσουν.!!
Και του χρόνου..στην υγειά σας μάνα πατέρα.!!! 




7. «Ο μυστικός δείπνος»

 «Φάτε!... και τσιμουδιά σε κανέναν! Κινδύνεψα για πάρτη σας να μπω στο μάτι του Κυκλώνα. Παρόλο που δε μάτωσε ρουθούνι και δεν τσακίστηκε παραθυρόφυλλο, το τομάρι μου, παρολίγο,  να κρεμαστεί  στην κάνη τους. Η ζωή μου θα κόστιζε  όσο το  πάτημα της σκανδάλης για να με στείλουν στον απόπατο!

Πάλεψα, πολύ, να πάρω τούτη την απόφαση. Δεν το χωρούσε η καρδιά μου να σας βλέπω να σέρνεστε στις χωματερές για μουχλιασμένο ξεροκόμματο. Παίζοντας  το κεφάλι μου, κορώνα γράμματα, φρόντισα να χορτάσω την πείνα σας: τώρα, εσείς,   φροντίστε τα υπόλοιπα. Τα μάτια σας δεκατέσσερα! Οι προδότες παραμονεύουν παντού. Ποτέ δεν τους φώτισε το άστρο της Βηθλεέμ και χτυπούν στο ψαχνό δικαίους και αδίκους.  

Το μόνο αμάρτημα μου - αν λέγεται αμάρτημα, είναι που αλάφρωσα του Άφρονα το μερτικό. Κρυμμένο το ‘χε σε χέρσο αμπελοχώραφο, στις ρίζες μιας χιλιόχρονης ελιάς.. Αν και έχω μάθει να κάνω μόνος τη δουλειά μου, με μοναδικό σύντροφο τον εαυτό μου, η κακορίζικη κατάντια μας δεν μ’ άφησε να κρατήσω το όφελος για πάρτη  μου! Η μπότα του κατακτητή έχει ρημάξει τα πάντα. Ο λαός αγκομαχώντας σέρνεται στις ράγιες των εξπρές για ένα καλύτερο αύριο και ο δήμιος καραδοκεί να μας  τσακίσει τα κόκαλα με απερίγραπτη αγριότητα.

Μπούχτισα, να ζω τη βαρβαρότητα! Από γεννησιμιού με πνίγει η αδικία. Το άδικο μοίρασμα. Κάποιες σαπιοκοιλιές να κατεβάζουν τον αγλέουρα και με ανερυθρίαστη ελαφρότητα να τυμπανίζουν  πως ζούνε με απλότητα. Στην υγειά μας, λοιπόν, και μη ξεχνάτε: στον δίκαιο αγώνα κρύβει η ζωή τα κάλλη της», είπε ο ληστής κι έτριψε με ροζιασμένα χέρια τα δασιά γένια του.



Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 8-17 πατήστε εδώ!

20ο Παίζοντας με τις λέξεις (Συμμετοχές 8 - 17)


8.  ''Με αδίκησε η ζωή.....''

Ο Σεραφείμ Βουρδάκλας ήταν ένας άνδρας κλασσικό δείγμα ανθρώπου του λαού.  Χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, καταπιάστηκε με κάθε λογής δουλειά, βάζοντας στην άκρη όσα μπορούσε περισσότερα. Πότε με μικροκομπίνες, πότε με τύχη, πότε με ξενύχτια και πολύ κόπο,  κατόρθωσε να φτιάξει την δική του εταιρεία.

Πήρε δικά του μηχανήματα, και έγινε υπεργολάβος. Όπου δουλειά που χρειαζόταν γερανός ή εκσκαφέας ο Σεραφείμ παρών.

Απέκτησε γραφεία, και προσωπικό που του δούλευε και έγινε αφεντικό.

Η σύντροφος της ζωής του, η Καλλιόπη και τα δύο του παιδιά ο Γιώργος και η Ευρυδίκη που είχαν και τα ονόματα των γονιών του, είδαν γλυκό ψωμί και ασφάλεια στο μεγάλωμα τους και στο πέρασμα των χρόνων.

Όσο πιο πολύ πετύχαινε η δουλειά του, και γέμιζε η τσέπη του παράδες, τόσο η παλιά του απλότητα ντυνόταν με τη ψεύτικη στόφα του νεόπλουτου και λίγο ξιπασμένου.

Φυσικά θεώρησε καλό να πάρει και μια μερσεντές, γιατί πλέον δεν έτρωγε ψωμί κι ελιά μόνο, αλλά φιλέτα και φρέσκο ψάρι.

Και όταν ήθελε να διαλέξει γραμματέα την διάλεγε πάντα ανάλογα με την εμφάνιση και όχι τα προσόντα. Μεγαλύτερο προσόν από το να προσφέρεις τέρψη στο βλέμμα του εργοδότη σου δεν υπήρχε για τον Σεραφείμ.

Άλλαξε πολλές γραμματείς και κατέληξε στην Φώφη. Υπέροχες καμπύλες η Φώφη και γυναικάκι μούρλια. Και διακοπές η οικογένεια στα καλύτερα, και επαγγελματικά ταξίδια παρέα με τη Φώφη ακόμα καλύτερα.

Κι επειδή όπως καταλάβατε είχαμε ξεπεράσει προ πολλού το επίπεδο ‘’τέρψη του βλέμματος’’, αναπτύχθηκε μεγάλο πάθος ανάμεσα στον εργοδότη και την καλλίγραμμη γραμματέα.

Και τι δεν φρόντιζε να απολαύσει μαζί με τη Φώφη. Γεύματα σε εστιατόρια πολυτελείας, μπουζούκια και άπειρα δώρα στο θηλυκό που του είχε πάρει τα μυαλά.

Αποφάσισε μάλιστα να αφήσει και γένια που σε μικρό διάστημα έγιναν ένα μουσάκι που θεωρούσε πως του χάριζε περισσότερη   κουλτούρα και στυλ.

Γρήγορα η επιτήδεια και καπάτσα Φώφη κατόρθωσε να τον πείσει να πάρει διαζύγιο, και να μπορέσουν έτσι να ζήσουν ελεύθεροι τον έρωτα τους.

Για μεγάλη πίκρα της οικογένειας του που δεν ήθελε να τον βλέπει πια στα μάτια της,  ο Σεραφείμ έφτιαξε καινούργιο σπιτικό, πολλών τετραγωνικών με τη Φώφη, το οποίο έγραψε και στο όνομα της νέας συζύγου του.

Ό,τι όμως ανεβαίνει, αν δεν ελέγχεται,  δεν αργεί να πάρει την κατηφόρα.

Οι δουλειές άρχισαν να παίρνουν την κατιούσα, και τα χρέη αυξάνονταν. Οι απλήρωτοι λογαριασμοί οδήγησαν σε κατασχέσεις και τελικά στην πτώχευση της εταιρείας που είχε στηθεί με πολύ κόπο. Κατασχέθηκε και η Μερσεντές και βρέθηκε ο Σεραφείμ εκτός βολάν και όχι μόνο.

Ακολούθησε η αίτηση διαζυγίου από τη μεριά της Φώφης, που δήλωσε πως δεν είναι φτιαγμένη για να ζει στενάχωρα. Κατηγόρησε μάλιστα τον Σεραφείμ πως δεν έκανε όσα της υποσχέθηκε.

Ο Σεραφείμ πετάχτηκε έξω από το σπίτι που είχε αγοράσει ο ίδιος. 

Κι αν θυμήθηκα αυτήν την ιστορία είναι γιατί τον πήρε το μάτι μου να κάθεται στα σκαλοπάτια μιας πολυκατοικίας δεχόμενος την ελεημοσύνη της γειτονιάς. Βρώμικος, αγνώριστος, με ένα απεριποίητο μούσι, να βρίζει το σύστημα και όσους με αγνωμοσύνη του φέρθηκαν σκάρτα.




9. Ωδή στην Ελλάδα

Να ο τόπος μου.
Μια κουκίδα στο χάρτη.
Ομορφιά και φως.

Ήλιος κι ελιά.
Απλότητα και άσπρο.
Γέλιο και δάκρυ.

Λαός γενναίος.
Αλμύρα και ξεγνοιασιά.
Καρδιές γελαστές.

Γένια μακριά,
πρόσωπα χλωμά,
μαλλιά πλεξούδες.

Σύντροφος ζωής
ο τόπος που αγαπώ.
Ελληνική γη.




10. Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗΣ

Εκείνος ο μαυροφορεμένος άντρας…
Πάντα αγέλαστος, πάντα πικραμένος, πάντα μόνος.
Εκείνος ο άντρας λοιπόν, είχε κρυφτεί ανάμεσα στα γένια του. Έγιναν χέρια και αγκάλιασαν το πρόσωπό του.
Κουβέρτες· χαλάλι.

Τα μάτια του, δυο μικρά κάρβουνα, δυο συμπληγάδες αγέλαστες, δυο μικρές καταιγίδες, δυο αναστεναγμοί.
Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν, μου δίδαξε την απλότητα.
Σε ένα παραμύθι, εκοιμήθη.

Την πλάνη, μου την δίδαξαν τα απροσπέλαστα αστέρια, ο κόκκινος ουρανός, το φεγγάρι που σαν πιράνχας μας κατασπάραξε. Όλους μας κατασπάραξε, μια καμένη γη μας έμεινε, κι αυτή γεμάτη θάλασσα και αίμα.
Οι ήρωες, μας κοιτούν από ψηλά.
Κι ενίοτε, μας χλευάζουν.

Το όνομά του δεν το ρώτησα, δεν το έμαθα, δεν το ζήτησα ποτέ μου. Όχι, πως θα είχε και καμία σημασία.
Ίσως μόνο για το ”εφέ”.
Ένα εφέ που ο λαός μας, συμπάσχει.
Η αληθοφάνεια τους ταίριαξε, σαν ένα μαγικό, μελανό σημείο, μας έκανε αδιόρατους.
Όλοι ήθελαν να δείξουν κύρος, κανείς δεν ήθελε να δείξει Αγάπη.
Το τραύμα, μας έμεινε.

Πέρασαν χρόνια, αγέννητα χρόνια.
Συνέχισα να πηγαίνω εκεί, να απευθύνομαι στον άδειο χώρο. Μόνο το γκράφιτι έμεινε κι αυτό, άχαρο σχήμα έγινε.

Το τσιμέντο είχε αλλοιωθεί, είχε πάρει το σχήμα της καρδιάς του. Πονούσαν τα τσιγάρα καθώς τα έλιωναν. Πονούσαν οι γόπες, οι αναθυμιάσεις, οι ανακρίσεις των ουδετέρων. Πονούσα και εγώ.

Μια μέρα, έβρεχε. Άλλου είδος βροχή, θυμίαμα!
Μια γυναίκα με ξανθά μαλλιά πλησίασε.
Την παρατηρούσα από τον απέναντι δρόμο.
Μια ψίχα ψωμί και δυο ελιές. Μόνο δυο ελιές. Και το ψωμί, αμέσως θα γινόταν τρίμμα.
«Μα ούτε ένα ρόδο;»
«Ούτε ένα ρόδο;» Μια άχαρη φωνή ακούστηκε, πίσω από κάτι τσάντες.
Λες και η ελιά, δεν έμοιαζε σπουδαίο.
Μα στην καρδιά, φύτρωσε Ειρήνη.
Το γκράφιτι μεγάλωσε, ομόρφυνε, σχεδίασε ένα δέντρο.

Στις ονειροβασίες μου, γίνεται σύντροφος.
Στην πραγματικότητα, αλάνι.
Στο τέλος, γίνεται ύμνος.
Αθώρητος ύμνος, αινιγματικός.

Τον αποκαλώ παιχνιδίζοντας: Ύμνο της ψευδαίσθησης




11. ΜΕ ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ, ΞΕΧΝΙΕΣΑΙ!!!!!!!

Ο Alexander έσιαξε την τσάκιση στο παντελόνι του,  άδειασε μονορούφι το ακριβό μπράντι κι ακούμπησε προσεκτικά το κρυστάλλινο ποτήρι στο τραπεζάκι.
Μέχρι τώρα , όλα του ήρθαν βολικά και σήμερα ο Μέγας Δούκας θα του απένειμε ένα μετάλλιο ανδρείας.
Η δεξίωση στον πύργο του, ήταν προς τιμήν του.
-Το μπάνιο είναι έτοιμο, κύριε, ακούστηκε πίσω του η φωνή του μπάτλερ..
Ήρθε η  ώρα να ετοιμαστεί και να δικαιώσει τον λαό του που τον ακολουθούσε πιστά.

Η Emilie έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη κι έσιαξε τη δαντέλα στο ντεκολτέ της.
Παρά την απλότητα του, ήταν ένα πανέμορφο φόρεμα που κολάκευε το καλλίγραμμο κορμί της..
Αποφάσισε να γυρίσει από τη Santa Barbara της Αμερικής,  στη Σκωτία, για να αποκαταστήσει το όνομα της αγαπημένης της γιαγιάς, που είχε φύγει κρυφά  από την πατρίδα της, όταν ξέσπασε το σκάνδαλο.
Αν μάθαινε την αλήθεια πιο μπροστά, θα την έπαιρνε  μαζί της  και θα τη βοηθούσε να τα ξαναβρεί με τον αδερφό της, τον Μεγάλο Δούκα.

-Μπορώ να έχω αυτό το χορό, δεσποινίς;
Γύρισε ξαφνιασμένη και βρέθηκε μπροστά σε δυο υπέροχα μάτια.
Δυο μάτια σαν φουρτουνιασμένες θάλασσες..
Αφέθηκε στα χέρια του κι ο Alexander  την οδήγησε  στο κέντρο της σάλας.
Είχε μαγευτεί από την αρρενωπή του φωνή κι από τον τρόπο που την κοιτούσε.
Μια φωνή όμως μέσα της ,της έλεγε να προσέχει αυτόν τον άνδρα με το θεληματικό πηγούνι και την ελιά που φαινόταν αμυδρά στο λαιμό του, εκεί που τελείωνε το κολάρο του πουκάμισου του.

ΓΚΟΛ ΓΚΟΛ!!!!!!!
Ο Αλέκος όρθιος ωρυόταν για το αποτέλεσμα της ομάδας του.
Με μια κίνηση άνοιξε το κουτάκι της μπύρας και την κατέβασε μονορούφι.
Πέταξε το άδειο κουτάκι προσπαθώντας να βάλει άλλο ένα αποτυχημένο καλάθι στον σκουπιδοτενεκέ που έχασκε ανοικτός κι άδειος.
Αυτό έσκασε με θόρυβο επάνω στο σωρό από κουτάκια που κείτονταν γύρω του την ,ώρα που ο Αλέκος  έβγαζε ένα μακρόσυρτο ρέψιμο από το στόμα του.
Η Λίτσα έντρομη κοιτούσε μια τα γένια στο αξύριστο πρόσωπό του και μια την μισοπεσμένη φόρμα του.
Ήταν σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά.
Το βιβλίο της είχε πέσει στο πάτωμα και καθώς έσκυψε να το σηκώσει, έγινε αντιληπτή από τον σύντροφό της.
Αμαλίτσα, έτσι την έλεγε όταν ήθελε να την καλοπιάσει και τώρα κάτι δεν του άρεσε στο βλέμμα της.
Τα μάτια της ήταν σαν φουρτουνιασμένες θάλασσες και περίμενε να ξεσπάσει φουρτούνα όπου νάναι,
Αμαλίτσα μου, είδες , είδες τη φάση;
Είδες τι έκανε ο Μεγάλος, ο Άρχοντας,;
Τι μεγάλος, τι άρχοντας , σου λέω, αυτός είναι βασιλιάς και βάλε, είναι Δούκας !
Ναι αυτό είναι, Μέγας Δούκας!
Γι' αυτό τον ακολουθεί ο λαός του.
-Ετοιμάσου ζαργάνα μου και μόλις τελειώσει ο αγώνας θα σε πάω στο πανηγύρι της Αγίας Βαρβάρας.  
Αύριο είναι η γιορτή της, μεγάλη η χάρη της και θα πάμε για σουβλάκια.




12. Ψηλά στην ομίχλη

Η ομίχλη έδινε σε όλα μιαν άλλη διάσταση. Έκρυβε τα επιβλητικά βράχια, κατάπινε τη συναρπαστική θέα. Τίποτα δεν ήταν στη θέση του, όλα εννοούνταν. 
Ο κόσμος ανεβοκατέβαινε τις σκάλες που οδηγούσαν στο μοναστήρι νιώθοντας τσιμπήματα απογοήτευσης, αλλά κι έντονο δέος μπροστά σε αυτή την ανυπέρβλητη δύναμη  της φύσης να κρύβει και να κρύβεται. 
Μια στο τόσο φυσούσε ένα αεράκι και τότε η αόριστη απλότητα της ομίχλης υποχωρούσε διστακτικά, ενώ το τοπίο αποκτούσε εδώ κι εκεί μια πολύπλοκη οντότητα, που τη ρουφούσαν τα άπληστα μάτια των επισκεπτών. Και ήταν λαός ολόκληρος, πράγμα καθόλου αναμενόμενο για μια τέτοια μέρα.
Τα συναισθήματα που γεννούσε το μέρος, τυλίγονταν και ξετυλίγονταν στην ομίχλη του μυαλού. 
Σκεφτόμουν πόσο απλά ή πόσο πολύπλοκα μπορούν να γίνουν όλα σε μια στιγμή και ταυτόχρονα πόσο όμορφα μπορεί να φαίνονται ακόμα και μέσα στην ανυπαρξία τους.  
Αναρωτιόμουν αν όλα αυτά τα σκαλιά που μας έφεραν ως εδώ μας είχαν φέρει έστω και μισό βήμα πιο κοντά στο Θεό.
Ήμουν έτοιμη να το πιστέψω, όταν απ΄την ψευδαίσθηση με τράβηξε απότομα ένας νεαρός με γένια που έψαχνε τους συντρόφους του φωνάζοντας και βρίζοντας
Η ομίχλη του νου καθάρισε και ξαναβρέθηκα τυλιγμένη στην άλλη την πραγματική, εκεί στην κορυφή του βράχου, να πασχίζω να διακρίνω όσα έκρυβε. Εκείνη υποχωρώντας στιγμιαία, μα μεγαλόπρεπα σε κάθε ράπισμα του αγέρα μου έκλεινε το μάτι και με ρωτούσε κοροϊδευτικά αν τάχα διακρίνω την ελιά εκεί κάτω στον κάμπο. 



https://yourhappyplaceblog.com/tag/mothers-day/


13. Δημιουργική απασχόληση

Ζητείται κυρία ώριμης ηλικίας, απόφοιτος Σχολής Καλών Τεχνών, με σοβαρές συστάσεις και αξιόλογη προϋπηρεσία σε εύπορες οικογένειες, για τετράωρη απογευματινή απασχόληση. Επιθυμητή η γνώση δύο τουλάχιστον (ευρωπαϊκών) ξένων γλωσσών, για να προετοιμάσει 4χρονο κοριτσάκι και να το απασχολεί δημιουργικά. Θα συνεκτιμηθεί η προθυμία για παράλληλη παροχή υπηρεσιών, όπως σιδέρωμα, βόλτα του κατοικίδιου σκύλου (ράτσας: Τσιουάουα, διασταύρωση με Πεκινουά), καθώς και η ετοιμασία του οικογενειακού δείπνου. Κάτι πρόχειρο και σύντομο. Εν ανάγκη, και με μπρουσκέτες ολικής με καπνιστό σολομό και χώμα ελιάς, βολευόμαστε.

Προσφέρεται ιδανικό περιβάλλον εργασίας, σε πολυτελή μεζονέτα των βορείων προαστίων, χτισμένη στους καμένους πρόποδες του τέως Πεντελικού όρους, διαθέτουσα θερμαινόμενη πισίνα, χτιστό μπάρμπεκιου και εκκλησάκι κήπου, όλα από Πεντελικό μάρμαρο.

Η υποψήφια θα πρέπει να διαθέτει απλότητα, καλή εμφάνιση και ευγενική συμπεριφορά. Θα προτιμηθεί η κάτοχος βασικών γνώσεων ψυχολογίας, ώστε να παρέχονται συμβουλές συναισθηματικής ενδυνάμωσης στη μητέρα. Η συμβολή της στην εξολόθρευση παντός είδους μικροβίων στο σπίτι, είναι επίσης ευκταία. Απειλητικές εστίες, όπως τα θυσανωτά γένια του συζύγου (ράτσας: ημίαιμο, διασταύρωση Εκαλιώτισας με κοπρίτη εκ λιμένος Πειραιώς), τα οποία αρνείται πεισματικά να ξυρίσει, προκαλούν συχνές ενδοοικογενειακές συγκρούσεις.

Σημειωτέον ότι, ήδη, τον αποκαλούν στους κύκλους μας «σύντροφο Καρλ», γεγονός που, αρχικά, εξελήφθη ως τίτλος τιμής, θεωρώντας πως αναφέρονται στον αγαπημένο μου σχεδιαστή Καρλ Λάγκερφελντ (ράτσας: καθαρόαιμο κουτάβι, γερμανικής οικογένειας βιομηχάνων). Εις μάτην! Σε πρόσφατη εμφάνισή του στο κοκτέιλ-πάρτι οικογενειακού μας φίλου, εν πλήρη αγνοία μου και παρακούοντας τις νουθεσίες μου για ευπρεπές dressing code, αιφνιδίασε τους πάντες. Εν μέσω υψηλών καλεσμένων, ξεκούμπωσε το μεταξωτό του μπλέιζερ, το στριφογύρισε προκλητικά στον αέρα και αποκάλυψε το t-shirt που είχε κρυμμένο από μέσα. «ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΕΝΩΘΕΙΤΕ», έγραφε. Αντικρύζοντας και τη στάμπα του αξύριστου κατσαπλιά, διαπίστωσα μετά βδελυγμίας, σε ποιον Καρλ αναφέρονται οι φίλοι μας τόσο καιρό.

Ευτυχώς, και χάρη στο ευφάνταστο χιούμορ  γνωστού μόδιστρου που ήταν παρών στο πάρτι, αποφύγαμε το λιντσάρισμα, αφού το απεχθές μπλουζάκι διαφημίστηκε ως κομμάτι της νέας του κολεξιόν, “Luben Fashion”. Η οποία παρεμπιπτόντως, κάνει θραύση. Κι εγώ είμαι πανευτυχής για τη νομιμοποίηση του Καρλ, στον κύκλο μας. Και για τα συζυγικά γένια, εν γένει.

Τούτων δοθέντων, η υποφαινόμενη χρήζει ψυχολογικής στήριξης και αμέριστης βοήθειας με την ηλικίας τεσσάρων ετών κόρη της (ράτσας: αναντάμ-παπαντάμ Ελληνίδα, με αριστοκρατικές καταβολές). Το ενδεχόμενο δε, να μεταφερθεί εντός του προαστίου μας, πολυάριθμος ομάδα αλλοδαπών παιδιών (απροσδιορίστου ράτσας και, αναμφιβόλως, φορείς μικροβίων), δύναται να δυσχεράνει το έργο της εικαστικής ζύμωσης της μικρής και της εντρύφησής της στις καλές τέχνες. Εξού και θα ζητηθεί απ’ την υποψήφια, να είναι κάτοχος διπλώματος πολεμικών τεχνών (θα προτιμηθεί η κατάμαυρη ζώνη), ώστε να κατατροπώνει τα στίφη των μουσουλμάνων εφήβων που  θα συρρέουν, οσονούπω, εντός των τειχών μας. Εν κατακλείδι, εκτός από μαθήματα γλυπτικής και ζωγραφικής, θα ήταν σκόπιμο να υλοποιούνται και έκτακτα σεμινάρια αυτοάμυνας.

Αμοιβή αναλόγως προσόντων.

Συζητήσιμη και η ανταλλαγή συζύγου με καθαρόαιμο λαμπραντόρ εισαγωγής, με χαρτιά και πιστοποιητικό γνησιότητας (δεκτό και εκθεσιακό κομμάτι).




15. Αυτά παθαίνω………

Αυτά παθαίνω εγώ όταν σε ακούω…..όταν σου έρχονται οι φαεινές κι αντί να πατήσω πόδι, αποβλακώνομαι η ανόητη και αμετανόητη…..

Ωχ βάϊ βάϊ…τα πλευρά μου, η μέση μου, τα ισχία μου, τα χέρια μου τα πόδια μου…. δεν ορίζω τίποτα, δεν μπορώ να καθίσω, να ξαπλώσω, να σταθώ όρθια…. και σαν κουτορνίθι έπεσα στην παγίδα της ανοησίας σου….  «οι κολλητοί μας,  μαζέψανε κουμπάρους και ξαδέλφια και θα πάνε να μαζέψουν ελιές…. κρίμα τόσα χρόνια να τις μαζεύουν ξένοι και να μοιράζονται το λάδι, φέτος το αποφάσισαν και το πραγματοποίησαν και ξέρεις…8 τενεκέδες αγνό λαδάκι ήρθε στο μερτικό τους με δουλειά, τι δουλειά δηλαδή, γλέντι στην ουσία,  τόσος λαός που είχε μαζευτεί και τα βράδια τα περνάγανε ζάχαρη,  με τα μεζεδάκια τους, τα τσίπουρα, τα τραγούδια, τα καλαμπούρια τους….»

Βρε ο καλός ο σύντροφος, δεν εμπαίζει, δεν παραμυθιάζει, δεν αποπροσανατολίζει …. μια χαρά το είχαμε το λαδάκι μας, χρονιά παρά χρονιά μας έστελνε η θειά η Μόρφω , ο Θεός να την αναπαύσει, 6 τενεκέδες αγνό παρθένο ελαιόλαδο, από τον οικογενειακό ελαιώνα και μια χαρά πορευόμασταν, τώρα που η θείτσα μας άφησε χρόνους…. πρέπει εμείς κι εκείνος ο άχρηστος ο ανηψιός μας να μεριμνήσουμε….και πώς να μεριμνήσουμε δηλαδή που είμαστε άσχετοι παντελώς…. και το ωραίο είναι ότι όταν σου επεσήμανα το θέμα της ασχετοσύνης μας, μου αντέτεινες το κορυφαίο : «Ε…. όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια… δεν τα ξέρουν όλοι όλα, θα ρωτήσουμε και θα μάθουμε…». Τέτοια αισιοδοξία, τέτοια αποφασιστικότητα και τέτοιο βάθος βλακείας απροσμέτρητον…

Εμείς που τις ελιές τις θαυμάζαμε από μακριά ριζωμένες στους κάμπους και τις πλαγιές άντε και στο τραπέζι μας , σαν συνοδευτικό , με κείνα τα απίθανα εφτάζυμα παξιμάδια και το μυρωδάτο τσάι του βουνού,  εσύ αποφάσισες ερήμην μου, να επιδοθούμε στο λιομάζωμα….

Και  με το μυαλό που κουβαλάς, καλά το αποφάσισες, μου  παρουσίασες το όλο θέμα  με μία αληθοφανή απλότητα… αναρωτήθηκα που τις βρήκες όλες αυτές τις καταπληκτικές πληροφορίες;;; Αφοπλιστικά μου απάντησες: «από συναδέλφους και στο google”....αν είναι δυνατόν !  Δεν το πιστεύω  πως την πάτησα έτσι σαν ανυποψίαστη  και ξαφνικά  βρέθηκα με κάτι παλιόρουχα και τα μποτάκια ορειβασίας που με στενεύανε φρικτά , πεσμένη στα γόνατα να μαζεύω ελιές;;; Τι ταλαιπωρία, μέσα στην υγρασία και τη λάσπη να κυνηγάω τις άτιμες τις ελιές που είχαν σκορπιστεί τριγύρω αντί να πέσουν με τάξη και συνέπεια μέσα στα ελαιόπανα…κι εσύ το διασκέδαζες άθλιε, μαζί μ΄εκείνο  το ανήψι σου και τα φιλαράκια του που έφερε για βοηθούς …και τα βράδια, άσε μην τα θυμάμαι τα βράδια , τι γλέντια και χαρές μου είχες πει….δεν ήξερα που να βάλω το δόλιο μου κορμί, πώς να ισιώσω τη μέση μου και να πέσω να ξεραθώ σε κείνο το σκληρό και άθλιο στρώμα….

Δύο μέρες άντεξα , μετά κουλουριάστηκα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και κατέληξα εδώ στο κρεβάτι μου, με φρικτούς πόνους σε όλο μου το κορμί…. και κοκαλωμένα δάχτυλα…. Φοβάμαι ότι δεν θα επανέλθω στην πρότερη καλή κατάσταση… βίωσα αυτό που λένε : «Πέρασα της ελιάς τα βάσανα».




16. Οικογενειακό τραπέζι 

Οικογενειακό τραπέζι, από εκείνα τα άβολα που κάνεις όταν πρέπει να συστήσεις στους γονείς σου τον σύντροφό σου. Ξέρω πολύ καλά ότι δεν έχω και τους πιο καλόβολους γονείς και όσο κι αν με καθησύχαζε ο καλός μου, το άγχος μου για τις χοντράδες που θα πετούσε πάλι ο πατέρας μου ήταν τεράστιο. 

Όταν φτάσαμε στο σπίτι το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο με ορεκτικά. Ο πατέρας μου καθόταν ήδη φαρδύς πλατύς πίνοντας το κρασί του και σκουπίζοντας κάθε τόσο τα γένια του. Όταν μας είδε να μπαίνουμε, σηκώθηκε και αγκάλιασε τον μέλλοντα γαμπρό του δίνοντάς του ένα δυνατό χτύπημα στην πλάτη. «Ώστε εσύ είσαι ο άντρας ο σωστός ο βαρβάτος που κατάφερε την κόρη μου», Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί και ο καημένος ο Μάριος αποκρίθηκε όλος απλότητα και καλοσύνη. «Έχετε γούστο κύριε Γιώργο. Χωρατατζής όπως μου περιέγραψε η Σοφία», «Α να λείπουν τα κύριε. Μπαμπά θέλω να με λες».  Η μητέρα μου έκλεισε συνθηματικά το μάτι αφήνοντας ένα πιατάκι γεμάτο ελιές στο τραπέζι. 

«Κάτσε γαμπρέ μου να πιούμε. Έχουμε γιορτή σήμερα» και γέμισε μέχρι πάνω τα ποτήρια ο πατέρας και κατέβασα κι εγώ μονορούφι το δικό μου για να αντέξω τα επόμενα. Και τα επόμενα ήρθαν με τα αγαπημένο ανέκδοτο του μπαμπά που το σερβίρει πάντα όταν έχει καινούριο μουσαφίρη κι όλοι πρέπει να γελάμε σα να το ακούμε για πρώτη φορά.

«Είναι τώρα ο γιος κάπου στα δέκα και ξυπνάει το βράδυ από το κλάμα της μικρής αδερφής του. Πάει στο δωμάτιο τον γονιό του και βρίσκει μόνη την μητέρα του να κοιμάται του καλού καιρού. Κάνει να την ξυπνήσει αλλά τίποτα. Πάει να φωνάξει τότε τον πατέρα αλλά άφαντος. Κοίταξε στο σαλόνι, στο γραφείο, στο μπάνιο  πουθενά. Πάει και στο δωμάτιο της υπηρεσίας και τον κάνει τσακωτό με την οικιακή βοηθό. Απογοητευμένος τότε ο πιτσιρικάς αλλάζει μόνο του την μικρή αδερφή του. Λοιπόν γαμπρέ; Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας;», «Μμμ ποιο είναι γεια;» ανταπαντά ο Μάριος. «Όταν η κυβέρνηση κοιμάται λοιπόν γαμπρέ μου, το κεφάλαιο πηδάει την εργατική τάξη και ο λαός κάνει το κορόιδο γιατί το μέλλον χέζεται»

Και σκάσαμε όλοι στα γέλια και κατεβάσαμε άλλο ένα ποτήρι κρασί για να χτίσουμε αντοχές.





17. Λίγη ευτυχία

  Ο Κίμωνας, εδώ κι έναν ολόκληρο χρόνο, ζούσε μονάχος, εγκαταλείποντας όλα όσα κάποτε πίστεψε ότι μπορούσαν να του χαρίσουν την ευτυχία. Τους συντρόφους του, που όλοι μαζί θα εξέλειπαν την κοινωνική αδικία και θα ένωναν τους λαούς, το σπίτι του με την πολυθρόνα που βυθιζόταν βλέποντας τηλεόραση, τη γυναίκα του με τις ατελείωτες απαιτήσεις της. Ακόμα και στο κρεβάτι...

  Αποτραβήχθηκε με τη μικρή του σύνταξη, στο πατρικό του, εκεί στα άγρια Ζαγορίσια βουνά και την πρωτόγνωρη γι΄ αυτόν νυχτερινή ηρεμία. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να αγοράσει μια φαλτσέτα ξυρίσματος για να περιποιείται τα γένια του που σιγά σιγά μεγάλωναν. Χαιρόταν την απλότητα της νέας του ζωής. Συνδέθηκε και πάλι με τις μνήμες του και την εποχικότητα των αναγκαίων εργασιών. Το καλοκαίρι ήταν γεμάτο, κάθε μέρα υπήρχε και κάποια δουλειά να κάνει. Να μαζέψει ξύλα, να φτιάξει τις πόρτες και τη σκεπή, ώστε να μην μπάζουν το κρύο, να βάψει τα κάγκελα, ν΄ αναστήσει τις γλάστρες της μάνας του. Καθημερινά τον επισκέπτονταν όλοι όσοι κάποτε ζούσαν στο χωριό, γαργαλώντας του τη μνήμη, χαρίζοντας ένα πικρό χαμόγελο στο πρόσωπο του. Στο μυαλό του δεν κράτησε πολλά. Μόνο τη νοσταλγία για τα χρόνια της νιότης, τότε που πίστευε ότι τίποτε δεν μπορούσε να σταθεί μπροστά στα όνειρα και τις ελπίδες του.

  Παγωμένος ήταν ακόμα ο Φλεβάρης αν και ήλιος άχνιζε στις γύρω κορφές, όταν τυλιγμένος στο βαρύ του μπουφάν ανακάλυψε ότι τα λουλούδια στις γλάστρες της αυλής είχαν παγώσει. Τίποτε δεν έμεινε απ΄ αυτά. Ίσα που ξεχώριζες το ξερό κορμί τους. Ο θάνατος! Δεν του άρεσε! Δεν τον ήθελε… ακόμα!

Την άλλη μέρα, πρωί πρωί στάθηκε στη στάση του λεωφορείου, κατέβηκε Γιάννενα, συνέχισε για Άρτα, μπήκε στο πρώτο φυτώριο που βρήκε, αγόρασε μια ελιά σε γλάστρα, έτοιμη για μεταφύτευση, και πριν νυχτώσει είχε επιστρέψει στο χωριό του. Την άλλη μέρα τη φύτεψε στη μέση της αυλής, είχε μαλακώσει και ο καιρός πια, εκείνη ρίζωσε και μέχρι το καλοκαίρι είχε φουντώσει. Χαιρόταν σαν μικρό παιδί! Στο μυαλό του έπλαθε ιστορίες με όλους τους συμβολισμούς που είχε ξετρυπώσει από μια παλιά εγκυκλοπαίδεια που βρήκε. Η ελιά για την ειρήνη, για τη νίκη, την αθανασία, την ευφορία. Φυτό συνδεδεμένο με το φως, την αναγέννηση, τη γαλήνη.

Τον επόμενο χειμώνα την έκλεισε σε ένα αυτοσχέδιο θερμοκήπιο. Σκληρό δέντρο η ελιά! Την άνοιξη, όταν η ημέρα είχε μεγαλώσει αρκετά και οι παγετοί υποχώρησαν, διέλυσε κάθε προστασία και την άφησε να μεγαλώσει. Τον Μάιο γέμισε με τα λευκά μικροσκοπικά ανθάκια μα δεν μπόρεσε να κρατήσει τον καρπό. Την επόμενη χρονιά, το θερμοκήπιο μεγάλωσε, αν και ο χειμώνας ήταν δριμύς, εκείνη επέζησε, έγιναν τα πρώτα βλαστολογήματα, ο ανθός περισσότερος και οι πρώτες ελιές μαζεύτηκαν. Κάποια παλιά συνταγή, ελιές στη άλμη, κι αυτές πια συμπλήρωναν το χειμωνιάτικο τραπέζι του.

Δεν θέλει και πολλά ο άνθρωπος για να βρει την ευτυχία, συνήθως αυτή κρύβεται δίπλα του, στα απλά και ασήμαντα πράγματα της ζωής μας!



Για να επιστρέψετε στην αρχική ανάρτηση και να βαθμολογήσετε πατήστε εδώ!