Η παραλία είναι τεράστια. Ψάχνουμε εκείνο το σημείο που πριν χρόνια οι φίλοι μας έστηναν τη σκηνή τους και εμείς τους επισκεπτόμασταν. Το βρίσκουμε εύκολα. Είναι τόσο όμορφα εδώ, τόσο γαλήνια, τόσο ερημικά. Εμείς και η θάλασσα. Στο βάθος με δυσκολία διακρίνονται άλλες παρέες έτσι όπως τις μαρτυράνε οι πολύχρωμες ομπρέλες τους. Περνάμε τους αμμόλοφους και η μυρωδιά της θάλασσας μας φτιάχνει αμέσως το κέφι. Όπως προχωράω κλείνω τα μάτια και αφήνω τη θαλασσινή αύρα να με τυλίξει, να με παρασύρει στο δικό της κόσμο. Η άμμος καίει κάτω από τα πόδια μου και είναι σαν να γεμίζω ξαφνικά με μια πρωτόγνωρη ενέργεια.
Ανοίγω τα μάτια κι αντικρίζω τον ουρανό, τη θάλασσα, τους αγαπημένους μου. Για λίγο ξεχνιέμαι και τίποτα άλλο δεν υπάρχει στον κόσμο. Μένω να αιωρούμαι στο όνειρο. Η φύση γύρω μας ολοζώντανη κι επιβλητική στην άγρια ομορφιά της.
Η πρώτη βουτιά, κάθαρση κι ευλογία μαζί. Βυθίζομαι στο νερό απολαμβάνοντας το χάδι του. Οι ήχοι χάνονται και το βουητό της θάλασσας μου ψιθυρίζει τα πιο όμορφα μυστικά.
Βγαίνω μόλις μου τελειώνει η ανάσα και ρουφάω άπληστα τον πελαγίσιο αέρα. Στο βάθος ένα ιστιοφόρο με τα λευκά του πανιά ανοιχτά σκίζει τα νερά.
Στην αμμουδιά η θάλασσα απλώνει τους θησαυρούς της. Αποκαλύπτει μόνο όσα θέλει να δω, από εκείνα που κρύβει στα βάθη της. Με καλεί να διαλέξω μερικούς.
Περπατάω στην υγρή άμμο, με το απαλό κυματάκι να μου χαϊδεύει τα πόδια, θαυμάζοντας τα πολύτιμα στολίδια της.
Τα πιάνω με σεβασμό, αφήνω όλα όσα έχουν ζωή να τη συνεχίσουν και διαλέγω τους δικούς μου θησαυρούς.
Φέρνω τους θησαυρούς μου στον ίσκιο και πιάνω την κουβέντα με τους άλλους. Δεν την αφήνουμε να ξεστρατίσει ούτε λίγο από τη μαγεία της γαλήνης που χαρίζει η φύση.
Πιάνουμε τα όνειρα από εκεί που τα είχαμε αφήσει, σε αυτό ακριβώς το σημείο χρόνια πριν, παρακολουθώντας τα παιδιά μας που κάνουν βουτιές.
Στην ηλικία τους ήμασταν πάνω κάτω όταν έπαιρνε ο μεγαλύτερος της παρέας το αυτοκίνητο του πατέρα του κι ερχόμασταν εδώ. Σχεδόν η ίδια παρέα, παρά μια τραγική απώλεια που ακόμα πονάει όσο τίποτα και μια εθελούσια δειλή, άνανδρη έξοδο.
Οι υπόλοιποι είμαστε εδώ. Η απώλεια αξεπέραστη. Νιώθουμε τον ίσκιο του αδερφού και φίλου μας να μας συντροφεύει. Η εθελούσια έξοδος, ανάξια λόγου, πέρασε γρήγορα από το στάδιο του πόνου κι έμεινε η σκιά της μόνη της σε μια νοητή γωνιά της παραλίας μας, ξεχασμένη και ξεπερασμένη καθώς η ζωή συνεχίστηκε. Μια σκιά, ούτε ελαφριά, ούτε βαριά γύρω μας. Απλά άφαντη.
Μεγαλώσαμε, αλλά τα κορίτσια του τότε πάλι ψάξαμε για κοχύλια.
Μαζί μας μεγαλώνει και ωριμάζει, σαν παλιό καλό κρασί, αυτό που μας δένει.
Το κείμενο και οι φωτογραφίες αλιεύτηκαν από το 2013 και αναδημοσιεύονται για τα "Λόγια της Πλώρης", μια ιδέα της Μαρίας Νικολάου για "Το κείμενο".
Εδώ είναι η πρωτότυπη ανάρτηση, από την οποία δεν άλλαξα τίποτα, εκτός από το μέγεθος της γραμματοσειράς και των φωτογραφιών.