"Λες και δεν ξημέρωσε καθόλου σήμερα", μουρμούρισε εκνευρισμένη η Σοφία καθώς οδηγούσε με τα φώτα ανοιχτά και την προσοχή της στο δρόμο που γλιστρούσε.
Ο ουρανός, βουτηγμένος στο πένθος από το πρωί, μέχρι το μεσημέρι το είχε ρίξει στο μοιρολόι και σιγόκλαιγε!
Αποφάσισε να ξεσπάσει σε λυγμούς, όταν η Σοφία έφτασε έξω από το σπίτι της, για να δικαιωθεί ακόμα μια φορά ο νόμος του Μέρφι.
Έσβησε τη μηχανή και έγειρε στο κάθισμα περιμένοντας να κοπάσει η καταιγίδα.
Η διάθεσή της έπιασε πάτο, καθώς έφερνε στο μυαλό της όλα όσα έγιναν από το πρωί. Ήταν μία από εκείνες τις μέρες που όλα πάνε στραβά.
Κι από σήμερα είχε να ανησυχεί για κάτι ακόμα. Στη δουλειά οι φήμες για απολύσεις γίνονταν όλο κι εντονότερες.
Ένιωσε να πνίγεται!
Ο ήχος της βροχής, που έπεφτε με ορμή πάνω στις λαμαρίνες, άρχισε τώρα να τη φοβίζει.
Και τα νερά κατέβαιναν ήδη ποτάμι στο μικρό δρόμο.
Ξαφνικά τρομοκρατήθηκε. Βγήκε από το αυτοκίνητο και πατώντας στις μύτες των ποδιών σαν μπαλαρίνα, διέσχισε το δρόμο. Έμοιαζε να χορεύει μια δική της αλλόκοτη χορογραφία που την τέλειωσε με μια παραλίγο πιρουέτα, καθώς γλίστρησε στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Κάτι είχε πατήσει. Έμοιαζε με βόλο μα δεν ήταν. Το πήρε στα χέρια της και το εξέτασε.
Ένα κοχύλι, στόλιζε την πιο μικρή θάλασσα που είχε δει ποτέ της. "Μια σταγόνα θάλασσα", μονολόγησε και το έσφιξε στη χούφτα της. "Βρήκα μια σταγόνα θάλασσα μέσα σε τούτη τη νεροποντή!".
Χαμογέλασε, πρώτη φορά μέσα στη μέρα!
Μια σταγόνα θάλασσα, έπεσε από τον ουρανό, για να πάει ως "το κείμενο" της Μαρίας Νι και τις "Ιστορίες της μέρας..."