5. Τα γεγονότα
Τα γεγονότα τα εντός, σημάδεψε μιά γέννα,
τα λόγια των πολιτικών που δεν πείθουν κανένα,
το άγχος, η ανασφάλεια, τα ζόρια του κοσμάκη,
και οι εμφανίσεις στη ΤΙΒΙ του Γιάνη Βαρουφάκη !!!
Τα πιο πολλά δυσάρεστα, σ΄όλης της γης τα μέρη
και τα δικά μας , συμφορά που ο καθένας ξέρει
και μες την αγωνία μας για το μέλλον του τόπου,
φουντώνει η αγανάκτηση, του κάθε ενός ανθρώπου….
Με τη γκαστριά μίας ξανθιάς μας έχουνε τρελάνει
άλλη γυναίκα πουθενά, παιδί δεν έχει κάνει,
τρέχουνε όλοι σαν τρελοί, οι δημοσιογράφοι,
μην τους ξεφύγει η είδηση κι η κάμερα που γράφει,
το γεγονός το φοβερό και την τηλεπερσόνα
που εις το πανελλήνιο πλασάρεται ως μαντόνα!!!
Tο έαρ δεν κατάλαβα, αν έφθασε ακόμα,
γιατί είναι κρύος ο καιρός και μοιάζει με χειμώνα,
φορώ το μάλλινο σκουφί, τα γάντια, το παλτό μου,
το χουχουλιάρικο κασκόλ, για ζέστη στο λαιμό μου….
Κλεισούρα κι άγιος ο θεός, βροχές με το τουλούμι
πίνω τα τσάγια απανωτά, προσθέτω λίγο ρούμι,
στήνομαι στην τηλεόραση που με αποβλακώνει
να μάθω νέα διάφορα, μέσα από την οθόνη….
Το έαρ αργοπόρησε, ο χρόνος πήγε πίσω,
και τη ρημάδα την ΤΙΒΙ απόψε θα την κλείσω,
μ΄ένα βιβλίο συντροφιά το βράδυ θα περάσω,
κι αν θέλεις έλα να με βρείς, έλα να σε κεράσω,
κεριά, θ΄ανάψω μπόλικα, τον τόπο να φωτίσουν,
γλυκά στη μικρή κάμαρα, να σε καλωσορίσουν,
μα κι αν απόψε δεν μπορείς ή δεν είναι η ώρα,
θα περιμένω πάντοτε, εδώ όπως και τώρα,
πίσω απ΄το τζάμι το κλειστό, γνέφοντας στο φεγγάρι,
μ΄ένα φιλί αδέσποτο, που η νύχτα θα το πάρει
και θα το φέρει το πρωί, προτού να ξημερώσει
γιατί…. ήτανε δανεικό και θα το ξεπληρώσει !!!
Ελπίζοντας του έαρος την άφιξη να νιώσω,
τσεκάρω τους λογαριασμούς που έχω να πληρώσω,
φουντώνω και αγανακτώ, η σύνταξη δε φτάνει,
κι η νέα μας Κυβέρνηση, δε λέει τι θα κάνει….
Οι δανειστές πιέζουνε, τα χρήματα τελειώνουν
κι εμένανε βραδιάτικα οι φόβοι μου με ζώνουν.
Πούλησα τα ασημικά, το πιάνο, τους τσεβρέδες
και βρίζω ασυμμάζευτα κλέφτες και ρεμπεσκέδες,
γκρινιάζω και τσαντίζομαι με τόσα κάθε μέρα…
νισάφι πιά, απηύδησα…δεν πάει παραπέρα !!!
6.Δάκρυα αγωνίας
Η Κατερίνα έκλεισε το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της, έτσι και αλλιώς εδώ και ώρα δεν είχε καταφέρει να διαβάσει ούτε μία σελίδα.
Κοίταξε το κοριτσάκι της που κοιμόταν πάνω στο άσπρο σεντόνι του νοσοκομείου και η καρδιά της σφίχτηκε. Έπιασε το χεράκι της που είχε τον ορό και άρχισε να της το χαϊδεύει. Ύστερα απόθεσε ένα γλυκό φιλί πάνω στα μικροσκοπικά δαχτυλάκια.
-Αχ! Κορούλα μου πια κακιά μοίρα σε μοίρανε και από τους πέντε μήνες της ζωούλας σου τους τρεις βρισκόμαστε σε τούτο το νοσοκομείο. Κάθε φορά που σε αλλάζω βλέπω την τομή που άνοιξαν οι γιατροί στην κοιλίτσα σου και πονάω. Όμως παρότι έγινε αυτό, η κοιλίτσα σου πάλι έχει αρχίσει να πρήζεται από την κακή λειτουργία του συκωτιού σου και εσύ λιώνεις σαν το κερί.
Κοίταξε το εικόνισμα της Παναγίας πάνω από το κρεβατάκι του παιδιού. «Παναγία μου κάνε να προλάβουμε να της κάνουμε την μεταμόσχευση, τώρα που βρέθηκε ο πατερούλης της να είναι συμβατός δότης. Κάνε να περάσουν γρήγορα οι τρεις κρίσιμοι μήνες μέχρι να δούμε αν θα κρατήσει το μόσχευμα το κορμάκι της. Κάνε να γίνει καλά το κοριτσάκι μου, να γυρίσουμε σπίτι μας και να αγκαλιάσω και το αγοράκι μου που έχω τόσους μήνες να το δω. Ας έχεις καλά τις γιαγιάδες που μου το προσέχουν…»
Προχώρησε προς το παράθυρο. Πέρα από το τζάμι είδε στον κήπο του νοσοκομείου τα πρώτα σημάδια της Άνοιξης να κάνουν την εμφάνισή τους. Στο χωριό σκέφτηκε τέτοια εποχή όλα θα είναι ανθοστόλιστα. Της ήρθαν δάκρυα στα μάτια καθώς σκέφτηκε πως χωρίς την βοήθεια των συγχωριανών της, συγγενών και φίλων δεν θα είχαν χρήματα για να πάνε με την κορούλα της στην Ιταλία που θα γίνει η μεταμόσχευση. Αλλά και πάλι λείπουν πολλά. Τριάντα χιλιάδες ευρώ δεν είναι εύκολο να βρεθούν. Η αγανάκτησή της μεγάλη, γιατί δεν φτάνει που και αυτή και ο άντρας της έμειναν χωρίς δουλειά, το κράτος το μόνο που τους δίνει είναι μειωμένα αεροπορικά εισιτήρια και ένα γιατρό ως συνοδό μέχρι το νοσοκομείο της Ιταλίας. Τα δάκρυα τώρα έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια της.
Έξω άρχισε να σουρουπώνει και η Κατερίνα έσυρε και πάλι τα βήματά της δίπλα στο προσκέφαλο του παιδιού της.
7. Αλέκτως
Εγγαστρίμυθη αγανάκτηση λικνίζεται,
γύρω μου.
Κι απόψε ξεφλουδίζω την μνήμη, βιβλίο άγιο.
Σάρκες λευκές, χάρτινες,
γύρω μου.
Ω! Πόσοι θρήνοι σκαλίζουνε το στέρνο.
Αθόρυβοι γραπώνονται, χαρακιές χνώτου σε τζάμι.
Κι ο ιδρώτας στον κρόταφο, σπλάχνο κεριού που στάζει,
γύρω μου.
Δεν είναι το αγκάθι που επωάζει στο λαρύγγι
είναι, που άλειψαν επιτάφιο φιλί τα χείλη.
Πριν ξεκολλήσει, χλωμό, σαβανωμένο,
υπνοβάτης κουτσός η προσευχή, βαδίζει
γύρω μου.
8. Χωρίς σκοπό
Καθόμουν στο παγκάκι και κοίταζα την ήρεμη επιφάνεια του νερού. Το βλέμμα μου χανόταν στο ασημένιο καθρέφτισμα του ουρανού. Ήρεμη ώρα, μεσημεριανή...
Είχα ακουμπήσει το βιβλίο δίπλα μου, με το δάχτυλό μου ακόμα ανάμεσα στις σελίδες για να συνεχίσω τάχα το διάβασμα. Έκλεισα τα μάτια και έγειρα το κεφάλι μου πίσω, προσφορά τα βλέφαρα και τα χείλη μου στο φιλί του ήλιου. Έλιωνα, κούκλα από κερί. Με τα μέλη μου να λύνονται απορροφώντας τις ζεστές αχτίδες, ένιωσα να γαληνεύω. Το σώμα μου ενώθηκε με τη γη, έγινε χωμάτινο, ένα πήλινο δοχείο που πυρωνόταν στο ανοιξιάτικο μεσημέρι. Και η σκέψη μου, ελαφριά κι αέρινη χανόταν στο τίποτα, ακολουθώντας τις πυρόχρωμες σταγόνες που έπεφταν στα κλειστά μου βλέφαρα κι άνοιγαν, απλώνονταν σαν το λάδι στο νερό.....
Χάθηκα ώρα πολλή στο κατακόκκινο ταξίδι μου, μέχρι που ξαφνικά ο αέρας ψύχρανε κι επέστρεψα στο παρόν ανατριχιάζοντας. Άνοιξα τα μάτια και κοίταξα γύρω. Το φως είχε αλλάξει, είχε γίνει ψυχρό, βράδιαζε....
Σηκώθηκα κι άρχισα να περπατώ στο πέτρινο μονοπάτι. Από μακριά έβλεπα την αντανάκλαση των τελευταίων αχτίδων πάνω στα τζάμια των κτιρίων. Βγήκα από το πάρκο και βρέθηκα στο κέντρο της πόλης.
Αυτοκίνητα, κόσμος, άνθρωποι στις στάσεις των λεωφορείων με βλέμμα κουρασμένο, βιαστικοί περαστικοί να σκουντουφλούν μεταξύ τους και να κοιτάζονται με αηδία και αγανάκτηση...
Το δάχτυλό μου είχε μουδιάσει ανάμεσα στις σελίδες. Τσάκισα την άκρη του φύλλου, ένα μικρό χάρτινο τριγωνάκι που μου έκλεισε το μάτι πονηρά.
Χαμογέλασα κι έκλεισα το βιβλίο.
9. Ξαφνικά
Η φλόγα του κεριού τρεμόπαιξε στην θέα των σωμάτων.
Δαίμονες ανυπέρβλητοι, θεοί θνητοί,
τους έδωσαν αυτό που χρόνια αναζητούσαν.
Έκαψαν την αγανάκτηση, την θλίψη, τον πόνο,
ανάβοντας ένα φως άσβεστο
Σε μια στιγμή, με μια λεπτομέρεια.
Ξαφνικά...
Έτσι όπως μόνο η ζωή ξέρει.
Ένα νέο βιβλίο άλλαξε την ιστορία,
ρίχνοντας στις σελίδες τους μελάνι κόκκινο.
Το φιλί τάισε τις πεινασμένες στους σκέψεις
και η αλήθεια τους τύλιξε σαν νόμος αναπόφευκτος.
Το τζάμι θόλωσε ξανά...
Ξημέρωσε αγάπη.
Κατέβασε τα γυαλιά της από την μύτη της και ακούμπησε το βιβλίο που διάβαζε δίπλα στο τραπεζάκι.
Σήκωσε τα μάτια της, στερέωσε με τα δυο χτενάκια της τα τσουλούφια που πεταγόταν αυθάδικα μέσα από τον καλοφτιαγμένο κότσο της,και κοίταξε την βροχή που χτυπούσε ανελέητα το τζάμι.
Συνεχόμενα ρυάκια νερού σχημάτιζαν νερένια δάκρυα που κυλούσαν βιαστικά..και θόλωναν την επαφή με τον έξω κόσμο, αυτό όμως δεν εμπόδιζε το μυαλό της να τρέχει παρ' όλο που ήθελε να ξεχάσει.
Πάντα όταν έβρεχε, η θύμηση της γύριζε σε εκείνα τα χρόνια και σε εκείνη την μέρα.
Θυμόταν με πόση λαχτάρα περίμενε να χτυπήσει το κουδούνι για διάλειμμα για να μπορέσει να τον δει.
Να δει τα μάτια του να την κοιτάζουν και την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή σε κάθε του βλέμμα.
Η αγάπη της είχε χτυπήσει την πόρτα.
Θυμόταν τα αδέξια αγγίγματα τους και τον φόβο μήπως και τους δει κανείς και το μάθει ο αυστηρός πατέρας της.
Το πρώτο τους ραντεβού τους με χτυποκάρδια στο στενό δρομάκι .. και το πρώτο τους φιλί, που δεν πρόλαβαν καλά καλά να το γευτούν και ένα χέρι (του πατέρα) έπεσε βαρύ επάνω στο ξαναμμένο της μάγουλο .
Μα τι κακό είχε κάνει για να αξίζει αυτό το χαστούκι;
είχε σκεφτεί με αγανάκτηση, φοβισμένη, με μάτια γεμάτα δάκρυα.
'Εσμιξε τα φρύδια της στην θύμηση τούτη.
Μέρες κλειδωμένη στο δωμάτιο της να κλαίει για την αγάπη.
(και τι είναι αγάπη παρακαλώ να την κάνεις εσύ ότι θέλεις; ακόμα δεν την έμαθες; να ξέρεις πόσο ανίσχυρος είσαι στα χέρια της!!)
Η μόνη ώρα που την έκανε χαρούμενη, ήταν η ώρα του σινιάλου.
Ευτυχώς που οι φίλες της είχαν γίνει οι ταχυδρόμοι
σημειωμάτων μεταξύ τους, πως κάθε βράδυ την ώρα που όλοι θα κοιμούνται εκείνος θα στεκόταν κάτω από το φανάρι που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το παράθυρό της και θα της έστελνε ένα φιλί.
Εκείνη θα άναβε για λίγο ένα κερί,για να καταλάβει εκείνος ότι πήρε το φιλί του
Ακόμα και να έβρεχε εκείνος ήταν εκεί να περιμένει το σινιάλο του κεριού.
Και τότε ήταν που πήραν την απόφαση να πάρουν την ζωή στα άπειρα ακόμα χέρια τους και να την κάνουν δίκη τους.
Όλα τα όνειρα σε μια μικρή βαλίτσα.
Όλη η βροχή του κόσμου να πέφτει επάνω τους, την νύχτα που αποφάσισαν να φύγουν μακρυά τα δυο τους.
Κλεψιά το είπαν οι άλλοι.
Εκείνοι το είπαν αγάπη.
Σηκώθηκε από την πολυθρόνα της να μαζέψει την κουβέρτα που είχε γλιστρήσει από τα πόδια του. Τον σκέπασε με τόση τρυφερότητα.!!!
Κοιμόταν σαν μικρό παιδί ενώ ένα χαμόγελο ακουμπούσε απαλά στα χείλη του με φόβο θαρρείς να μην τον ξυπνήσει.
Έσκυψε και άφησε ένα φιλί στα γκρίζα του μαλλιά...
Σε ευχαριστώ του είπε και έπιασε ξανά το βιβλίο της.!!
11. Οι καλές γλώσσες λένε....
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μεγάλο δάσος, ζούσε μια γιαγιά.
Μπορεί να ήταν και η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας που είχε πια μεγαλώσει κι έκοψε μαχαίρι τις ανέμελες βόλτες στο δάσος για να κόβει λουλούδια, όταν παντρεύτηκε έναν τύπο που έφερνε λίγο στο λύκο των παιδικών της χρόνων. Μαύρη κι άραχνη η ζωή της, μα την πάτησε όταν την κάθισαν κάτω οι ψυχολόγοι μιας τηλεοπτικής εκπομπής και της εξήγησαν πως κακό δεν υπάρχει. Το έχαψε η καημένη, σκέφτηκε πως αυτή έφταιγε για όσα είχαν γίνει κι έπεσε με τα μούτρα στο επόμενο κακό που βρέθηκε στο δρόμο της.
Με τούτα και με κείνα, η ταυτότητά της γιαγιάς χάθηκε μέσα στο χρόνο, που άλλαξε και τη ροή των παραμυθιών κι έφτασε ο λύκος να βελάζει με αγανάκτηση που του τα φόρτωναν τόσα χρόνια όλα.
Μα φυσικά κι έφταιγε η Κοκκινοσκουφίτσα λένε οι καλές γλώσσες, γιατί κακές γλώσσες δεν υπάρχουν. Πάντα μια Κοκκινοσκουφίτσα φταίει, επειδή προκαλεί. Όλοι οι άλλοι είναι αθώοι. Θύματα της ακόλαστης με τα κόκκινα.
Κι έτσι μονοκοντυλιά σβήστηκε το κακό από τον κόσμο μας, κι όταν παρ' ελπίδα κάνει την εμφάνισή του, πάντα φταίει μια Κοκκινοφορεσούσα που δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή στο μήκος της φούστας της, ή στην ώρα που πέρασε και νυχτώθηκε στο δάσος.
Ας γυρίσω όμως στο παρόν και στην άγνωστη γιαγιά που ούτε αυτή θυμόνταν πια από που κρατούσε η σκούφια της.
Είχε γίνει ένα με το δάσος και περιφέρονταν εδώ κι εκεί, μαζεύοντας μανιτάρια σαν αερικό.
Να σκεφτείτε δεν κατάφερναν να την εντοπίσουν ούτε οι φοροεισπράκτορες του παλατιού κι αυτοί ήταν μανούλες στο να τους ανακαλύπτουν όλους.
Ένα βράδυ, στο φτωχικό της καλυβάκι, η γιαγιά άναψε ένα κερί να βλέπει τα χάλια της κι έπιασε να μοιρολογεί την τύχη της. Ένας ποντικός που της έκανε συντροφιά τα τελευταία χρόνια χοροπηδούσε εδώ κι εκεί κοροϊδεύοντάς την.
Η γιαγιά αναπήδησε όταν άκουσε ένα χτύπο στο τζάμι του παραθύρου. Ένας νεαρός, όμορφος σαν πρίγκιπας της έγνεφε.
Χαμογέλασε ζαλισμένη από την ομορφιά του. Ξέχασε τα χρόνια της και το μοιρολόι κι έπιασε να στρώνει τα μαλλιά της με νάζι. Άνοιξε την πόρτα κι ο νεαρός πισωπάτησε τρομαγμένος.
Του έπεσε το βιβλίο με τους χάρτες του δάσους που κρατούσε κι εκείνη έσκυψε να το πιάσει. Τα κόκαλά της διαμαρτυρήθηκαν όλα μαζί κάνοντας μια σειρά από μεγαλόπρεπα κρακ...
Σηκώθηκε με πόνο κι έδειξε όλα της τα ούλα χαμογελώντας στον απρόσμενο επισκέπτη.
"Καλή μου γιαγιά της είπε εκείνος, μήπως μπορείτε να μου δείξετε το δρόμο για το παλάτι της ωραίας κοιμωμένης;
Έμαθα πως περιμένει ένα φιλί για να ξυπνήσει και να παντρευτεί.
Η μαμά λέει πως είναι ώρα να αποκατασταθώ πια."
"Πφφ...μαμάκιας μας βγήκε ο πρίγκιπας", σκέφτηκε η γιαγιά κι αποφάσισε πως ήταν λίγος για την κοιμωμένη. Τον έδιωξε άρον άρον προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή του παλατιού και κούτσα κούτσα, ανηφόρισε η ίδια για κει. Βλέπετε θυμήθηκε άξαφνα ποια ήταν...νύσταζε κιόλας...μα τόσα χρόνια ούτε ένας πρίγκιπας της προκοπής να μην εμφανιστεί;
Για να πάτε στην επόμενη ανάρτηση με τις συμμετοχές 12 - 16 πατήστε εδώ.
Για να επιστρέψετε στην προηγούμενη ανάρτηση με τις συμμετοχές 1 - 4, αλλά και να βαθμολογήσετε πατήστε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.