Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

18ο Παίζοντας με τις λέξεις (Συμμετοχές 7 - 18)


7. Η τιμή, τιμή δεν έχει…

Περπατούσε κουνιστά  και από την τσαχπινιά της, οι ραχούλες έτριζαν και τα φαράγγια κι οι λόγγοι έσκουζαν. Χαμηλοβλεπούσα φαινομενικά η Τασούλα, μα όλα τα αρσενικά του χωριού λιμπίζονταν τα κάλλη της και έκοβαν σεργιάνι νοερά στα ελέη του νεανικού κορμιού της. Μα τα βλέφαρα πετάριζαν, σαν περνούσε μπροστά από τον έναν και μοναδικό λεβέντη που ξεχώριζε από όλους, τον Γιωργή. Κι εκείνος όμως δεν ήταν αδιάφορος στις χάρες της. Μέσα του είχε βάλει στοίχημα με τον εαυτό του να χαρεί τα κάλλη της Τασούλας. Και δώστου την ξεμονάχιαζε όποτε μπορούσε και δώστου εκείνη του απαντούσε με κουνήματα και χάχανα σιγανά. Και ένα απομεσήμερο που ο κύρης της είχε πέσει για ύπνο, η Τασούλα ξεπόρτισε να πάει να φέρει νερό. Κι εκεί την ώρα που το λιοπύρι σπρώχνει τους ανθρώπους για μεσημεριάτικη ανάπαυση,   αφέθηκε στα λάγνα χάδια και τα μεθυστικά φιλιά του Γιωργή, πίσω από τους θάμνους, με το μουρμούρισμα του νερού της πηγής σαν μουσική υπόκρουση. Αυτή η θύμιση έμεινε ζωντανή στην μνήμη της, μα δεν είχε συνέχεια. Από τότε ο Γιωργής την απέφευγε κι εκείνη   είδε τα όνειρα που είχε πλάσει να γκρεμίζονται ένα-ένα.

Μα ο βραχνάς της άρχισε αργότερα.

Η Τασούλα είκοσι χρόνων πια, και όλοι σκέφτονταν πως ήταν ήδη σε ηλικία γάμου. Η Σταμάτα η προξενήτρα έφερε το πρώτο προξενιό, που όμως ήταν από έναν νέο, τον Λευτέρη. Ο Λευτέρης δεν ήταν Γιωργής, μα έπινε βαρύ τον καφέ του και το κομπολόι ήταν ένα με το χέρι του, δείγματα αντρισμού και κύρους. Δουλευταράς και με χωράφια δικά του ήταν πολύφερνος γαμπρός.

Τον συμπαθούσε τον Λευτέρη, μα τον φοβόταν κιόλας. Και δεν φοβόταν τόσο αυτόν, όσο την μοιραία πρώτη νύχτα του γάμου, που ο γαμπρός θα έπρεπε να βρει παρθένα την νύφη και να κρεμάσει το ματωμένο σεντόνι από το μπαλκόνι κατά το χαζό έθιμο του χωριού.

Αυτό από μόνο του την έκανε να φέρνει με τρόπο αντιρρήσεις και να λέει πως είναι μικρή για γάμο και για σκοτούρες.

Βαθιά μέσα της είχε την ελπίδα πως ο Γιωργής θα ερχόταν να την διεκδικήσει. Μα κι αυτό το όνειρο ναυάγησε, σαν έγινε η αναγγελία των αρραβώνων του με μια άλλη νέα του χωριού.

Σωτηρία δεν υπήρχε, έτσι όπως το έβλεπε και άλλο δεν είχε, παρά να ομολογήσει κλαίγοντας την αλήθεια, στην μάνα της πρώτα.

Εκείνη με τρόπο, αφού τράβηξε τα μαλλιά της και θρήνησε την χαμένη τιμή τους, τα ξεφούρνισε ένα μοιραίο βράδυ στον πατέρα.

Άλικα έγιναν τα μάγουλα της Τασούλας από τα χαστούκια του πατέρα της, ο οποίος αφού ξέσπασε, έβαλε την λογική του κάτω και άρχισε να σκέφτεται τρόπους να αποφύγει το ρεζιλίκι.

Και πώς να πουν σε ένα άντρακλα όπως ο Λευτέρης, πως η νύφη κακοπάτησε;

Μα ο Λευτέρης έδωσε λεβέντικα την απάντηση.

"Βέβαια τα δεδομένα άλλαξαν. Όμως και τα κορίτσια δεν φταίνε, είναι άμυαλα. Αλλά πάλι;. Ο αντρισμός μου; Μία λύση βλέπω. Θέλω είκοσι στρέμματα και σπαρμένα".

Τα χέρια δόθηκαν στο όνομα της λεβεντιάς και ένας κόκορας έδωσε το αίμα του στο όνομα της τιμής και του χωριού.



8. Το στοίχημα


Κυριακή πρωί.
Απόλαυση ρουτίνας:
γαλλικός καφές.

Η σωτηρία
μετά το ξενύχτι μου.
Η λύτρωσή μου.

Συλλογίζομαι.
Πηγή των βασάνων μου
ένα στοίχημα.

Ένα πακέτο.
Ένα σεντόνι σκέψεις
στο τσιγάρο μου.

Πρέπει να φύγω.
Να βρω τον εαυτό μου.
Ψάχνω κουράγιο.

Δεν είμαι αυτή
που αγάπησες τόσο.
Είμαι μέλισσα.

Ένα λουλούδι,
λυγίζω στον άνεμο.
Δυνατή βροχή.

Δεν είμαι πουλί.
Έχασα το στοίχημα.
Αποδέξου το.



9. "ΝΟΡΑ"

Με πολύ κόπο σηκώθηκε από το κρεβάτι ο Νικόλας.
Δυο μέρες τώρα δεν είχε μπορέσει να συνειδητοποιήσει  το φευγιό της.
Το κεφάλι του το ένιωθε βαρύ και μια μέγκενη του προκαλούσε ένα φοβερό πονοκέφαλο.
Σέρνοντας τα βήματά του πήγε μέχρι την κουζίνα.
Ένας  σκέτος καφές  ίσως να τον βοηθούσε  να συνέλθει από το τρομερό προχθεσινό μεθύσι του,που το μαρτυρούσαν τα άδεια μπουκάλια σκορπισμένα στο πάτωμα.
Και αυτή η εκνευριστική βροχή δεν έλεγε να σταματήσει.
Θαρρείς πως το έκανε επίτηδες να πέφτει ασταμάτητα δυο μερόνυχτα τώρα.
Άνοιξε τον υπολογιστή και με αγωνία έψαξε τα μηνύματά του.
Κανένα μήνυμά της. Τίποτα.
Το περίμενε άλλωστε μετά τον προχθεσινό φευγιό της.
Πως τα σκάτωσα έτσι γαμώτο μου,ψιθύρισε κατεβάζοντας μια γουλιά από τον πικρό καφέ του..
Την αγαπούσε την Νόρα.
Η γνωριμία τους ήταν από εκείνες που θα μπορούσε να την πεις και κεραυνοβόλο έρωτα.
Η χημεία μεταξύ τους ήταν σχεδόν τέλεια.
Η Νόρα του είχε χαρίσει την αγάπη της, έτσι όπως δεν την είχε γνωρίσει τόσα χρόνια πριν.
Οι γυναίκες ποτέ δεν έλειψαν από την ζωή του αλλά  οι σχέσεις μαζί τους σταματούσαν στην επιφάνεια.
Με την Νόρα όλα ήταν πολύ διαφορετικά. 
Τον είχε μαγέψει η απλότητα και η ειλικρίνειά της. Ήταν αυτό που είχε εκτιμήσει στον χαρακτήρα της.
Κάθε μέρα που περνούσε κοντά της διάβαζε μέσα στα μάτια της όλα αυτά που ήθελε να έχει στην ζωή του, γι αυτό και μεγάλωνε η αγάπη του για εκείνη.
Το ήξερε ότι είχε φερθεί ανόητα από την στιγμή που τον είχε πλευρίσει η  Ντίνα, ένας παλιός του έρωτας στο πάρτι που είχε πάει χωρίς την Νόρα .
Θυμόταν αμυδρά μέσα στο μεθύσι του πως είχε παρασυρθεί από την γοητεία της.
Έβαζε στοίχημα ότι αυτή η Ντίνα ήταν η πηγή της φωτογραφίας που είχε σταλεί στο μέηλ της Νόρας  που τους έδειχνε σε προκλητική στάση μαζί της και που έμελλε να είναι η αιτία του χωρισμού τους.
Είχε θυμώσει πολύ με τον εαυτό του.  
Εκείνη είχε χάσει την εμπιστοσύνη της απέναντί του και δεν ήξερε πως θα έβρισκε τον τρόπο να το διορθώσει αυτό.
Άνοιξε την τηλεόραση και ξάπλωσε στο κρεβάτι. 
Η φωνή της Πρωτοψάλτη γέμισε το δωμάτιο..η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα..
Έχωσε το πρόσωπό του στο μαξιλάρι της και μύρισε βαθιά το άρωμα της που είχε μείνει επάνω στο σεντόνι δυο μέρες πριν.

Δεν μπορούσε χωρίς εκείνη και θα έκανε τα πάντα να σώσει την αγάπη αυτή! 




10. Τελευταίο Αντίο

Αγάπη μου, σε βλέπω ξαπλωμένη και φέρνω στο μυαλό μου όλες τις υπέροχες εικόνες γεμάτες ζεστασιά που χτίσαμε μαζί.

Το πρόσωπο σου χλωμό και τα μάτια σου κλειστά, δεν αντιδρούν στο ευεργετικό φως που μπαίνει από τις μισάνοιχτες κουρτίνες και που δίνει δειλά κι αυτό τη μάχη του για να μην αποχαιρετήσεις την ζωή που σε εγκαταλείπει. 

Τα λευκά σεντόνια καλύπτουν το βασανισμένο σου κορμί, που τόση ζωντάνια είχε κάποτε.

Χάσαμε το στοίχημα με την ζωή αγάπη μου. Χάσαμε το στοίχημα με τον χρόνο και με την μοίρα. Έμειναν τόσα ατελείωτα όνειρα μωρό μου. Έμειναν τόσα που θα κάναμε μαζί ακόμα. Είμαι ανίκανος να κοιτάξω μπροστά χωρίς εσένα. Δεν βλέπω παρά μόνο σκοτάδι. Εσύ είσαι η πηγή της δύναμης μου. Χρειάζομαι την αγάπη σου για να σταθώ όπως το σώμα μου τον αέρα και το νερό για να ζήσει.

Δεν μπορώ να πιστέψω πως θα ανοίγω τα μάτια μου το πρωί, και δεν θα είσαι δίπλα μου κουρνιασμένη με το μαξιλάρι σου αγκαλιά. Πως δεν θα ξανασηκωθώ νυχοπατώντας να σου φέρω την κούπα με τον αχνιστό καφέ και ένα τριαντάφυλλο από τον κήπο.

Πως δεν θα καθόμαστε πια τον χειμώνα αγκαλιά δίπλα στο τζάκι να πλάθουμε ιστορίες για το μέλλον μας ανάμεσα σε στιγμές πάθους, που μοιραζόμασταν με μόνη μουσική συνοδεία τους ήχους των γλυκών φιλιών στα κορμιά μας.
Πόσες φορές δεν φαντάστηκα πως μπαίνει  ο γιατρός με το άγγελμα της σωτηρίας σου στα χείλη. Πόσες φορές δεν φαντάστηκα πως το παρόν θα γίνει ένας κακός εφιάλτης πεταμένος στην λήθη. 

Πως ανοίγεις τα μάτια με κοιτάζεις και μου λες, "μην είσαι λυπημένος, γύρισα. Εδώ θα μείνω, γιατί εδώ ανήκω." Θα σε έπαιρνα τότε στα χέρια και θα φεύγαμε μακριά, κάπου με ήλιο που τόσο αγαπούσες. Κοντά σε θάλασσα να σε νανουρίζει το κύμα ενώ σε κρατώ με ασφάλεια στην αγκαλιά μου.

Άλλοτε πάλι φαντάζομαι πως γυρίζω τον χρόνο πίσω και δεν συμβαίνει ποτέ το φρικτό ατύχημα που σε βγάζει από την ζωή μου και με καταδικάζει στην ερημιά και τη δυστυχία.

Οι ελπίδες να ξυπνήσεις κάθε μέρα λιγοστεύουν. Κι αυτό το γράμμα δεν θα το διαβάσεις ποτέ. Το πόσο σε αγαπώ, το ότι η καρδιά μου και η ύπαρξη μου ολόκληρη γεννήθηκαν για να σου ανήκουν.

Είσαι η ζωή μου, το νόημα της ύπαρξης μου, η τροφή μου, ο αέρας μου, ο σκοπός μου. Νοιώθω πως κι εγώ σβήνω μαζί σου.

Σήμερα νομίζω πως είναι η τελευταία μας μέρα μαζί. Δεν ξέρω γιατί έχω αυτήν την αίσθηση. Το φως χάθηκε σιγά- σιγά και η νύχτα πήρε τη θέση της στο σύμπαν μας.
Κι ο πόνος στο στήθος μου γίνεται αφόρητος αλλά δεν του δίνω σημασία.

Δεν αντέχω μια ζωή χωρίς εσένα καρδιά μου………..


Ξημέρωσε η καινούργια μέρα. Τα μάτια της ξαπλωμένης γυναίκας έπειτα από τόσο καιρό άνοιξαν. Το χέρι σηκώθηκε αδύναμα και χάιδεψε τα μαλλιά του αγαπημένου της, που είχε αφήσει την τελευταία του πνοή ξαφνικά, κρατώντας στο χέρι ένα μισογραμμένο γράμμα. Ένα τελευταίο αντίο.

Για κάποιες αγάπες δεν υπάρχει σωτηρία. Δεν υπάρχει παρά μόνο γραμμένο!




11. «ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΕΙΣ» 

Τον τελευταίο καιρό δεν τον έπιανε ύπνος. Ποθούσε τη δραπέτευση…  Να ανακαλύψει μυστικά νικηφόρων μαχών. Να επαναστατήσει όπως δεν επαναστάτησε ποτέ του.
Ψηφίδες  ενός κατακερματισμένου κόσμου∙ σαρακοφαγωμένο   ξύλο που ψιθύριζε παλαιωμένες συνταγές σε κάθε δυνάμωμα καταιγίδας. Στις βραδινές οδομαχίες ήταν παρόν, προσπαθούσε ακατάπαυστα  να σπάσει τα οδοφράγματα, παρέμενε όμως   αγκιστρωμένος στο ίδιο ανυπέρβλητο σημείο. Είχε μέρες που τον  κυρίευε ο μέγας φόβος μη κι αποδημήσουν τα όνειρα και δεν  αλλάξει ρότα η ζωή.  Χρόνια παρέμενε τυλιγμένος στο σεντόνι της αδράνειας.  Βολόδερνε  με  ρητορείες μεγαλόστομες  που τον κρατούσαν  θαλερό, αναμένοντας να  ασπαστεί ανίδρωτος το ξανθό  φως της επομένης μέρας.
Ποτέ δεν κατάλαβε πως το πιο δύσκολο βιβλίο είναι ο άνθρωπος. Πως μέσα  στις σελίδες του φίλοι κι εχθροί  παραμένουν αδιάβαστα ιδεογράμματα. Αδιάβαστος χώθηκε στο στόμα του λύκου να διασώσει την ηρωίδα του παραμυθιού . Χόρεψε μαζί με θεούς και δαίμονες και λικνίστηκε ωσάν το στάχυ προτού τον ρίξει η μοίρα του στο μεγάλο αρύβαλλο να παλέψει με νέες όχεντρες. Μέσα στο νέο οχετό δεν του δινόταν   χώρος να ξεμυτίσει. Εξαρτημένος απ’  την  ανελέητη  ρουτίνα του,  στάθηκε  να  κάνει  επανειλημμένως  τις ίδιες σπασμωδικές κινήσεις.   Με υπερβολική ευήθεια  έκανε απαγορευτικές σκέψεις και σε  φλιτζάνια  καφέ συνέχισε  να ξορκίζει το έρεβος∙ να ανοίξουν, τάχα,  διάπλατα οι κόρες των ματιών και να ερμηνεύσει τα σύμβολα στο κατακάθι∙ ν’ αντιληφτεί με  ευδρομία  την αιτία των κακών που τον έδερναν.  Να  γεννηθεί η λευτεριά μέσα από εκείνη τη διαμάχη και να γίνει επιτέλους η δοκιμασία του  ανεξάντλητη πηγή που θα τον ωθούσε βήματα  μακριά απ’  το κακό που τον έδερνε και θα τον τοποθετούσε  κοντύτερα στην ουσία των πραγμάτων.
Με λάθος τακτική αποζητούσε τη  λύτρωση. Αν και τσουρουφλίστηκε στου κέρβερου τη φωτιά, πιάστηκε για μια ακόμη φορά από μια κλωστή ελπίδας. Σήκωνε ανάστημα για ν’ αποφύγει τον πνιγμό. Εξάλλου, την παραβολή του Ασώτου την είχε βιώσει εξ επαφής. Ο μόσχος ο σιτευτός είχε θυσιαστεί για λόγου του δεκάδες φορές.  Μετά από τόσες πτώσεις στα τάρταρα και τόσα αδέκαστα στραπάτσα, έβαζε στοίχημα πως ο δρόμος της δική του λευτεριάς δεν ήταν τούνελ που εύκολα θα χανόταν και θα περιπλανιόταν χωρίς πυξίδα στο αχανές κι έρημο ορυχείο της ψυχής του…
Κι ας ήτανε ανεμοδείκτης με κολοβή ουρά… κι ας  προσποιούταν  πως ρυθμιζόταν αλάθητα από τα ρεύματα των καιρών…  ένοιωθε να πλησιάζει η σωτηρία του απ’ τον  ηθελημένο πόλεμο που είχε ξεσπάσει μέσα του. Ανάγνωσε στην τελική πως το καθήκον είναι η ηχώ μιας μεγάλης κι ανυπότακτης ψυχής καθώς ταχυπορούσε  στα νερά του Αχέροντα να προλάβει  το ηλιοβασίλεμα στις  Ηράκλειες στήλες.



12. ΟΙ ΕΥΕΡΓΕΤΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕ

Κυριακή πρωί και είπε να της κάνει μια έκπληξη στο κρεβάτι. Τι το ΄θελε; Ετοίμασε το δίσκο με την κούπα τον καφέ, δυνατό όπως τον ήθελε, κάτι μπισκοτάκια κι ένα γαρύφαλλο που έκοψε από τη γλάστρα που βρισκόταν στο πρεβάζι της κουζίνας. Ήλπιζε πως θα γλίτωνε από τη συνηθισμένη της μουρμούρα για την ανικανότητα του να προσφέρει οτιδήποτε πια στο σπίτι. Κι εκεί που άπλωσε τα χέρια του για να της τον προσφέρει, ο διάλος σίγουρα έβαλε το χέρι του, του φεύγει από τα χέρια, πέφτει πάνω της, τα μπισκοτάκια χύθηκαν μέσα στο ντεκολτέ της, ο καφές μούσκεψε τη νυχτικιά της, λέρωσε το σεντόνι που 'χε αλλάξει μόλις την προηγούμενη ημέρα. Μόνο το γαρύφαλλο ακολούθησε το δίσκο καθώς εκείνη με μια κίνηση εξ αντανακλάσεως τον εκσφενδόνιζε στην απέναντι πλευρά του δωματίου. Ποιος την είδε και δεν τη φοβήθηκε!

“ Άχρηστε, ακαμάτη, τίποτα δεν μπορείς να κάνεις σωστά ” φώναζε καθώς σηκωνόταν και έβγαζε από πάνω της τη νυχτικιά της και του φανερώθηκε με τα πλούσια της στήθη σκουπίζοντας με το χέρι της τα τρίμματα από τα μπισκότα. Κι εκείνος αντί να ορμήσει πάνω της να την γεμίσει φιλιά εκλιπαρώντας να τον συγχωρέσει, οπισθοχώρησε προς τα πίσω, μέχρι που ακούμπησε στην ντουλάπα, προσδοκώντας μόνο από το Θεό τη σωτηρία του. Γονάτισε, έγινε ένα κουβάρι και περίμενε να ξεσπάσει η οργή της.

Τον πλησίασε, στάθηκε από πάνω του, γυμνή. Μπροστά της είχε έναν άνθρωπο που κάποτε αγάπησε με όλη τη ψυχή της. Γονάτισε και τον έπιασε από τα μαλλιά... με στοργή όμως. Αυτός ξαφνιάστηκε. Σαν να μην ήταν αυτή που έβαλε στοίχημα τις προάλλες, μπροστά στους φίλους τους, ότι ήταν ανίκανος να την κάνει να νιώσει την ελάχιστη θετική σκέψη γι΄ αυτόν.

“ Πώς καταντήσαμε έτσι, ρε Μιχάλη; Ποιους δαίμονες αφήσαμε να φάνε την ψυχή μας; Από ποια πηγή δεχθήκαμε όλο αυτό το φαρμάκι; Αντί να απολαμβάνουμε ο ένας τη συντροφιά του άλλου, μόνοι μας μείναμε σε αυτόν τον κόσμο, ο ένας να μισεί τον άλλο. Δεν μας αξίζει αυτό, ρε Μιχάλη! Δεν μας αξίζει, γαμώτο! ”

“ Δεν σε μισώ Δέσποινα. Ποτέ μου δεν μπόρεσα να σε μισήσω! Ευνουχισμένος νιώθω, διότι δεν θέλεις να σε κρατώ πια στην αγκαλιά μου... Δεν ξέρω τι έφταιξε! Η αφοσίωση στα παιδιά μας; η κούραση μέχρι να τα μεγαλώσουμε; Η καθημερινή ένταση που μεταφέραμε στο σπίτι μας μετά τη δουλειά; Που κοιτάζαμε όλους τους υπόλοιπους εκτός εμάς τους ίδιους;”

Τον πήρε στην αγκαλιά της, σφίγγοντας τον με δύναμη.

“Τώρα όμως τα παιδιά έφυγαν... μείναμε οι δυο μας... δεν μπορούμε να ζούμε μαζί έτσι για πολύ ακόμα”

Εκείνος ανταποκρίθηκε, σαν να μην ήθελε να χάσει τη στιγμή. Σε λίγο τα φιλιά και οι αναστεναγμοί είχαν γεμίσει το άδειο τους σπίτι. Έκαναν αυτό, που για χρόνια είχαν ξεχάσει. Τελειώνοντας και αφήνοντας τα κορμιά τους να βρουν και πάλι τον κανονικό τους ρυθμό, τράβηξε το σεντόνι και τους σκέπασε. Ο λεκές από τον καφέ είχε σχεδόν στεγνώσει. Δεν την ένοιαζε, όμως πια. Έφτανε, που δεν την μίσησε  ποτέ του.


13. Η μεγάλη αδερφή
Ο καφές την κοίταζε διεισδυτικά με το πελώριο μάτι στο κέντρο του. Καταβεβλημένη, χαμήλωσε το βλέμμα της. Η εικόνα του κρεμ, απαίσιου χρώματος που είχε ποτιστεί στο σεντόνι του κρεβατιού της μεγάλης αδερφής της, της προκαλούσε αναγούλα. Σάλια μπλεγμένα με σιχαμερούς εμετούς μάζευε κάθε μέρα, κάθε μέρα. Η ψυχική ασθένεια κατέτρωγε την ενέργεια, το χαμόγελο, το μυαλό και την καρδιά της μεγάλης αδερφής. Την είχε πάει σε γιατρούς διακεκριμένους και γέροντες σοφούς, αλλά "η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα", κάγχαζε κρυφά. Πηγή αυτής της δυστυχίας ήταν μάλλον η αδυναμία της μεγάλης αδερφής να εξισορροπεί την ευαισθησία της. Άγγελο την αποκαλούσαν όλοι. Οι γονείς δεν άντεξαν τον Γολγοθά. Έφυγαν από τον καημό τους. Η μικρή αδερφή περήφανα είχε ως τώρα σταθεί. Τη γέμιζε και η δουλειά της. Δασκάλα ήταν. Αγγελούδια έγλειφαν τις πληγές της. Ο ξαφνικός όμως χωρισμός από τον σύντροφο της, τη λύγισε. Λίγοι πορεύονται μαζί σου στον πόνο, λίγοι. Με την τελευταία γουλιά, έβαλε στοίχημα με τον εαυτό της. Θα φύλαγε εφ'όρου ζωής τον λαβωμένο άγγελό της.





14. Το φάντασμα της Κυριακής

Φοράω το σεντόνι και κάνω το φάντασμα. "Μπου!" φωνάζω και σε ξυπνάω.
"Ριγέ φάντασμα πρώτη φορά βλέπω", λες κι ανασηκώνεσαι στο κρεβάτι.
"Είμαι ιδιαίτερο φάντασμα, το φάντασμα της Κυριακής. Διψάω για καφέ! Κι αν δεν μου φτιάξεις, θα..."
"Αχ, δεν υπάρχει σωτηρία μ' εσένα! Δεν θα μεγαλώσεις ποτέ!"
"Κακό είναι αυτό;" ρωτάω και πετάω το σεντόνι μουτρωμένη.
Δεν απαντάς, με φιλάς. Και ύστερα, "Είσαι η πηγή μου" λες.
Μένω μουτρωμένη, δεν με ικανοποιεί η απάντησή σου.
"Πηγή χαράς" διευκρινίζεις και περιμένεις την αντίδρασή μου.
Σου χαμογελάω.
"Κάθε Σάββατο βράδυ κοιμάμαι με μια γυναίκα και κάθε Κυριακή πρωί ξυπνάω πότε με ένα φάντασμα, πότε με μια αλεπού..."
"Και είναι κακό αυτό;" ξαναμουτρώνω.
Δεν απαντάς, με αφήνεις να βράσω στο ζουμί μου. Σηκώνεσαι. Και με την πλάτη γυρισμένη, "Ευτυχία είναι" μουρμουρίζεις.
Χοροπηδάω στο κρεβάτι. Παίρνω φόρα και σκαρφαλώνω στην πλάτη σου. "Πας στοίχημα ότι θα είμαστε μαζί μέχρι να πεθάνουμε"
"Εσύ πας στοίχημα ότι θα είμαι τέζα μέχρι το βράδυ από τη μέση; Σα να βάρυνες λίγο..."

"Εσύ φταις! Άργησες να ξυπνήσεις και το φάντασμα βαριόταν μόνο του... κι έφαγε όλα τα κουλουράκια..." λέω και "Κάθε Κυριακή σ' ερωτεύομαι ξανά!" σκέφτομαι.


http://sinistronzi.tumblr.com


15. Ψυχές από πολυπροπυλένιο

-Ερημιά έξω.
-Κάνει παγωνιά ή ιδέα μου είναι;
-Είναι που μας άφησε ολοτσίτσιδες… αφεντικό να σου πετύχει! 
-Κορίτσια, έχω μια ιδέα.  Διαλέγουμε ζεστά ρούχα απ’ τις κρεμάστρες και το σκάμε για μια τσάρκα στον πεζόδρομο. Το δικαιούμαστε μετά από τόση κούραση. Τι λέτε;
-Άσε μας κουκλίτσα μου! Να μας δει κανένα μάτι και να μας καρφώσει στον μεγάλο. Φαντάζεσαι τι θα γίνει; Στον όροφο με τα ορθοπεδικά μας βλέπω… με κολάρα και νάρθηκες!
-Για έναν καφέ θα πάμε και θα επιστρέψουμε στη γυάλινη βάση μας, πώς κάνετε έτσι; Άκουσα πως απόψε θα το σκάσουν και τ’ αγόρια απ’ το απέναντι μαγαζί με τ’ αθλητικά. Στοίχημα πως θα είναι κι αυτός ο Mάρβιν.
-Ο δίμετρος θεούλης με τα πολυεστερικά κανιά; Τι κούκλος Θε μου!
-Ναι, εσένα θα κοιτάξει ο Μάρβιν! Την τσουρομαδημένη Σάσα, άρτι αφιχθείσα απ’ τα Χαυτεία και την πηγή της φανέλας. “Εδώ τα καλά κασκορσέ, πάρε κόσμε!”
-Tι κακιά! Μπούστο θα καταντήσεις μια μέρα, στο λέω! Άντε και γάμπα στο τμήμα με τα καλσόν!
-Καλά, κι ο Μάρβιν τι ήταν νομίζετε; Συρμάτινο μπούστο σε ραφτάδικο ήταν η μάνα του. Μην τρελαίνεστε!...
-Σκάστε επιτέλους! Γελοίες καταντήσατε! Αύριο μας πάνε για σπάσιμο. Το έχετε συνειδητοποιήσει;
-Κάτι άκουσα το πρωί… ο μεγάλος παράγγειλε μια παρτίδα απ’ αυτές τις καινούργιες που ανοιγοκλείνουν τα μάτια στους πελάτες.
-Όχι μόνο τα μάτια… κι άλλα ανοιγοκλείνουν.
-Σκάρτεψε το είδος μας, κούκλες. Όλα στο βωμό του σεξ, πλέον.
-Ας κάνουμε κάτι ρε κορίτσια!
-Μάταιο. Δεν υπάρχει σωτηρία. Γεράσαμε ως κούκλες. Θα μας ξεμοντάρουν και θα γίνουμε ένα μάτσο κεφάλια, μπράτσα και γάμπες.
-Δίκιο έχει η Μπάρμπι. Γι’ αυτό μας έγδυσε απόψε. Πήρε και τα μαλλιά μας ο μακελάρης, για να τα φορέσει στις καινούργιες. Θα μας πετσοκόψει και θα τυλίξει τα κομμάτια μας σ’ ένα σεντόνι. Γύρευε σε ποιον κάδο σκουπιδιών θα βρεθούμε κατατεμαχισμένες.
-Αχάριστοι οι άνθρωποι κούκλες μου! Φάγαμε τα καλύτερα μας χρόνια στις βιτρίνες, κάναμε ρεκλάμα τα κορμιά μας για να πλουτίζει αυτός, μελάνιασαν τα πέλματά μας στην ορθοστασία, γεμίσανε αμυχές τα κορμιά μας κι ορίστε η ανταμοιβή μας!
-Πάμε τη βόλτα που λέγαμε; Τουλάχιστον, ας χαρούμε την τελευταία μας βραδιά.
-Ο Μάρβιν είν’ αυτός απέναντι;
-Αχ ναι, μου γνέφει νομίζω…
-Ναι, ρε συ! Κουνάει το ρυθμιζόμενο λακαριστό του χέρι… Κοίτα, παίρνει φόρα μπροστά στη μεταλλική του μπάλα… Θε μου, σημαδεύει προς το μέρος μας!
-Και δεν έχω ένα ρούχο να ρίξω πάνω μου. Τι ντροπή!...
-Άσε τις ντροπές και τρέξε κοντά του. Κλοέ, ένα παλτό απ’ την κρεμάστρα. Κι ένα σκούφο απ’ το ράφι, γρήγορα!...
-Φύγε Σάσα! Θα σκεφτεί πως σ’ έκλεψαν διαρρήκτες. Το νου σου στα τζάμια!...
-Κι εσείς τι θ’ απογίνετε;
-Κάποιος θα βρεθεί και για μας. Πού ξέρεις;

Στο λαογραφικό μουσείο ενός μικρού ορεινού χωριού, οι επισκέπτες εντυπωσιάζονται με το ζευγάρι κούκλες που φορούν παραδοσιακές στολές του τόπου. Είναι τόσο ζωντανές, που κάποιοι ορκίζονται πως είδαν τα τσίνορά τους ν’ ανοιγοκλείνουν…




16. Για τα σεντόνια μου ρε γαμώτο

Αχ φεγγάρι μου βγήκες και απόψε σεργιάνι και εγώ νιώθω έντονη την μοναξιά μου. Ξέρω είμαι παραπονιάρα όμως είμαι πάλι μόνη και όσο και αν δεν θέλω να το παραδεχτώ αυτό οφείλεται  στη ζήλεια μου!

Ναι ναι την ζήλεια μου αυτό το σαράκι που μου τρώει τα σωθικά. Γι' αυτό σε παρακαλώ  θέλω να την πάρεις από μέσα μου για να σταυρώσω και εγώ κανένα γκόμενο, να δουν και μένα χαρά τα σεντόνια μου, να έχω κάποιον να με αγκαλιάζει καθώς μας λούζει το φως σου, να ξυπνάω χωμένη σε μια αγκαλιά και να έχω και εγώ έναν άνθρωπο να πίνω τον καφέ μου μαζί του το πρωί βρε αδερφέ.

Πάρε μακριά την αναθεματισμένη ζήλεια μου, γιατί εγώ όσο και αν βάζω στοίχημα με τον εαυτό μου πως θα την διώξω, τσουπ φυτρώνει πάλι μέσα μου κάθε φορά που κάνω κάποια σχέση. Βλέπεις δεν με αφήνουν να αγιάσω όλες αυτές οι ξανθιές, οι μελαχρινές και οι κοκκινομάλλες που κυκλοφορούν εκεί έξω. Μια ματιά να τους ρίξει ο δικός μου, ξανακυλάω στα ίδια και όλο φτάνω στην πηγή και νερό δεν πίνω και μεταξύ μας τώρα τα δεύτερα …άντα πλησιάζουν και εγώ πάλι ρέστη.

Γι’ αυτό σου λέω διώξε την ζήλεια μου μακριά, είσαι η μόνη μου σωτηρία για να ξυπνάω και εγώ σε τσαλακωμένα σεντόνια.




17. Η ΣΙΜΩΝΗ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ ΝΩΡΙΣ

 Η μυρωδιά του ξεραμένου καφέ στο σεντόνι, μαρτυρούσε πως ο βίαιος τσακωμός, δεν ήταν ένα ακόμη αποκύημα της φαντασίας μου.

Ο έντονος πονοκέφαλος, με έκανε να πιστέψω πως κάποιος, με είχε χτυπήσει με τσιμεντόλιθο. Προσπαθούσα να ανοίξω τα μάτια μου, μα τα βλέφαρα, βαριά όσο άλλοτε, αρνούνταν να με βοηθήσουν.

Έκανα να σηκωθώ και σπιθαμή προς σπιθαμή του κορμιού μου, κάθε σάρκα και κάθε του οστό, πονούσε λες και είχα ζήσει την μεγαλύτερη κτηνωδία της ζωής μου, μέσα σε ένα εργοστάσιο γεμάτο μεταλλεύματα, που στόχο είχαν να συρρικνώσουν τη ψυχή μου.

Η ψυχή μου…

Αχ, η ψυχή μου

Ποτισμένη στη λήθη, δηλητηριασμένη πόσιμη πηγή από βάναυσες επιλογές και κυρίως, εξαρτημένη από λευκή ουσία που την ονομάζω «αλάτι», επειδή με παραπέμπει σε ένα παραμύθι που αγαπούσα σαν ήμουν παιδί..

«Σαν ήμουν παιδί, διάολε!»

Με δυσκολία σηκώθηκα από το κρεβάτι. Τα μελανιασμένα μου πόδια, έσυραν το αποστεωμένο μου σώμα, μέχρι την άκρη του καναπέ που συναντά κανείς στο βομβαρδισμένο μου καθιστικό.

Ξάπλωσα εκεί. Πονούσα το ίδιο. Αποκοιμήθηκα.

Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει όταν κάποιες φωνές μου έκοψαν στη μέση το όνειρο. Καιρό είχα να δω τόσο όμορφο όνειρο. Υπέθεσα, πως ήταν οι πιτσιρικάδες "της από πάνω". Να δεις πως με έλεγε τις προάλλες; Κάπως με έλεγε στην διαχειρίστρια αλλά δεν θυμάμαι τον χαρακτηρισμό… Κρίμα, τέσσερις ώρες κλαίγοντας και μία «οκτάβα», μου πήρε για να το ξεπεράσω.

Στο όνειρό μου ήμουν ντυμένη νύφη αλλά πρόσεξε, μία νύφη που επέπλεε σε έναν βυθό. Ήταν κάπως περίεργο. Αιωρούνταν η ψυχή μου κάτω από ένα γαλάζιο κρυστάλλινο νερό και το σώμα μου, τέμνονταν πάνω από μία διάφανη πράσινη βλάστηση ενώ τα ψάρια με διαπερνούσαν. Χρόνια είχα να αισθανθώ τόσο καθαρή μέσα μου, να νιώθω, πως μέσα μου δεν κατοικεί τίποτα παρά μόνο μία λευκή, ζεστή χιονοστιβάδα. Πάω στοίχημα, πως αν η ψυχή μας μπορούσε να ζωγραφίσει την αγνότητα, θα έφτιαχνε τον πίνακα που οραματίστηκα μόλις.

Και καθώς περνούσε η ανθοδέσμη από μπροστά, σε αργό και κυματιστό ρυθμό, οι φωνές των «μπούληδων» με διέκοψαν.

«Στο διάολο» Κι ούτε που πρόλαβα να δω αν είχε τα αγαπημένα μου λουλούδια…

Είχα ανάγκη από καθαρό αέρα, από αναζωογονητικό οξυγόνο, το κεφάλι και το σώμα συνέχιζαν να πονούν μα τώρα, ένας εσωτερικός μεγαλύτερος και ανοικοδόμητος πόνος, με έκανε να αναζητήσω τη σωτηρία σε ένα πηγαίο, γάργαρο νερό. 

Ούτε και ξέρω πως βρήκα την δύναμη. Έτρεξα στο μπάνιο και από τον νιπτήρα γαντζώθηκα. Σαν το πιο βάναυσο αρπακτικό, άνοιξα την βρύση και άρχισα με μανία να μαστιγώνω, το ανελέητο πρόσωπό μου. Κλείνοντάς την, με φόβο ύψωσα το ανάστημά μου για να δω εμένα, να κείτομαι στα πλακάκια του μπάνιου, νεκρή…

«Σιμώνη» άκουσα την Λένα να φωνάζει χτυπώντας με δύναμη την πόρτα.

«Σιμώνη» επέμεινε.

«Σιμώνη σε παρακαλώ, ανησυχώ»

 «Η μόνη μου φίλη, κανείς δεν θα της ανοίξει», σκέφτηκα

Και ξαφνικά, ομίχλη…



18. Το Γύρισμα

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

Εξωτερική-Νύχτα

Μακρινό πλάνο. Η κάμερα στην όψη του επιβλητικού κτιρίου. Δύο Λιμουζίνες σταματούν στην είσοδο. Ένας άντρας και μια γυναίκα κατεβαίνουν. Κινούνται στα σκαλιά. Η Κάμερα τους ακολουθεί από σταθερή λήψη.

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Εσωτερική

Κοντινό πλάνο. Ένας άνδρας υποδέχεται τους επισκέπτες.

Άντρας

(Φωνή υπηρεσιακή)

Κύριε Πρέσβυ περάστε, ο Πρωθυπουργός σας περιμένει

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

Εσωτερική

Μεγάλο γραφείο. Βαρύς, πλούσιος διάκοσμος.

Πρωθυπουργός

(Ευγενική διάθεση)

Καλώς ορίσατε κ.Πρέσβυ, σας περίμενα, καθίστε

Πρέσβυς

Καλώς σας βρίσκω. Να σας συστήσω την κ.Ντέμπορα Ρόουζ, υπεύθυνος πληροφοριών της Πρεσβείας.

κ. Ρόουζ

(Τυπικά ευγενική)

Χαίρομαι ιδιαίτερα κ.Πρωθυπουργέ.

Κάθονται στο σαλόνι. Ένα πολυτελές σερβίτσιο καφέ στο τραπέζι. Ένα γυμνό άγαλμα πίσω διακοσμημένο με ένα σεντόνι.

Πρωθυπουργός

Η Συμφωνία πέρασε. Όλα τακτοποιήθηκαν με τον καλύτερο τρόπο. Πιστεύω είστε ικανοποιημένοι. Οι δυσκολίες ήταν εμφανείς.

Πρέσβυς

Ομολογώ κερδίσατε ένα μεγάλο στοίχημα. Οι πηγές μας γνώριζαν τα προβλήματα.

Πρωθυπουργός

Ακολουθήσαμε πιστά κάθε σας κατεύθυνση, δύσκολες αποφάσεις, επώδυνες για μας. Δεχόμαστε οξύτατες κατηγορίες.

Πρέσβυς

(Ελαφρά μειδιάζων)

Προέχουν κ.Πρόεδρε τα συμφέροντά μας στην περιοχή. Η ιστορία αφορά τους φιλολόγους, όχι την πολιτική.

Πρωθυπουργός

Η Αντιπολίτευση πιέζει ασφυκτικά

Πρέσβυς

(Με σιγουριά)

Η Αντιπολίτευση κ.Πρωθυπουργέ ελέγχεται και θα έπραττε το ίδιο. Οι αντιρρήσεις της δεν αποτελούν απειλή για μας. Κίνδυνο αποτελεί το γνωστό ανατρεπτικό Κόμμα. Η Επιρροή του στην κοινωνία αυξάνει. Μας προκαλεί προβλήματα.

Πρωθυπουργός

(Με απορία)

Τι ακριβώς ;

κ. Ρόουζ

(Παρεμβαίνει αποφασιστικά στο διάλογο)

Διατηρεί το κλίμα πολύ εχθρικό για μας. Πρέπει να πάρουμε πρωτοβουλίες. Εμείς θα παρέμβουμε με διαμορφωτές της κοινής γνώμης, ΜΚΟ, κοινωφελείς προσφορές ιδρυμάτων. Αλλά πρέπει να βοηθήσετε.

Πρωθυπουργός

(Ελαφρά ενοχλημένος)

Η σωτηρία της κυβέρνησης είναι λεπτή κ.Ρόουζ. Δεν μπορούμε να συγκρουστούμε με όλους. Φτάσαμε στο σημείο να χαλάσουμε τις σχέσεις μας με άλλη υπερδύναμη με μεγάλο κόστος.

Πρέσβυς

(Κατηγορηματικά αυστηρός)

Οι ανταγωνισμοί στην περιοχή είναι οξύτατοι. Για μας προέχει η στρατιωτική και οικονομική επιρροή στο νέο κράτος. Τα άλλα είναι δευτερεύοντα. Οφείλετε να σταθεροποιηθείτε αυστηρά στο πλευρό μας.

Πρωθυπουργός

(Με ύφος επίμονο)

Ναι, αλλά τα προσδόκιμα ανταλλάγματα δεν ήταν ανάλογα κ.Πρέσβυ. Οι προκλήσεις εξ Ανατολών οξύνονται. Μην αποκλείσετε θερμό επεισόδιο. Οφείλετε να πιέσετε και εσείς από την πλευρά σας. Ανοίγουμε μέτωπα.

κ.Ρόουζ

(Κυνικά ήρεμη)

Η Γείτονα χώρα είναι σύμμαχος. Μην το λησμονάτε. Δεν μπορούμε να την σπρώξουμε στην αγκαλιά των ανταγωνιστών μας. Η διαχείριση οφείλει να είναι ήπια. Αντιλαμβάνεστε.

Πρωθυπουργός

Κοντινό πλάνο στο πρόσωπό του (Προβληματισμένα κατηφής)

Κάποτε χτίσατε ένα κράτος στις αρχές που σήμερα γκρεμίζετε. Γαλουχήσατε μια ολάκερη κοινωνία έτσι. Τώρα….

Πρέσβυς

Πλάνο κοντινό: Φυσά τον καπνό από το πούρο του (Ύφος ψυχρό)

Έπρεπε να είχε μια αυταπάτη να ακολουθεί η μάζα. Η αναγκαιότητα επιτάσσει να προταχθούν τα πραγματικά συμφέροντα.

Πρωθυπουργός

Προχωράμε στα συμφωνηθέντα κ. Πρέσβυ

-”Στοπ !!!”, η φωνή ενός ώριμου άντρα, που σηκώνεται από μια ξύλινη πολυθρόνα, ηχεί διαπεραστικά. Ακούγονται μουρμούρες ικανοποίησης. Ο Άντρας συνεχίζει:
- Μπράβο ! Τέλειοι όλοι, δέκα λεπτά διάλειμμα, περίφημα !

Τα φώτα σβήνουν, κόσμος πηγαινοέρχεται στο χώρο.
“Σκηνοθέτα ; μια ερώτηση εκτός ...πλάνων”, ο ηχολήπτης δίπλα του.
“Σ’ ακούω Δημήτρη !”
“Ισχύουν αυτά στην πραγματική ζωή ;”
“Γύρισμα κάνουμε Δημήτρη ! Μυθοπλασία είναι το σενάριο, σοβαρέψου !”


Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 19-30 πατήστε εδώ!
Για τις συμμετοχές 1-6 και για να βαθμολογήσετε πατήστε εδώ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου