19. Η Μαρία και Εκείνος...
Ντρινννννννννν! Ντρινννννννν! Ο τραχύς ήχος από το ξυπνητήρι... έσκισε στα δύο την ανατριχιαστική ησυχία της επερχόμενης αυγής. Η Μαρία, αν και έβαλε στοίχημα με τον εαυτό της το προηγούμενο βράδυ ότι δεν θα το ξανακάνει, σηκώθηκε βιαστικά, έριξε πάνω της ένα μάλλινο πανωφόρι και κατευθύνθηκε ξυπόλητη και με γοργά βήματα, παραπατώντας από την επήρεια του ύπνου, στο μπάνιο. Αφού έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο της και βούρτσισε μηχανικά τα δόντια της, βγήκε αλαφιασμένη και έφτασε στην κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο, το οποίο ήταν μισοάδειο και το έκλεισε σχεδόν άμεσα. Αυτοματοποιημένα, το δεξί της χέρι βρήκε μέσα στο σκοτάδι το κουμπί του βραστήρα. Ο ήχος του νερού που κόχλαζε περισσότερο την κοίμιζε παρά την ξυπνούσε και κάθε φορά που συνέβαινε αυτό αναρωτιόταν πως στο καλό μπορεί να γίνεται κάτι τέτοιο.
Δεν ήταν όμως ώρα για ανούσιες σκέψεις. Έπρεπε να ετοιμαστεί για τη δουλειά. Πήρε στα χέρια της την αγαπημένη της κούπα και έριξε μιάμιση κουταλιά ζάχαρη και άλλη τόση καφέ. Έσταξε από την βρύση λίγο νερό και ξεκίνησε να ανακατεύει με κουτάλι, με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο. Ο σύντομος ξαφνικός ήχος του βραστήρα σήμαινε ότι το νερό ήταν έτοιμο. Με μια κίνηση άνοιξε το παλιό τρανζιστοράκι, δώρο της λατρεμένης της γιαγιάς και το τραγούδι ήχησε σαν βάλσαμο στην πληγωμένη της καρδιά. "Η σωτηρία της ψυχής, είναι πολύ μεγάλο πράγμα, σαν ταξιδάκι αναψυχής με ένα κρυμένο τραύμα...".
Ξαφνικά όμως η ανακούφιση έδωσε την θέση της στο παράπονο. Δάκρυα γέμισαν τα υπέροχα καστανά της μάτια.
Ακούμπησε την κούπα με τρεμάμενα χέρια στο τραπέζι και ο νους της ταξίδεψε χρόνια πίσω. Στην βραδιά που εκείνος, ο μοναδικός άνθρωπος που την καταλάβαινε όπως έλεγε, ο καλύτερος φίλος της, ορθά-κοφτά την έβγαλε ουσιαστικά από την ζωή του. Με λέξεις και λόγια που ακόμα και σήμερα τα θυμάται και την πονάνε σα να΄ναι η πρώτη φορά. Την πείραξε αυτό το τέλος. Και τον ίδιο τον πείραξε. Της το είχε πει άλλωστε σε ανύποπτο χρόνο, κάποια στιγμή που έγινε προσπάθεια επανασύνδεσης. Η πηγή του κακού ήταν ο εγωισμός. Και από τις δύο πλευρές. Αυτός, που χωρίζει ανθρώπους. Αυτός, που ορίζει ζωές.
"Μα τι σε έπιασε Μαρία μες στα άγρια χαράματα, μου λες;", αναρωτήθηκε σχεδόν φωναχτά, με τα δάκρυα πλέον να τρέχουν ασταμάτητα στα ροδοκόκκινα μάγουλα της. Ζαλισμένη και χαμένη από την θύμηση έφυγε τρέχοντας από την κουζίνα, έφτασε στο δωμάτιο της και έπεσε, συνεχίζοντας να κλαίει απαρηγόρητα, στο κρεβάτι της. Τα δάκρυα έτρεχαν πλέον πάνω στο κατάλευκο σεντόνι της. Δεν την ένοιαζε αν θα το "λερώσει" όμως. Γι'αυτήν, αυτά τα δάκρυα, ήταν κατά κάποιον τρόπο μια κάθαρση. Γιατί συνειδητοποίησε. Κατάλαβε. Συγχώρεσε με μιας τον εαυτό της και Εκείνον. "Δυστυχώς όμως", σκέφτηκε ανεπαίσθητα, "οι στιγμές και πολύ περισσότερο οι άνθρωποι, δε γυρίζουν πίσω..."
20. Το κρουστό σώμα της ελπίδας
Βγήκε στο μπαλκόνι της.
Ψιλοχιόνιζε κι έβαλε το κασμιρένιο παλτό της.
Είπε να πιει τον καφέ της εκεί, μες την οργή του ανέμου.
Λάτρευε το χιόνι από παιδί ακόμα, λίγο όμως το γνώρισε
καθώς στην πατρίδα της σπάνια χιόνιζε στα πεδινά.
Πάγωναν τα πόδια της,
παρότι η επένδυση στα παπούτσια της ήταν πολλή χοντρή.
Διπλή επένδυση, παραγγελία στον τσαγκάρη της για τις βραδινές της βόλτες.
Τράβηξε την ξύλινη καρέκλα και κάθισε, χουχουλιάζοντας τα χέρια της,
που την πονούσαν πολύ απ' το κρύο λεπίδι.
Είχε βγει από έναν γλυκό ύπνο με σωτήρια όνειρα.
Τι ωραίο να ξυπνάς και να απολαμβάνεις τα λεπτά, τις μικροχαρές
Σωτηρία ο σκύλος της που κάθε βράδυ κοιμόταν στο πλευρό της.
Πηγή ευτυχίας η ματιά του που της δίνονταν ολοκληρωτικά.
Αποβραδίς είχε απλώσει τα σεντόνια της να αεριστούν,
κοκαλωμένα τα βρήκε το πρωί σαν τα πουλιά που δεν άντεξαν το ταξίδι.
Είχαν πέσει έξω οι μετεωρολόγοι που προέβλεπαν ηλιοφάνεια.
Το είχε βάλει στοίχημα με τον εαυτό της πως με το πρώτο χιόνι
θα εγκατέλειπε την υγρή κάμαρά της κι εκτεθειμένη θα έμενε στην παγωνιά.
Άναψε τσιγάρο και τράβηξε δυο τρεις γερές ρουφηξιές.
Είπε να κατέβει στο διπλανό καφέ, μα ήταν νωρίς, δεν είχε ανοίξει ακόμα.
Ο ουρανός φορούσε το βραδινό του φόρεμα.
Βαρύ φόρεμα φοδραρισμένο με καταχνιά και σύννεφα, πολλά σύννεφα.
Όμορφα ένιωθε έστω κι ας ήταν μόνη της.
Άλλωστε την είχε συνηθίσει την μοναξιά από τότε που αποφάσισε
να μετακομίσει σ' αυτή την φτωχική γειτονιά.
Εγκατέλειψε την μονοκατοικία της στα βόρεια προάστια
κι ήρθε εδώ το χνώτο να νιώσει της απλότητας και της ανέχειας την πέτρα να ζυγίσει.
Είχε αρχίσει να χιονίζει για τα καλά, βάραιναν οι νιφάδες.
Αγκάλιασε την πορσελάνινη κούπα της.
Κρύωσε κιόλας ο καφές της, τουλίπες χιονιού κάλυπταν την επιφάνεια του,
ήπιε μια γουλιά με την κρούστα του πάγου να γλιστράει στα χείλη της.
Άναψε δεύτερο τσιγάρο μολονότι είχε αποφασίσει από καιρό να το κόψει.
Άφιλτρο να την μεθά η νικοτίνη, δυνατά να τις ξυπνάει τις αισθήσεις.
Στα πόδια της χόρευε μια ουρά, ήταν το αγαπημένο της σκυλί.
Αξημέρωτα άφησε τη ζεστασιά της ξυλόσομπας να ρθει κοντά της,
την απαλή λευκότητα να απολαύσουν, τη μάνητα του ουρανού να χαρούν.
Θα το θυμόνταν για χρόνια αυτό το χιονισμένο πρωινό
κι ίσως να έπεφταν έξω οι κακές προαισθήσεις της.
Ήταν ευτυχώς ακόμα ασαφείς οι ενδείξεις.
Παρά τις παραινέσεις των γιατρών άναψε και τρίτο τσιγάρο.
Αυτή παρά τους κακούς οιωνούς τελικά θα τα κατάφερνε.
Έσμιγε ο καπνός με τις τρελές νιφάδες κι έπλαθαν κρουστό το σώμα της ελπίδας!
21. Μαμά.
Μαμά, έκλαψα πάλι. Όχι, δεν έσπασα κάποιο πιάτο, ούτε χτύπησα το γόνατό μου. Μα έσπασε η καρδιά μου κι ακόμα γυρεύω τα κομμάτια της.
Μαμά, κουράστηκα. Όχι, δεν έχω πολλά μαθήματα να διαβάσω, ούτε αγχώνομαι για τις εξετάσεις. Αλλά, σ΄έναν κόσμο ζω που είναι μόνο μια απάτη και δεν βλέπω να υπάρχει σωτηρία από πουθενά.
Μαμά, φοβάμαι. Όχι πια το σκοτάδι, μα τους ανθρώπους και χάνω τα στοιχήματα που βάζω διαρκώς με τον εαυτό μου και την ελπίδα μου μέσα στην τόση αναλγησία.
Μαμά, με κοροϊδεύουν. Όχι τα παιδιά στο σχολείο. Με κοροϊδεύει η τηλεόραση, το όλο σύστημα, η καθημερινότητά μου. Μια εικόνα είμαι ψευδαίσθησης, ζωντανή οφθαλμαπάτη που προσποιούμαι ότι τους πιστεύω.
Μαμά, λυπάμαι. Οι άνθρωποι φεύγουν κι εγώ δεν αντιδρώ πια. Μαθαίνω να ξεχνάω. Η απώλεια έχει γίνει σεντόνι, μαζί και μαξιλάρι μου.
Μαμά, βαριέμαι. Όχι, δεν είναι μία από εκείνες τις μέρες που βρέχει ασταμάτητα και χαζεύω στο τζάμι τη βροχή, μ΄ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι. Βαριέμαι να είμαι αυτή που πάντα θέλουν οι άλλοι. Να ζω με αυτά που μου έχουν επιβάλλει.
Μαμά, κρυώνω. Όχι, δεν ξέχασα να φορέσω τη ζακέτα μου βγαίνοντας. Μα, φυσάει αδιαφορία κι απόψε γύρω μου.
Μαμά, πληγώθηκα. Όχι δεν έπεσα από καμιά σκάλα τρέχοντας. Από τα σύννεφα έπεσα.
Μαμά, νυστάζω. Έλα και κλείσε μου το φως. Να ξεκουραστεί το σώμα που είναι η πηγή της λήθης, αφού η μνήμη ανήκει μόνο στην ψυχή, όπως λένε.
Μαμά, μεγαλώνω. Μα, όσες ρυτίδες κι αν αποκτήσω, θα παραμείνω για πάντα το μικρό σου κοριτσάκι και θα βρίσκω το κουράγιο να ονειρεύομαι...
22. Σιωπή
Δώδεκα η ώρα. Η ώρα που βγαίνουν οι μύθοι σεργιάνι και οι θρύλοι βρίσκουν αναγνώριση.
Ένα στοίχημα τους οδήγησε αυτή τη νύχτα, στο περιβόητο σπίτι του τρόμου!
Το οίκημα, έδειχνε εγκαταλελειμμένο. Αγριόχορτα και παραμέληση, απάρτιζαν τον κήπο. Η κεντρική πόρτα, μισάνοιχτη, βαριά, σαν την διάθεση τους απόψε.
Πολλά ακούγονταν γι’ αυτή την κατοικία. Μα κανείς δεν ήξερε την αλήθεια. Έψαξαν σε διάφορες πηγές, ρώτησαν πολύ κόσμο, μα όλοι ένα τους έλεγαν: το σπίτι κρύβει μυστικά, που δε θέλει να μαρτυρήσει. Μην πάτε εκεί!
Δεν άκουσαν! Πήγαν.
Το σπίτι μέσα, έστεκε ρημαγμένο, λίγο από τον χρόνο και λίγο από τους ανθρώπους που με τα χρόνια το λεηλάτησαν. Στο τραπεζάκι του σαλονιού, όλα έδειχναν όπως τα άφησαν οι άνθρωποι που κατοικούσαν στο σπίτι. Το τηλεκοντρόλ, δίπλα σε ένα φλιτζάνι μισοτελειωμένου καφέ, κάτι αποτσίγαρα στο σταχτοδοχείο και αναπάντητα ερωτηματικά στον αέρα.
Τι τους είχε τρομάξει κι έφυγαν, αφήνοντας πίσω τους, όλο τους το βιός;
Ξαφνικά, στο επάνω πάτωμα ακούστηκαν βήματα, κοντοστάθηκαν, κοίταξαν ο ένας τον άλλον, φώναξαν αν είναι κανείς στο σπίτι. Σιωπή.
Αμέσως μετά πήγαν, στην κρεβατοκάμαρα. Στο φως του φακού, το λευκό σεντόνι του κρεβατιού, είχε γίνει σχεδόν γκρι από τη σκόνη. Στο κομοδίνο, μια στοίβα με περιοδικά, μαρτυρούσε τη τελευταία φορά, που αυτό το σπίτι είχε δει ζωή: Ιούνιος του ’83.
Είναι λίγο περίεργο να βαδίζεις σε ένα σπίτι που κρύβει τη ζωή κάποιου, ενώ δεν είναι εκεί για να τη ζει.
Μια πόρτα έκλεισε, από την άλλη μεριά του σπιτιού. Τρόμαξαν τόσο πολύ. Ρώτησαν αν είναι κανείς στο σπίτι. Φώναξαν δυνατά. Σκέφτηκαν, πως θα ήταν ο αέρας.
Σιωπή.
Πήγαν στο επόμενο δωμάτιο, την κουζίνα. Στα ντουλάπια, κονσέρβες και συσκευασίες που είχαν λήξει. Λίγο πιο κει, βρώμικα πιάτα, γεμάτα από τη φθορά του χρόνου. Μια κατσαρόλα, πάνω στο σβηστό μάτι, να μαρτυρά, πως η κουζίνα, είχε δει καλύτερες μέρες. Σήκωσαν το καπάκι, να δουν τι έχει μέσα, όταν ξαφνικά, άνοιξαν όλα τα ντουλάπια της κουζίνας και έκλεισαν με βία.
Η ατμόσφαιρα, έγινε βαριά. Στην ησυχία της νύχτας, μπορούσες να ακούσεις καθαρά τον ήχο από τα ντουλάπια που έκλειναν και τα ουρλιαχτά του φόβου τους.
Άρχισαν να τρέχουν χωρίς δισταγμό. Παρά τον τρόμο που τους είχε κυριεύσει, άκουγαν στο δωμάτιο του σαλονιού, ψίθυρους, βήματα και χτύπους. Δεν σταμάτησαν. Δεν τους ένοιαζε τίποτα, παρά η σωτηρία τους.
Δεν σταμάτησαν να τρέχουν, για αρκετά μέτρα από το σπίτι. Εκείνη η νύχτα θα τους μείνει αξέχαστη. Όπως και το σπίτι, που δεν μαρτύρησε κανένα μυστικό του, μα ίσως να είπε πολλά!
23. Το χρονικό μιας φιλίας
Στο τρίκλινο δωμάτιο του οικοτροφείου, η συγκατοίκηση ήταν περισσότερο όμορφη από όσο προβλεπόταν.
Τρία νέα άτομα, όλα ακολουθώντας το δρόμο της ζωής τους, έχτιζαν συνθήκες φιλίας.
Ο μικρός πρίγκιπας στην γαλλική έκδοση, ήταν η αρχή για μια απ΄αυτές τις φιλίες.
Πέρασαν τα χρόνια, κοντά είκοσι πέντε μετά, και οι δύο φίλες αποφάσισαν να συναντηθούν για ένα καφέ μόνο, σε κάποιο μέρος μοιράζοντας την χιλιομετρική απόσταση. Από την τρίτη μικρή συγκάτοικο, είχαν να μάθουν νέα από τότε.
Πόσα να ειπωθούν σε τόσο λίγο χρόνο;
Όμως ήταν αρκετά για μια συνέχεια, χωρίς να έχουν χαθεί .
Η φιλία είναι ευλογία.
Είναι σωτήρια σχέση, όταν είναι αληθινή.
Τα σεντόνια με τα μονογράμματα στην ούγια, είχαν μείνει άφθαρτα στον καιρό!
Καθώς και η καλοδιπλωμένη μαξιλαροθήκη.
Είχε διπλώσει μέσα της τα εφηβικά όνειρα.
Όλα σε κείνο το γυαλιστερό βυσσινί βαλιτσάκι, μαζί με τα εφηβικά λευκώματά της.
Η ζωή έχει άλλα όνειρα! Πολλές φορές πιο όμορφα από το αρχικό ονειρικό πλάνο!
Χρειάστηκε μόνο μια αφορμή να ανασκαλέψει τη μνήμη της!
Ολόκληρη πηγή συναισθημάτων οι μνήμες .
Έβαλε στοίχημα με τον εαυτό της να προσπαθήσει να γράψει με δεδομένες λέξεις.
Της ήταν πολύ δύσκολο.
Ένας καφές, μια φιλία –ευλογία και μνήμες!
Καμιά τους δεν πίστευε ότι θα κρατούσε τόσα χρόνια.
Τελικά ήταν πιο εύκολο από όσο νόμιζε. Άφησε τις λέξεις να τη γυρίσουν πίσω στα 18 της χρόνια και να ξανακάνει στο χαρτί αυτή τη φορά τη διαδρομή μιας ολόκληρης ζωής.
24. Η Παραγγελία παραδόθηκε
“Με τα πόδια πήγες ;”, του φώναξε άγρια.
“Βρέχει κύρ-Στέλιο, ο δρόμος γλιστράει”
“Ο Πελάτης φωνάζει !” γάβγισε ο Κώστας, γιος του αφεντικού.
Ο Άλκης τον κοίταξε βουβός.
“Σούζα τους έχεις μωρό μου !” γλύφτηκε η γυαλιστερή συνοδός του. Με λαίμαργα μάτια στον Άλκη και προκλητικά τραβηγμένη την κοντή φούστα της.
Λεβεντόκορμος, στα εικοσιτρία του χρόνια. Πτυχιούχος μεταφραστικού.
“Κοίτα κακομοίρη μου πιο σβέλτος την άλλη φορά !”, μούγκρισε πάλι ο κυρ-Στέλιος, ιδιοκτήτης του ψητοπωλείου.
“Πάρε καμιά νιτσεράδα, λιώνουμε στη βροχή !”
“Να φέρεις δική σου !”
“Υποχρέωσή σου είναι η προστασία μας !” του είπε αγέρωχα. Πήρε την παραγγελία και βγήκε.
“Α δεν έχουμε σωτηρία μ’ αυτόν ! Θα το φάει το κεφάλι του” ψέλλισε εμβρόντητος.
“Στα είπα πατέρα ! Σηκώνει κεφάλι ο σπουδαγμένος...”
Η βροχή δυνάμωνε. “Πρόσεχε, σε έχει στο μάτι !” του είπε ένας νεαρός συνάδελφος.
“Αστζουτ ντεν μιλάει, τέλει ντουλειά..” πρόσθεσε ο Πακιστανός.
Ο Άλκης ήπιε λίγο ζεστό καφέ απ το θερμός.
“Οι εργάτες δεν ξεχωρίζουν ξένοι ή δικοί. Όλοι μαζί ! Καταλάβατε ;”
φώναξε φεύγονας. Πίσω κάποιοι κουνούσαν τα κεφάλια.
“Λοιπόν κυρ-Στέλιο ! Θέλουμε αδιάβροχα, τις μέρες με κακοκαιρία να κλείνεις νωρίτερα και στολές προστασίας για τις μηχανές” είπε ο Άλκης εκείνο το βράδυ μετά τη δουλειά μαζί με 2-3 άλλους που μάτια δεν σήκωναν.
Άκου μικρέ ! Μαζέψου ! Γιατί ο δρόμος γλιστράει ! κατάλαβες ; ”, ήταν η απάντηση.
Στο γυρισμό, του την έπεσαν. Έφαγε πολλές.
“Στο είπα ! Είναι αδίστακτοι ! Παράτα τα !” του είπε με αγωνία η Μαρίνα, καθώς σκούπιζε το αίμα στα χείλη του.
Ο Άλκης εκεί ! Με το γαλήνιο χαμόγελό του.
“Περιμένω να απαντήσουν στα βιογραφικά, έχουμε ανάγκες” της είπε αγκαλιάζοντάς την.
“Που βρίσκεις την πηγή της δύναμης σου μου λες ;”, του απάντησε με φιλί.
Την επόμενη μέρα το ψητοπωλείο αποκλείστηκε από δεκάδες αλληλέγγυους. Προκηρύξεις και συνθήματα. Ο Κυρ-Στέλιος με τον γιο του μπροστά στα αγριωπά πρόσωπα με τις κόκκινες σημαίες λούφαξαν.
“Τι πήγες και έκανες ; θα σε τσακίσουν”, του σφύριξε φοβισμένα ένας συνάδελφός.
“Πας στοίχημα ότι τώρα δεν με αγγίζει κανείς ;”, του απάντησε με το χαμόγελό ο Άλκης.
“Ακούστε για να τελειώνουμε ! Άμα παλέψεις κάτι συλλογικά ελπίζεις ! Μας φοβούνται έτσι ! Μόνοι είμαστε χαμένοι ! Καταλάβατε ; οργανωθείτε ρε ! Η δουλειά θέλει αξιοπρέπεια”
Έτσι και έγινε. Και τα αδιάβροχα ήρθαν με 2-3 στολές ασφαλείας και κάτι άλλαξε καλύτερα. Και ο Άλκης χαμογελούσε και περίμενε. Την απάντηση στα βιογραφικά. Ένα τέτοιο βράδυ πήρε θετικό το mail μιας μεγάλης εκδοτικής εταιρείας. Το τύπωσε και το έβαλε στην τσέπη. “Μαρίνα το βράδυ κερνάω κρασάκι”.
Χιόνιζε. Ο Δρόμος λευκό σεντόνι. Η παραγγελιά παραδόθηκε. Ο Άλκης επέστρεφε. Το τζιπ παραβίασε το STOP. Η Μηχανή διαλύθηκε.
Η Μαρίνα κράτησε στην αγκαλιά της ακόμα ζεστό το άψυχο κορμί του. Εκείνο το κόκκινο, σαν τις σημαίες των συντρόφων του, αυλάκι στο στόμα δεν έσβησε το γαλήνιο χαμόγελό του. Το χέρι της στην τσέπη του, έσφιξε το mail που του έδινε τη δουλειά που ονειρευόταν. Το έσφιξε στην αγκαλιά της αφήνοντας τα δάκρυά της παγωμένα διαμαντάκια στο πρόσωπό του.
25. Το μαγικό βοτάνι
-Να σε πω το μοίρα σου, να σε πω το ριζικό σου;
Ένα Του είναι μέσα στο καρντιά σου, αμά πολύ τζαναμπέτης κοπέλα μου.
Τανάσης, Τρασύβουλος, Τεμιστοκλής;
Δεν πιστεύει στα αυτιά της.
Ο Τανάσης, φτου , ο Θανάσης τζαναμπέτης;
Και πού τον ξέρει αυτή η τσιγγάνα τον Τανάση, ξανά φτου, τον Θανάση της;
Θυμάται ιστορίες και παραμύθια που της έλεγε η γιαγιά της για τσιγγάνες που έριχναν τα χαρτιά και διάβαζαν τις γραμμές στο χέρι, αλλά δεν έτυχε να συναντήσει καμία μέχρι τώρα.
Κι αν δεν πήγαινε με την ξαδέρφη της σ αυτή την περιοχή που γίνεται δυο φορές το χρόνο ένα μεγάλο παζάρι, μάλλον δεν θα συναντούσε ποτέ.
Η τσιγγάνα είδε τον δισταγμό της και πήρε θάρρος.
-Έλα έλα, εντώ ντίπλα είναι το τσαντίρι μου, έλα να σε ψήσω καφέ και να σε πω το φλιτζάνι. .
-Πού είσαι και σε ψάχνω τόση ώρα; ακούστηκε η φωνή της ξαδέρφης της όλο αγωνία στο κινητό.
-Έρχομαι αμέσως, είπε και βγήκε ζαλισμένη από το τσαντίρι.
-Καλά ακολούθησες την τσιγγάνα;
-Ούτε που το κατάλαβα, σαν να με υπνώτισε.
-Και;
-Τι και; Μου είπε οτι ο Τανάσης έχει κι άλλη, μια ξανθιά με μακριά μαλλιά.
-Ποιός Τανάσης καλέ, εννοείς ο Θανάσης σου;
- Ναι αυτός, πάω στοίχημα ότι τώρα είναι μαζί της, πάνω στο κρεβάτι μας , στο σεντόνι μας, γι'αυτό δεν ήθελε να έρθει στο παζάρι.
-Για σύνελθε, ο Τανάσης, φτου με κόλλησες κι εμένα, έχει αλλεργία με τα παζάρια και το ξέρεις.
Μη μάθει ότι πήγες να σου πουν το φλιτζάνι χάθηκες.
-Πρέπει να με βοηθήσεις να βρω αυτά που χρειάζομαι για να κάνω το μαγικό βοτάνι και να τον ξανακερδίσω.
Μόνο έτσι θα βρω τη σωτηρία μου.
-Καλέ ακούς τί λες μορφωμένη κοπέλα;
Τι μαγικό βοτάνι και πράσινα άλογα;
-Όχι πράσινα άλογα, ένα πράσινο βάτραχο μου είπε να βρω και να του κόψω τη γλώσσα.
Φτερά μέλισσας, ένα κοκαλάκι νυχτερίδας, ιστό αράχνης που τον έφτιαξε την πανσέληνο σε ανατολικό μέρος κι όλα αυτά να τα βράσω σε νερό κρυστάλλινης πηγής.
Μόλις το πιεί θα ξεχάσει την άλλη και ....
-Μόλις το πιεί θα τον τρέχουμε στο νοσοκομείο κι αν μάθει το γιατί, ξέχνα τον τελείως τον Τανάση σου.
-Καλά όλα τα άλλα θα τα βρω εύκολα, πηγή κρυστάλλινη, μου λες πού θα βρούμε;
-Μαριάνθη, ακούς τι λες;
Σίγουρα ο καφές κάτι είχε και είσαι σαν υπνωτισμένη.
Άνοιξε γρήγορα την τσάντα σου.
Πού είναι το πορτοφόλι σου;
-Ωχ έκανε φτερά.
Την πάτησα σαν αγράμματη ξαδέρφη.
Μη πεις κουβέντα στον Τανάση, αλλά πάμε καλού κακού να μαζέψουμε τα υλικά και να βρούμε την πηγή.
-Μαριάνθηηηηηηηηηη
26. Γουλιά τη γουλιά
Είναι ο κόσμος μια πηγή κακού, λες. Ρέει αντί νερό πικρό δάκρυ. Σαπίζουν αντί να λουλουδιάζουν οι ζωές. Τη σωτηρία μην την περιμένεις μήτε απ' τα ψηλά μήτε απ' τα χαμηλά. Από τα βαθιά θα έρθει. Από τα βαθιά της καρδιάς. Φτιάξε καφέ κι έλα να σκάψουμε μαζί. Γουλιά τη γουλιά ώσπου να φτάσουμε στη δική μας πηγή. Μη βιάζεσαι! Θέλει υπομονή, να καεί και λίγο η γλώσσα, να απολαύσει τεμπέλικα ο ουρανίσκος. Κι άσε τους άλλους να βάζουν στοιχήματα. Στον κουβά της μιζέριας θα καταλήξουν, κι ας ελπίζουν να πάρουν τα όνειρά τους πίσω. Τα όνειρα δεν ποντάρονται, χτίζονται. Γουλιά τη γουλιά.
Τελειώνει ο καφές και την πηγή μας ακόμα να βρούμε, λες. Μήπως την προσπεράσαμε; Πόσες γουλιές ακόμα για τη σωτηρία; Ίσως κι εμείς καλύτερα το στοίχημα να επιλέγαμε παρά το χτίσιμο... Την ελπίδα μη τη χαρίζεις μήτε στην επιτυχία μήτε στον καιρό. Στα βαθιά της καρδιάς ακούμπησέ τη. Κι αν χρειαστεί, φτιάξε κι άλλο καφέ. Μην απογοητεύεσαι, είμαστε δυο που σκάβουμε!
Και... να σου πω ένα μυστικό; Η πηγή μας δεν υπάρχει. Τη φτιάχνουμε γουλιά τη γουλιά. Καθώς ταξιδεύουμε βαθιά στις καρδιές μας. Όσο αντέχουμε να πετάμε ένα - ένα τα σεντόνια. Εκείνα που κρεμάσαμε πρόχειρα, κάποια βαριά νυχτιά, κάποιο ειρωνικό πρωινό, για να κρύψουμε το φόβο, να καλύψουμε το τραύμα. Για να μη μας δουν γυμνούς και μας περάσουν για φτωχούς. Άσε τους άλλους να επιδεικνύουν τ' ακριβά σεντόνια τους. Κι αν ελπίζουν να τους προστατέψουν τα όνειρα, αυτά εφιάλτες θα τους γεννούν. Τα όνειρα θέλουν ταξίδι επικίνδυνο βαθιά στην καρδιά και ύστερα γλυκιά ξεκούραση. Έλα να τους φτιάξουμε μαξιλαράκια με τα σεντόνια μας. Γουλιά τη γουλιά.
27. Η σωτηρία της ψυχής
Ο καφές μυρωδάτος, τις αισθήσεις ξυπνά
κλαψουρίζει ο σκύλος, όλο χάδια ζητά,
αραχτός από ώρα στο εμπριμέ μου σεντόνι,
απαιτώντας το χάδι, το κορμί του τεντώνει
Από κάπου κοντά ,διαπερνώντας τους τοίχους,
μελωδία γνωστή…. με υπέροχους στίχους…
«Η σωτηρία της ψυχής, είναι πολύ μεγάλο πράγμα…»
θέλει προσπάθεια πολλή, να ξεπερνάς το φράγμα…
που αθέλητα κάθε στιγμή ορθώνεται μπροστά σου
και εσύ μάχεσαι μόνος σου , μ΄όλα τα δυνατά σου.
Στοίχημα βάλανε πολλοί, κι όλοι το ΄χουν χαμένο
ανίκητος αντίπαλος είναι το πεπρωμένο…..
Ο σκύλος μου τεντώνεται και απαιτεί πρωϊνό,
ακολουθεί το πρόγραμμα το καθημερινό,
δεν έχει άγχη, ούτε στρες, καμιά ανησυχία,
χάδια, νεράκι, φαγητό είναι η πεμπτουσία
της ύπαρξης που σώθηκε μια τυχερή στιγμή,
που στην απώλεια χάραξε μια κόκκινη γραμμή.
Μία μπαλίτσα χνουδωτή μ΄αδύναμη φωνή
έγινε μια πηγή χαράς , μιά αγάπη αληθινή,
μ΄ένα ματάκι πράσινο κι ένα καστανό,
ο πιό χαδιάρης σύντροφος , αυτό το ζωντανό,
δίνει μαθήματα ζωής, στοργής, ευγνωμοσύνης
και χαίρεται ολοφάνερα για όσα εσύ του δίνεις…
Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα…
κι οι άνθρωποι προσβλέπουνε πάντοτε σ΄ ένα θαύμα
κι όμως χιλιάδες θαύματα , γίνονται στο λεπτό
και μας αποκαλύπτονται με τρόπο θαυμαστό !!!
28. Πονταρισιά
Αποφασίζω να ψάξω την πηγή όλων των κακών. Για αυτό ποντάρω στο μόνο σίγουρο: Σε μένα. Ο ανήλιαγος χώρος της ψυχής είναι το ζητούμενο και ο μόνος στόχος. Ανοίγω να αεριστεί, να λιαστεί. Βγάζω τα σεντόνια και τα κλινοσκεπάσματα της ζωής μου και τα τινάζω. Θανατώνω έπειτα όλα τα ακάρεα που σιγοτρώγουν τα θεμέλια της ευτυχίας μου. Κακοφορμισμένα στοιχειά το σκάνε ανυπόταχτα και τρομακτικά φαντάσματα εξαερώνονται στη στιγμή. Κάθε τι οξειδωμένο τρίβεται, γυαλίζεται και κερώνεται με νέες ιδέες. Με ατέρμονη αγάπη και εμπιστοσύνη. Νομίζω πως ο δρόμος για τη σωτηρία άνοιξε. Το στοίχημα κερδήθηκε.
Χαιρετίζω τη νέα χρονιά με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι κι ένα χαμόγελο!
29. Αγαπημένο μου ημερολόγιο
Αθήνα, 25/1/19
Τώρα που βράδιασε
πόσο μακριά φαντάζει η σωτηρία;
Κι αυτή η συννεφιά σαν μουντό σεντόνι
σκεπάζει και πάλι το στερέωμα κρύβοντάς μου τ’ άστρα.
Πάει και αυτή η τελευταία πηγή φωτός.
Ένα κερί τρεμοπαίζει στον τοίχο.
Έχω τόσο ανάγκη να μαρτυρήσει το σμίξιμο των σκιών μας.
Έχω τόσο ανάγκη να αποτυπώσω κάπου την αλήθεια
που δεν τολμώ ν’ αποκαλύψω.
Αυτό το μοίρασμα της ψυχής
που χωρίς να το καταλάβω πέτυχες.
Αυτό το μεθύσι των συναισθημάτων
που ποτέ δεν θα μπορέσω να ξεστομίσω.
Καρτερώ μιαν αυγή να γευτώ τον καφέ στο φιλί σου,
να κλέψω μιαν ανασαιμιά
πριν σε ντύσει απουσία η νέα μέρα.
Θέλω να βρω τη δύναμη να σου πω
πως έχασα το στοίχημα.
Ναι, είχες δίκιο…
Ο έρωτας είναι μόλις ένα γλυκοφτερούγισμα πιο κει.
Μένει μόνο να σταθείς για μια στιγμή να τον ακούσεις…
Ηρώ
30. "Αυστηρά μόνο για μέλη"
Η κόκκινη πόρτα με χρυσά γράμματα έγραφε "Αυστηρά μόνο για μέλη".
Ήταν στον α΄όροφο ενός μεγάλου καταστήματος επιβλητική και όμορφη..
Μα το εσωτερικό του είχε μια μοναδική γοητεία , ο ιδιοκτήτης έφτιαξε αυτό το δωμάτιο - γραφείο με αγαπημένα του θέματα!!! Όταν άνοιγε η πόρτα το θέαμα σου έκοβε την ανάσα!!!
Ο ζωγραφισμένος τοίχος βγαλμένος από τη φύση με καταρράκτες, φυσικές πηγές και τροπικό πράσινο!!
Οι υπόλοιποι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ανάγλυφη ταπετσαρία σε γήινα χρώματα!!
Η γωνιακή βαριά βιτρίνα πρόδιδε την "αγάπη" του ιδιοκτήτη για τα κυνηγετικά όπλα και κατά συνέπεια και για το κυνήγι !
Μανιώδης συλλέκτης όπλων, κυρίως παλιών και σπάνιων γυάλιζαν στις προθήκες τους !
Τα μέλη συνήθως πέντε άνδρες καλοντυμένοι με καδένες στο λαιμό και χρυσά ρολόγια rolex βυθίζονταν νωχελικά στα αναπαυτικά καθίσματα κρατώντας στο χέρι ένα κρυστάλλινο ποτήρι με άφθονο πάγο και χρυσοκίτρινο υγρό!!! Ήταν πάντα ουίσκυ ακριβό και συναγωνιζόταν σε λάμψη το διαμάντι πολλών καρατίων του παράμεσου !!!
Συναντήσεις και αντρικές κουβέντες , λατινοαμερικάνικη μουσική και επίδειξη ισχύος ανάλογα με την ποσότητα του ποτού, μια μορφή στοιχήματος αντοχής!!!!
Τα δυνατά γέλια και η έντονη μουσική διακόπηκαν ξαφνικά από ένα δυστύχημα!!!
Για μερικές μέρες έπιναν σιωπηλοί στη μνήμη του Ιταλού Domingo που δεν ήταν καλός οδηγός!!
Το πολυτελές κόκκινο αυτοκίνητο του Domingo βγήκε ανεξέλεγκτα από τη στροφή, έκανε δυο τούμπες και έμεινε ακίνητο μαζί με τον οδηγό του !
Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ!!!
Ο Manuel απομακρύνθηκε γιατί άρχισε να γίνεται βίαιος!!!
Η μεγάλη του ψυχική ευφορία συχνά όπλιζε το χέρι του με το πανάκριβο ρεβόλβερ που είχε χαραγμένα τα αρχικά του!! Και αυτή ήταν η ευκαιρία του για τον δρόμο και της σωτηρίας του και τα κατάφερε!!
Οι υπόλοιποι συνέχισαν κανονικά τις συναντήσεις , με αυξημένες ανάγκες εκεί αλλά και σε μπαρ της πόλης!!!
Μήτε ένας δεν ασχολήθηκε για τις ανησυχίες των δικών τους!!
Αλκοολισμός!!!!
Στο μεγαλείο του όμως , είπαμε πανάκριβο ουίσκυ !!
Ο τρίτος της παρέας και ο ιδιοκτήτης του χώρου πλήρωσε με νόμισμα ακριβό το πάθος του !!
Το ακριβό υγρό εγκαταστάθηκε στις κυψέλες του εγκεφάλου του, ακινητοποίησε κάθε φυσιολογική λειτουργία, τρύπωσε εύκολα και εκείνος υιοθέτησε συμπεριφορά και αντίληψη μικρού παιδιού συνοδευόμενος έψαχνε λύσεις σε πανάκριβα θεραπευτήρια!!
Στο απόλυτο σκοτάδι !!!Μαζί με το αλκοόλ, χάθηκε η σκέψη του πάνω σε φλυτζάνια καφέ!!
Οι πληροφορίες που έφταναν δεν τον ακουμπούσαν καν, έτσι διαχωρίστηκε ο δικός του κόσμος!!
Ο Franco, ο νεώτερος της παρέας, όμορφος παντρεμένος με την υπέροχη Anais ήταν ένας πολλά υποσχόμενος συγγραφέας και ποιητής!!!
Με τη βραχνή στεντόρεια φωνή του απήγγειλε στίχους ποτισμένους στη μυρωδιά του ποτού!!!
Εγκαταλείφθηκε από την όμορφη γυναίκα του, κλείστηκε γράφοντας, απαγγέλοντας και πίνοντας.
Κάποια μέρα βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του ανάμεσα στα τσαλακωμένα του σεντόνια!!
Ο ευτυχέστερος όλων ήταν ο Nino!!
Οδηγώντας το ιδιωτικό του αεροσκάφος πάνω στα σύννεφα, με τη φιάλη του ουίσκυ στα χείλη του και τα μισόκλειστα μάτια να κοιτούν ψηλά πήγε να συναντήσει το δημιουργό του!!
Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 7-18 πατήστε εδώ!
Για τις συμμετοχές 1-6 και για να βαθμολογήσετε πατήστε εδώ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου