Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

16ο Παίζοντας με τις λέξεις (Συμμετοχές 7 - 16)


7. Το ταξίδι των γενναίων

Οι αγάπες μας, σαν οδοδείκτες στη μεγάλη λεωφόρο της ζωής μας, μας έδειξαν πολλά μονοπάτια. Μα το σοφότερο μονοπάτι όλων, είναι πάντα αυτό της δημιουργίας. Αργήσαμε να το καταλάβουμε και χάσαμε χρόνια πολλά μες στην ομίχλη. Δώσαμε ενέχυρο τα νιάτα μας για την υπόσχεση μιας μεγάλης ανταμοιβής, μα βρεθήκαμε άξαφνα προδομένοι με τα όνειρά μας τσακισμένα.
Μια μεγάλη ανατολή όμως προβάλει και πάλι και το ταξίδι για τους γενναίους ξεκινάει και πάλι από την αρχή.




8. Πνευματικός οδοδείκτης

Ο μισθός μου φτάνει ίσα – ίσα για τα απαραίτητα και η επιστροφή στο παρελθόν είναι πολυτέλεια. Έτσι, για το ταξίδι μου αυτό έβαλα ενέχυρο το μέλλον μου, υποσχέθηκα σε έναν άντρα, καλό κι ευγενικό, που όμως δεν έχει ανάγκη τον έρωτά μου, μονάχα τη φωνή μου σα θα γυρίζει το βράδυ στο σπίτι, να τον παντρευτώ. «Για όσο περνάω αυτή τη φάση» μου είπε, «Ύστερα, όποια στιγμή θέλεις, χωρίζουμε…» Κι αντί για δαχτυλίδι αρραβώνων, μου έδωσε τα έξοδα του ταξιδιού. 
Επιστρέφω, λοιπόν, μ’ ένα σκοπό. Τη δημιουργία ενός σκηνικού όπου θα παίξω ξανά μια σκηνή από τη ζωή μου. Δεν θα αλλάξω παρά δυο στοιχεία. Τότε ήταν η ώρα που οι άνθρωποι γυρίζουν στο σπίτι να χαρούν την οικογένειά τους ή βγαίνουν έξω να διασκεδάσουν. Τώρα θα είναι η ώρα της ανατολής, η ώρα που ο κόσμος υπόσχεται. Κι ακόμα, θα αλλάξω μια λέξη από τα λόγια μου, μια λέξη που τότε δεν είχα σκεφτεί, μάλλον γιατί δεν ήξερα την ακριβή σημασία της.
Όλα τα άλλα θα είναι ίδια. Εκείνος, που συμφώνησε να μιλήσουμε, το σπίτι, που δεν έχει αλλάξει καθόλου, όπως μου είπε. Καλά το φανταστήκατε: ένας άντρας και μια γυναίκα, ένας χωρισμός. Θα αναρωτιέστε: «Τι ζητάει τώρα; Τι τα σκαλίζει;» 

Ύστερα από εκείνη τη νύχτα έζησα μες στην ομίχλη. Όλα θολά γύρω μου και μέσα μου. Περιγράμματα ανθρώπων συναναστρεφόμουν, το περίγραμμά μου περιέφερα. Και σε κάθε βήμα φοβόμουν. Κάθε περίγραμμα που με πλησίαζε ήταν για μένα μια απειλή. Ώσπου εκείνη η γυναίκα μού είπε: «Σε βίασε». Δεν την πίστεψα, όχι αμέσως. Χρειάστηκε να το επαναλάβει πολλές φορές: «Ναι, ακόμα και μες στο γάμο, μπορεί να υπάρξει βιασμός!» Και διαλύθηκε η ομίχλη μέσα μου, όταν άρχισα να μιλάω, όχι για το χωρισμό μου, αλλά για το βιασμό μου.
Αυτή η λέξη ήταν για μένα ένας πνευματικός οδοδείκτης. Μου έδειξε ένα δρόμο, ίσως όχι λιγότερο επώδυνο, σίγουρα όμως όχι αδιέξοδο.

Όταν θα σταθώ, σε λίγο, απέναντί του και με ρωτήσει, όπως και τότε, «Γιατί δε με θέλεις;», δεν θα απαντήσω, όπως τότε, «Επειδή μαλώσαμε χτες», θα πω «Επειδή με βίασες χτες». Κι έξω από το παράθυρο δεν θα με καρτερούν σκοτάδια, όπως τότε, θα ανατέλλουν υποσχέσεις.
Και ίσως καταφέρω και κοιτάξω πέρα από το περίγραμμα του άντρα που θα παντρευτώ, δω το κορμί του να τρέμει μπροστά μου χωρίς να φοβηθώ, ακούσω την καρδιά του να ζητάει περισσότερα από τη φωνή μου χωρίς να τρομάξω.




9. Άσκηση

-Πού με πας δάσκαλε;
-Εκεί που θες και δεν το γνωρίζεις.
-Είναι μακρύς ο δρόμος;
-Πολύ...
-Πότε θα φθάσω στο τέρμα;
-Δεν υπάρχει τέρμα. Μόνο δρόμος.
-Απελπισία.
-Ευκαιρία!
-Κι αν χαθώ στην ομίχλη;
-Θα υπάρχουν οδοδείκτες. Όσα έχεις μάθει, θα σε καθοδηγούν.
-Τι έχω να περιμένω;
-Ανατολές. Ξεκινήματα. Απογοητεύσεις. Σειρήνες. Ανακαλύψεις. 
 Αποτυχίες. Δημιουργία. Απώλειες. Φως. Σκοτάδι. Εμπειρίες. Ζωή. 
-Πρόκληση, ε;
-Πρόσκληση.
-Σε γιορτή;
-Σε γιορτή, σε εκδρομή, σε κηδεία.
-Σε κηδεία;
-Κάθε αλλαγή συμπορεύεται με απώλειες.
-Θα χάσω κάτι δικό μου;
-Θα χάσεις το βόλεμα.
-Δεν ξέρω αν θέλω.
-Αξίζει το ρίσκο.
-Και τι βάζω ενέχυρο;
-Εσένα.
-Χάνω πολλά τότε. Δεν μου αρέσει να χάνω...
-Θα κερδίσεις όμως.
-Τι;
-Εσένα!




10. Το κίνημα με τους οδοδείκτες 

Πριν καιρό, όχι πολύ μα κι ούτε λίγο, οι δρόμοι της πόλης μου γέμισαν με ταμπέλες περίεργες. Μικρά κομμάτια ξύλου, με χρώματα και σχέδια που αγαπούν τα παιδιά, κρέμονταν από κολώνες: «οδός ονείρου», «οδός χαμόγελου», «οδός έρωτα»…
Οι συμπολίτες μου ενθουσιάστηκαν, δεν έλειψαν όμως και οι επικριτές, που χαρακτήρισαν τετριμμένα τα ονόματα, προκλητική την «οδό του έρωτα», απαράδεκτη την απόσταση που χώριζε τη μια ταμπέλα από την άλλη: σε μια οδό υπήρχαν δυο και τρεις ταμπέλες, σε άλλη καμιά.
Πάντως οι περισσότεροι τις καλοδέχτηκαν και υπέθεσαν πως ήταν το θέμα ενός καινούριου δρώμενου του πολιτιστικού μας συλλόγου:
«Η Ελλάδα μας έχει βυθιστεί σε τέλμα. Χρειαζόμαστε τέτοιες πρωτοβουλίες που μας κινητοποιούν, μας κάνουν δημιουργικούς!»
«Δημιουργία! Αυτό χρειαζόμαστε σα λαός! Έχουμε γίνει ένας λαός ρομπότ…»

Όλα αυτά μέχρι η πόλη μας να γεμίσει με αντίγραφα αυτής της ανακοίνωσης:
«Κίνημα οδοδεικτών
Είμαστε ένα καινούριο κίνημα που σκοπό έχει τη δημιουργία νέων οδών. Οι οδοδείκτες μας δεν ακολουθούν το συμβατικό χωροταξικό σχεδιασμό των οδών. 
Στο σημείο του οδοδείκτη μας ανακαλύψαμε μια δράση αντίστασης. Από εκεί, λοιπόν, ξεκινά η νέα οδός που οδηγεί σε έναν άνθρωπο που αντιστάθηκε στην εξουσία με τα όνειρά του, με τον έρωτά του, με το σώμα του, με το πνεύμα του, με τη ζωή του… 
Αυτήν την οδό, της αντίστασης σε κάθε εξουσία, την οδό που διαβαίνει τις ελεύθερες καρδιές, σας καλούμε να περπατήσουμε μαζί! 
Σας καλούμε ακόμη να ανακαλύψετε κι εσείς καινούριες οδούς και να τοποθετήσετε τους δικούς σας οδοδείκτες.
Θα συναντηθούμε στην ανατολή»

Οι συμπολίτες μου έγιναν μια γροθιά απέναντι στα παιδιά με τους οδοδείκτες, όπως πια λέμε εδώ το κίνημα:
«Αναρχία, αυτό θέλουν! Είναι επικίνδυνοι!»
«Άκου οδοδείκτες! Πολύ… βαρύγδουπη λέξη για παιδιάστικα καμώματα!»
«Κατά κάποιο τρόπο και εμείς, οι γονείς, εξουσία είμαστε… Θα βάλουν τα παιδιά μας να ξεσηκωθούν εναντίον μας; Απαράδεκτο!»
«Έχουν τη λογική της ισοπέδωσης, δεν είναι όλες οι εξουσίες ίδιες!»
«Προσπαθούν να διχάσουν το λαό!»

Ένα απόγευμα τα παιδιά με τους οδοδείκτες έπεσαν σε ενέδρα. Πολίτες αγανακτισμένοι, που έκαναν περιπολίες, άρχισαν να τα κυνηγούν. Ξαφνικά, λένε κάποιοι, ομίχλη πυκνή και βαριά σκέπασε τα πάντα, ρούφηξε μέσα της τα παιδιά και κανένας δεν τα είδε ξανά από τότε. Άλλοι υποστηρίζουν πως οι αγανακτισμένοι έγδαραν ζωντανά τα παιδιά με τους οδοδείκτες.
Η τύχη τους ακαριαία έπαψε να απασχολεί τους πολίτες, πλέον αναρωτιούνταν όλοι: Η ομίχλη ήταν αποτέλεσμα θεϊκής ή ανθρώπινης παρέμβασης; Μήπως τυχαίο φυσικό φαινόμενο; 

***
Ο θείος Βασίλης πέθανε. Φτωχός καθώς ήταν, άφησε στη μοναχοκόρη του μόνο έναν οδοδείκτη με τις οδηγίες του: «Φύλαξέ τον, κάποτε θα αποκτήσει αξία. Αν πεινάσεις, βάλε τον ενέχυρο. Μην τον χαρίσεις όμως σε αυτούς που τον ποδοπάτησαν»

Υ.Γ.:
Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για τα παιδιά με τους οδοδείκτες, θα τα βρείτε στην ανατολή… του καινούριου κόσμου.




11. Το μήνυμα του καθρέφτη

Άνοιξε την πόρτα της παλιάς αποθήκης, ένα χαρμάνι από συσσωρευμένη σκόνη
σκοροφαγωμένα έπιπλα και νοτισμένο χαρτί αγκάλιαζε το χώρο.
Στο λαμπατέρ μια αράχνη συνέχιζε απτόητη τη δημιουργία της με τα αινιγματικά της πόδια.
Στους τοίχους η μούχλα είχε απλώσει τους φαιούς της χάρτες, ταξίδευε το μάτι κι ανακάλυπτε νέες χώρες.
Πάνω απ' τον κομό με τα ενθύμια καδραρισμένη η φιγούρα του προπάππου:
Καπετάνιος σε ποντοπόρα πλοία και μέγιστος παραμυθάς.
Σαν να της φάνηκε πως το μουστάκι του μεγάλωσε δέκα πόντους, απ' την τελευταία φορά που είχε να πάει εκεί.
Σαν να της φάνηκε πως λειάνθηκαν οι ρυτίδες του.
Σίγουρα έδειχνε χρόνια νεότερος μετά από μια παρατεταμένη αποχή απ' τη ζωή.
Στο πάτωμα πεταμένος ένας παλιός τσελεμεντές,ένας οδοδείκτης με ξεφτισμένα ψηφία κι μια σπασμένη βεντάλια.
Προχώρησε στο εσωτερικό του χώρου, πάτησε ένα πλήκτρο στο πιάνο, χάιδεψε ένα ψάθινο καπελίνο κι ετοιμάστηκε να καθίσει στη παλιά ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
Από εκεί μικρό παιδί ακόμα αγνάντευε τα ρόδινα σύννεφα της ανατολής, τυλίγοντας μπούκλες τα μαλλιά της αγαπημένης της κούκλας.
Έστρεψε τα μάτια της στα παραγεμισμένα μπαούλα με τα οικογενειακά διακριτικά στην επίχρυση επιφάνεια τους.
Είχε καιρό να τα ανοίξει:
Εκεί τα φυλακτά, τα προικιά , τα ενέχυρα, οι ταφτάδες της Κυριακής, κι οι αλληλογραφίες των συγγενών.
Είχε πολύ υγρασία εκείνο το πρωινό, τσίτωνε το δέρμα, γλύκαιναν οι μυς, κλωτσούσε κι η καρδιά
Πήρε το σάλι απ' το μπράτσο της πολυθρόνας, έκανε να το φορέσει  κι ένα πυκνό σύννεφο ομίχλης τύλιξε τα μαλλιά της.
Έβηξε δυνατά κι έκανε να ξεσκονίζεται με την ανάστροφο της παλάμης, ξενάβηξε με συριγμό.
Σηκώθηκε και βημάτισε δίπλα σε μια ντάνα με χαρτιά που κάλυπτε επίπεδα μια μικρή επιφάνεια.
Κιτρινισμένα χαρτιά δεμένα με μια σειρά από κοκκινωπές κορδέλες.
Δεν τα είχε ξαναπροσέξει. Πρώτη φορά τα έβλεπε στο χώρο.
Έσκυψε και έλυσε ένα από αυτά, χειρόγραφα ήταν με άριστα καλλιγραφικά γράμματα.
Διάβασε με μεγάλη περιέργεια.Ποιήματα, άλλα ομοιοκατάληκτα κι άλλα σε ελεύθερο στίχο.
Της άρεσαν και πολλά την εμπεριείχαν.
Άνοιξε και τις υπόλοιπες ντάνες. Κι άλλα ποιήματα. Όλα βαθυστόχαστα με κυρίαρχο το ερωτικό στοιχείο.
Έστρεψε το βλέμμα απορημένη στον απέναντι καθρέφτη.
Ποιος τα είχε φέρει εδώ και ποιος να ήταν ο δημιουργός τους;
Όσο κι έψαξε πουθενά δεν κατάφερε να βρει υπογραφή ή ένα στοιχείο που θα μαρτυρούσε τον δημιουργό τους.
Τα διάβασες; Μάγισσες τα μοίραναν.
Η γιαγιά δεν ήθελε να τα διαβάσει κανένας. Είχε πει μάλιστα να τα πετάξει στη λίμνη.
Εγώ την απέτρεψα μετά από πολλά παρακάλια
Η μορφή της μάνας της, της μιλούσε μέσα από τον καθρέφτη ολοζώντανα.
Μιλούν για έναν ανολοκλήρωτο έρωτα που πίσω του έκρυβε ένα ανομολόγητο μυστικό. 
Ποτέ δεν μου το αποκάλυψε.Απλά απαγόρευε στους πάντες να εισχωρήσουν στα γραπτά της και από πάντα
τα έκρυβε κάτω από το στρώμα της με κανένα να μην φιλιώσουν βλέμμα.
Με αίμα γράφτηκαν αυτά τα ποιήματα, με αίμα και πύον καυτό, γι αυτό μην τα αγγίζεις τη μνήμη της αν τιμάς.
Εγώ τα απόθεσα εδώ μετά την αποδημία.
Φύγε μακριά κόρη μου, είδα τη ψυχή της γιαγιάς σου να σπαράζει εδώ παραδίπλα σαν παιδί μικρό



Φωτογραφία: Reuters/ Γιώργος Καραχάλης


12. Λεωφόρος Ψυχών

Στην ανατολή της νέας μέρας, ο ήλιος χρυσίζει τις φλούδινες επιφάνειες του ετοιμόρροπου κτιρίου. Ένα γκαζάκι ζεσταίνει το γάλα των παιδιών, που κοιμούνται στρυμωγμένα σε μια ντιβανοκασέλα, κουκουλωμένα στο μάλλινο χράμι που κουβάλησαν απ’ την πατρίδα τους. Ο άντρας έφυγε αξημέρωτα, με τη συζυγική ευχή να είναι καλά και μια πλαστική σακούλα μ’ ένα σάντουιτς.

«Άστο για τα παιδιά, εγώ θα κάνω το κουμάντο μου με τους άλλους». 
«Μη νοιάζεσαι, έχει και για τα παιδιά. Να τρως καλά μην αρρωστήσεις!»

Η βραδινή ομίχλη έγλειφε ακόμα τη ράχη της πόλης, όταν ο Μοχάμεντ άφηνε το διαμερισματάκι τους. Για να το νοικιάσουν νόμιμα και να μην βρεθούν πάλι στο δρόμο, έβαλε ενέχυρο το χρυσό ρολόι του πατέρα του, μοναδικό κειμήλιο που περισώθηκε απ’ το ταξίδι θανάτου με το σαπιοκάραβο απ’ τα τουρκικά παράλια. Ο λιγδιάρης μαυραγορίτης που λυμαινόταν τα τιμαλφή των προσφύγων στο λιμάνι, ήταν ένας καθωσπρέπει επιχειρηματίας που διατηρεί κεντρικό ενεχυροδανειστήριο∙ τα βράδια γινόταν αδίστακτο θηρίο που κατατρώει τ’ απομεινάρια αξιοπρέπειας των ναυαγισμένων. Ό,τι γλύτωσαν απ’ τους διακινητές, ξοδεύτηκε για ν’ αναστήσουν το προσφυγικό διαμερισματάκι∙ εκεί που απάγκιασαν παλιά οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, στο καταφύγιο που βρήκαν αργότερα οι κυνηγημένοι μαχητές του ΕΛΑΣ. Οι παλιές πληγές στους εξωτερικούς τοίχους απ’ τα πολυβόλα των συμμάχων, θυμίζουν στην ξεκληρισμένη οικογένεια το βομβαρδισμένο σπίτι τους. 

Καθώς πλένει τα παιδικά φλιτζάνια στο νεροχύτη, μια καλοντυμένη γυναίκα χτυπάει το παραθυράκι της κουζίνας. Η Ραζάν φοβισμένη, της γνέφει να φύγει∙ η ηλικιωμένη κυρία επιμένει. 

Η Ραζάν νιώθει ζεστή αύρα να τυλίγει το κουζινάκι. Σπαστά λόγια και νοήματα που μόνο τα τυραγνισμένα σώματα γνωρίζουν∙ αφήνονται η μια στην άλλη. Στον λουλουδάτο μουσαμά του τραπεζιού ακουμπάει ένας δίσκος με καφέδες και λουκούμια. Μοσχοβολιές από χαρμάνι και φρεσκοκομμένα  φύλλα βασιλικού απ’ το γλαστράκι στο περβάζι του νεροχύτη. 

«Ο πόλεμος κι η προσφυγιά μας ενώνουν, εδώ βρέθηκαν οι παππούδες μου απ’ την Καππαδοκία. Εδώ μέσα έστησαν απ’ την αρχή τη ζωή τους και ρίχτηκαν στον αγώνα για δημιουργία. Σ’ αυτό το περβάζι είχαν τους βασιλικούς τους…»

Άγγιξε συγκινημένη τη σχισμάδα του τοίχου πάνω απ’ το παιδικό ντιβάνι. 
«Εδώ είχαν το εικονοστάσι τους». 
«Τα βράδια βλέπω τις σκιές τους, γαληνεύω που φυλάνε τα όνειρα των παιδιών».

Ένας κιτρινισμένος φάκελος ανοίχτηκε με κατάνυξη.
Παλιές φωτογραφίες, χαρτιά, διαβατήρια, παιδικές ζωγραφιές, τα ιερά τους κτερίσματα που μύριζαν ακόμα το μοσχολίβανο απ’ το παλιό εικονοστάσι, ανακατεμένο με την αρμύρα της θάλασσας που παραλίγο να τους καταπιεί στα ευρύπορα λαγόνια της.

«Αυτό σας ανήκει. Μη ρωτάς πού το βρήκα. Ξεχρεώνω αμαρτίες του γιου μου. Εδώ κρύψ’το, πλάι στα δικά σου εικονίσματα». 

Οι θάλασσες δεν έχουν οδοδείκτες, αν είχαν, θα τη λέγανε «Λεωφόρο των Ψυχών». Στο θαλάσσιο μονοπάτι που απλώνεται ως το τρικάταρτο του Θεού, λημεριάζουν ακέφαλες μέδουσες, καταραμένες γοργόνες, ξωθιές και μανιασμένα τελώνια, αλυσοδεμένοι γαλεριάνοι και στοιχειωμένοι αράπηδες∙ κι είναι και κάτι καλοκυράδες, απ’ τις σχοινένιες σκάλες του παραδείσου, να μοιράζουν τ’ αθάνατο νερό στους αδικημένους. 

Η Ραζάν αναρωτιόταν το βράδυ στον άντρα της, αν αυτή η καμπούρα στην πλάτη της καλής κυρίας, ήταν απ’ τα κυρτωμένα της κόκαλα ή από φτερά, κρυμμένα στο πανωφόρι της… 



13. Τα ασημένια γένια και η αρετή

«Δεν μπορεί, θα έχει και άλλη όψη το νόμισμα» σκεφτόταν καθώς ξυριζόταν.  Κοίταζε τον εαυτό του στον καθρέπτη, συγκεκριμένα τα γένια του που είχαν αρχίσει να γίνονται ασημένια, και αυτό του δημιουργούσε εκνευρισμό.  Όταν έμενε αξύριστος για μέρες, και τύχαινε να κοιτάξει βιαστικά κάποιον καθρέπτη νόμιζε ότι είχε μείνει αντηλιακό στο πρόσωπό του. Άλλες φορές νόμιζε ότι έβλεπε τα άσπρα γένια του παππού του. Οι άσπρες τρίχες είχαν κάνει δειλά την εμφάνιση τους πριν περίπου ένα χρόνο. Δεν τους έδωσε σημασία, και αυτές βρήκαν ευκαιρία και οργίασαν.  «Κατάντια η φθορά» σκέφτηκε. Εδώ και μήνες πάσχιζε να βρει κάποιο ψυχολογικό αντίδοτο,  την άλλη όψη του νομίσματος, αλλά του κάκου.  «Ε και να μπορούσα να αντιστρέψω το βέλος του χρόνου, ή έστω να το σταματήσω εδώ» συλλογίζεται. Και τότε θυμήθηκε τον οδοδείκτη της Αρετής
Του μικρού χωριού στο νομό Ηλείας. Από Πάτρα προς Κυλλήνη συναντάς τον οδοδείκτη «Αρετή  --> », ενώ από Κυλλήνη προς Πάτρα τον οδοδείκτη «Αρετή <--» Κάποτε είχε χρησιμοποιήσει αυτό το παράδειγμα, αριστερού-δεξιού βέλους, μιλώντας με  ένα φίλο του που είχε εμπλακεί  στη «Δημιουργία Ξανά», ο οποίος έβλεπε πάντα μια κατεύθυνση σε όλα,  προκειμένου να τον πείσει ότι όλα είναι σχετικά.  «Κάτι τέτοιο χρειάζομαι, σαν το βέλος της Αρετής που αλλάζει κατεύθυνση. Τι όμως;» αναρωτιέται. Ξανακοιτάζει τον καθρέπτη με προσοχή για να βεβαιωθεί ότι δεν έχει αφήσει επιφάνεια αξύριστη. Στον καθρέπτη μπορούσε να δει το είδωλο και του ανοικτού παράθυρου που ήταν ακριβώς πίσω του. Παρατήρησε ότι μια ομίχλη είχε εμφανιστεί καθώς και μερικά συννεφάκια. Ένα μάλιστα, το μεγαλύτερο,  έδειχνε στον καθρέπτη ότι περικλείει το κεφάλι του ως άσπρο φωτοστέφανο, που τον έκανε να μοιάζει με άγιο, ή με τον Άγιο Βασίλη αν ένωνες με τη φαντασία σου το σύννεφο με τις  άσπρες τρίχες στους κροτάφους του.
-«Να μπω;» ακούγεται η σύζυγος;
-«Χο χο χο!»
- «Πάλι κάνεις τον Άγιο Βασίλη λόγω των γενιών σου;»
-«Τι να κάνω, προσπαθώ να βρω παράκαμψη, να αποφύγω το πέρασμα του χρόνου, τη φθορά. Να μένω εκεί όσο θέλω, και μετά να ξαναεπιστρέφω… Γιατί πάντα την ανατολή να τη διαδέχεται η δύση και όχι το αντίστροφο;».
- Βιάζομαι
-Τελικά το πρόβλημα της ανατολής λύνεται. Αν καθώς δύει ο ήλιος αρχίσεις να κινείσαι πολύ γρήγορα δυσμάς τότε θα  μετατρέψεις τη δύση σε ανατολή και θα μπορείς να τη διατηρήσεις όσο θέλεις.
- Δεν έχει όμως πολύ τρέξιμο αυτό;
- Δε λες τίποτα.
-Αν μπορούσες να επιστρέψεις, έστω για κάποιο διάστημα, θα πήγαινες; Και αν ναι, τι θα έδινες ενέχυρο;  Θα έδινες τις εμπειρίες της ζωής σου, της κοινής μας ζωής, …»

«Ερώτηση παγίδα» συλλογίζεται.  Λέει «φτού» ξεπλένοντας το πρόσωπό του. Και τότε αναφωνεί «Εύρηκα!»
-Τι βρήκες;
-Βρήκα επιτέλους την άλλη όψη του νομίσματος.
-Δηλαδή;
- Τα ασημένια γένια έχουν τελικά ένα καλό.
- Τι;
- Οι άσπρες τρίχες δεν φαίνονται στον νιπτήρα! Τουλάχιστον δεν θα μου γκρινιάζεις ότι δεν καθάρισα τον νιπτήρα!

Και έζησαν αυτοί καλά, με ανέμελα ξυρίσματα,  προσδοκώντας και προσμένοντας πάντοτε την Αρετή (είναι εξάλλου στο δρόμο τους πηγαίνοντας για διακοπές).





14. Η απόφαση

Ας αφήσουμε την πόρτα ανοιχτή,
σαν κάτι να ξεχάσαμε στην αυλή.
Τίποτα να μην μαρτυρά την απουσία,
τίποτα να μην συμπληρώνει την έλλειψη.
Τα πάντα να δηλώνουν μια επιστροφή.
Ας βάλουμε τα πράγματά μας σε αναμονή,
όχι σε παύση.
Την ζωή μας ενέχυρο και όχι προς πώληση.
Ας φτιάξουμε τον δικό μας οδοδείκτη.
Μιας κατεύθυνσης.
Έτσι όπως την ορίζει ο καθείς.
Η ομίχλη να μην είναι τίποτ΄ άλλο παρά μια αφορμή έμπνευσης.
Ένα έναυσμα δημιουργίας.
Σ' αυτή την μικρή στιγμή της μεγάλης απόφασης,
ας κοιτάξουμε κατάματα την ανατολή
και περιφρονητικά την δύση.



15. Σκέψεις... ταξιδιάρικες!

Λατρεύω τα ταξίδια. Σε μέρη κοντινά ή μακρινά, τα ταξίδια είναι για μένα απόλαυση και καμιά φορά ανάγκη. Ανάγκη να ξεκουραστώ, να κάνω ένα διάλειμμα από τη καθημερινότητα. Κι είτε μιλάμε για μια εκδρομή, είτε για ένα μεγάλο ταξίδι, εγώ θα το απολαύσω ακριβώς το ίδιο, αρκεί να έχω καλή παρέα.

Ποτέ δε σκέφτομαι τον καιρό, πέρα από το τι ρούχα θα πάρω μαζί μου. Ξέρω πως είτε έχει ήλιο, είτε βροχή, εγώ θα περάσω καλά. Αν δε, το σηκώνει το σκηνικό, θα ήθελα και μια υποψία ομίχλης, ίσα για να προσθέσει στη γοητεία του τοπίου.

Στα απαραίτητα του ταξιδιού: η φωτογραφική μου μηχανή κι ένα σημειωματάριο με στυλό. Γιατί ξέρω, πως σε κάθε ταξίδι, η ανάγκη μου για δημιουργία κι η ανάγκη να καταγράψω σκέψεις και συναισθήματα, είναι μεγάλη, οπότε φροντίζω πάντα, να έχω ένα σημειωματάριο κι ένα στυλό κοντά μου κι έτοιμα να υποδεχτούν: σκέψεις, ιδέες, στιγμές.
Μια αγαπημένη συνήθεια στα ταξίδια μου, είναι όταν φτάνω στο προορισμό, να μη ξεκουράζομαι, αλλά να ξεχύνομαι αμέσως να τον γνωρίσω. Αγαπώ πραγματικά, να χάνομαι στους δρόμους, ευτυχώς όχι κυριολεκτικά, χάρη στους οδοδείκτες.

Αλλά, στα αλήθεια μου αρέσει πολύ, να περπατάω στα σοκάκια, να διασχίζω γέφυρες, να θαυμάζω την αρχιτεκτονική και τα μνημεία. Κάθε τόσο, σταματάω και βρίσκω ευκαιρία, να βγάλω φωτογραφίες, να αναπνεύσω τον αέρα, να ρουφήξω τις στιγμές και να τις φτάσω στη μνήμη, να χαραχτούν τόσο βαθιά, που θα μείνουν για πάντα ζωντανές.

Επίσης, μου αρέσει πολύ, να επισκέπτομαι τα τοπικά μαγαζιά, για φαγητό και φυσικά, ποτέ δε παραλείπω να επισκεφτώ παραδοσιακά μαγαζιά, ώστε να αγοράσω αναμνηστικά για φίλους και συγγενείς.

Κάθε φορά, γνωρίζω καλά, πως πριν τελειώσει το ταξίδι, θα έχω στη μηχανή και στη καρδιά μου, μια ανατολή κι ένα σούρουπο με φόντο τον εκάστοτε προορισμό. Κι αν δω πως μου αρέσει πολύ το μέρος, οι άνθρωποι, ίσως να αφήσω ενέχυρο, κάποια θέλω του ταξιδιού, κάποιες εμπειρίες, κάποιες εικόνες, για να ξέρω πως θα επιστρέψω κάποια μέρα.

Γιατί, όπως είχε γράψει κι ο Νίκος Καββαδίας: «Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων».



16. Στο φως

«Σ’ αυτό το τοπίο της ομίχλης που απλωνόταν παντού γύρω του φαντάστηκε έναν οδοδείκτη που θα δείχνει την ανατολή.
Χαμογέλασε. «Θα πάω», σκέφτηκε «κι ας μη γράφει απόσταση, ας μην ξέρω τι δρόμος είναι. Θα έχω για ενέχυρο τη δημιουργία, το έργο μου».
Σαν την πεταλούδα που την τραβά το φως. «Θα πάω˙ κι ας μου βγει και σε κακό».



Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 1 - 6, αλλά και να βαθμολογήσετε πατήστε εδώ!
Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 17 - 26 εδώ!