Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

16ο Παίζοντας με τις λέξεις (Συμμετοχές 17 - 26)


17. Το αόρατο νήμα της ζωής.

   Αφήνοντας πίσω του για ένα τριήμερο την άχρωμή του καθημερινότητα, βρέθηκε πολύ μακριά από τα κάθε είδους λύματα του σύγχρονου πολιτισμού. Η ανάβαση πολύωρη και δύσκολη μα άξιζε τον κόπο και το χρόνο του.

   Αν και ο Αύγουστος είχε μόλις μετρήσει και την τελευταία ημέρα του, κάποια ξεχασμένα από τις αχτίνες του ήλιου μονοπάτια, φιλοξενούσαν ακόμη το πάλλευκο χιόνι από τις χιονοπτώσεις του χειμώνα που πέρασε. Τοπίο ειρηνικό, γαλήνιο, απέραντο για την μικροσκοπική ματιά του όταν διαλυόταν η ομίχλη που στεφάνωνε τις κορυφές. Τοπίο που εναλλασσότανε συνέχεια προκαλώντας του δέος κι ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα ελευθερίας και ασημαντότητας του είναι του μέσα στον άμετρο χρόνο.

   Προορισμός του, οι αλπικές λίμνες του Πιρίν. Ένα ταξίδι που το ονειρεύονταν συνέχεια μα ωστόσο όλο και το ανέβαλε γιατί σκεφτόταν πάντοτε πως ήταν λίγα τα χιλιόμετρα που θα ‘πρεπε να διανύσει μέχρι να βρεθεί εκεί. Και επομένως θα μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή να αποδράσει. Όμως τα χρόνια περνούσαν και το «δίπλα» φαινόταν ολοένα και πιο μακριά.

   Σκοπός του, να κολυμπήσει στα κρυστάλλινα νερά των λιμνών, ανάμεσα στα νούφαρα που ευωδίαζαν όπως τα γιασεμιά σύμφωνα με τις διηγήσεις φίλων που έζησαν αυτήν την εμπειρία.

   Οδοδείκτης του, η ανατολή του ζωοδότη φωτεινού πλανήτη που από ώρα είχε ξεκινήσει το ημερήσιο ταξίδι του στο ουράνιο στερέωμα.

   Αφορμή? Ο ασφυκτικός κλοιός που άξαφνα ένιωσε μέσα στην απρόσωπη, αν και μικρή επαρχιακή του πόλη, όπου οι άνθρωποί της θαρρείς πως περπατούσαν σε δρόμους παράλληλους και ποτέ δεν συναντιόντουσαν μεταξύ τους.

  Στα μονοπάτια όμως του βουνού τα οποία ήταν σχεδόν άβατα χωρίς μπατόν, ένιωσε πως η ανάσα του συγχρονιζόταν με την ανάσα των συνοδοιπόρων του και με την ανάσα κάθε πανίδας και χλωρίδας που τον πλαισίωναν. Ένιωσε πως πλησίαζε όλο και περισσότερο προς τον Θεό δηλαδή προς την Αγάπη και την απόλυτη Ελευθερία.

   Ένιωσε τόσο έντονα την δημιουργία Του, που ασυναίσθητα άπλωσε τα χέρια του διάπλατα για να χωρέσει μες την αγκαλιά του όλα όσα του ήταν ορατά κι αόρατα μα ωστόσο έκαναν αισθητή την παρουσία τους με έναν μυσταγωγικό τρόπο.  

   Εκείνη την στιγμή ήταν που συνειδητοποίησε πως τα πάντα γύρω του ήταν δεμένα με το ίδιο νήμα της ζωής και μοιράζονταν το ίδιο οξυγόνο. Αυτήν την αίσθηση που βίωνε, θέλησε να την κρατήσει μες την αιωνιότητα και υποσχέθηκε στον εαυτό του πως φεύγοντας, θα άφηνε εκεί ενέχυρο για πάντα την ψυχή του προκειμένου να μην αποκοπεί από αυτό το νήμα που ήτανε δεμένος με το Σύμπαν. 




18. Αχ Μαργαριταρένια

Η νύχτα φύσηξε απαλά τα αστέρια να σβήσουν και σήκωσε το μαύρο της φουστάνι για να φύγει. Όλα αποκτούσαν και πάλι σχήμα καθώς η ανατολή άρχισε σιγά σιγά να ροδίζει.
Θα περνούσε λίγη ώρα ακόμα μέχρι η πιο ανυπόμονη αχτίδα να σκαρφαλώσει το βουνό πίσω απ' το οποίο πάλευε  να γεννηθεί η νέα μέρα και να δείξει σαν θεϊκό δάχτυλο τον πιο παράξενο καρπό του κόσμου. 

Τον είδε μια μαργαρίτα κι άρχισε να τρέμει. Από φόβο; Απ' το ανεπαίσθητο αεράκι που σήκωσε τρικυμία στον μικρό κήπο;

Όταν έπαψε η πνοή του αέρα να θροΐζει κλαδιά και άνθη, φώναξε στην όμορφη ορτανσία που άνθιζε σιμά της.

- Μαντάμ Ορτάνς! Μια αχτίδα μου φανέρωσε τον μάγο Πιπέρη. Είναι πάλι εδώ κόκκινος κόκκινος και καυτερός, ίδιος δράκος κι ας είχαμε δει όλοι να τον κόβουν. Μας είχε κάψει με τα μαγικά του και είχαμε χαρεί όλοι όταν ξεκουμπίστηκε...

- Σσσσς, έκανε νυσταγμένη η Ρόζα η τριανταφυλλιά, δείχνοντας τα αγκάθια της. 
Προτιμούσε να ξυπνά με τα φιλιά του ήλιου, παρά με τη φλυαρία της Μαργαριταρένιας, η οποία ντράπηκε και μαζεύτηκε.
Η συστολή της δεν κράτησε πολύ, μια κι ο ήλιος αφού απόθεσε τα φιλιά του στη Ρόζα ως όφειλε, για να ξυπνήσει εκείνη όλα της τα αρώματα και να τα σκορπίσει τριγύρω, έριξε κατόπιν το φως του στον κηπάκο αποκαλύπτοντας όλα τα μυστήρια που συντελέστηκαν τη νύχτα μέσα στην ομίχλη. Μυστήρια, που τι μυστήριο κι αυτό, έλαβαν χώρα πάνω που επέστρεψε ο μάγος Πιπέρης.

Μια ματιά τριγύρω έκανε τη Μαργαριταρένια να χάσει τη λαλιά της. 
-Ω συμφορά μου, φώναξε όταν την ξαναβρήκε! Μαντάμ Ορτάνς, Ρόζα, Γαρουφαλιά, κι εσύ κυρία με τις καμέλιες, φώναξε στον θάμνο που δεν είχε πάνω του ούτε μια καμέλια, αλλά οι θρύλοι έλεγαν ότι κάθε χειμώνα ήταν γεμάτη λουλούδια. Μας μάγεψε...ο...Ππππιπέρης, τραύλισε. Πεθαίνουμε!
Η κυρία με τις καμέλιες έμεινε ατάραχη, αλλά όλοι οι άλλοι πανικοβλήθηκαν. 

Ο Ηλίας, ο ηλίανθος άκουσε τις φωνές, σήκωσε με κόπο το κεφάλι του, που μόλις μέχρι χτες ακολουθούσε περήφανο την πορεία του συνονόματού του στον ουρανό και χαμογέλασε.
-Αχ μικρή μου, ψέλλισε με τρυφερότητα. 
Κούνησε τα μεγάλα του φύλλα να γίνει ησυχία κι άρχισε να εξηγεί με σοφία, τα μυστήρια της δημιουργίας.
Η ζωή δεν έχει οδοδείκτες να σου λένε από δω είναι η νιότη, από εκεί τα γηρατειά, διάλεξε έναν δρόμο και περπάτα τον.
Τίποτα δεν κρατάει για πάντα και όλα κάνουν έναν μεγάλο κύκλο που ξεκινά με τη γέννηση για να κλείσει με τον θάνατο.
Όλα έχουν την εποχή τους και η δική μας εποχή πέρασε. Μην κοιτάτε την καμέλια. Εκείνη δίνει ενέχυρο τα άνθη της και μένει με τα φύλλα τον περισσότερο καιρό για να αγοράζει περισσότερο χρόνο.
Αλλά κι αυτή όσα ενέχυρα κι αν δώσει την αθανασία δε θα την κερδίσει.
Κι αφήστε ήσυχο τον Πιπέρη. Είναι καυτερός, όχι κακός. 
Αυτά είπε κι ύστερα σώπασε.

Ησυχία ακολούθησαν τα λόγια του. Ο Πιπέρης κοκκίνισε κι άλλο από τη χαρά του, μα δεν παρέλειψε να στείλει το πιο καυτερό του βλέμμα να συναντήσει εκείνο της σαστισμένης πια για τα καλά Μαργαριταρένιας..




19. Ψηλά

Ο οδοδείκτης της χαράς μου οδηγούσε στην ανατολή.
Μια πυκνή ομίχλη όμως με εμπόδιζε να ονειρευτώ.
Κρατούσε ενέχυρο την ελπίδα μου.
Μόνο μου όπλο η δημιουργία, η έμπνευση, το πάθος.
Βρήκα τη δύναμη.
Άνοιξα τα φτερά μου και πέταξα στο γαλάζιο σου.
Ξέφυγα.
Ένιωσα το χάδι του ήλιου να με συνεπαίρνει.
Είμαι πλέον ελεύθερη. 



20. TO ΓΡΑΜΜΑ

Ποτέ δεν ήμουν καλός στα λόγια από παιδί.
Αντίθετα μπορώ πολύ πιο εύκολα να εκφράσω τα συναισθήματα μου με την γραφή.
Αυτό κάνω τώρα θέλοντας μέσα από ένα γράμμα να σου πω, πως είσαι για μένα παράδειγμα ανθρώπου που θέλω πολύ να  μοιάσω. 
Από τότε που το παιδικό μου χέρι κούρνιασε μέσα στο δικό σου ένιωσα ασφάλεια κοντά σου.
Ακόμα την νιώθω όταν το χέρι σου ακουμπά με αγάπη που ζεσταίνει τον ώμο μου, αφού έχω γίνει μεγάλος άντρας πια και δεν με φτάνεις στο ύψος!
Τι παιχνίδια θυμάμαι κάναμε όταν ήμουν μικρός!!
Γινόσουν το πρώτο μου αλογάκι που με ταξίδευε σε φανταστικές νικηφόρες μάχες!
Παλικαράκι πια, μου έλεγες  πως μου έχεις εμπιστοσύνη πως θα γίνω καλός άνθρωπος όταν μεγαλώσω.
Μου έμαθες την καλοσύνη και την ανιδιοτελή αγάπη που για σένα είναι αυτονόητα συναισθήματα.
Παρακαταθήκη τα λόγια σου τώρα που μεγάλωσα.
Να αποφεύγεις τα θολά τοπία και τις ομίχλες στην ζωή σου.
Δεν βγάζουν πουθενά μου έλεγες!
Βάζε κάθε μέρα μια Ανατολή να φωτίζει τον δρόμο σου παιδί μου!
Το να είμαι δημιουργικός σαν άνθρωπος το οφείλω σε σένα. Αφού βλέποντας σε, πως η δημιουργία είναι  ακόμα και τώρα που άσπρισαν τα μαλλιά σου  το μότο της ζωής σου.
Δεν θυμάμαι να σε είδα ποτέ να κάθεσαι χωρίς να κάνεις κάτι.
Πίνοντας τον καφέ μας σαν άντρες,το κεχριμπαρένιο σου κομπολογάκι το δώρο μου στα γενέθλια σου, τίκι τάκα  συντροφεύει  με τον ήχο του τα λόγια μας περί ανέμων και υδάτων πια.!
Το ξέρεις πως ότι ήταν να μου μάθεις, μου το έμαθες!
Μεγάλο ενέχυρο η εμπιστοσύνη σου σε μένα πως θα τα καταφέρω στην ζωή μου.
Δεν θα σε διαψεύσω σου το υπόσχομαι!
Μότο στον δικό μου δρόμο οι οδοδείκτες σου παππού μου !
Σε ευχαριστώ !!




21. ΤΟ  ΟΝΕΙΡΟ…..

Εγώ να ξέρετε αυτά τα μεταφυσικά και τα προφητικά όνειρα, δεν τα πίστεψα ποτέ. Κρατούσα αποστάσεις από τα θέματα αυτά, ώσπου η Κλειώ με ξαγρύπνησε τρία  βράδια με τις μεταφυσικές της εμπειρίες….

-Περικλήηηη!!!

Ξεφώνιζε υστερικά,  τινάχτηκα από τον ύπνο. Την είδα καθιστή στο κρεβάτι, αναστατωμένη να βαριανασαίνει…

-Φέρε λίγο νέρο….Τι λαχτάρα ήτανε τούτη….ήμουνα σ΄ένα άγνωστο μέρος, στεκόμουνα σ΄ένα τρίστρατο με την ομίχλη να με τυλίγει σαν αραχνούφαντο πέπλο….προσπαθούσα να διακρίνω γύρω μου και το μόνο που μπόρεσα να δώ, ήτανε ένας παλιός οδοδείκτης στραμμένος στην ανατολή…..

-Έλα ηρέμησε, χρυσή μου, ένας εφιάλτης ήταν…..ησύχασε τώρα….βάρυνες το στομάχι σου μ΄εκείνο το ιμάμ μπαϊλντί βραδυάτικα και ιδού τα επακόλουθα…..

-Περικλή ξύπνα!!! Πεικλήηηηηη!!!

-Το όνειρο….το είδα πάλι….Προσπάθησα να προχωρήσω στο δρόμο προς την ανατολή, τα πόδια μου βαριά σαν σίδερο , κάπου στο βάθος  αχνοφαινόταν ένα αμυδρό φως,  όμως παρά την προσπάθειά μου, ήταν αδύνατον να προχωρήσω …..Τι αγωνία Θεέ μου, ταχυπαλμία μ΄έχει πιάσει…

-Ελα βρε Κλειώ…..τα ίδια θα λέμε πάλι, τι τα ήθελες τα σουτζουκάκια βραδιάτικα, φορτώνεις το στομάχι σου και μετά βλέπεις εφιάλτες…..πάω να σου φέρω ένα ΑΛΚΑ ΣΕΛΤΖΕΡ...

Το τρίτο βράδυ, το σκηνικό επαναλήφθηκε σε πιο έντονη μορφή.  Τρόμαξα από τις φωνές της  Κλειώς πνιγμένες στ΄αναφυλλητά…..

-Αχ Περικλήηηηη τι ήτανε τούτο….τι αγωνία Περικλή μου….τι αγωνία…

Και δώστου κλάμα, τη λυπήθηκα πραγματικά , όταν την είδα ανακαθισμένη στο κρεβάτι, κάθιδρη, αναμαλλιασμένη, με πρησμένα μάτια από το κλάμα, οπότε την αγκάλιασα προστατευτικά, χαϊδεύοντας την πλάτη της και σιγομιλώντας της για να την ηρεμήσω…..  «έλα πουλάκι μου, ένας εφιάλτης ήταν….έλα πέρασε πια, ησύχασε….» εννοείται ότι δεν τόλμησα να αναφερθώ στους λουκουμάδες  και τα  2 κομμάτια μπακλαβά που είχε τσακίσει το προηγούμενο βράδυ…

-Περικλή, απόψε τρόμαξα όσο δεν φαντάζεσαι……το ίδιο κι απαράλλακτο σκηνικό ….κι όσο προσπαθούσα να ξεφύγω από την ομίχλη….ένας αέρας, μια  αντάρα σηκώθηκε και μια παγωμάρα απλώθηκε στο κορμί μου, ….η καρδιά μου κόντευε να σπάσει και φωνή δεν έβγαινε από το στόμα μου, άρχισα να επαναλαμβάνω  από μέσα μου: «Ιησούς Χριστός νικά, κι όλα τα κακά σκορπά»…..επικαλέστηκα την Παναγία και όσους αγίους είχα πρόχειρους στο θολωμένο μου μυαλό…..Κάποια στιγμή, μια υπόκωφη φωνή ακούστηκε από το πουθενά:  «Πρέπει ν΄αφήσεις ενέχυρο!!!» Ενέχυρο ;;; Τι ενέχυρο…..τίποτα δεν είχα επάνω μου, τη βέρα μου την είχα δώσει για άνοιγμα την περασμένη εβδομάδα, τον χρυσό σταυρό δεν τον φορούσα πιά, για τον φόβο των κλεφτών….ένα πλαστικό ρολόι φορούσα μόνο…..το ξεκούμπωσα με τρεμάμενα δάχτυλα και το άφησα μπροστά μου….Μια μεγάλη βοή ακούστηκε και πέτρες άρχισαν να κατρακυλάνε γύρω μου….….άρχισα να λέω το Πάτερ Ημών κλαίγοντας……και τότε ξύπνησα….έντρομη, λουσμένη στον ιδρώτα….

Τελικά οι  τρομακτικές μεταφυσικές εμπειρίες της Κλειώς πήρανε τέλος,  χάρη στην ερμηνεία της Ψυχολόγου : «Οι εφιάλτες είναι δημιουργία των ενοχών σου. Αισθάνεσαι άσχημα για τα παραπανίσια κιλά και τις αποτυχημένες προσπάθειές σου για να τα χάσεις. Κάθε Δευτέρα αρχίζεις δίαιτα και ποτέ δεν την ολοκληρώνεις. Πάρε το απόφαση, κόψε τα λαδομπούκια, ακολούθησε με συνέπεια ένα σωστό διατροφικό πρόγραμμα και όλα θα πάνε καλά….»



22. Και ο Θεός είπε....

Και κοιτώντας την πύρινη μάζα ανάμεσα σε ξερά κομμάτια τέφρας, είχα την μεγάλη έμπνευση της δημιουργίας. Και  είπα αρχικά... '' γαία πυρί μιχθήτω...'' γη και φωτιά να αναμειχθούν. Και η γη με τη φωτιά αναμείχθηκαν.  Και χώρισα την φωτιά και την έστειλα στον πυρήνα και τη σκέπασα με γη και πέτρα. Και φύτεψα σπόρο και σκέπασα με νερό. Και έγινε βλάστηση που σκέπασε τη γη. Κι έβαλα τις τελικές πινελιές υψώνοντας τη γη κατά τόπους, γεμίζοντας  με νερό τα βαθιά κενά. Και φτιάχτηκε η στεριά και η θάλασσα. Από την τόση ομορφιά,  δάκρυσα. Και τα δάκρυα έγιναν λίμνες και ποτάμια. Ω! τι  πηγές ευφορίας! 
Και είπα ... τέτοιος παράδεισος χρειάζεται ζωή! Και γέμισα πλάσματα χιλιάδες γη και ουρανό, νερό και στεριά. Μα κάτι έλειπε! Και σκέφτηκα πως  χρειάζομαι και ένα ομοίωμα μου.  Με νόηση!  Με κρίση!  Να τα απολαύσει, να τα συντηρήσει, να τα αξιοποιήσει. Και έφτιαξα τον άνθρωπο και έβαλα στα χέρια του ενέχυρο την τύχη της δημιουργίας μου. Μιας  δημιουργίας που  αποτελούσε από μόνη της  οδοδείκτη για την πορεία του έργου του και της δουλειάς του.
Και σαν τελείωσα,  απόκαμα και έγειρα να ξαποστάσω. 
Εκατομμύρια ανατολές έκτοτε και εκατομμύρια δύσεις. 
Και γύρισα τώρα να δω και να θαυμάσω. Κι απόμεινα σιωπηλός κι απελπισμένος!
Το δημιούργημα που εμπιστεύτηκα πιότερο απ' όλα, αυτό που θεώρησα ομοίωμα μου με νόηση και κρίση, αυτό με απέλπισε πιο πολύ!
Χρησιμοποίησε την νόηση και την έφτασε σε ψηλά επίπεδα, μα συγχρόνως μεγάλωσε η αλαζονεία του και η καυχησιά του! 
Εξελίχθηκε, εκπολιτίστηκε μα μαύρη ομίχλη σκέπασε την καρδιά και το μυαλό του. Η ψυχή του εκφυλίστηκε και το αίμα νοθεύτηκε από απληστία, κακία και ψέμα. 
Η νόηση και η κρίση του χρησίμευσε όχι για τον σκοπό που πλάστηκε μα για την καταστροφή των πάντων μαζί και του εαυτού του. 
Κούρσεψε τα αγαθά που του δώρισα, λεηλάτησε και κατέστρεψε τις φυσικές ομορφιές, μόλυνε τον αέρα και το νερό, οδήγησε στον αφανισμό γενιές ολόκληρες πλασμάτων ανήμπορων να αντισταθούν στην αδηφάγα μανία του. Και στην διάρκεια όλων αυτών, άρχισε να αφανίζει και το ίδιο το είδος του χωρίς διάκριση, χωρίς αισθήματα. Γέμισε την πλάση με τα σύμβολα αυτής της αλαζονείας. Κτίσματα απόδειξη της κυριαρχίας του. Και έγραψε σελίδες ολόκληρες ιστορίας που δείχνουν τα συνθήματα και τους στόχους του. 
Του έστειλα σημάδια πάμπολλες φορές. Μα αδιαφόρησε! 
Κι η απάντηση του ίδια. Όλα τα καίμε, όλα τα απομυζούμε, όλα τα καταστρέφουμε, όλα τα καταπατάμε.   Είμαστε οι ηγέτες του σύμπαντος. Εμείς ρυθμίζουμε τις τύχες όλων. Εμείς είμαστε οι απόλυτοι άρχοντες. 
Και τα ''θέλω'' τους παραγκωνίζουν όλο και περισσότερο τα ''πρέπει'' αυτού του κόσμου. 
Άνθρωπε χλευαστή των πάντων, πλεονέκτη και τυχοδιώκτη, χαίρεσαι με την πρόσκαιρη επικράτηση σου, χτισμένη πάνω σε θεμέλια που έκανες σαθρά με την αδιαφορία σου! Δρόμος χωρίς αξιοπρέπεια, αρχές και ιδανικά,είναι δρόμος εύκολος μα χωρίς επιστροφή!  
Άνθρωπε αλαζόνα σου γυρίζω την πλάτη, σε περιφρονώ και το μόνο που σου λέω είναι πάλι...
''γαία πυρί μιχθήτω'' μα με την έννοια που εσύ του έδωσες! '' Ας γίνουν όλα στάχτη''



23. ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΚΕΙΜΗΛΙΟ

     Άνοιξε το παλιό παντζούρι, που έτριξε όπως πάντα, και κοίταξε έξω. Η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που, παρ’όλο που η ώρα της ανατολής είχε παρέλθει προ πολλού, το κυρίαρχο χρώμα παντού ήταν το γκρι. Με το ζόρι διέκρινε τη σιλουέτα του οδοδείκτη της διασταύρωσης, που βρισκόταν μόλις στα δέκα μέτρα από το σπίτι του.
    Βλαστήμησε την ώρα και την στιγμή που είχε επιλέξει αυτό το τόσο καταθλιπτικό μέρος για να εγκατασταθεί μόνιμα. Αν, τουλάχιστον, είχε παρέα… Το βλέμμα του έπεσε σε μια φωτογραφία, γκρίζα και εκείνη, όπως ο ουρανός. Στη φωτογραφία ένα χαμόγελο, ένα χαμόγελο χωρίς ανταπόκριση πια…
     Ένα κύμα από ερωτήματα εισέβαλαν στο μυαλό του, όπως κάθε μέρα τα τελευταία είκοσι χρόνια. Είκοσι χρόνια. Και ένα έγκλημα αρχειοθετημένο για πάντα, ένα έγκλημα γεμάτο ερωτήσεις και χωρίς καθόλου απαντήσεις.
     «Τι τα σκαλίζεις ακόμα;» τον ρωτούσαν όλοι, γνωστοί και φίλοι, όταν επέμενε ότι η αστυνομία δεν έπρεπε να εγκαταλείψει την υπόθεση, ότι έπρεπε να συνεχίσουν τις έρευνες, ότι μία «ληστεία μετά φόνου» δεν μπορεί να θεωρείται μία υπόθεση ρουτίνας και ένας φόνος κατά τη διάρκεια μιας ληστείας δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν παράπλευρη απώλεια…
     Βαρέθηκε να προσπαθεί να εξηγήσει, και τι να εξηγήσει; Το γκρέμισμα της ζωής του, το κενό της ψυχής του, τι;
     Αλλά δεν υπήρχαν στοιχεία. Ο δράστης ή οι δράστες είχαν φροντίσει να σβήσουν τα ίχνη τους και δεν βρέθηκε ούτε ένα αποτύπωμα. Μοναδική τους ελπίδα ο εντοπισμός των κλοπιμαίων, αλλά ούτε αυτά εντοπίστηκαν ποτέ. Και τι να εντοπιστεί, δηλαδή; Το μεγαλύτερο μέρος των κλοπιμαίων ήταν χρήματα, οι εισπράξεις μιας ολόκληρης εβδομάδας. Κοσμήματα δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου στο σπίτι, δεν της άρεσαν τα κοσμήματα, δεν τα φορούσε. Μόνο έναν σταυρό φορούσε, και αυτός ήταν ο βαφτιστικός της. Τον είχαν αποσπάσει από το λαιμό της τραβώντας τον βίαια…
     Αποφάσισε να φύγει. «Η φυγή είναι για τους δειλούς, η δημιουργία για τους τολμηρούς», άκουσε τη φωνή του πατέρα του να αντηχεί στο μυαλό του. Δειλός. Ίσως γι’αυτό να επέλεξε και αυτό το μέρος, το μονίμως τυλιγμένο στην ομίχλη, για την εγκατάστασή του. Ένα μέρος όπου η παρουσία υπάρχει και δεν υπάρχει, τα περιγράμματα των μορφών υπονοούνται, τα χνώτα γίνονται ένα με την ομίχλη…
     Έκλεισε τα παράθυρα, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Σε λίγη ώρα έπρεπε να ανοίξει το μαγαζί. Δειλός και σε αυτό. Ενεχυροδανειστήριο, όπως αυτό που είχε και πρώτα. Πού να τολμήσει να κάνει κάτι καινούργιο…
     Έφτασε στο μαγαζί, ανέβασε τα ρολά, και άνοιξε την πόρτα. Η ομίχλη εισέβαλε μέσα μαζί του. Το ρολόι του τοίχου έδειχνε 8. Πήρε την καρέκλα, την πήγε κάτω από το ρολόι, ανέβηκε επάνω και άρχισε να το κουρδίζει.
     Ακούστηκε το καμπανάκι της πόρτας. Πελάτης.
     - Μισό λεπτό, είπε.
     Τελείωσε με το κούρδισμα και πήγε στον πάγκο. Ένας άντρας σε άθλια κατάσταση τον περίμενε, ένας άντρας στην ηλικία του, αξύριστος και με βαθουλωμένα μάτια.
     - Καλημέρα, είπε. Τι θα θέλατε;
     - Καλημέρα, είπε και ο άλλος. Έχω επείγουσα ανάγκη από χρήματα και έφερα να δώσω αυτό για ενέχυρο. Πρόκειται για μοναδικό κειμήλιο.
     Με τρεμάμενα χέρια, ξετύλιξε ένα μικρό πακετάκι. Ήταν ένας μικρός, βαφτιστικός σταυρός.





24. Πίθηκος

Μες στην ομίχλη του Σύμπαντος ένας πίθηκος τολμά να στερεώσει την ύπαρξή του στα δυο του άκρα μόνο και προχωρά, προχωρά, μέχρι που εξελίσσεται σε ένα νέο πλάσμα, που λέγεται Άνθρωπος.
Χρησιμοποιώντας τον νου του κρύβεται από τα αρπακτικά, τα κυνηγά, κυνηγιέται και σώζεται. Χρησιμοποιώντας τον νου του ζεσταίνεται, αλλά χρησιμοποιώντας τον νου ταυτόχρονα παγώνει. Δεν αρκεί ο νους απλά, για να θεωρείται ένα ον Άνθρωπος.
Στην αριστερή του πλευρά τρεμοπαίζει μια φλόγα. Όταν τροφοδοτεί τα τριξίματά της, πάμπολλα αστέρια εκρήγνυνται: Αγάπη! Χαρά! Ευτυχία! Γέλιο! Ειρήνη! Δημιουργία!
Μα την φυλάει σε χρυσό κουτί. Κανένας να μην τη θωρεί. Κι όταν ακόμα τη δίνει, δεν τη δίνει, τη δανείζει, τη βάζει ενέχυρο.
Και απορεί μετά που ξαγρυπνά μεθυσμένος, έως ότου έλθει η Ανατολή.
Και με παρακαλά και με βρίζει και στο τέλος μου κακιώνει.
Όχι, δεν είμαι ο Πλάστης, που τον συμπονά.
Ένας άλλος Άνθρωπος είμαι, Ποιητής λέγομαι ή αλλιώς οδοδείκτης.



25. Με τον ...Λεβιέ για Εξάρτημα

-Που πάμε από εδώ βρε Χρήστο μου; δεν βλέπεις τον οδοδείκτη; αδιέξοδο δείχνει.
-Παραλία μωρό μου, ρομαντικά! να γλεντήσουμε τη μοναξιά μας.
-Για αυτό μ’ έφερες στις ερημιές;
-Εμ τι, για να δοκιμάσω το GPS στο Ρενό; Δεν έχεις παράπονο, κοίτα ! Ηλιοβασίλεμμα και ερημιά.
-Κοίτα Ομίχλη στο πέλαγος.
-μαζεύεται τη νύχτα με την υγρασία και φεύγει το πρωί με την ανατολή.
-Χρήστο μου, αγκάλιασέ με, δημιουργία ο έρωτας δεν είναι;
-μόνο; ενέχυρο για όμορφες στιγμές, να τώρα που είμαστε μόνοι .
-Εδώ στο αυτοκίνητο; τολμηρέ μου άντρα...!
-Αχ Λιζάκι μανάρι μου, καλό και τ’ αυτοκίνητο να σβήνουν οι φωτιές μας.
-Ναι Χρήστο μου....

(βογγητά και σκιές απ τα κορμιά που σμίγουν)
.......

-Έλα αγάπη μου αργείς;
-Εμ φόρα καμιά φούστα κοντή βρε μωρό μου να βολευτούμε. Εσύ μούρθες με τον κορσέ της Κόμισσας του Λάνγκερλεφ ! Τι να κάνω ο δύσμοιρος;
-Βλέπω και εσένα με το τζιν! Μια ώρα με αυτό το φερμουάρ!
-Μα κοίτα τώρα! Φερμουάρ είπαμε πανάθεμα την Lee μου μέσα, όχι αλυσίδα για την άγκυρα του καραβιού. Σφήνωσε!
-Έλα, Χρήστο μου ...
-Λιζάκι! Ετοιμάσου για απογείωση, όλα έτοιμα...
-Άνοιξε το παράθυρο σκάω!
-Και το παράθυρο και τα πόδια σου Λίζα μου.
-Πρόστυχε!
................

-Ουάαααου η σκληράδα σου Χρήστο μου!
-Βρε μωρό μου, το λεβιέ πιάνεις! Κανόνισε να βγάλεις την ταχύτητα να κάνουμε μπάνιο με τ’ αμάξι..
.........................

-Αχ έτσι σε θέλω νεράιδα μου, να αστράφτει το κορμάκι σου στο φεγγαρόφωτο. Τι γυναικάρα έχω εγώ ηφαίστειο !
-Ναι Χρήστο μου.... το μέγεθος.....
-Πάλι το λεβιέ πιάνεις....!
-Αχ είπα και εγώ...!
-Δεν το συνεχίζω...!
-Μμμμμ άντρα μου το βελούδο σου με τρελαίνει!
-Εμ μόνο εσείς βελούδα; και εμείς τώρα. Τι; σαν το πουλί του Παππού Ανάργυρου που ‘ναι σαν την κόμη του Μωυσή;
-Μ’ ανάβει το λουκ σου εκεί κάτω.
-Ήθελα νάξερα που το βλέπεις με τόσο έρεβος βρε Λιζάκι.
-Το νιώθω άντρα μου παντού.
-Ναι καρδιά μου ναι! Αλλά μην το πεις παραέξω γιατί με βλέπω με καζούρα...
...........

-Φεύγω μωρό μου, με τρελαίνεις!
-Τον καθρέφτη πρόσεχε Λίζα μου! Με το κεφάλι σου πάνω κάτω, θα γυρίσουμε στραβοί...

(Θόρυβος ξαφνικός από μέσα.....)

-Τι είναι αυτό Χρήστο;
-Μη δίνεις σημασία κορμάρα μου, δουλειά σου εσύ, αλλά τα πόδια σου ! Είναι κι ατελείωτα! άνοιξες τον κλιματισμό....
-Μην με κόβεις με τον κλιματισμό σου, έλα ! Με τρελαίνεις!
-Πάμε φρεγάτα μου! Δουλειά σου!
-Αχ βρε Χρήστο τι τρίζει έτσι πια ;
-Τα ρημάδια τα αμορτισέρ, θα τ’ αλλάξω. Άστο τώρα και είμαστε για την κορυφή!
-Κορυφή Χρήστο μου!
-Ναι Λίζα μου!
-Έρχομαι άντρα μου!
-Φτάνω γυναικάρα μου!

............Θόρυβος τριξίματα έξω

-Λίζα!
-Αχ όχι τώρα μωρό μου!!!
-Λίζααα!
-Μη τώρα Χρήστο μουουουου, τι είναι πια!!!!!
-Άσχετο, ο Σκύλος στο καπό που μας παίρνει μάτι Λαμπραντόρ δεν είναι ;
-Όχι πάνω στο καλύτερο ρε Χρήστο!!! Όχιιιιιι...



26. Νούφαρο ριζώνω

Για ποια ελευθερία να σου πω 
και για ποια επιλογή, εδώ, που σιώπησε το Δικαίωμα
χωρίς να ρωτηθώ γεννήθηκα 
και τώρα που πάλι αθέλητα εκπνέω
- παρηγόρησε τη μάνα μου
πως στον κόσμο τούτο δεν θα ταίριαζα
Και γι΄αλλού οδεύω πριν γαμπρός
πριν κάδρο κρεμούσε το πτυχίο
πριν από έρωτα τρελός  και πριν πατέρας
Πόσο μαύρισα άξαφνα χωρίς γλυκά κι αργά ν΄ασπρίσω
Φεύγω άνευ διαβατηρίου κι άνευ λόγου και αιτίας!
αλλά να μην ανησυχεί
Πριν μεστώσει  ο λόγος μου πύρινος και λαίλαπες μοιράσει
την Πρωτοχρονιά,
Βιαστικά φεύγω, ναι, γιατί τελειώσαν οι ανάσες
σε τούτη την κιτρινιάρικη και παχιά ομίχλη
Λιώσανε τα πεδιλάκια της νονάς  και πονάω 
όπως τότε που ζεμάτισα τα χέρια,
θυμάται;
Και οι οδοδείκτες από ντροπή καήκαν

Τι νόμιζες; -

Που προδώσαν το καθήκον και παγίδες απολήξαν τραγικές
αφού το δρόμο που γυρισμό δεν έχει, το δρόμο του χαμού εδείξαν
Και στην Άτροπό μου να μην κακιώσει  πες
Με λυπήθηκε; δεν ξέρω, τα συμφωνήσαμε όμως μια χαρά
να ξημερωθώ μια ανατολή
νούφαρο σε νερό καθάριο, να ξεδιψώ την κάψα
Αφού εδώ μου όρισαν σαν μιας νύχτας πεταλούδα 
φως γοητευμένος 
τη θανατερή μου λάμπα ν΄αγκαλιάσω να φλεγώ
με ανομολόγητες, αυστηρές διαδικασίες
Μυρίζω άσχημα, το ξέρω, αλλά το κουφαράκι μου ενέχυρο φρούδο μένει,
να ξαναφυτρώσει ο βλαστός σε επονείδιστο χώμα, μου το΄πε πες της,
Ο παππούς στο αυτί, σφιχτά μ΄αγκάλιαζε
Ίδιος κυπαρίσσι ατάραχο σε δράκοντες ανέμους
Και τρυφερά ψιθύριζε πως αφού μεσημέρι αποκοιμήθηκε ο Θεός,
με σπάθα θα γυρίσει,
Δημουργία ολέθρου να στήσει καρφί το καρφί με μια Μέδουσα  
κι έναν Κέρβερο αντάμα, στην τέφρα σκιές κρυμμένες μου΄λεγε,
νανούρισμα στερνό ν΄αποκοιμηθώ
Κι εσύ, στη μάνα μου να πεις πόσο θα τον καμάρωνε κι αυτόν
έτσι να με έχει σφιχτά αγκαλιασμένο Κυματοθραύστης Γίγαντας
μέχρι πού΄ νιωσα να του ξερνάνε λάβα τα πνευμόνια
και σιώπησαν οι Μύθοι, σιώπησε και η Αλήθεια
Και λύκους που είχαμε μαζί, είχαμε! Ναι, το ξέρω
Τα αυτιά μου τρύπαγαν μ΄απόκοσμα ουρλιαχτά
Τόσο,
που κι αυτό της Ατρόπου μου μηνύω και πατάω πόδι
απαιτώντας – κι όχι επαιτώντας τώρα 
Ποτέ ξανά να μην ακούσω
και ναι μου γνέφει με χαμόγελο αυτή
Και Νούφαρο Κωφό ριζώνω σε  νερό καθάριο
Και πριν το Νου μου και τις λίγες μου τις θύμησες χάσω ξεχάσω
στη μάνα μου να πεις αυτή τη φουκαριάρα
καταδικασμένη κάθε λεπτό και βουρδουλιά , κάθε λεπτό και πόνος
πως μοναχά αυτή λυπάμαι
Ακούς μωρέ; Μοναχά αυτή !
Η Κλωθώ μας, έγνεθε με έγνοια  αλλά  η Λάχεσή μας, γελάει τρανταχτά.



Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 1 - 6 αλλά και για να βαθμολογήσετε πατήστε εδώ!
Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 7 - 16 πατήστε εδώ!