7. "ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ"
Τράβηξε την κουρτίνα στο παράθυρο. Λάτρευε το σμίξιμο του συννεφιασμένου ουρανού με τη θάλασσα. Η Χθεσινοβραδινή καταιγίδα έγινε ήρεμη βροχή. Το σπίτι έμοιαζε με γραφική καλύβα. Τα ξύλα που καιγόνταν στο τζάκι ακούγονταν νανουριστικά.
Κοίταξε στο κρεβάτι. Την χάιδεψε με το βλέμμα του. Τα μαλλιά της ατημέλητα τύλιγαν το γλυκό της πρόσωπό. Το σφριγηλό της στήθος των 32 χρόνων γυμνό στο γύρισμα της ζεστής κουβέρτας που την αγκάλιαζε στοργικά. Ήταν ζωγραφιά.
Τα μουσκεμένα της ρούχα αντικριστά στο τζάκι περίμεναν τη θέρμη του.
Άνοιξε τα μάτια και ανασηκώθηκε στο προσκεφάλι της. Το άρωμα της ζεστής σοκολάτας την γέμισε.
Πήγε κοντά της, έκατσε στην ξύλινη πολυθρόνα.
“Πόση ώρα κοιμάμαι ;” ρώτησε ναζιάρικα.
“Ήσουνα χάλια, είχες ανάγκη, πιες τη σοκολάτα να συνέλθεις”, απάντησε χαμογελώντας.
Βόλεψε την κουβέρτα γύρω της, πήρε την κούπα ρουφώντας με απόλαυση.
“Νιώθω μετανάστης έτσι τυλιγμένη ολόγυμνη, σενάριο στο πουθενά, αλλά σε καλά χέρια”, είπε τρυφερά κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
“Πάντα ήσουνα το λιμάνι μου” συνέχισε, “πάντα με δεχόσουνα όπως ήμουνα, με τα λάθη και τις ...αμαρτίες μου”.
“Δεν ορίστηκα κριτής κανενός Μυρτώ, είμαι κοντά σου χωρίς όρους, το ξέρεις...”
“Ναι, για αυτό σ’ αγαπώ...!”
Στην τελευταία της λέξη ένιωσε παράξενα. Σηκώθηκε, πήγε και έφερε ένα καλαθάκι με βουτήματα.
“Το θυμάμαι ! Από τότε που έλεγες ότι είναι στιγμές που μ΄αγαπάς περισσότερο από τον Πατέρα σου”.
Τον κοίταξε ίσια στα μάτια “Σε ενόχλησε ;”
Σκάλισε τη φωτιά στο τζάκι.
“Τι σημασία είχε ; είχες τη σχέση σου με προβλήματα, και μια μεγάλη φωτιά για τον καινούργιο, όφειλα να το δεχτώ, να σε στηρίξω...”
“Και τα κατάφερες ! Είδα την αλήθεια ! Κάπως αργά αλλά την είδα, ευτυχώς χωρίς μεγάλο κόστος, αλλά εσύ... δεν μου έβαλες την ταμπέλα που φόρτωσαν οι άλλοι, γιατί ;”
Τράβηξε την πολυθρόνα στην άκρη του κρεβατιού.
“Αγάπη είναι να δέχεσαι τον άλλο όπως είναι, να στέκεσαι δίπλα, να απλώνεις το χέρι να τον τραβήξεις από κάτι άσχημο, μια ανοιχτή αγκαλιά να ανεβάσεις την αυτοεκτίμησή του...”
Άπλωσε το χέρι της στο δικό του.
“Πόσο μ΄αγαπάς...”
Χαμογέλασε με πίκρα κοιτάζοντάς την στα μάτια.
“Αναρωτήθηκες πως είναι να σε βλέπω να καίγεσαι για τους άλλους ; να βλέπω τα δάκρυα να ταξιδεύουν στο πρόσωπό σου ; σκέφτηκες πως είναι να μου περιγράφεις τις ερωτικές σου στιγμές θέλοντας να μοιραστείς με εμπιστοσύνη τη χαρά σου ;”
Τον άρπαξε από το χέρι δυνατά.
“Γιατί δεν με διεκδίκησες ;” ακούστηκε η φωνή της ηλεκτροσόκ στη σκέψη του.
“Εγώ ; Μυρτώ... ένας άντρας 52 ετών να διεκδικήσω εσένα ; ένα λουλούδι ; με τι ;
“Με την καρδιά σου Φίλιππε...! με τα αισθήματά σου...! την αλήθεια σου. Γλυκέ μου... η ζωή θέλει τόλμη, ανατροπή”.
Μια σιωπή σαν πριν την καταιγίδα έπεσε ανάμεσά τους.
Αποφασιστικά τράβηξε την κουβέρτα. Το γυμνό της σώμα ριγούσε μπροστά του. Τον τράβηξε αποφασιστικά με το χέρι της. Τα πόδια της τυλιγμένα στο κορμί του τον δέχτηκαν, έκρηξη ζωής. Δάκρυα χαράς ή σπονδή ηδονής; αυτά που κυλούσαν στο πρόσωπό του την ώρα που έκαναν έρωτα.
Έξω μια καινούργια καταιγίδα τραγουδούσε τους αναστεναγμούς τους.
8. Χίμαιρες
Και σε καλύβα θα έμενα μαζί σου. Δίπλα στη θάλασσα, εκεί όπου σκάει το κύμα τραπέζι θα έστρωνα, στο φως των κεριών τα καλοκαίρια θα τρώγαμε ψωμί και ελιά γελώντας!
Τις νύχτες του χειμώνα, θα διαλύαμε την παγωνιά με το αναμμένο τζάκι κι εκείνο θα φλόγιζε τα όνειρά μας και...
Τις Σειρήνες, όμως, άκουσες εσύ. Στο γλυκό τραγούδι τους μεγαλείο ορέχτηκες, μετανάστης προς το άγνωστο έφυγες και απόμεινα πετρωμένη με ένα τσακισμένο σενάριο στην χούφτα.
Ξεσήκωσα την αλφαβήτα της θάλασσας
Για να την έχω συντροφιά μου μπιστική
Πολλά δεν ζήτησα για να ζω δίπλα στις αλυκές
Μια καλύβα υπαίθρια πνιγμένη στους κισσούς
Λίγο ασβέστη να την καλοθωρώ την αυγή
Αναμμένο ένα τζάκι στη χόβολη να ακουμπώ
Το μέρισμα του πόνου μου να νοστιμίζει
Ένα τραπέζι να έρχονται αποβραδίς οι γλάροι
Να στολίζουν το γυμνό του ξύλο με ψιχαλιστά όνειρα
Σ' αυτά να περιφέρεται η σκέψη μου ολοκληρωτικά
Σαν τον μικρό μετανάστη που σε μια κασέλα
Βάζει τα τελείως απαραίτητα
Κι έπειτα τη μάνα του σκύβει να στερνοφιλήσει
Χαμογελαστός κι όχι πικραμένος
Σαν να 'ναι να πάει δίπλα στην αλάνα για να ελευθερώσει
Τον τραυματισμένο του φίλο απ' τη λαβή της λάσπης
Αργά να γυρνούν οι δείκτες
Στα βαριά ρολόγια της φωσφορίζουσας πίκρας
Μυθικά να ξεδιπλώνονται τα σενάρια
Στα εφήμερα θέλω των τρελών
Σαν τους χάρτινους ανεμοδείκτες που σκορπούν
Στην ορμή του αέρα και απομακρύνονται
Φύλλο το φύλλο να με μεθούν
Σελίδα σελίδα να με επιχαίρουν
Αόμματο να είναι το μέλλον χαοτικό
Το σήμερα ορθό να εποπτεύει τον ασημένιο ορίζοντα
Με μάτια πεινασμένου αιλουροειδούς
Ούτε μια στιγμή να μη χαθεί απ' το αναλόγιο του χρόνου
Ούτε μια τρώγλη να μην απομείνει χωρίς απαντοχή αγκαλιάς
Να μικραίνουν οι κήποι κι οι πόθοι να σβιούν
Στεριανός να είναι ο καημός
Ξερός σαν το χώμα του Ιούλη στα υποστατικά
Ακάνθινος σαν τις μεγάλες ώρες του παράνομου έρωτα
Απαλά να περνάς τα χέρια στο υγρό στοιχείο
Τα βήματα να ακολουθείς των κυμάτων
Κι αποδράσεις να σκέφτεσαι στις άγονες ξέρες
Κλήματα να φυτεύεις
Σπόρους να σκορπάς
Ολόφυτος ο πόντος να σε υποδέχεται
Μαχαίρια τα χέρια να γίνονται
Τις κληματόβεργες περίτεχνα να σκαλίζεις
Τον αποσταμένο περατάρη να περιμένεις
Μαζί του να σε πάρει στο ταξίδι
Με μάτια μέδουσας να μιλάς
Νύμφη και μάγισσα στις ριπές να εξετάζεις το πεπρωμένο
Στα φτερά των πουλιών γαλάζιες να δένεις δαντέλες
Ο πόνος χρονικές να παίρνει αποστάσεις
Και μαζί σου να πλαγιάζει ολόγυμνος σαν λεπίδι
10. 210 λέξεις για τους νέους
Είναι κατάρα και ευλογία μαζί,
να είσαι νέος του σήμερα.
Αν δεν γεννηθείς με άστρο,
έρχονται τα άγρια και διώχνουν τα ήμερα.
Χάνεσαι σε μια θάλασσα ανθρώπων,
που πασχίζουν για ένα καλύτερο αύριο,
παρότι η Ζωή τούς γέννησε,
σε έναν κόσμο άγριο.
Για να χτίσει μια καλύβα σήμερα ένας νέος,
κάτι για να στεγάσει τα όνειρα του,
στερεί ξύλα από τζάκι του,
με θυσίες φτιάχνει τα προικιά του.
Κλαίνε μητέρες,
που κάνουν μετανάστες τα παιδιά τους,
για να διεκδικήσουν κάτι παραπάνω στη ζωή,
κλαίει και η Χώρα γιατί στο τέλος,
δεν ξέρει ποιος θα Την υπερασπιστεί.
Πολλά σενάρια παίζουν σήμερα,
για τους νέους τούτης της χώρας,
μα η ομοιοκαταληξία δεν τα χωρά,
οι στίχοι μου είναι της ώρας.
Δεν τους αφιερώνω,
στους νέους των greeklish και του φρέντο,
μα σε όλους αυτούς,
που στην μιζέρια της εποχής,
μπορούν και ασκούνε βέτο!
Στους νέους που τα κατάφεραν,
και πασχίζουν να τα καταφέρουν,
στους νέους που ενάντια στις τάσεις της εποχής,
μπορούν και αντέχουν να διαφέρουν!
Πριν κλείσω το ποίημα μου αυτό,
θέλω να σου δώσω μια συμβουλή,
πριν κρίνεις ξανά ένα σύγχρονο νέο,
σκέψου για πόσα πρέπει να αγωνιστεί!
Ίσως δεν του αξίζει ο θαυμασμός σου,
μα σίγουρα λίγη συμπόνια,
για όσα τώρα περνά,
και όσα θα ζήσει τα επόμενα χρόνια!
11. Aaban: το όνομα του αγγέλου
Μερικές φορές κάποιες ιστορίες αφήνουν μια γλυκιά γεύση· κάποιες άλλες είναι πικρές και στενόχωρες. Τούτη εδώ η ιστορία; Λοιπόν άκου, και ύστερα θα μου πεις.
Βασικός πρωταγωνιστής της ο μπαρμπα-Μαθιός, που ζει σε ένα μικρό, ακριτικό νησί. Η ζωή του μοιάζει αρκετά με σενάριο παλιάς ελληνικής ταινίας. Εδώ και πολλά χρόνια βιοπορίζεται από το ψάρεμα. Ο αδυσώπητος χρόνος έσκαψε τα μάγουλά του, το μέτωπό του είναι γεμάτο ρωγμές από τον ήλιο και την αλμύρα της θάλασσας, τα χέρια του είναι πάντοτε τραχιά από τα δίχτυα και τη σκληρή δουλειά. Με τα λίγα χρήματα που κατάφερε να συγκεντρώσει όλα αυτά τα χρόνια έφτιαξε με τα ίδια του τα χέρια μια καλύβα κοντά στην ακτή και στέγασε κάποτε εκεί την κυρα-Μαριώ και την αγάπη τους. Κάποτε. Γιατί τώρα η Μαριώ δε ζει πια κι εκείνος τα βράδια ανάβει ολομόναχος το τζάκι στη γωνιά τους κι απομένει εκεί, να τη θυμάται. Παιδιά; Όχι, δεν έχουν - δεν πρόλαβαν. Η αρρώστια της αποφάσισε αλλιώς και την έστειλε μια ώρα αρχύτερα κοντά στους αγγέλους.
Και κάπου εκεί είναι που ξάφνου εμφανίζεται στην ιστορία ο μικρός μπόγος, αναζητώντας τη θέση που δικαιωματικά του αξίζει στο σενάριο της ζωής. Στο λυκαυγές, ο μπαρμπα-Μαθιός κατηφορίζει γρήγορα προς την ακτή. Έχει δει το ασυνήθιστο μπογαλάκι από το παράθυρο της καλύβας, το βλέμμα του όμως είναι θολό πια και δεν πολυκαταλαβαίνει τι αντικρίζει. Όταν πλησιάζει τα μάτια του αρχίζουν να τσούζουν, να καίνε.
Γιατί τώρα έχει δει.
«Αμπάα»… φωνάζει αδύναμα ο μικρός μπόγος. «Αμπάαααα… μά-μαααα… Άυν ’αντ;»*
Ο μπαρμπα-Μαθιός αραβικά δεν ξέρει (και γιατί άλλωστε; Ποτέ δεν του είχαν χρειαστεί ως τώρα) ο πόνος όμως, ο φόβος, η απόγνωση και η ανάγκη των δικών σου αποτελούν μια γλώσσα πανανθρώπινη. Τούτος εδώ ο μικρούλης, βρεγμένος ως το κόκαλο και μαζεμένος σαν κουβαράκι μέσα στο κρύο της αυγής, ίσως να είναι πρόσφυγας, ίσως να είναι μετανάστης. Τι σημασία έχει; Είναι ένα μικρό παιδί· και αυτή τη στιγμή έχει απομείνει μόνο του στον κόσμο.
«Εγώ, Μαθιός», λέει ο μπαρμπα-Μαθιός στο παιδί, δείχνοντας τον εαυτό του.
Καταλαβαίνει το παιδί και κάνει δειλά το ίδιο. «Aaban…»
Μια καλή αρχή.
«Φτωχό αγγελούδι…» λέει ο μπαρμπα-Μαθιός, χωρίς να ξέρει πως το όνομα του παιδιού στην πραγματικότητα σημαίνει «το όνομα του αγγέλου». Τον σηκώνει, τον τυλίγει σφιχτά με τα χέρια του και τον οδηγεί στη ζεστασιά της καλύβας. «Πάμε να σου δώσω ρούχα στεγνά, να σου βάλω να φας»…
Ο μπαρμπα-Μαθιός δε θα πάει για ψάρεμα σήμερα, ίσως ούτε αύριο. Δε θα πεινάσουν δα για μια-δυο μέρες. Προς το παρόν το μόνο που θέλει είναι να δείξει στο μικρό πλάσμα πως η ζωή μπορεί να είναι και όμορφη, πέρα από ανυπόφορη και άσχημη. Πως αξίζει να τη ζεις. Κι έπειτα, θέλει να του μάθει την αγάπη. Το χαμόγελο. Τη ζεστασιά. Την ασφάλεια. Αν θα το καταφέρει; Θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο που έχει και μπορεί.
Μα αυτό είναι ένα άλλο σενάριο, μια άλλη ιστορία…
* أب … ماما … 'أين أنت' ('ab … mama…'ayn 'ant?) = μαμά… μπαμπά… πού είσαι;
12. Η καρδιά της μάνας
-Έλα Χαράλαμπε, είναι η ώρα να φας. Κάτσε να σου βάλω την πετσέτα, έτσι μπράβο.
Που λες Χαράλαμπε περιμένω πώς και πώς τον άλλο μήνα που θα έλθει το παιδί μας. Πεθύμησα να το σφίξω στην αγκαλιά μου.
Βέβαια τη βλέπουμε κάθε βράδυ στον υπολογιστή...πρόσεξες και εσύ τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της; Λες να κουράζεται; Λες να είναι άρρωστη και δεν μας το λέει;
Θα 'θελα πολύ να πάω κοντά της για λίγο Χαράλαμπε, αλλά πώς να σ' αφήσω; Με την αδελφή σου έμεινες δυο μέρες πρόπερσι που έφευγε το παιδί και δεν ήξερε πώς να σε ηρεμήσει. Αλλά θα έλθει η κόρη μας στις γιορτές και θα μείνει 20 μέρες κοντά μας.
Θυμάσαι πριν δυο χρόνια όταν έφυγε για τα ξένα πώς έκλαιγα στην αγκαλιά σου ;
Μην με κοιτάς έτσι θλιμμένα Χαράλαμπε. Δεν μπορούσα να την κρατήσω. Της είπα ότι οι συντάξεις μας, καθώς και τα νοίκια από το μαγαζάκι μας στην αγορά και από το δώμα επάνω, φτάνουν κι ας μην είναι πολλά. Δεν θα της λείψει τίποτε
Λογικά μίλησε η κόρη μας Χαράλαμπε. '' ...και δουλειά μάνα; Όσο περνάνε τα χρόνια τόσο πιο δύσκολο θα είναι να βρω δουλειά''.
Τόσα χρόνια σπουδές και πού φτάσανε τα νέα παιδιά οι αθεόφοβοι; Να ξενιτεύονται για δουλειά.
Αυτή είναι η ευκαιρία μου '' μου είπε το παιδί. Τι να κάνω; Δεν μπορούσα να της στερήσω την ευκαιρία της. Και εσύ αγκαλιά με το Αλτσχάιμερ δεν μπορούσες να βοηθήσεις. Ευτυχώς που έχουμε το σκάιπ κάθε βράδυ. Ναι ναι μην παραξενεύεσαι, έμαθα να χρησιμοποιώ αυτό το διαολομηχάνημα που σηκωμό δεν έχεις άμα κάτσεις. Μου το είπε το παιδί μας '' Αχ βρε μάνα αν ήθελες θα σε είχα μάθει υπολογιστή και θα βλεπόμασταν κάθε μέρα με την κάμερα.
Φάε λίγο ακόμη, μια κουταλιά, έλα.
Που λες Χαράλαμπε θυμάσαι το Στράτο που μένει στο δώμα μας επάνω; Αυτός μου έμαθε ό,τι ξέρω. Ανεπίδεκτη φαίνεται πώς είμαι αλλά στο τέλος έμαθα.
Καλό παιδί ο Στρατούλης αλλά τόσο φτωχό. Δουλεύει να σπουδάσει Ξέρεις τι μου 'πε; ''Κυρία Φρόσω νομίζω ότι γκαρσόνι θα δουλεύω και αφού πάρω το πτυχίο μου''!!
Να δεις που μετανάστης θα γίνει κι αυτός για να βρει δουλειά...
Το 'ξερες Χαράλαμπε ότι οι γονείς του μένουν σε μια καλύβα στο βουνό χειμώνα-καλοκαίρι; Κοντά στα ζωντανά τους ζουν, πολύ φτωχοί βρε παιδί μου.
Δεν πολυπηγαίνει να τους δει, το πρόσεξες; Μάλλον σκέφτεται τα έξοδα, θάλασσα πρέπει να διασχίσει και μετά λεωφορείο μου πε...
Τι τραβάνε και τα νέα παιδιά με την κρίση που μας έφεραν αυτοί οι τρισκατάρατοι...
Κάτσε να σου βγάλω την πετσέτα και να κάτσεις εδώ κοντά στο τζάκι λίγο Μετά θα ξαπλώσεις ναι;
Για να δούμε τι παίζει η τηλεόραση. Να έχει ελληνικό έργο. Α...το ξέρω για ξενιτεμένους μιλάει. Σενάριο είναι Χαράλαμπε μην παίρνεις λυπημένο ύφος. Αλλά να μου πεις τα σενάρια από τη ζωή είναι βγαλμένα.
Άραγε παύει ποτέ να πονάει η καρδιά της μάνας για το ξενιτεμένο της παιδί;
13. Τα βήματα του ελέφαντα
Στην παραθαλάσσια έπαυλη του Τζώρτζη Μισαηλίδη γίνονται πυρετώδεις ετοιμασίες για το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν. Η έμπειρη οικονόμος κυρία Βιλελμίνη, επιβλέπει την κουζίνα, το κελάρι, τους δερμάτινους καναπέδες και τη σκαλιστή μπερζέρα με στόφα από ατόφιο δαμάσκο. Βεβαιώθηκε πως ήταν στη σωστή της θέση, εκεί που συνηθίζει να κάθεται αποκλειστικά ο Τζώρτζης όταν έχει επισκέπτες και πέρασε το δάχτυλό της από ένα διακοσμητικό αντικείμενο, σαν μια ύστατη δειγματοληψία για τυχόν ύπαρξη σκόνης. Ή για να βεβαιωθεί πως κι αυτό ήταν στη σωστή του θέση;
Δύο πορσελάνινες απλίκες, απαλοφώτιζαν τον πίνακα του Μονέ, πιστό αντίγραφο της «Καλύβας των τελωνειακών». Ο Τζώρτζης είχε πληρώσει αδρά γι αυτόν τον καμβά, όχι από σεβασμό στο διάσημο ζωγράφο –δεν υπήρξε ποτέ φιλότεχνος- αλλά γιατί θεωρούσε πως εκφράζει την προσωπική του οικονομική εκτόξευση· απ’ την ταπεινή του προέλευση ως γιος μετανάστη απ’ την Κρώμνη και την πατρική καλύβα που φιλοξένησε τα παιδικά του χρόνια, κυριάρχησε σαν επιχειρηματίας κι έχτισε στο ίδιο απόκρημνο σημείο, μια μεγαλοπρεπή βίλα. Η απλωσιά της άγριας θάλασσας, προσφερόταν για ηρεμία... έως και για χωνευτήρι ανεπιθύμητων παρουσιών...
Στην πιάτσα ήταν κοινό μυστικό πως το «Πρατήριο Γυναικείων Εσωρούχων» που ξεφύτρωσε πριν χρόνια στην επαρχιακή πόλη και σταδιακά εξελίχθηκε σε πολυώροφο κτίριο με φιμέ τζάμια, ήταν παράνομο «γραφείο ευρέσεως εργασίας» για ανήλικα κορίτσια από αφρικανικές χώρες. Ελάχιστοι έντιμοι ένστολοι που του δυσκόλευαν τη μπίζνα, βρέθηκαν με δυσμενή μετάθεση. Ένας μάλιστα αυτοκτόνησε με το υπηρεσιακό του όπλο, έτσι τουλάχιστον αποφάνθηκε ο ανακριτής που ερευνούσε την υπόθεση. Η αποψινή βραδιά, ήταν μια επίδειξη υπεροχής στους πιστούς συνεργάτες του, ένα ακόμα “δωράκι” για τις πολύτιμες υπηρεσίες τους.
Η οικονόμος κούνησε ικανοποιημένη το κεφάλι της. Όλα πανέτοιμα. Ένα χαρτάκι διπλώθηκε και χώθηκε στη τσέπη της. Απομακρύνθηκε, αποφεύγοντας να πατήσει στο ακριβό χαλί. Για την αποστειρωμένη κυρία Βιλελμίνη, το πιο φρικώδες σενάριο της αποψινής βραδιάς, ήταν ένας λεκές πάνω στα οκταγωνικά μοτίβα του τουρκμένικου μπουχάρα. Φανταζόταν άραγε πως σε λίγες ώρες, το μεταξένιο πέλος θα λεκιαζόταν ανεπανόρθωτα από ένα κόκκινο παχύ υγρό;
Πάει, τρελάθηκε η Βιλ. Εδώ φάγανε τον άνθρωπο κι αυτή θρηνεί το χαλί! Τι να πεις;
Οι αστυνομικοί που κατέφτασαν στη βίλα, απαίτησαν να μην απομακρυνθεί κανείς.
Μαζευτήκαμε όλοι στο μικρό αίθριο, στην άλλη άκρη του σαλονιού, για να παρακολουθήσουμε τα βεγγαλικά στον κήπο. Ήταν κανονισμένο απ’ τον συγχωρεμένο… μετά θ’ ανοίγαμε τα δώρα, πλάι στο τζάκι, εκεί που βρέθηκε…
Συνεχίστε.
...πεσμένος ανάσκελα, μ’ ένα αιχμηρό ξιφίδιο καρφωμένο στην καρδιά του…
Υποψιάζεστε κάποιον;
Κανέναν, τη στιγμή του φόνου ήμασταν όλοι στην άλλη άκρη του σαλονιού...
Το θύμα δεν ήρθε μαζί σας στο αίθριο;
Όχι. Μας έγνεψε, να πάμε στο παράθυρο, “για μια έκπληξη” μας είπε• ύστερα βούλιαξε στη μπερζέρα, απολαμβάνοντας το αγαπημένο του μπέρμπον και καπνίζοντας ένα κουβανέζικο bolivar.
Όλοι οι μάρτυρες –φανερά ενοχλημένοι απ’ την παρουσία της αστυνομίας- έδωσαν πανομοιότυπες καταθέσεις. Δεν αναφέρθηκε πως στην αντανάκλαση του τζαμιού, κάποιοι είδαν την Βιλελμίνη να καρφώνει το λεπίδι στην καρδιά του Τζώρτζη. Ο ρυπαρός αυτός κύκλος των καλεσμένων, είχε έναν κοινό κώδικα. Τη σιωπή.
Στο ξιφίδιο δεν βρέθηκε παρά ένα χαρτάκι σφηνωμένο στη λάμα. “ΝΕΜΕΣΙΣ”. Η έρευνα στη βίλα, αποκάλυψε πλούσιο υλικό που στοιχειοθετούσε κακουργηματικές πράξεις. Ο αξιωματικός ζήτησε άμεση εισαγγελική παρέμβαση για τις επιχειρήσεις του τεθνεώτος, αφήνοντας στην άκρη τις έρευνες της δολοφονίας.
[Λίγους μήνες μετά...]
Της πέρασε τις χειροπέδες με βαριά καρδιά.
Μη σκας, εγώ λευτερώθηκα πια!
Το σχεδίαζες καιρό;
Όσα και τα βήματα του ελέφαντα πάνω στο χαλί... κάθε οχτάγωνο και μια ψυχή... στο τελευταίο, έφτασε η σειρά του.
Αναπαυμένες οι ψυχούλες τους... ήταν μόνο τριάντα χρονών ο συνάδερφος...
Δεν έμαθε ποτέ το σκυλί, πως το κορίτσι που ξέφυγε πριν χρόνια απ’ το κολαστήριο του, έγινε μια καθωσπρέπει οικονόμος, έτοιμη να υπηρετήσει πιστά το υποψήφιο αφεντικό της...
14. Ο Άνθρωπος
Ο Άσαντ κοίταξε έξω από το μεγάλο παράθυρο της διάσημης κλινικής που εργάζονταν εδώ και δέκα χρόνια στην Γενεύη.
Η χαρά και η ανακούφιση που ένιωσε για άλλη μια φορά, άφησε ένα χαμόγελο να διαγραφεί στα χείλη του.
Μόλις είχε τελειώσει μια δύσκολη χειρουργική επέμβαση, στην μικρούλα Άννυ που είχε μείνει παράλυτη, μετά από ένα τροχαίο ατύχημα που σκότωσε τους γονείς της.
Κάτι τον είχε τραβήξει σ αυτό το γλυκό κοριτσάκι όταν το έφεραν στην κλινική.
Θέλεις που είχε μείνει και εκείνο χωρίς γονείς;
θέλεις που είχε την ηλικία περίπου της δικής του κόρης;
Ότι και να ήταν, ήταν σίγουρος ότι η μικρούλα θα περπατούσε και θα έτρεχε σαν τα παιδιά που έβλεπε τώρα να παίζουν απέναντι.
Το χιόνι που είχε πέσει αποβραδίς έκανε το πάρκο να μοιάζει παραμυθένιο!
Πόσα χρόνια έχουν περάσει σχεδόν αιώνας του φαινόταν, που σαν παιδί και εκείνος έπαιζε ανέμελα σε μια πλατεία με τους φίλους του.
Σαν κινηματογραφική ταινία πέρασε όλη η ζωή από μπροστά του.
Το όνειρο του να σπουδάσει γιατρός.
Η χαρά και η περηφάνια των γονιών του ήταν μεγάλη όταν ο Άσαντ (που στην γλώσσα τους σήμαινε λιοντάρι) πήρε το πτυχίο του.
Και ξαφνικά σε μια στιγμή όλα άλλαξαν.
Ένας παρανοϊκός πόλεμος του στέρησε σε έναν βομβαρδισμό τους γονείς του και έκανε και εκείνον να βρεθεί στριμωγμένος σε μια βάρκα μέσα σε μια μανιασμένη θάλασσα μαζί με πολλούς άλλους, συμπατριώτες του να προσπαθούν να ξεφύγουν από τη λαίλαπα του πολέμου, που είχε ξεσπάσει στην πατρίδα τους.
Ποιο τρομερό σενάριο άραγε να του έγραφε η μοίρα του;
Φτάνοντας στην ξηρά σε ένα ξένο τόπο μετανάστης πια και ταλαιπωρημένος έμεινε τις πρώτες μέρες σε μια καλύβα.
Εκεί ορκίστηκε να μην αφήσει το όνειρο του να χαθεί και να το αναζητήσει σε όποια καινούργια πατρίδα θα έμενε από εδώ και πέρα!
Η τύχη ήταν με το μέρος του σκέφτηκε καθώς ακόμα στεκόταν μπροστά στο παράθυρο της ορθοπεδικής κλινικής που δούλευε εδώ και πέντε χρόνια.
Η γνωριμία με την πανέμορφη γυναίκα του την Χίλντα και η μεγάλη του επιθυμία να κάνει το όνειρο του πραγματικότητα, ήταν η αρχή και η άνοδος της επαγγελματικής του καριέρας.
Είχε θέσει εαυτόν στο καθήκον να μπορεί να ανακουφίζει τον ανθρώπινο πόνο.
Ο καρπός του έρωτά τους, η μικρή τους κόρη, ήρθε να συμπληρώσει την ευτυχία τους.
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.
Πως πέρασε η ώρα, ούτε που το κατάλαβε.
Τάχυνε το βήμα του να βρεθεί όσο γίνεται γρηγορότερα στο σπίτι του που τον περίμενε η Χίλντα του μαζί με την κορούλα τους μπροστά στο αναμμένο τζάκι.
Ευχαρίστησε με όλη του την καρδιά τον Θεό του!
Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 15 - 23 πατήστε εδώ!
Για τις συμμετοχές 1 - 6, αλλά και για να βαθμολογήσετε πατήστε εδώ!