Κεφάλαιο 7
Απρόσμενες επισκέψεις
Η Βέρα ξύπνησε με τη διάθεσή της να συναγωνίζεται τη μέρα που είχε ξημερώσει.
Ομιχλώδης, θολή και ταραγμένη σαν το τοπίο που πνίγονταν θαρρείς στο κλάμα κι ήταν σα να θρηνούσε κάτι άπιαστο.
Πόσο θα ήθελε κι εκείνη να κλάψει. Να μείνει στο κρεβάτι και να βουλιάξει στον πόνο της. Να πνιγεί από τα αναφιλητά της, να παρασυρθεί...τινάχτηκε αλαφιασμένη κι ανατρίχιασε σύγκορμη..
Τι παράξενο να σκέφτεται αυτές ακριβώς τις λέξεις όταν η προηγούμενη κυρία του σπιτιού είχε χαθεί με τον τρόπο που χάθηκε...
Κούνησε το κεφάλι της να διώξει τις μακάβριες σκέψεις και σκέφτηκε πόσο την ενόχλησε, που ο άντρας της φυγάδευσε με τέτοιο τρόπο, και τόσο γρήγορα τον γιο της.
Ναι, τον γιο της. Μόνο έτσι τον σκέφτονταν η Βέρα. Άλλωστε εκείνος είχε την κόρη του.
Χθες βράδυ, ήταν η πρώτη φορά από τότε που γεννήθηκε, που η Βέρα δεν έβαλε το παιδί της για ύπνο κι ένιωθε ξαφνικά σα να είχε χάσει όλες της τις σταθερές.
Κι όμως ακόμα και χωρίς αυτές, προσπάθησε να λειτουργήσει όπως συνήθως, και όταν δεν άντεξε άλλο προφασίστηκε πονοκέφαλο κι ανέβηκε πάλι στο δωμάτιό της.
Όχι πως είχε και πολλά να κάνει εκεί κάτω.
Η Μις Σάλι είχε αναλάβει τα πάντα από πριν ακόμα έρθει εκείνη εδώ, και ποτέ δεν της άφησε ένα μικρό περιθώριο, μια χαραμάδα έστω, για να καταφέρει να εισχωρήσει κι εκείνη στην καθημερινότητα του σπιτιού.
Σκέφτηκε όλες τις προσπάθειες που έκανε όταν πρωτοήρθε, να ζωντανέψει λίγο το σπίτι, να τραβήξει τις σκιές που το σκέπαζαν, να το κάνει να μοιάζει με σπιτικό.
Όλες είχαν πέσει στο κενό και το σπίτι ακόμα πενθούσε αυτό που ποτέ δε θα γίνονταν.
Ακόμα δεν μπορούσε να πει αν το σπίτι ήταν καταραμένο, ή οι άνθρωποί του.
Κι εκείνη; Εκείνη τι ήταν; Ποια ήταν;
Η διάθεσή της για ζωή παρερμηνεύτηκε γρήγορα ως ματαιοδοξία και ο φόβος που την κατέκλυζε σιγά σιγά, την έσφιγγε όλο και περισσότερο σαν μια αόρατη μέγγενη, κάνοντάς την διαρκώς να παίρνει λάθος αποφάσεις.
Δεν έπρεπε να πει στον άντρα της πως είχε δει τον Τσαρλς να μιλάει στην Άλις. Φοβήθηκε όμως, πως η προγονή της θα του μετέδιδε αυτό που την βασάνιζε και την έκανε να φωνάζει τις νύχτες.
"Εκείνος όμως, τι στην ευχή φοβήθηκε και βιάστηκε να απομακρύνει το παιδί μου;". Η σκέψη ήρθε απροειδοποίητα και η Βέρα ανατρίχιασε πάλι, χωρίς προφανή λόγο.
Τι ανόητη που ήταν στα αλήθεια. Τόσα χρόνια τα μυστήρια την κύκλωναν, χωρίς εκείνη να μπορεί να ξεδιαλύνει ούτε ένα. Ήταν πεπεισμένη, πως ακόμα κι ο Τσαρλς είχε καταλάβει περισσότερα από εκείνη.
Διαισθανόταν το λόγο που η Άλις την έβλεπε σαν εχθρό. Αυτό που δεν μπορούσε να κατανοήσει ήταν γατί η ίδια τη φοβόταν τόσο πολύ, ενώ θα έπρεπε μόνο να τη λυπάται.
Η Βέρα καταλάβαινε πια πως μόνο ένα μπορούσε να κάνει.
Αποφασισμένη για όλα και προετοιμασμένη καθώς νόμιζε ακόμα και για το χειρότερο, βγήκε από το δωμάτιο.
Τα βήματα πλησίαζαν.
Η Άλις έφερε το χέρι στο λαιμό τρομαγμένη.
Κοίταξε με αγωνία γύρω της, αλλά μια προσπάθεια να κρυφτεί θα ήταν μάταιη.
Έκανε το αμέσως καλύτερο. Σκέπασε βιαστικά τους πίνακες που είχε ανακαλύψει κι ευχήθηκε αυτός που θα έμπαινε να μην πρόσεχε την καινούρια θέση τους.
Τα βήματα σταμάτησαν έξω από την πόρτα. Όχι...σταμάτησαν πιο κάτω. Ένα τρίξιμο την έκανε να τιναχτεί, μα η πόρτα παρέμεινε κλειστή.
Το τρίξιμο ακούστηκε μία φορά ακόμα και μετά ησυχία.
Δεν ήξερε τι να υποθέσει, αλλά δεν είχε σκοπό να χάσει το χρόνο της με υποθέσεις. Τακτοποίησε τους παράξενους πίνακες στην αρχική τους θέση, πήρε μια δυο βαθιές ανάσες για να ανακτήσει όσο μπορούσε την αυτοκυριαρχία της κι άνοιξε την πόρτα με την καρδιά της να χτυπάει ακανόνιστα.
Έπιασε την κοιλιά της σα να ήθελε να προστατέψει το έμβρυο που μεγάλωνε μέσα της και κατέβηκε τη σκάλα προς το δωμάτιό της, με κλονισμένα ακόμα από την αγωνία βήματα.
"Αλήθεια Άλις τι πραγματικά σε τρόμαξε τόσο πολύ;" , ρώτησε τον εαυτό της, μα μέχρι να επεξεργαστεί την απάντηση έφτασε στην προέκταση που κάποτε οδηγούσε στο δώμα.
Στο τελευταίο σκαλί κάτι τράβηξε την προσοχή της. Σίγουρα δεν ήταν εκεί νωρίτερα.
Κοίταξε προς το δώμα και τα αγαλματίδια της αντιγύρισαν αδιάφορα, παγωμένα βλέμματα.
"Πόσο παράταιρα μοιάζουν αυτά τα πορσελάνινα διακοσμητικά ανάμεσά τους, σα να μπήκαν κατά λάθος", συλλογίστηκε χωρίς νόημα, όταν ένας ήχος σαν βήξιμο την έκανε να μαζέψει το φουστάνι της όπως όπως, και να βιαστεί.
Μια σκέψη την έκανε να κοντοσταθεί, να γυρίσει πίσω και να πάρει το αντικείμενο που της τράβηξε την προσοχή.
Μπήκε στο δωμάτιό της, έκλεισε την πόρτα κι ακούμπησε πάνω της.
Κρατούσε σφιχτά και με τα δυο της χέρια το χαρτί που μάζεψε πριν λίγο και προσπαθούσε να ανακτήσει την ψυχραιμία της, όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα.
Άρπαξε βιαστικά ένα βιβλίο, έκρυψε μέσα το χαρτί, κάθισε στην πιο κοντινή πολυθρόνα και όσο μπορούσε πιο φυσιολογικά απάντησε.
Η πόρτα άνοιξε και η Βέρα κρατώντας ένα δίσκο, μπήκε στο δωμάτιό της, σαν να ήταν κάτι που το έκανε κάθε μέρα.
Η Άλις την κοίταξε παραξενεμένη. Η Βέρα φαίνονταν άυπνη αν μπορούσε να κρίνει από την κούραση που φώλιαζε στα μάτια της. Όπως την παρατηρούσε διέκρινε κάτι ακόμα στο βλέμμα της που την έκανε να σφιχτεί.
Η Βέρα ακούμπησε το δίσκο στο χαμηλό τραπεζάκι, κάθισε στην άλλη πολυθρόνα, πήρε το τσαγιερό κι άρχισε να σερβίρει το τσάι στα λεπτεπίλεπτα φλιτζάνια χωρίς να πει κουβέντα.
Η Άλις ψαχούλεψε την άκρη του χαρτιού που προεξείχε από το βιβλίο κι ένιωσε τα δάχτυλά της να μυρμηγκιάζουν.
Κοίταξε τη Βέρα με απορία, άνοιξε το στόμα να μιλήσει, μα άλλαξε γνώμη και πειθήνια άπλωσε το χέρι, που πριν λίγο ψαχούλευε το χαρτί, για να πάρει το φλιτζάνι που εκείνη της έτεινε.
Ο ψηλός άντρας μπήκε στο γραφείο του Χέρμπερτ έβγαλε το καπέλο του και τον χαιρέτισε με μάλλον υπεροπτικό τρόπο.
Στηρίχτηκε στο μπαστούνι του και κοίταξε γύρω του αδιάκριτα.
Ο Χέρμπερτ τον κοίταξε, πασχίζοντας να μην προδώσει η έκφρασή του την περιέργεια, αλλά και το θυμό που είχε αρχίσει να φουντώνει μέσα του για την παράξενη αυτή επίσκεψη, αλλά και την ακατανόητη συμπεριφορά.
Κούνησε το κεφάλι του σε χαιρετισμό κι έδειξε στον επισκέπτη την καρέκλα μπροστά στο γραφείο.
Εκείνος παρέμεινε όρθιος.
Μια ερώτηση ήρθε αναπάντεχη να θρυμματίσει την αμήχανη σιωπή που ακολούθησε, ταράζοντας την ψεύτικη ηρεμία, σαν την πέτρα που ρίχνει ένα χέρι στη λίμνη για να σπάσει τη γαλήνη των νερών της, να δημιουργήσει δίνη που ανοίγει συνεχώς τους κύκλους της προς τα έξω, ώσπου να ανασαλευτεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επιφάνεια.
"Κύριε, πόσο βέβαιος είστε αλήθεια, ότι είναι καλή ιδέα να νυμφευτείτε την προγονή της αδερφής σας, την κόρη αυτού του αχρείου που διάλεξε η αδερφή σας για άντρα;"
Ο Χέρμπερτ ένιωσε τη δίνη που απλώνονταν γύρω του να τον ρουφάει.
Το Κόκκινο Νυφικό, είναι ένα συλλογικό διήγημα που γράφεται από 12 bloggers.
Τις συνέχειες που προηγήθηκαν μπορείτε να τις διαβάσετε εδώ:
Συμμετέχουν οι:
Η σκυτάλη περνάει από τα χέρια μου στα χέρια του Γιάννη και του εύχομαι καλή συνέχεια!