6. Η ιστορία της Καιτούλας
Που λέτε, από μικρή η Καιτούλα ήταν «της τεχνολογίας». Την πρώτη της φωτογραφική μηχανή την απέκτησε όταν οι φίλες της ακόμη έπαιζαν με τις κούκλες τους… το ίδιο και τον πρώτο της επιτραπέζιο υπολογιστή: ένα θορυβώδες τέρας με MS-DOS και μια τεράστια οθόνη.
Κι ύστερα η Καιτούλα μεγάλωσε, η MS-DOS εξελίχθηκε (πολύ), οι φωτογραφικές μηχανές επίσης, εμφανίστηκαν τα κινητά τηλέφωνα, το ίντερνετ, το τσατ, το facebook… Πολλά τα νέα δεδομένα, ε, δεν ήθελε και πολύ το κορίτσι για να κολλήσει!
Πού την έχανες πού την έβρισκες, η Καιτούλα ξημεροβραδιαζότανε στο facebook. Χιλιάδες οι φίλοι εκεί, χιλιάδες και οι φωτογραφίες που ανέβαζε η Καιτούλα. Ε, να μην τη δουν; Να μην την καμαρώσουν; Και οι σέλφι έδιναν κι έπαιρναν.
Σέλφι με το κίτρινο μαγιό, σέλφι και με το ροζ, σέλφι με τη μίνι φουστίτσα, σέλφι με το νεοαποκτηθέν μωβ λιπ-γκλος και με τις ασορτί μωβ μπότες στη βροχή, σέλφι με το καινούριο χρώμα στα μαλλιά (μία σέλφι στη σκιά, και μία στον ήλιο – για να έχουν οι φίλοι της μια σφαιρική οπτική του νέου χρώματος). Σουφρωμένα χειλάκια, ζαρωμένες μυτούλες και γκριμάτσες ένα σωρό. Δική της η σκηνή, δικά της τα φώτα, δική της κι η αυλαία.
«Αμάν πια μ’ αυτή τη φιλαυτία σου!» έλεγε η μαμά Παναγιώτα.
«Μανούλα μου! Τι γλυκιά που γίνεσαι όταν γκρινιάζεις! Σέλφι;» κακάριζε η Καιτούλα και τέντωνε το νεανικό χεράκι της μπροστά τους, με το κινητό έτοιμο, ρυθμισμένο στην κάμερα.
Πρέπει να ήταν κάπου κοντά στην εννιακοσιοστή τριακοστή τέταρτη σέλφι που ανέβασε η Καιτούλα στοfacebook, όταν έγινε φίλη με τον Χουάν κι άρχισαν να γνωρίζονται στο τσατ. Ο Χουάν δεν ήταν απλός Χουάν, ήταν ένας Don Juan, αλλά εννοείται ότι δεν το είπε αυτό στην Καιτούλα όσο μιλούσανε στο τσατ. Αυτό που της είπε ήταν ότι είχε δικό του κομμωτήριο στη Βαρκελώνη. Εκείνη εντυπωσιάστηκε αρχικά από τη μελαχρινή ομορφιά του (και έπειτα από το κομμωτήριο στη Βαρκελώνη), τα φτιάξανε διαδικτυακά και μετά από εκατοντάδες μηνύματα και δηλώσεις αγάπης, ο Χουάν έκανε την πρόσκληση: «Γιατί δεν έρχεσαι εδώ να ζήσουμε μαζί, Καιτούλα; Να δουλέψεις και στο κομμωτήριό μου;»
Σε χρόνο dt, η Καιτούλα έφτιαξε βαλίτσες (πολλές βαλίτσες) και βρέθηκε να αποχαιρετά τους γονείς της στο αεροδρόμιο, ανεμίζοντας το εισιτήριο για τη Βαρκελώνη (βγάζοντας και τις ανάλογες σέλφι - να μην ξεχνιόμαστε). Κι έτσι άλλαξε χώρα διαμονής η Καιτούλα…
Και τώρα; Τώρα, ο μπαμπάς Μένανδρος είναι όλο «ωφ» και «ουφ». Ακούει το όνομα Ζούκερμπεργκ (ή Ζάκερμπεργκ, το ίδιο είναι) και βγάζει σπυριά… και θέλει να πάει στην Ισπανία, να βρει αυτόν τον Χουάν (ή Ζουάν, το ίδιο είναι) και να του πάρει το μελαχρινό του σκαλπ.
Η μαμά Παναγιώτα θέλει κι αυτή να πάει στην Ισπανία. Ονειρεύεται τη στιγμή που θα λιάσει το κορμί της στην όμορφη, αμμώδη παραλία Barceloneta.
Όσο για την Καιτούλα; Μια χαρά τα περνάει. Αν θέλετε περισσότερες λεπτομέρειες όμως, στείλτε της αίτημα φιλίας στο facebook. Έχει ήδη ανεβάσει πολλές καινούριες σέλφι.
7. Η χορεύτρια!!!
΄΄Η φιλαυτία μεγεθύνει η σμικρύνει στα μάτια μας τις καλές ιδιότητες των φίλων μας ανάλογα με την ικανοποίηση που μας προσφέρουν . Κρίνουμε την αξία τους από το πως τα πάνε μαζί μας΄΄-Λα Ροσφουκώ-
Πάνω στο μαυροπίνακα το θέμα της σημερινής έκθεσης !! Ο νεαρός ξαφνιάστηκε με τη λέξη φιλαυτία .Την άκουσε από τον παππού και αφορούσε μια γυναίκα!!!
-Μια λέξη ταιριάζει σε κείνη αγόρι μου είπε λυπημένος ο παππούς ΄φιλαυτία και κατάλαβε ο Νικόλας ότι δεν εννοούσε τίποτα καλό !!
Άρχισε να αναπνέει γρήγορα , οι απρόσκλητες μνήμες κατέκλυσαν το μυαλό του.
Εκείνη επιβλητική , όμορφη σαν αρχαία θεά , με τα ξέπλεκα καστανόξανθα μαλλιά της, ξωτική νεράιδα περπατά ξυπόλυτη , λικνίζεται , στροβιλίζεται με μισόκλειστα μάτια και το μικρό αγόρι απαρατήρητο δεν χορταίνει να την κοιτά !!Οι κινήσεις ανταγωνίζονται το δυνατό άνεμο και την καταρρακτώδη βροχή με ένταση και ασίγαστο πάθος!!
Με την άκρη των δαχτύλων του χαϊδεύει τις πτυχές του φορέματος , τις άκρες των μαλλιών της , θέλει να τον πάρει στην αγκαλιά της , να τον γεμίσει φιλιά , να αφήσει τους μισητούς καθρέφτες ολόγυρα στους τοίχους.
Εκείνη η ξυπόλυτη χορεύτρια χόρευε στις μεγαλύτερες σκηνές της Ευρώπης και της Αμερικής με αρχαιοελληνικές χορογραφίες , αφοσιωμένη στην τέχνη και στο είδωλό της !!
Ο μπαμπάς αόρατος, σκιά του εαυτού του σφίγγει στην αγκαλιά του το μικρό αγόρι .,
Ζωή, τέχνη, έρωτας όλα γύρω από εκείνη, έρωτας για την τέχνη αφού σε όλη της τη ζωή η τέχνη ήταν ο έρωτας !!
Στο δελτίο ειδήσεων των 8 ο παππούς με μια υπόκωφη κραυγή σωριάστηκε στο πάτωμα και το μικρό αγόρι διάβαζε συλλαβιστά τα μπλε γράμματα στην οθόνη !.
΄΄Νεκρή σε τροχαίο η μεγάλη μας χορεύτρια Ναταλία Κ. λίγες ώρες πριν την πρεμιέρα της΄΄
Το αγόρι κράτησε στο χέρι του την πρόσκληση σε βαθύ κόκκινο χρώμα με χρυσά ανάγλυφα γράμματα κάθισε δίπλα στον παππού , δεν είχε τίποτα να περιμένει, η αυλαία έπεσε πριν από τη μεγάλη παράσταση, πριν από μια αγκαλιά , το γλυκό φιλί της μάνας !!
Στο τετράδιό του έγραψε:
Δεν φοβάμαι τη βροχή , ούτε τις σκιές , ούτε το σκοτάδι , σε περιμένω χωρίς πρόσκληση να ανοίξεις την αυλαία των ονείρων μου στην αγκαλιά σου να χωθώ μια στιγμή μόνο να θυμάμαι το άρωμά σου και η φιλαυτία σου να κάνει συντροφιά στον ξέφρενο χορό των αγγέλων !!!
Η Ειρήνη άνοιξε την αυλαία , απλόχερα έφερε μαζί της ζεστασιά , τρυφερές αγκαλιές ,πολλή αγάπη !!Τα μάτια μας χαμογελούν , με νέο χρώμα το ροζ της αθωότητας της μικρής μας Ευτυχίας !!!
Ζεστά ολόφρεσκα φιλιά , δυνατά αγκαλιάσματα επουλώνουν τις ραγισμένες μας ψυχές !!
8. Τα μανουσάκια της κυρά-Πολυξένης
Θυμιώ να με λέτε. Ευθυμία το βαφτιστικό μου, στη μνήμη του μοναχογιού της νουνάς, που τον εκτελέσανε δεκαεφτά χρονώ παλληκάρι οι τσολιάδες στον εμφύλιο. Η σχωρεμένη η νουνά το’βαλε όρο στη μάνα:
«Άμα δε σ’αρέσει τ’ όνομα κουμπάρα, άμε βρες άλλον να στο βαφτίσει!»
Η κυρά-Πολυξένη ήταν η πρακτική γιάτρισσα που με ξεγέννησε, η μοναδική συγχωριανή που γιατροπόρεψε τη μάνα στη δύσκολη γέννα της. Παλιά πρόσφυγας απ’ την Τασκένδη, την κορόιδευαν τα παιδιά στις αλάνες, γιατί είχε λέει γυάλινο το ζερβό της μάτι και το μισό της καύκαλο ήταν από λαμαρίνα, θυμητάρι από τραύμα στις μάχες του αντάρτικου, στα κορφοβούνια της Παρνασσίδας. Κι ως βγήκα καχεκτική σαν τα χαμόδεντρα στις πεζούλες της πλαγιάς, με λυπήθηκε και το’ταξε πως θα με βαφτίσει αν ζούσα. Σπάνια μίλαγε, μα τη θυμάμαι να μαζεύει μανουσάκια απ’ τις βραγιές και να τα φέρνει σπίτι μας με λίγα αυγουλάκια απ’ τις κοσάρες της, να φάω να δυναμώσω που ήμουνα λειψή απ’ την αδενοπάθεια. Ξέφυγε ο νους, συμπαθάτε με…
Στην πρόσκληση της μάνας στα βαφτίσια, μονάχα τρεις νοματαίοι ήρθαν. Η Βαρδαμήλαινα με το σακάτικο ισχίο σερνάμενη απ’τον καλότροπο άντρα της τον κυρ-Χρόνη κι η κυρά-Βενετσιάνα του φούρναρη. Άλλος συγχωριανός δεν πάτησε στην εκκλησιά, κι ας σταυροκοπιόντουσαν γονυπετώς στους εσπερινούς, αφού πρότερα βριζόντουσαν στα κεφαλόσκαλα. Ως κι ο κυρ-Θόδωρος ο μπακάλης, που η μάνα τον ανάστησε με ενέσεις πενικιλίνης σαν θανατοπάλευε με τις πνευμονίες και που της είχε μεγάλη υποχρέωση καταπώς έλεγε, μήτε κι αυτός ήρθε. Πολύ την έγδαρε αυτό τη μάνα. Συμπαθάτε με, συγκινήθηκα…
Θυμιώ λοιπόν. Της Ματούλας Καραμπίνη. Αγνώστου πατρός στα χαρτιά. «Βαριά σκιά θα πλακώνει το κορίτσι μας!», μοιρολογούσε η γιαγιά. Βροχή τα δάκρυα στης μάνας την τριμμένη ποδιά. Κύρτωνε η ράχη της στο μαρμάρινο νεροχύτη. Παρευθύς τεντωνόταν σαν ελατήριο, έσιαζε τις φουρκέτες της και καμωνόταν πως ψαχούλευε το ραφάκι με τα μπακίρια και τα κατσαρολικά. «Μη τα λες αυτά μπροστά στο παιδί!» τη μάλωνε χαμηλόφωνα, μα εγώ τις άκουγα κάθε σύθαμπο στην αυλή πάνω στα ασβεστωμένα πλιθιά, να κλαίνε φαρμακωμένες κάτω απ’ τη γέρικη μουριά κι ύστερα να προσεύχονται στους ξύλινους αγίους στο εικονοστάσι.
Ο πάτερ-Τιμόθεος μας διάβαζε τα συναξάρια του Νικόδημου, για τη φιλαυτία και τ’ ανθρώπινα πάθη, μεγάλη βδομάδα κι ετοιμαζόμασταν να γιορτάσουμε την Πασχαλιά. Όρμησε αλαφιασμένη στο ναό η κυρά-Πολυξένη, «Τρέχα πουλάκι μου σπίτι…η μάνα σου…». Μήτε που θυμάμαι πώς έφτασα στην αυλόπορτα, τραβηγμένο ήταν το σιδερένιο μάνταλο. Κατάχαμα στην κουρελού τη βρήκα, με τα μυγδαλωτά της μάτια ορθάνοιχτα, σαν την Παναγιά στο εικονοστάσι μας, ένα ξέπνοο κουφάρι μ’ όλη τη θλίψη του κόσμου μαζεμένη στο πρόσωπό της…η μανούλα μου στο σταυρό του μαρτυρίου, αυτόν που στολίζαμε με πανσεδάκια πρωτύτερα στην εκκλησιά.
Αυτό γιατρέ μου με χαράκωσε...Τρεις-τέσσερις άνθρωποι να κουβαλάμε βουβοί το φορτίο της στο αγιάζι, ως τα ριζά του κοιμητηρίου. Οι συγχωριανοί γλεντούσαν την ανάσταση του Χριστού, κι ήταν μόνο η κυρά-Πολυξένη που απόθεσε λίγα μανουσάκια πριν την καταπιεί το χώμα. Κι όταν έπεσε η αυλαία κι ο πάτερ-Τιμόθεος έφυγε βιαστικός για το χωριό, φύτρωσαν τα μανουσάκια πάνω στο νωπό χώμα, δεύτερη ανάσταση μου φάνηκε, μύρισα ανοιξιάτικες ευωδιές κι είδα τη μορφή της στον ουράνιο θόλο…στιγμιαία,μα την είδα σας λέω!..
9. Μιας ημέρας όνειρα
Ξετυλίχτηκε το κουβάρι
Δέσε το σκοινί
Έτσι που να ακουμπάει
Σε σταθερές το όνειρο
Στων βυθών σου
Τα κατηφορικά μονοπάτια
Φλισκούνι να φυτρώσει
Να πλένονται οι μνήμες
Κι ολόδροσες να βγαίνουν
Το πρωί σαν δροσοπέταλα
Κλωνάρι στο πέτο να τις περνάς
Μικρός περιβολάρης να διαβείς το σύνορο
Στην ώρα σου να είσαι ξέχωρα ενδοτικός
Πέρασε ο χρόνος
Που συμμαχούσες με τις σκιές
Τότε
Που τις πληγές σου γιάτρευες
Μέσα σε στίχους δανεικούς
Έπεφτε αργοσάλευτη η αυλαία της μέρας
Στη ψυχή σαν απουσία
Έστρεφες το βλέμμα στα παλιά
Ξεκινούσες τις αναπολήσεις
Τα πράσινα σμαράγδια που αγαπούσες σε χρόνια εφηβικά
Κάτω απ' το μαξιλάρι ακόμα τα φυλάς
Καρδιόσχημα φιλιά
Παράθυρο θαμπωμένο απ' την αχλύ του εφήμερου η εικόνα σου
Η εποχή των βροχών
Που γέμιζε τις στέρνες
Με υποσχέσεις δημητριακές
Πέρασε
Ξεράθηκε το δεντράκι των οχυρών
Εκεί που έδενε την κούνια
Η αστραπή του γέλιου
Άσε το αστέρι να σου δείξει την πορεία του βέλους
Τώρα πλαγιοκοπούν
Το σώμα σου ριπές της άμμου
Δέσε το σκοινί
Στείλε την πρόσκληση
Διπλό να γίνει
Το στεφάνι του ήλιου στο ψήλωμα
Τη φιλαυτία του να παρακάμψει
Ο αγγελιοφόρος και να φανεί
Παρασημοφορημένος
Τι πιο ακριβό απ' τη στεφάνη της κούπας
που τα χείλη σου άγγιξες
Στους ναούς των ακρωτηριών
Η τελευταία σου μάχη
Μιας ημέρας όνειρα
Που έγιναν ικεσίες...
Ο λόγος άρρητος
Στις παρυφές της αγάπης
Κι ακριβό το αντίτιμο
Που θα κομίσεις στου πάθους τη θυρίδα!
Δεν ξεχνά το αίμα ποτέ όταν σαρκώνεται την ηδονή
10. Η πρόσκληση.
- Έξω απ' το σπίτι μου, παλιοθήλυκο!!!
- Ηρέμησε, Κωνσταντίνε μου, θα πάθεις τίποτα. Η καρδιά σου.
- Έξω, να μη σε βλέπω, σίχαμα, που τόλμησες να μου φέρεις και πρόσκληση!!! Τόσα χρόνια πληρώνω τα έξοδά σου και μου το ξεπληρώνεις με μια πρόσκληση σ' αυτόν τον.τεκέ!...
- Κωνσταντίνε, .
- Φύγε από μπροστά μου, Ελένη! Μια ζωή υπερασπίζεσαι τη θυγατέρα σου!!! Υποθάλπεις τη ματαιοδοξία της, τη φιλαυτία της. Ορίστε το τέρας που δημιούργησες.. Μια θεατρίνα! Μας έφερε και πρόσκληση για να την καμαρώσουμε στο σανίδι!!!
Εσύ τα φταις όλα!... Μια ζωή μαλακιά, ανόητη. Ό,τι σου λένε το πιστεύεις, ποτέ δε είχες άποψη, ποτέ δεν είχες πειθαρχία και πυγμή! Αλλά τα ξέχασες τα χουνέρια που σου έκανε η κόρη σου, όταν ξέχασε τα λόγια της και γέλαγε όλο το σχολείο μαζί μας. Μέχρι κι ο κύριος διευθυντής γελούσε με τα χάλια μας!!! Δυο γραμμές είχε όλες κι όλες και τις ξέχασε!...
Και τώρα μου φέρνε πρόσκληση να πάω να ξαναξεφτιλιστώ!
- Κωνσταντίνε, παραλογίζεσαι. Στην Τρίτη δημοτικού συνέβη αυτό το περιστατικό. Από τότε..
- Αποτυχημένη και τότε, αποτυχημένη και τώρα!...Τίποτα δεν έχει καταφέρει στη ζωή της. Και το πτυχίο για τα μάτια του κόσμου με 8! Αν δεν ήξερα εγώ τον πρύτανη.. Και σιγά το πτυχίο, δηλαδή. Φιλοσοφική! Εδώ όλοι πάνε για master και διδακτορικά σε επιστήμες και η Ιουλία. πάει για θεατρίνα!
Έξω παλιοθήλυκο, τσούλα! ΕΞΩ ΑΠ' ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ!!!
.............................. .............................. .............................. .............................. ..................
Η Ιουλία βγήκε στο δρόμο. Ήταν νωρίς ακόμα, αλλά οι σκιές είχαν ήδη αρχίσει να μακραίνουν. Το μυαλό της ήταν άδειο. Ήταν άδεια και μουδιασμένη. Περπατούσε γρήγορα. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν να φτάσει στο μικρό θέατρο πριν πιάσει καμιά βροχή. Βιαζόταν να φτάσει, να ντυθεί το ρόλο μιας άλλης, να περιμένει για λίγο στο μισοσκόταδο και έπειτα η αυλαία να ανοίξει.
Να γεννηθεί στο φως των προβολέων και να πάρει την πρώτη της ανάσα. Επιτέλους, ο εαυτός της!
11. Κατανοητόν;
Η αίθουσα εργασίας, θαρρείς ατελείωτου μεγέθους και στο βάθος και στο ύψος. Χρώματος λαχανί, επιλογή χαρούμενη και ευχάριστη. Τα παράθυρα ψηλά, περίπου ως το σαγόνι ενός άντρα. Μια έξοδος προς το κλιμακοστάσιο, καμία έξοδος κινδύνου. Ένα τετραγωνικό μέτρο γραφείο έκαστος εργαζόμενος. Χωρίσματα μεταξύ επιφανειών εργασίας στο ίδιο χαρούμενο και ευχάριστό λαχανί χρώμα. Μισθός 490€.
Λωρίδα παραγωγής. Πίεση, φωνές, στόχοι. Πιο πέρα ένας πίνακας. Αμείλικτος. Όσο γράφεις εκεί τα ημερήσια επιτεύγματά σου, έχεις ελπίδα, υπάρχεις, έχεις πείσμα, αγάπη για την δουλειά. Αν δεν είσαι από αυτούς είσαι ανίκανος, δεν έχεις πειθώ, δεν έχεις ελπίδα.
Η πόρτα ανοίγει ξαφνικά και περίπου εκατό κεφάλια σηκώνονται ταυτόχρονα. Ο διευθυντής. Ένας κύριος γύρω στα 50. Αραιωμένα τα μαλλιά του, φερμένα από την μία πλευρά για να μην φαίνεται το γυμνό του κεφάλι. Αυτό δεν κατάλαβα ποτέ γιατί το κάνουν οι άντρες. Λες και είναι παράνομο να είσαι καραφλός. Η φιλαυτία του φώναζε από μακριά.
Meeting! Meeting! Meeting!... φωνάζουν σχεδόν υστερικά οι προϊστάμενοι. Μαζευόμαστε όλοι σε μια γωνιά. Άλλοι χαχανίζουν λίγο, άλλοι φοβούνται, άλλοι αδιαφορούν. Μια κατάσταση σουρεαλισμού απόλυτα δεμένη με την δυνατή βροχή που έπεφτε έξω. Στέκομαι μπροστά και τον κοιτάζω στα μάτια.
΄΄Φίλτατοι συνάδελφοι καλησπέρα σας. Δυο λόγια θα σας πω. Ο Όμιλος θέλει να σας ευχαριστήσει για τα έξι βραβεία στο Business Awards 2015. Αυτά τα βραβεία ανήκουν σε σας΄΄
Το πλήθος χειροκροτεί χαρούμενο. Συνεχίζω να τον κοιτώ στα μάτια, χωρίς να χειροκροτώ.
΄΄Δεν χαλαρώνουμε όμως. Ο Όμιλος ζητά από όλους σας περισσότερη προσοχή, περισσότερη αφοσίωση στην δουλειά σας, περισσότερα έσοδα. Οι στόχοι είναι μεγάλοι και μόνο με προσπάθεια και πάθος θα τα καταφέρουμε. Κατανοητόν;΄΄
Συνεχίζω να τον κοιτώ σχεδόν ανέκφραστα, λες και μου ακύρωνε ότι μορφασμό θα μπορούσα να κάνω..
΄΄Για τον μήνα Μάρτιο τα αναμενόμενα κέρδη δύσκολα θα επιτευχθούν αν συνεχίσετε με αυτούς τους ρυθμούς. Ο Όμιλος αναγνωρίζει τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που επικρατούν, αλλά δεν μπορεί να μειώσει τους στόχους. Οπότε θα πρέπει να βρεθούν τρόποι να επιτευχθούν. Όσοι τους βρουν ο Όμιλος θα αναγνωρίσει την προσφορά τους. Κατανοητόν;΄΄
Η έκφρασή μου σχεδόν παγωμένη.
΄΄Σήμερα έχουμε 21 Μαρτίου. Έχετε σχεδόν δέκα μέρες για να καλύψετε την διαφορά. Πάμε γερά. Κατανοητόν; Σας ευχαριστώ όλους. Πίσω στην παραγωγή΄΄
Η αυλαία της παράστασης πέφτει. Πίσω λοιπόν ο καθείς στο τετραγωνικό του. Γέλια, ειρωνείες, φόβος, απόγνωση. Μερικά δευτερόλεπτα ακόμα πριν ξεκινήσει η παράνοια.
΄΄Τι λες για όλα αυτά;΄΄ με ρωτά η διπλανή μου.
΄΄Φοβάσαι ότι αν δεν πιάσουμε το στόχο θα απολυθούμε;΄΄ με ρωτά.
΄΄21 Μαρτίου σήμερα ε;΄΄ την ρωτώ.
΄΄Ναι, έχουμε δέκα μέρες περιθώριο΄΄ μου απαντά σχεδόν τρέμοντας.
΄΄Παγκόσμια μέρας ποίησης σήμερα. Έχω μια διπλή πρόσκληση για μια ποιητική βραδιά. Θες να πάμε;΄΄
΄΄Μα πως έχεις όρεξη για όλα αυτά; Δεν φοβάσαι;΄΄ με ρωτά με μια απορία που σαν σκιά έκανε κατοχή στο πρόσωπό της.
΄΄Γιατί να φοβηθώ; Τι θα πετύχω με αυτό; Το σύστημα είναι δύσκολο να το νικήσεις. Όσο μπορείς τουλάχιστον, να μην επηρεάζεσαι από αυτό. Αν φοβηθώ θα έχουν κερδίσει. Κατανοητόν;΄΄
12. Μαύρα ρόδα
Μ' ένα βιβλίο στο χέρι ταξίδευε πάντα. Ήταν συντροφιά, ψυχαγωγία, ανάγκη να χάνεται μέσα στις εικόνες, που έφτιαχναν οι λέξεις σελίδα - σελίδα. Σαν πρόσκληση, να ζήσει ζωές που δεν έζησε!
Ξαφνικά, ο χώρος γεμίζει πρόσωπα! Άγνωστα πρόσωπα, που όμως ήταν οικεία. Δεν του προκαλούσαν φόβο, αλλά πόνο! Πρόσωπα λυπημένα, φοβισμένα, δακρυσμένα. Όλα με ένα "γιατί" ζωγραφισμένο στο βλέμμα. Στα χέρια τους κρατούσαν ρόδα, μαύρα, ματωμένα.
Σάστισε!... Πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε τόσους ανθρώπους με τέτοια έκφραση, μαζεμένους γύρω του. Τους κοίταζε με απορία κι όταν προσπάθησε να τους μιλήσει, τα λόγια χάνονταν πριν βγουν από τα χείλη του. Σκόρπιες οι λέξεις περιδιάβαιναν το νου και διαλύονταν στον αέρα χωρίς νόημα, χωρίς ειρμό...
Έκανε να απλώσει το χέρι, να τους αγγίξει, να τους ψηλαφίσει, μα τότε τα πρόσωπα γίνονταν σκιές! Σκιές που ολοένα πύκνωναν λες και προσπαθούσαν να κρύψουν το φως. Μια τεράστια μαύρη αυλαία, που έκρυβε πίσω της τόση θλίψη, τόση απόγνωση, τόσο πόνο.
Το τρίτο κουδούνι, ακούστηκε εκκωφαντικά!
"Κυρίες και κύριοι, καθίστε στις θέσεις σας" ακούστηκε μια φωνή προστακτική κι επιβλητική. Ήταν τόσο καθηλωτικός ο τόνος της, που δεν άφηνε περιθώρια για καμιά άλλη κίνηση, πέρα από την υπακοή.
Κάθισε… Μέσα στο σκοτάδι, ακουγόταν θρήνος, σιγανός, υπόκωφος...
"Πού βρίσκομαι" αναρωτήθηκε και η απάντηση ήρθε στ' αφτιά του πιο γρήγορα κι από τη σκέψη... "Τώρα που άφησες τη φιλαυτία στην άκρη, άνοιξε τα μάτια στην αλήθεια".
Τρεμόπαιξε τα βλέφαρα και τα άνοιξε όσο πιο πολύ μπορούσε, μα η αυλαία ακόμα εκεί μαύρη, βαριά, ακίνητη. Σταγόνες βροχής ένιωσε την ίδια στιγμή στο πρόσωπό του. Σταγόνες που ολοένα πύκνωναν, διαλύοντας όλο το σκοτεινό σκηνικό, που είχε μπροστά του. Η αυλαία, λίγο - λίγο έλιωνε από το νερό που έπεφτε πάνω της και αποκάλυπτε σιγά – σιγά την εικόνα. Μάνες με μωρά στην αγκαλιά, έμεναν εκεί, ακίνητες, βουβές. Ούτε χαμογελούσαν, ούτε έκλαιγαν. Μόνο περίμεναν υπομονετικά...
Ένα ρίγος στην πλάτη τον έκανε να τιναχτεί. Δίπλα του το παραθυρόφυλλο χτυπούσε μανιασμένα. Η ματιά του έπεσε στην οθόνη της τηλεόρασης που περιέγραφε ένα ακόμα επεισόδιο στο ατέλειωτο δράμα των προσφύγων. Δίπλα της στο βάζο, τα κόκκινα ρόδα μαραμένα πια, έμοιαζαν μαύρα.
Αυτή τη φορά, δε γύρισε αλλού το πρόσωπό του, δε χάθηκε ξανά στο δικό του μικρόκοσμο.
Τώρα κατανοούσε αυτά, που πριν λίγο ο Μορφέας, του έδειξε...
Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 13 - 19 πατήστε εδώ!
Για τις συμμετοχές 1 - 5, αλλά και για να βαθμολογήσετε, πατήστε εδώ!