Ο ορίζοντας απλώνονταν μπροστά μου προκαλώντας με.
Έτσι όπως βάφονταν στα χρυσαφένια χρώματα του δειλινού έκανε την ψυχή να ονειρεύεται ταξίδια, μα το μυαλό στήλωνε τα πόδια του και δε δέχονταν να ξεμακρύνει ούτε σπιθαμή. Ήταν σαν να το έβλεπα να κρατάει έναν μακρύ κατάλογο, να κατεβάζει τα γυαλιά στη μύτη του, να φέρνει το χαρτί μπροστά του και να απαριθμεί με στόμφο ένα - ένα όλα εκείνα που έπρεπε να ξεκαθαρίσουν πριν αφεθεί στην επιθυμία της ψυχής. Είχε κι αυτό τα δίκια του.
Καθώς άφηνα τη θάλασσα πίσω μου, ο ήλιος έσβηνε μέσα της. Η νύχτα απλώθηκε γύρω μου κρύβοντας τα σχήματα και τα χρώματα, έτσι όπως τα τύλιγε στη σκοτεινιά της.
Τα βήματά μου με έφερναν όλο και πιο κοντά σε όλα όσα ήθελα να αφήσω πίσω και ο πειρασμός να προσπεράσω το σπίτι και να συνεχίσω να περπατάω μέχρι το τέλος του κόσμου φούντωνε μέσα μου.
Τελικά σταμάτησα στην πόρτα που δεν ήθελα να ανοίξω απόψε. Πέρασα το κατώφλι που δεν ήθελα να περάσω και μπήκα στο σκοτεινό σπίτι.
Άναψα ένα κερί ίσα - ίσα για να βλέπω γύρω μου κι έμεινα ακίνητη να κοιτάζω τη φλόγα που τρεμόπαιζε.
Το μυαλό είχε κρύψει και χαρτιά και καταλόγους και αρνιόνταν να κάνει την παραμικρή λογική σκέψη.
Η ψυχή ήταν αυτή που ούρλιαζε φύγε!!
Δεν έφυγα. Κάθισα στον καναπέ να τον περιμένω. Να εξηγηθούμε, να αναμετρηθούμε, να σφαχτούμε με τον άνθρωπο που νόμιζα σταθμό στη ζωή μου και που τελικά αποδείχτηκε μια στάση. Μια κακή στάση!
Κόσμος πολύς μπαινόβγαινε και ποδοπατούσε τα πάντα. Τα ψέματα αιωρούνταν γύρω μου κι εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα, έτσι όπως είχα βουλιάξει στο όνειρο.
-Σιγά τη φυσιογνωμία, σκέφτηκα ξαφνικά.
Και άρχισε να ξεφτάει το όνειρο. Να αποκτάει την πραγματική του διάσταση. Το μυαλό ξύπνησε κι άρχισε να ενώνει το παζλ. Όλα έμπαιναν στη θέση τους. Τα ψέμματα, τα παράλογα νεύρα, όλα μα όλα είχαν μια καλή εξήγηση.
Άκουσα τα κλειδιά στην πόρτα και σήκωσα το βλέμμα να αντικρίσω εκείνον που δεν αγαπούσα πια. Ή μάλλον εκείνον που υποκρίνονταν πως ήταν αυτός που αγαπούσα.
Τον κοίταξα και τον ταίριαξα στις πραγματικές του διαστάσεις. Πόσο μικρός και τιποτένιος μπορεί να μοιάζει κάποιος που μέχρι πριν λίγο καιρό νόμιζες θεό όταν γκρεμοτσακίζεται από το βάθρο του.
Ούτε άξιος να κρατηθεί ψηλά δεν ήταν. Ένα σκουλήκι που δε σταμάτησε ποτέ να κάνει αυτό που η φύση του το προστάζει. Να σέρνεται και ταυτόχρονα να καμώνεται το σπουδαίο.
Να κουλουριάζεται καθώς ετοιμάζει το επόμενο ψέμα και να ξετυλίγεται για να στο προσφέρει έτσι όπως το θες, σε συσκευασία δώρου.
Και τότε έγινε το θαύμα. Μυαλό και ψυχή ενώθηκαν πάλι και έδιωξαν με περιφρόνηση το σκουλήκι που επιχειρούσε χαμογελαστό ακόμα, μια και δεν ήξερε ότι τα είχα μάθει όλα, να με μολύνει με ένα ακόμα «αγάπη μου».
Το υποκριτικό βλέμμα, έντρομο τη στιγμή της συνειδητοποίησης, έγινε γρήγορα μοχθηρό φανερώνοντας την αλήθεια του. Κατάλαβε πως όλα είχαν τελειώσει. Αναδιπλώθηκε για να περάσει στην επίθεση.
Έτσι όπως βάφονταν στα χρυσαφένια χρώματα του δειλινού έκανε την ψυχή να ονειρεύεται ταξίδια, μα το μυαλό στήλωνε τα πόδια του και δε δέχονταν να ξεμακρύνει ούτε σπιθαμή. Ήταν σαν να το έβλεπα να κρατάει έναν μακρύ κατάλογο, να κατεβάζει τα γυαλιά στη μύτη του, να φέρνει το χαρτί μπροστά του και να απαριθμεί με στόμφο ένα - ένα όλα εκείνα που έπρεπε να ξεκαθαρίσουν πριν αφεθεί στην επιθυμία της ψυχής. Είχε κι αυτό τα δίκια του.
Καθώς άφηνα τη θάλασσα πίσω μου, ο ήλιος έσβηνε μέσα της. Η νύχτα απλώθηκε γύρω μου κρύβοντας τα σχήματα και τα χρώματα, έτσι όπως τα τύλιγε στη σκοτεινιά της.
Τα βήματά μου με έφερναν όλο και πιο κοντά σε όλα όσα ήθελα να αφήσω πίσω και ο πειρασμός να προσπεράσω το σπίτι και να συνεχίσω να περπατάω μέχρι το τέλος του κόσμου φούντωνε μέσα μου.
Τελικά σταμάτησα στην πόρτα που δεν ήθελα να ανοίξω απόψε. Πέρασα το κατώφλι που δεν ήθελα να περάσω και μπήκα στο σκοτεινό σπίτι.
Άναψα ένα κερί ίσα - ίσα για να βλέπω γύρω μου κι έμεινα ακίνητη να κοιτάζω τη φλόγα που τρεμόπαιζε.
Το μυαλό είχε κρύψει και χαρτιά και καταλόγους και αρνιόνταν να κάνει την παραμικρή λογική σκέψη.
Η ψυχή ήταν αυτή που ούρλιαζε φύγε!!
Δεν έφυγα. Κάθισα στον καναπέ να τον περιμένω. Να εξηγηθούμε, να αναμετρηθούμε, να σφαχτούμε με τον άνθρωπο που νόμιζα σταθμό στη ζωή μου και που τελικά αποδείχτηκε μια στάση. Μια κακή στάση!
Κόσμος πολύς μπαινόβγαινε και ποδοπατούσε τα πάντα. Τα ψέματα αιωρούνταν γύρω μου κι εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα, έτσι όπως είχα βουλιάξει στο όνειρο.
-Σιγά τη φυσιογνωμία, σκέφτηκα ξαφνικά.
Και άρχισε να ξεφτάει το όνειρο. Να αποκτάει την πραγματική του διάσταση. Το μυαλό ξύπνησε κι άρχισε να ενώνει το παζλ. Όλα έμπαιναν στη θέση τους. Τα ψέμματα, τα παράλογα νεύρα, όλα μα όλα είχαν μια καλή εξήγηση.
Άκουσα τα κλειδιά στην πόρτα και σήκωσα το βλέμμα να αντικρίσω εκείνον που δεν αγαπούσα πια. Ή μάλλον εκείνον που υποκρίνονταν πως ήταν αυτός που αγαπούσα.
Τον κοίταξα και τον ταίριαξα στις πραγματικές του διαστάσεις. Πόσο μικρός και τιποτένιος μπορεί να μοιάζει κάποιος που μέχρι πριν λίγο καιρό νόμιζες θεό όταν γκρεμοτσακίζεται από το βάθρο του.
Ούτε άξιος να κρατηθεί ψηλά δεν ήταν. Ένα σκουλήκι που δε σταμάτησε ποτέ να κάνει αυτό που η φύση του το προστάζει. Να σέρνεται και ταυτόχρονα να καμώνεται το σπουδαίο.
Να κουλουριάζεται καθώς ετοιμάζει το επόμενο ψέμα και να ξετυλίγεται για να στο προσφέρει έτσι όπως το θες, σε συσκευασία δώρου.
Και τότε έγινε το θαύμα. Μυαλό και ψυχή ενώθηκαν πάλι και έδιωξαν με περιφρόνηση το σκουλήκι που επιχειρούσε χαμογελαστό ακόμα, μια και δεν ήξερε ότι τα είχα μάθει όλα, να με μολύνει με ένα ακόμα «αγάπη μου».
Το υποκριτικό βλέμμα, έντρομο τη στιγμή της συνειδητοποίησης, έγινε γρήγορα μοχθηρό φανερώνοντας την αλήθεια του. Κατάλαβε πως όλα είχαν τελειώσει. Αναδιπλώθηκε για να περάσει στην επίθεση.
Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο 10ο παιχνίδι "ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ"...κι αυτό είναι το βραβείο συμμετοχής μου.
Ευχαριστώ πολύ όλους όσους βαθμολογήσατε την ιστορία, αλλά και όλους όσους τη διαβάσατε!
Θέλω να ευχαριστήσω για άλλη μια φορά την αγαπημένη Φλώρα για την πολύ καλή δουλειά που κάνει!
Οι λέξεις για το 11ο παιχνίδι μας περιμένουν στο TEXNIS STORIES.