Τώρα είμαι καλά. Δε θα ξεχάσω όμως ποτέ εκείνον τον ατέλειωτο χειμώνα που πέρασα
πάνω στα βουνά ολομόναχος. Εδώ έχω και ζέστη και φαΐ. Μα πάνω από όλα έχω παρέα.
Όποιος δεν έχει ζήσει ολομόναχος, δεν ξέρει τι σημαίνει να έχεις παρέα. Συνηθίζουν οι άνθρωποι να γκρινιάζουν για τη μοναξιά, λέει, που κρύβει η συναναστροφή. Δεν έχουν ιδέα τελικά τι θα πει να είσαι βυθισμένος στη μοναξιά. Κι αυτοί που έχουν σιωπούν. Όπως σιωπούσα κι εγώ τότε, αφού γνώριζα πως θα ήταν ανώφελο οτιδήποτε κι αν πω. Σάματις θα με άκουγε και κανείς;
Στην αρχή παρηγορούσα τον εαυτό μου. Ανεβοκατέβαινα στα μονοπάτια ψάχνοντας για φαΐ, για νερό, για συντροφιά και σκεφτόμουν συνέχεια μια φράση που έλεγε ο γέρο-Λάμπρος. «Και τούτος ο ανήφορος, κατήφορο θα φέρει» είχε το συνήθειο να μουρμουράει κάθε φορά που έβλεπε τα δύσκολα. Τότε μου φαίνονταν αστεία. Μα φυσικά θα φέρει κατήφορο, προσπαθούσα να του πω, αφού αυτό ακόμα κι εγώ το καταλαβαίνω πια.
Πρώτη φορά στη ζωή μου -και τα είχα ήδη φάει τα ψωμιά μου από τότε ακόμα-, άρχισα να βλέπω πίσω από τις λέξεις. Πίσω από ανήφορους και κατήφορους. Κατανοούσα με κάθε μου κύτταρο την αγωνία, αλλά και την ελπίδα που κρύβονταν πίσω τους. Κι ευχόμουν ολόψυχα ο δικός μου κατήφορος να μην ήταν για το χαμό μου, αλλά για τη σωτηρία μου. Όσο τίποτα άλλο, ήθελα να είχε δίκιο ο γέρος μου.
Ήμουν εδώ όταν τον πήραν. «Εγκεφαλικό», απεφάνθη με σοβαρότητα ο γιατρός. «Μάλλον», συμπλήρωσε, στολίζοντας τη διάγνωση με λίγη αμφιβολία και τη σοβαρότητα με αρκετή μοχθηρία, καθώς κοιτούσε γύρω με τα μικρούτσικα μάτια του γεμάτα απέχθεια. Όταν πλησίασα να δω, με αγριοκοίταξε και λούφαξα πάλι.
Το κακό τον βρήκε ξαφνικά κι εγώ δεν ήξερα τι να κάνω. Ευτυχώς ήταν το πανηγύρι στο πάνω χωριό και είχε μαζευτεί κόσμος. Κι ο γιατρός που αμφισβητούσε τον ίδιο του τον εαυτό, για το πανηγύρι είχε έρθει. Άντε να πάρεις στα σοβαρά άνθρωπο που είναι για τα πανηγύρια. Τον κοίταξα κι εγώ βάζοντας στο βλέμμα μου όση καχυποψία ένιωθα, αλλά χαμπάρι δεν πήρε.
Έτσι γέμισε ο τόπος νοματαίους κι έτσι άδειασε το ίδιο ξαφνικά. Κι έμεινα μοναχός να περιμένω. Όταν άρχισε το κρύο κι έπιασε να χιονίζει, όλα δυσκόλεψαν. Είχα πίστη όμως ακόμα. Έλεγα δεν μπορεί, όπου να 'ναι θα φανούν. Είχα λίγο φαγητό και από υπομονή δα, φημίζομαι, αν και τότε κόντεψα να την εξαντλήσω όλη.
Το χιόνι που έπεφτε πυκνό αποβραδίς την είχε φρακάρει κι όσο κι αν έσπρωχνα δεν ξεκουνούσε ούτε πιθαμή. Έμεινα έτσι κλεισμένος, ίδιος φυλακισμένος για μέρες. Το φαγητό είχε πια τελειώσει. Η πείνα γρήγορα άρχισε να με ροκανάει για τα καλά και καταλάβαινα πως ο δικός μου κατήφορος θα ήταν αδιανόητα απότομος και αδυσώπητα αργός. Τον αποδέχτηκα κι έμεινα να περιμένω το τέρμα.
Το τελευταίο βράδυ έπεσα για ύπνο κι ευχόμουν να μην ξυπνήσω ξανά. Ξύπνησα όμως, κι ήταν αυτό το πιο γλυκό μου ξύπνημα.
-Βρε, τον καημένο τον γαϊδαράκο, άκουσα μια φωνή, σαν άνοιξε η πόρτα.
Τον ξέχασαν όλοι!
Η ιστορία αυτή ήταν η συμμετοχή μου, στο "Παίζοντας με τις λέξεις" που διοργανώνει η Φλώρα στο texnistories.blogspot
Άλλο ένα παιχνίδι έφτασε στο τέλος του και θέλω να ευχαριστήσω ολόψυχα όσους βαθμολόγησαν, ή ξεχώρισαν τη δική μου ιστορία δίνοντάς την την τρίτη θέση και φυσικά τη Φλώρα για την άψογη διοργάνωση!
Η ιστορία είναι αφιερωμένη με αγάπη στη φίλη και συνάδελφο Κ. που μου είχε πει κάποτε για έναν γαϊδαράκο που είχε ξεχαστεί σε κάποιο χωριό. Είχε αίσιο τέλος, όπως κι εδώ η περιπέτειά του. Ελπίζω να της αρέσει η δική μου εκδοχή της ιστορίας!
Η ιστορία αυτή ήταν η συμμετοχή μου, στο "Παίζοντας με τις λέξεις" που διοργανώνει η Φλώρα στο texnistories.blogspot
Άλλο ένα παιχνίδι έφτασε στο τέλος του και θέλω να ευχαριστήσω ολόψυχα όσους βαθμολόγησαν, ή ξεχώρισαν τη δική μου ιστορία δίνοντάς την την τρίτη θέση και φυσικά τη Φλώρα για την άψογη διοργάνωση!
Η ιστορία είναι αφιερωμένη με αγάπη στη φίλη και συνάδελφο Κ. που μου είχε πει κάποτε για έναν γαϊδαράκο που είχε ξεχαστεί σε κάποιο χωριό. Είχε αίσιο τέλος, όπως κι εδώ η περιπέτειά του. Ελπίζω να της αρέσει η δική μου εκδοχή της ιστορίας!