4. 14 bloggers γράφουν "Το μυστήριο του καφενείου..."
3. Ιστορίες του καφενέ
2. Δεκαπέντε συν ένας μπλόγκερς ...- Μια ιστορία αγάπης!
Ψυχή. Ξημερώνει κι εκείνος πρέπει να ξεφορτωθεί το άψυχο σώμα χωρίς να τον αντιληφθούν. Κάτω από το κεφάλι του νεκρού οι κηλίδες αίματος έχουν ποτίσει το χώμα κι οι υγρές τούφες των μαλλιών του ξεπροβάλλουν σαν βδέλλες έτοιμες να ρουφήξουν το πηχτό αίμα. Σέρνει το πτώμα από τα πόδια. Μπροστά του ο τοίχος στάζει ακόμα λίγες σταγόνες από το κόκκινο υγρό. Σταματά και συνειδητοποιεί ότι τον παρακολουθεί μια γάτα που ξεπρόβαλε από το σκοτεινό στενό. Οι παλάμες του έχουν ιδρώσει. Αφήνει απότομα τα νεκρά μέλη να χυθούν άχαρα στο χώμα.
Πιέζει το στόμα του στο εσωτερικό του αριστερού του αγκώνα και σφίγγει τα δόντια, σχεδόν πονάει, αλλά στέκεται αδύνατον να κρατήσει το κρασί που έπιναν μαζί μέχρι πριν λίγες ώρες και αναπόφευκτα αδειάζει το περιεχόμενό του στομαχιού του, ένα δύσοσμο μίγμα από κρασί, σάλια και φιστίκια, στη δεξιά σόλα του παπουτσιού.
Το κεφάλι του βαρύ. Ζαλίζεται. Χάνει την ισορροπία του προσπαθώντας να αποφύγει τον εμετό του. Σκουπίζει τα βρώμικα γένια και απομακρύνει τον ιδρώτα από το μέτωπο και τον σβέρκο. Οι ανάσες του, κοφτές και συνεχόμενες προδίδουν την μακάβρια πράξη του. Κανείς δεν θα πιστέψει ότι επρόκειτο για ατύχημα. Η γάτα συνεχίζει και τον παρακολουθεί επίμονα. Με μάτια ορθάνοιχτα, καταπράσινα. Είναι βέβαιος ότι εκείνη αποφεύγει να τα ανοιγοκλείσει μην τυχόν και της ξεφύγει. Κι η γάτα κοιτάζει πότε το ακίνητο σώμα και πότε αυτόν με το ίδιο πάντα βλέμμα που υπνωτίζει.
Αν μπορούσε θα έφτυνε και την γλώσσα του για να ξεφορτωθεί την αηδιαστική πικράδα που πλημμυρίζει τον ουρανίσκο του. (Μαριλένα)
☠☠☠☠☠☠☠
Στο κεφάλι του βαράνε σφυριά. Κάτι που δεν κολλάει πολύ με την κατάσταση που ζει, τον ταράζει. «Μα, τι στο καλό;» Ανοίγει τα μάτια του και κοιτάζει γύρω του τους τέσσερις τοίχους του δωματίου. Ο θόρυβος έρχεται απ’ το διπλανό διαμέρισμα. Συνειδητοποιεί πως κοιμόταν. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγαίνει απ τα σωθικά του. Τι περίεργο όνειρο, αναρωτιέται.
Θυμάται τι μέρα είναι και αρχίζει να ετοιμάζεται με γρήγορους ρυθμούς αλλά με προσοχή σε κάθε λεπτομέρεια. Είναι η μέρα που θα δει την κόρη του. Έχει να την δει δύο εβδομάδες, έτσι αποφάσισε το δικαστήριο. Αυτός ο χωρισμός του κόστισε την ίδια του τη ζωή. Από τότε είναι ένας ζωντανός-νεκρός που περιμένει να περάσουν οι μέρες για να την δει και αυτό με επίβλεψη! Είπαν πως ήταν επικίνδυνος για την οικογένεια του, πως τους έκανε κακό αλλά εκείνος δεν θυμάται τίποτα από αυτά που τον κατηγορούν.
Το μόνο που ξέρει είναι πως την αγαπά πολύ και θα έκανε τα πάντα για εκείνη. Βάζει το καλό του, καθαρό κοστούμι ενώ τρελές σκέψεις περνούν απ το μυαλό του. «Όχι» μονολογεί, «έτσι θα την χάσω για πάντα». Φορά τα γυαλισμένα του παπούτσια και χτενίζει με μανία τα μαλλιά του. Πολύ σχολαστικά κοιτάζεται στον καθρέπτη πριν φύγει. Όλα πρέπει να είναι τέλεια, σκέφτεται. Τίποτα δεν πρέπει να φανερώσει τον πόνο του.
Φτιάχνει ένα γρήγορο σάντουιτς και βγαίνει από το σπίτι. Συνήθως δεν τρώει τίποτα το πρωί και θυμάται πως είχε βουρτσίσει τα δόντια του αλλά έχει μια άσχημη πικρίλα στο στόμα του που επιμένει….(Κατερίνα)
☠☠☠☠☠☠☠
Το σάντουιτς κάνει το στομάχι του να ανακατεύεται, ενώ η πικρίλα δε φεύγει με τίποτα.
Ξεκλειδώνει το αυτοκίνητο και κοντοστέκεται νιώθοντας περίεργα. Σαν να τον κοιτούν.
Γυρνάει αργά και αντικρίζει τα καταπράσινα μάτια μιας γάτας. Καρφώνονται σαν μαχαίρια στο μυαλό του, σκαλίζοντάς το με άγριες διαθέσεις.
Όλα γύρω του μπερδεύονται και ζαλίζεται. Παίρνει βαθιές ανάσες και μπαίνει στο αυτοκίνητο, με τη σκέψη στην κόρη του. Στην μονάκριβή του, που δεν τον αφήνουν να πλησιάσει χωρίς επίβλεψη.
Φτάνει στο σπίτι που έμενε μέχρι πριν λίγο καιρό και χτυπάει το κουδούνι.
Του ανοίγει μια άγνωστη γυναίκα. Συγκρατεί τον εαυτό του, τα συναισθήματά του, τη χολή του, μέχρι που τα μάτια του καρφώνονται στα δικά της και η ανάσα του κόβεται.
Πράσινα, σαν της γάτας, σκέφτεται. Γιατί αυτό έχει τόση σημασία;
Εκείνη προσπαθεί να είναι ευγενική, αλλά είναι ψυχρή. Του εξηγεί τον ρόλο της και πηγαίνει να φέρει το παιδί.
Κοιτάζει γύρω του και παρατηρεί με πόνο, πως όλες οι φωτογραφίες που απεικόνιζαν τους τρεις τους λείπουν. Το «τέλος» καρφώνει τα δόντια του στην ψυχή του.
Αρχίζει να τρέμει για άλλη μια φορά, αλλά η φωνούλα της Ελένης που τρέχει ήδη στην αγκαλιά του, τον τραβάει την τελευταία στιγμή από την άβυσσο.
Τη σηκώνει ψηλά και χώνει το πρόσωπο στο λαιμό της να μυρίσει την λατρεμένη μυρωδιά.
Μια άλλη μυρωδιά μεταλλική προσπαθεί φευγαλέα να εισχωρήσει στα ρουθούνια του, αλλά τη διώχνει. Μια μυρωδιά εφιάλτη.
Χαϊδεύει τρυφερά το πρόσωπο και τα μαλλιά του παιδιού και τότε βλέπει τους λεκέδες γύρω από τα νύχια του. (Μαρία)
☠☠☠☠☠☠☠
Έντονο ρίγος τον διαπερνά και οι χτύποι της καρδιάς του δυναμώνουν. Προσπαθεί να βάλει σε μια τάξη το μυαλό του και η εικόνα της κόρης του τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Δεν πρέπει να χάσω τον εαυτό μου, σκέφτεται, όχι τώρα.
Τον ρωτά που ήταν όλο το βράδυ που του τηλεφωνούσε. Σαστίζει. Είχε βγει μια βόλτα μέχρι το κοντινό δάσος της περιοχής του, να αδειάσει το μυαλό του από τις κακές σκέψεις. Συνάντησε έναν γνωστό του και το μόνο που θυμάται, πως ήπιαν πολύ. Από εκεί και πέρα το απόλυτο σκοτάδι μέχρι που ξύπνησε από τον εφιάλτη. Τα χάπια που του έδωσε ο γιατρός τελικά δεν τον βοηθούν, διαπίστωσε. Ψέλλισε μια δικαιολογία, την φίλησε κι έφυγε βιαστικά χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Όχι γιατί φοβόταν μήπως καταλάβουν την αναστάτωσή του αλλά γιατί ένιωθε ακόμα το έντονο βλέμμα εκείνης της γυναίκας να τον διαπερνά.
Οδήγησε βιαστικά προς το δάσος και ταυτόχρονα καθάριζε τα χέρια του. Ίσως το σημείο εκείνο που καθόταν χθες να του θύμιζε τι συνέβη. Το κεφάλι του κόντευε να εκραγεί μέχρι που άκουσε τις σειρήνες. Περιπολικά και ασθενοφόρο βούϊζαν ασταμάτητα. Ένας αστυνομικός έκανε νόημα σε όλα τα αυτοκίνητα πως δε μπορούν να περάσουν από το δρομάκι που οδηγεί προς το δάσος. Κατέβασε το παράθυρο και ρώτησε έναν ηλικιωμένο περαστικό αν γνώριζε κάτι. " Τι να σου πω άνθρωπέ μου. Φόνος είπαν. Αμερική γίναμε πια. Γύρνα πίσω, θα διακόψουν λένε την κυκλοφορία για αρκετή ώρα."
Κάνοντας απότομα όπισθεν, ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε από το πορτ μπαγκαζ..
Προμηνύεται δύσκολη μέρα.. Και οι δυνάμεις του έχουν ήδη αρχίσει να τον εγκαταλείπουν... (Κατερίνα Β.)
☠☠☠☠☠☠☠
«Θα πρέπει να χάσατε τις αισθήσεις σας την ώρα που οδηγούσατε.
Ευτυχώς, ήσασταν ακινητοποιημένος κι έτσι αποφύγατε τα χειρότερα».
«Πού βρίσκομαι;» ρώτησε ξέπνοα την ασπροντυμένη γυναίκα που του έπαιρνε το σφυγμό.
Δεν τον άκουσε. Στ’ αυτιά της είχε τα ακουστικά του πιεσόμετρου.
Θα πρέπει να ήταν ανησυχητική η πίεση, γιατί κάρφωσε απότομα τη ματιά της πάνω του. Δυο καταπράσινα σμαράγδια, ένιωσε να τον συνθλίβουν. Κάπου είχε ξαναδεί αυτά τα μάτια. Ήταν αδύνατον όμως να ανακαλέσει τη μνήμη του.
- Άγιο είχατε! Ξέρετε… περάσατε ένα λιποθυμικό επεισόδιο. Αν δεν σας έφερνε εγκαίρως ο φίλος σας στο πρώτο ιατρείο που βρέθηκε μπροστά του, ίσως και να μην ζούσατε. Θα’πρεπε να είχατε υποψιαστεί ότι κάτι τρέχει με την καρδιά σας, απ’ τη δυσχρωμία στα δάχτυλά σας. Δείτε… Είναι σχεδόν μπλε το περίγραμμά τους… Σας έχω γράψει μια σειρά εξετάσεων. Δυστυχώς , πέρα απ’ τις πρώτες βοήθειες, δεν μπορώ να προσφέρω περισσότερα. Θα πρέπει να πάτε κατευθείαν νοσοκομείο!»
- Συγνώμη… είπατε πως μ’ έφερε ένας φίλος... Μα εγώ ήμουν μόνος. Είμαι σχεδόν βέβαιος...
- Έχετε προφανώς κενά μνήμης απ’ το ισχυρό σοκ που περάσατε. Σας έφερε ένας ηλικιωμένος, με μακριά γένια και αρκετά... απεριποίητος. Ήταν πολύ ταραγμένος και σας έσερνε σχεδόν απ’ τα πόδια.
- Μα ... δεν είναι νεκρός;
- Όχι για όνομα του Θεού! Πώς σας ήρθε αυτό;
- Άκουσα κάτι σειρήνες στην περιοχή... Νόμιζα ότι του συνέβη κάτι...
- Λέτε για το ατύχημα που έγινε το πρωί; Μα όχι, πώς το συνδυάσατε; Μια γυναίκα βρέθηκε νεκρή. Μάλλον πρόκειται για αυτοκτονία… (Μαρία)
☠☠☠☠☠☠☠
.......είπε η γιατρός και βγήκε από το δωμάτιο, ένα λευκό βορινό δωμάτιο, μ' ένα μεγάλο παράθυρο στη μέση και θέα στο δρόμο. Σουρούπωνε και τα φώτα της μικρής πόλης άναβαν σιγά σιγά. "Αυτοκτονία;" σκέφτηκε μόλις έμεινε μόνος κι έπειτα μια τρελή σκέψη άρχισε να ζυμώνεται στο μυαλό του. Δίπλα στο σιδερένιο κρεβάτι, επάνω σε μια καρέκλα, είδε το πανωφόρι του. Με λίγη προσπάθεια σηκώθηκε από το κρεβάτι.
- Πως είστε; Νιώθετε καλύτερα; ρώτησε η γιατρός από το γραφείο της, στο διπλανό δωμάτιο.
- Ναι, σας ευχαριστώ πολύ, είμαι λίγο καλύτερα, αλλά επειδή με ανησύχησαν τα λόγια σας λέω να ακολουθήσω τη συμβουλή σας και να πάω στο κοντινότερο νοσοκομείο.
- Να σας καλέσω ένα ταξί;
- Ω, μα για όνομα του Θεού, είστε πολύ ευγενική, αλλά πιστέψτε με, νιώθω καλά για να μπορέσω να αναζητήσω ένα ταξί μόνος μου. Θα μου επιτρέψετε όμως να περάσω μια από τις προσεχείς ημέρες, να σας δώσω κάποια χρήματα για τις φροντίδες σας. Βλέπετε, δεν βρήκα επάνω μου πορτοφόλι.
- Ούτε που να το σκέφτεστε! Έκανα απλά το καθήκον μου. Να πάτε στο καλό και να προσέχετε. Αν σας βγάλει κάποτε ο δρόμος, περάστε μόνο να μου πείτε για τις εξετάσεις που σας έγραψα. Εύχομαι να πάνε όλα καλά" είπε, καρφώνοντας επάνω του ένα σμαραγδένιο βλέμμα.
Όταν βγήκε στο δρόμο είχε πια νυχτώσει. Το κρύο ήταν τσουχτερό και σήκωσε το γιακά του παλτού του. Αλήθεια, τι είχε συμβεί άραγε και που να βρισκόταν το αυτοκίνητο του; Κανονικά θα έπρεπε να πάει στην αστυνομία, να ζητήσει να τον βοηθήσουν εκείνοι για να το αναζητήσει.
"Θα ήσουν τρελός!" μουρμούρισε στον εαυτό του, με ένα παγωμένο γέλιο. Κοίταξε γύρω του. Στο βάθος διέκρινε την εκκλησία με το μεγάλο ρολόι. Δεν άργησε να προσανατολιστεί. Πέρασε μέσα από τα σκοτεινά πλακόστρωτα στενά, που οδηγούσαν στο πάρκο. "Έπιστρέφω"! σφύριξε.
Ο δολοφόνος γυρίζει πάντα στον τόπο του εγκλήματος....... (Petra)
☠☠☠☠☠☠☠
… λένε - αρκεί βέβαια να μπορείς να ανακαλέσεις αν όντως έχεις σκοτώσει άνθρωπο.
Το άψυχο κορμί τον στοίχειωνε. Ίσως το όνειρο, να μην ήταν όνειρο τελικά.
Ξεφύσηξε οργισμένος. Για όλα έφταιγαν τα χάπια… Έπρεπε πάση θυσία να θυμηθεί τι είχε γίνει εκείνο το βράδυ. Και οπωσδήποτε να μη μπλέξει με την αστυνομία στο μεταξύ.
Πλησίαζε στο πάρκο, σαν σκιά μέσα στη νύχτα, όταν πίσω του, μια κόρνα αυτοκινήτου έσκισε βίαια τη σιγαλιά. Αναπήδησε και στράφηκε. Τα φώτα τον τύφλωσαν και ενστικτωδώς, σήκωσε ψηλά τα χέρια του.
Μεμιάς, τα φώτα έσβησαν.
«Τι παιχνίδια μου παίζει πάλι το μυαλό μου;» αναρωτήθηκε.
Ήταν το αυτοκίνητό του. Πριν το συνειδητοποιήσει καλά-καλά, η πόρτα άνοιξε και μια κοπέλα όρμησε πάνω του. Δεν την είχε ξαναδεί.
«Σε έψαχνα παντού!» του είπε. «Μέχρι και στο δάσος πήγα. Εκεί βρήκα το αυτοκίνητο, τα κλειδιά σου στην άσφαλτο… κι εσύ άφαντος. Το πήρα για να έρθω εδώ να περιμένω, ήξερα πως κάποια στιγμή θα ξαναγυρνούσες. Για να το τελειώσεις».
«Ποια είσαι;»
Η κοπέλα θορυβήθηκε.
«Τι; Δεν με θυμάσαι;»
Εκείνος έγνεψε αρνητικά.
«Μετά από όλα αυτά που έγιναν; Που κάναμε; Πώς είναι δυνατόν; Τι έχεις πάθει;»
Τώρα την κοίταζε σαν χαμένος.
«Σύνελθε, δεν έχουμε καιρό» του είπε. «Κινδυνεύουμε! Έλα μαζί μου».
Τον τράβηξε προς το πορτ-μπαγκάζ και το άνοιξε.
«Κοίτα!» του είπε.
Όλα ήταν άνω-κάτω, πασαλειμμένα με ξεραμένο αίμα. Στο βάθος υπήρχε ένα φτυάρι. Δεν θυμόταν να το είχε βάλει εκεί. Μπροστά κειτόταν ένα μενταγιόν: το μισό μιας μεταλλικής καρδιάς, με χαραγμένο πάνω της το γράμμα Κ.
Μια μνήμη αναδύθηκε από το πουθενά… Η κόρη του φορούσε ένα ολόιδιο μενταγιόν. Μια μισή καρδιά. Μα πάνω της είχε χαραγμένο το δικό της αρχικό: Ε.
Από πού τη βρήκε; Και σε ποιον ανήκε το κομμάτι που βρισκόταν στο πορτ-μπαγκάζ του; (Έλλη)
☠☠☠☠☠☠☠
-Πάλι το ίδιο όνειρο λοιπόν;
-Γιατρέ μου..αυτή τη φορά προχώρησε. Ξύπνησα μες στην άγρια νύχτα, λουσμένος στον ιδρώτα και οι δυο καρδιές, με τα δυο μονογράμματα καρφώθηκαν σαν πρόκες στη σκέψη μου!
Αν το Ε συμβολίζει την κόρη μου, το Κ σε ποια ανήκει; Και τι ρόλο παίζει αυτή η άγνωστη που παρουσιάστηκε χτες βράδυ στο όνειρο μου;
-Θυμήσου καλά: Είχε μήπως κι αυτή σμαραγδένια μάτια;
-Δεν με κοίταξε στα μάτια. Με απέφυγε!
-Πρέπει να θυμηθείς. Όλες τις λεπτομέρειες. Αυτά τα όνειρα θα μας βοηθήσουν Άλεξ να τα βάλουμε όλα σε σειρά και να δούμε τι συμβολίζει το κάθε στοιχείο.
Μόνο αν καταφέρεις να γλιτώσεις από τα μανιοκαταθλιπτικά σου επεισόδια έχεις ελπίδες με τις συναντήσεις του παιδιού.
Τα φάρμακα σου τα παίρνεις κανονικά;
-Ναι γιατρέ μου.
-Ίσως δε σε καλύπτει πια το klonopin που παίρνεις. Ίσως χρειαστεί να σου χορηγηθεί ενδοφλεβίως λοραζεπάμη.
Το klonopin είναι που σε ρίχνει διαρκώς στη βαθιά σου υπνηλία!
-Γιατρέ κάνε κάτι. Φοβάμαι να ξανακοιμηθώ. Δεν ξέρω πια τι είναι αλήθεια και τι φαντασία μου. Φοβάμαι να πάω στο αυτοκίνητο μου. Με ταξί ήρθα ως εδώ.
-Ηρέμησε Άλεξ. Θυμήσου αν ποτέ είχες γνωρίσει γυναίκα που το όνομά της άρχιζε από Κ….. Κάθριν, Κέιτ μήπως;
Ο Άλεξ χάζευε και δεν άκουγε τον γιατρό. Κρύος ιδρώτας άρχισε να τον λούζει... Η ματιά του έπεσε στα μπατζάκια του καρό παντελονιού του. Ήταν λασπωμένα και βρεγμένα. Αμέσως έψαξε τα δάχτυλα του. Ξεφύσηξε με ανακούφιση. Δεν είχαν λεκέδες.
Αναστέναξε και ζήτησε ένα ποτήρι νερό από το γιατρό του. Την ώρα που άπλωνε το χέρι να το πάρει ο γιατρός πρόσεξε λίγη λάσπη κάτω από τα νύχια του Άλεξ.
-Ασχολήθηκες καθόλου με τις γλάστρες σου Άλεξ πριν έρθεις εδώ;
-Όχι γιατρέ μου. Με το που ξύπνησα σε πήρα τηλέφωνο και ήρθα τρέχοντας.
-Άλεξ, πρέπει να πάμε μαζί ως το αυτοκίνητο σου νομίζω......(@ριστέα)
☠☠☠☠☠☠☠
πως έτσι μόνο θα λύσουμε το μυστήριο » .
Ο Αλεξ , ένας άνθρωπος που δεν δεχόταν ποτέ παρεμβάσεις στην ιδιωτική του ζωή , άλλοτε θα αδιαφορούσε και θα έβαζε στη θέση του τον διαβολογιατρο « , η δουλειά σου είναι μόνο να ακούς και τίποτα άλλο».. όμως τώρα απλά πέρασε αμήχανα τις χούφτες του μέσα στα μαλλιά του σηκώθηκε κουρασμένα από την καρέκλα και ψέλλισε «Πάμε , αν θυμάμαι καλά , το έχω παρκάρει στο μικρό πάρκο , στη δεύτερη γωνία αριστερά και την ώρα αυτή δεν υπάρχει συνήθως ψυχή εκεί » .
Έφτασαν με γρήγορο βηματισμό , στο αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο πίσω από μια συστάδα θάμνων . Ξαφνικά ο Αλεξ έχασε την ισορροπία του καθώς μια γάτα μπλέχτηκε στα πόδια του , το πρόσωπο του έγινε κάτασπρο , και σωριάστηκε στην άσφαλτο .
« Πες μου Αλεξ , τι συμβαίνει »
« Θυμήθηκα τα γράμματα στις δυο καρδιές Κ και Ε .Ήταν δυο τα μωρά , το ένα ήταν το πιο ωραίο κοριτσάκι που είχα δει ποτέ , με πράσινα μάτια , ροζ μάγουλα , το καημένο . Όταν τα έφερε η νοσοκόμα τους κρέμασα στο λαιμό το ίδιο μενταγιόν , μια καρδιά στα δυο Κάρμεν και Ελένη . Μετά δεν έμαθα κανείς δεν μου εξήγησε . Ποναω πάλι , σβήνω » έψαξε για τα χάπια του στη τσέπη του σακακιού του και έβγαλε μαζί και ένα λεκιασμένο γαλάζιο γάντι. « Λες να έχω παραισθήσεις πάλι , αυτό δεν είναι δικό μου, δες σου λέω ……. ( Κάτια )
☠☠☠☠☠☠☠
Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις που θυμάται να είπε στο γιατρό. Ταυτόχρονα είχε νιώσει ένα ισχυρό τσούξιμο στη μέση, σαν ένεση. Δε μπορούσε να καταλάβει αν ήταν πρωί ή βράδυ, ένα φως του τύφλωνε τα μάτια. Η πικράδα ξαναεμφανίστηκε στο λαιμό. Συνειδητοποίησε πως ήταν ξαπλωμένος σε ιατρικό κρεβάτι και μία φιάλη με όρο ήταν συνδεδεμένη στο αριστερό του χέρι. Η ιατρική ρόμπα του γιατρού του ήταν βιαστικά πεταμένη σε μια καρέκλα. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο ψυχίατρος του.
Το βλέμμα του όμως ήταν αλλιώτικο, σκοτεινό. Η συμπόνοια, η κατανόηση, η στήριξη που του έδειχνε στο γραφείο όπου τον επισκέπτονταν είχαν δώσει τη θέση τους σε ένα πρόσωπο σκληρό, δίχως συναίσθημα.
"Γεια σου Άλεξ. Ελπίζω η επήρεια της αναισθητικής ένεσης να φύγει σύντομα. Πρέπει να μάθεις κάποια πράγματα για τον εαυτό σου. Έχεις επιλεγεί από μία ομάδα στρατιωτικών γιατρών ως το άτομο που πάνω του θα γίνουν κάποια πειράματα. Βρισκόμαστε στην τελειοποίηση ενός νέου φαρμάκου που θα αλλάζει αυτό που οι άνθρωποι θυμούνται ως παρελθόν τους. Θα το χρησιμοποιήσουμε για στρατιώτες που έρχονται από πεδία μάχης, έχουν τραυματικές εμπειρίες και θέλουν να τις ξεχάσουν. Δε μπορείς να αρνηθείς. Είσαι άστεγος, χωρίς οικογένεια και δε σε έχει αναζητήσει κανείς... Να σου γνωρίσω τη συνεργάτιδά μου..."
Μια γυναίκα με πράσινα εκτυφλωτικά μάτια και ένα μενταγιόν με το μισό μιας μεταλλικής καρδιάς με χαραγμένο το γράμμα Κ...... (Pinelia)
☠☠☠☠☠☠☠
Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό. Τώρα που αρχίζουν και δένουν κάποια στοιχεία... τώρα που το γράμμα (Κ) μαζί με τα σμαραγδένια μάτια βρίσκονται μπροστά του, του ζητάνε να γίνει πειραματόζωο και να πάψει να θυμάται για χάρη κάποιων που έπρεπε να ξεχάσουν;
Ήθελε να αντιδράσει, ήθελε να αρνηθεί... μα τα πόδια του τα ένιωθε ξένα πάνω στο σώμα του, το κεφάλι του βαρύ σαν μολύβι και ένα κάψιμο στο στομάχι του δεν έπαυε να εξαπολύει ριπές πικρίλας, που γέμιζαν το στεγνό του στόμα.
Προσπάθησε να καταπιεί, κατέβασε την πικρίλα και την έδιωξε προσωρινά, τέντωσε τα πόδια του, τα ένιωσε να μυρμηγκιάζουν και σιγά - σιγά άρχισε να επανακτά τον έλεγχό τους. Έκλεισε τα μάτια του και ένα πορφυρό χρώμα, σαν αυτό που βλέπεις όταν στρέφεις το βλέμμα σου προς τον ήλιο, πλημμύρισε το σκοτάδι των κλειστών βλεφάρων του. Μια γλυκιά ζεστασιά ανέβηκε στο κεφάλι του και ξαφνικά ένιωσε ανάλαφρος.
Δεν ξέρει πόση ώρα έμεινε σ' αυτή τη στάση, όμως τώρα που άνοιξε τα μάτια, είναι σκοτάδι έξω και κανείς δεν βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο.
Τράβηξε τον ορό απ' το χέρι του, σκούπισε με το σεντόνι το αίμα που έτρεξε, φόρεσε βιαστικά τα παπούτσια του και κατευθύνθηκε τρέχοντας προς το ασανσέρ. Κανείς δεν τον αντιλήφθηκε και στη ρεσεψιόν δεν υπήρχε ψυχή. Το ρολόι στον τοίχο έδειχνε 3 και 10. Ο δρόμος έξω ήταν έρημος και τα πυκνά δέντρα απέναντι ανέλαβαν να κρύψουν τη φιγούρα του μέχρι να απομακρυνθεί. Όμως................ (Φλώρα)
☠☠☠☠☠☠☠
… το αίμα που έρεε από τον καρπό άφησε πίσω του τα ίχνη του. Δέκα λεπτά μετά τη φυγή του η Κάρμεν μπήκε στο δωμάτιο για μια τυπική επίσκεψη. «Δεν είναι δυνατόν», αναλογίσθηκε, «το υπνωτικό που του χορήγησαν μέσω του ορού ήταν πολύ ισχυρό. Είναι αδύνατο να κατόρθωσε να σηκωθεί από το κρεβάτι.». Οι σταγόνες από το αίμα του Άλεξ φανέρωναν την πορεία του και δεν της άφηναν περιθώρια αμφισβήτησης. Πάτησε το κουμπί του συναγερμού και αμέσως ένας αλαφιασμένος φρουρός ξεπρόβαλε από το διάδρομο. «Από εδώ», του είπε και του έδειξε τα δέντρα απέναντι από το κτίριο». «Σίγουρα δεν έχει απομακρυνθεί αρκετά». Τα σμαραγδένια της μάτια καρφώθηκαν στο δάσος απέναντι από το κτίριο.
Ο Άλεξ δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Τρεκλίζοντας έβαζε όλες του τις δυνάμεις, στηριζόταν στα δέντρα και απομακρύνονταν από το κτίριο. Τα λόγια του γιατρού ενεργοποιούσαν τις λιγοστές του δυνάμεις. «Είσαι άστεγος, χωρίς οικογένεια και δε σε έχει αναζητήσει κανείς...». Άστεγος, αυτός; Χωρίς οικογένεια; Και η κόρη του; Ακόμη ένιωθε τη θέρμη της αγκαλιάς της. Η αγαπημένη του Ελένη, πού να ήταν άραγε; Πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία τους συνάντηση; Πόσο χρόνο τον χρησιμοποιούσαν ως πειραματόζωο χορηγώντας του φάρμακα; Αναπάντητα ερωτήματα που όμως έπρεπε να βρει τις λύσεις τους.
Γύρισε πίσω το βλέμμα του και στο βάθος διέκρινε φώτα από φακούς… «Με ψάχνουν…» σκέφτηκε, «Πρέπει να ξεφύγω».. Σκόνταψε και έπεσε… Απλώνοντας τα χέρια του έπιασε κάτι ζεστό… που κουνήθηκε… «Έπεσα πάνω σε ζώο»..ήταν η πρώτη του σκέψη… όμως...(Kloanna)
☠☠☠☠☠☠☠
... καθώς ψηλάφησε καλύτερα με τα παγωμένα δάχτυλα, ένιωσε πως αυτό που κουνιόταν ανάμεσα στην παλάμη του ήταν ζεστό πηχτό αίμα που έρεε,ανακατεμένο με τρίχες και δέρμα.Τράβηξε το χέρι του με αηδία.Η μεταλλική μυρωδιά του θανάτου τυλιγμένη σε νότες σαπίλας του τρυπούσε τα ρουθούνια.Προσπαθούσε με κόπο να σηκωθεί,στηριζόμενος στα τρεμάμενα γόνατά του που ένιωθε να τον εγκαταλείπουν.Μίκρυνε τα μάτια του που έτσουζαν,σε μια προσπάθεια να δει στο πυκνό και αφιλόξενο σκοτάδι και με σύμμαχο το λειψό και διαλυμένο φεγγάρι,αντίκρισε μια εικόνα ανελέητης φρίκης που δεν τη χωρά ανθρώπινος νους ...
Αυτό που κείτονταν εκεί,δίπλα του σε μια λίμνη από αίμα,ήταν ένα σφαγιασμένο γυναικείο κεφάλι.Έστεκε ακρωτηριασμένο από το υπόλοιπο σώμα,να τον κοιτά με τα σμαραγδένια του μάτια κενά και τρομαγμένα,πίσω από τα ανάκατα καστανόξανθα μαλλιά.Από τις σάρκες του λαιμού της κρέμονταν ακόμη το μενταγιόν με το αρχικό της.Μέσα στην παραζάλη του διάβασε το γράμμα Ε.Η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά και ένιωθε το καυτό αίμα να παγώνει στις φλέβες του,μη μπορώντας να συγκροτήσει τις σκέψεις του." Τι στο διάολο είχε να κάνει αυτή η κακόμοιρη γυναίκα με το μενταγιόν της κόρης του ? "
Με αταίριαστη για την περίσταση δύναμη και τη φρίκη χαραγμένη στο πρόσωπό του,έκανε μία απότομη κίνηση να σηκωθεί ενώ παράλληλα αναρωτιόταν " Ποιο άρρωστο μυαλό θα μπορούσε να διαπράξει αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα ? "
Ένιωθε το χέρι του βαρύ καθώς προσπαθούσε να στηριχτεί. Οι σειρήνες των περιπολικών ηχούσαν μανιασμένα ενώ πλησίαζαν.Πιάνοντας με την άκρη του ματιού του ένα μικρό τσεκούρι κήπου βουτηγμένο στο αίμα,να κρέμεται σαν προέκταση του χεριού του.
Το απόκοσμο σπαραχτικό ουρλιαχτό του έσκισε τον υγρό αέρα της νύχτας που θύμιζε κόλαση ... (Μιράντα)
☠☠☠☠☠☠☠
... έτοιμη να δεχθεί έναν ακόμη αθώο στα έγκατά της.
Δε μπορούσε να συμβαίνει αυτό! Θα ήταν κάποια παρενέργεια των φαρμάκων!
Έκανε δυο βήματα πίσω προσπαθώντας να σκεφτεί. Έπιασε το μέτωπό του και αισθάνθηκε να καίει. Το μόνο που ήθελε ήταν ένα σπίτι και μια αγκαλιά.
Ξαφνικά, χιλιάδες σκέψεις τον κατακεραύνωσαν. Εκατοντάδες οικογενειακές στιγμές ευτυχίας και θαλπωρής πέρασαν σαν μικρές εικόνες μπροστά του.
Επιτέλους! Είχε αναμνήσεις! Είχε σκέψεις! Είχε μνήμες και κυρίως είχε ζωή!
Θυμήθηκε τα σμαραγδένια μάτια της γυναίκας του και με αγωνία κοίταξε το σφαγιασμένο κεφάλι.
Ξεφύσησε όλο ανακούφιση όταν διαπίστωσε πως δεν ήταν αυτή. Η κόρη του έτσι κι αλλιώς δε θα μπορούσε να είναι λόγω ηλικίας όμως το μενταγιον ηταν δικό της. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό!
Στο λεπτό, το πρόσωπό του έγινε χλωμό και πάνω του σχεδιάστηκε η έκφραση της φρίκης. Κι αν η κόρη του είχε μεγαλώσει και δεν ηταν όπως τη θυμόταν; Αν αυτό το πτώμα άνηκε σε κείνη;
Οι ήχοι των περιπολικών ολοένα και δυνάμωναν.
Έκατσε κάτω στο ματωμένο χώμα και απλώς περίμενε την καταδίκη του.
Ξαφνικά, ένα χέρι τον ακούμπησε στον ώμο και τρόμαξε καθώς γύρισε να δει τον κάτοχό του.
Ήταν ένας ηλικιωμένος ρακοσυλλέκτης.
«Με θυμάσαι;» Τον ρώτησε με τραχιά φωνή.
«Ναι, σε θυμάμαι» Απάντησε έκπληκτος.
« Είσαι ο άντρας που με κουβάλησε στο ιατρείο. Είσαι ο…»
« Είμαι ο Μπιλ και σύντομα θα τα θυμηθείς όλα. Πρέπει να έρθεις μαζί μου». Είπε προσφέροντας το χέρι του.
Ο Άλεξ δίστασε για ένα λεπτό αλλά δίχως δεύτερη σκέψη έπιασε το χέρι του.
Έκαναν να φύγουν όταν ο Αλεξ έσφιξε τον αγκώνα του ηλικιωμένου.
«Αυτό το εκανα εγω; Είπε με φωνή που δήλωνε ικεσία και φόβο, δείχνοντας το ματωμένο χώρο.
«Όχι αγόρι μου!» Τον καθησύχασε
«Τότε ποιός;» Αναρωτήθηκε.
«Είναι μεγάλη ιστορία. Θα στα εξηγήσω όλα λεπτομερώς.»
«Η κοπέλα….Είναι συγγενής μου;» Ψέλλισε σκύβοντας το κεφάλι.
«Όχι! Είναι όλα ένα καλοστημένο σχέδιο πλεκτάνης!»
«Μα γιατί; Ποιός το σκέφτηκε όλο αυτό;»
«Θα στα εξηγήσω όλα. Εμπιστέψου με και όλα θα πάνε καλα!» Αποφάνθηκε ο ηλικιωμένος κύριος με μάτια που δήλωναν αλήθεια και προτροπή.
«Πάμε!» Είπε ο Αλέξ με αποφασισμένη φωνή και μέσα στο λεπτό χάθηκαν στη νύχτα.
……. Δυο στενά πιο κάτω, δυο καταπράσινα μάτια έντρομα κοιτούσαν το γιατρό με φόβο. Εκείνος προσπαθούσε να τα καθησυχάσει μα βαθιά μέσα τους ήξεραν πως ο καιρός της αλήθειας είχε πλέον φτάσει!!! (Κική)
3. Ιστορίες του καφενέ
2. Δεκαπέντε συν ένας μπλόγκερς ...- Μια ιστορία αγάπης!
Ψυχή. Ξημερώνει κι εκείνος πρέπει να ξεφορτωθεί το άψυχο σώμα χωρίς να τον αντιληφθούν. Κάτω από το κεφάλι του νεκρού οι κηλίδες αίματος έχουν ποτίσει το χώμα κι οι υγρές τούφες των μαλλιών του ξεπροβάλλουν σαν βδέλλες έτοιμες να ρουφήξουν το πηχτό αίμα. Σέρνει το πτώμα από τα πόδια. Μπροστά του ο τοίχος στάζει ακόμα λίγες σταγόνες από το κόκκινο υγρό. Σταματά και συνειδητοποιεί ότι τον παρακολουθεί μια γάτα που ξεπρόβαλε από το σκοτεινό στενό. Οι παλάμες του έχουν ιδρώσει. Αφήνει απότομα τα νεκρά μέλη να χυθούν άχαρα στο χώμα.
Πιέζει το στόμα του στο εσωτερικό του αριστερού του αγκώνα και σφίγγει τα δόντια, σχεδόν πονάει, αλλά στέκεται αδύνατον να κρατήσει το κρασί που έπιναν μαζί μέχρι πριν λίγες ώρες και αναπόφευκτα αδειάζει το περιεχόμενό του στομαχιού του, ένα δύσοσμο μίγμα από κρασί, σάλια και φιστίκια, στη δεξιά σόλα του παπουτσιού.
Το κεφάλι του βαρύ. Ζαλίζεται. Χάνει την ισορροπία του προσπαθώντας να αποφύγει τον εμετό του. Σκουπίζει τα βρώμικα γένια και απομακρύνει τον ιδρώτα από το μέτωπο και τον σβέρκο. Οι ανάσες του, κοφτές και συνεχόμενες προδίδουν την μακάβρια πράξη του. Κανείς δεν θα πιστέψει ότι επρόκειτο για ατύχημα. Η γάτα συνεχίζει και τον παρακολουθεί επίμονα. Με μάτια ορθάνοιχτα, καταπράσινα. Είναι βέβαιος ότι εκείνη αποφεύγει να τα ανοιγοκλείσει μην τυχόν και της ξεφύγει. Κι η γάτα κοιτάζει πότε το ακίνητο σώμα και πότε αυτόν με το ίδιο πάντα βλέμμα που υπνωτίζει.
Αν μπορούσε θα έφτυνε και την γλώσσα του για να ξεφορτωθεί την αηδιαστική πικράδα που πλημμυρίζει τον ουρανίσκο του. (Μαριλένα)
☠☠☠☠☠☠☠
Στο κεφάλι του βαράνε σφυριά. Κάτι που δεν κολλάει πολύ με την κατάσταση που ζει, τον ταράζει. «Μα, τι στο καλό;» Ανοίγει τα μάτια του και κοιτάζει γύρω του τους τέσσερις τοίχους του δωματίου. Ο θόρυβος έρχεται απ’ το διπλανό διαμέρισμα. Συνειδητοποιεί πως κοιμόταν. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγαίνει απ τα σωθικά του. Τι περίεργο όνειρο, αναρωτιέται.
Θυμάται τι μέρα είναι και αρχίζει να ετοιμάζεται με γρήγορους ρυθμούς αλλά με προσοχή σε κάθε λεπτομέρεια. Είναι η μέρα που θα δει την κόρη του. Έχει να την δει δύο εβδομάδες, έτσι αποφάσισε το δικαστήριο. Αυτός ο χωρισμός του κόστισε την ίδια του τη ζωή. Από τότε είναι ένας ζωντανός-νεκρός που περιμένει να περάσουν οι μέρες για να την δει και αυτό με επίβλεψη! Είπαν πως ήταν επικίνδυνος για την οικογένεια του, πως τους έκανε κακό αλλά εκείνος δεν θυμάται τίποτα από αυτά που τον κατηγορούν.
Το μόνο που ξέρει είναι πως την αγαπά πολύ και θα έκανε τα πάντα για εκείνη. Βάζει το καλό του, καθαρό κοστούμι ενώ τρελές σκέψεις περνούν απ το μυαλό του. «Όχι» μονολογεί, «έτσι θα την χάσω για πάντα». Φορά τα γυαλισμένα του παπούτσια και χτενίζει με μανία τα μαλλιά του. Πολύ σχολαστικά κοιτάζεται στον καθρέπτη πριν φύγει. Όλα πρέπει να είναι τέλεια, σκέφτεται. Τίποτα δεν πρέπει να φανερώσει τον πόνο του.
Φτιάχνει ένα γρήγορο σάντουιτς και βγαίνει από το σπίτι. Συνήθως δεν τρώει τίποτα το πρωί και θυμάται πως είχε βουρτσίσει τα δόντια του αλλά έχει μια άσχημη πικρίλα στο στόμα του που επιμένει….(Κατερίνα)
☠☠☠☠☠☠☠
Το σάντουιτς κάνει το στομάχι του να ανακατεύεται, ενώ η πικρίλα δε φεύγει με τίποτα.
Ξεκλειδώνει το αυτοκίνητο και κοντοστέκεται νιώθοντας περίεργα. Σαν να τον κοιτούν.
Γυρνάει αργά και αντικρίζει τα καταπράσινα μάτια μιας γάτας. Καρφώνονται σαν μαχαίρια στο μυαλό του, σκαλίζοντάς το με άγριες διαθέσεις.
Όλα γύρω του μπερδεύονται και ζαλίζεται. Παίρνει βαθιές ανάσες και μπαίνει στο αυτοκίνητο, με τη σκέψη στην κόρη του. Στην μονάκριβή του, που δεν τον αφήνουν να πλησιάσει χωρίς επίβλεψη.
Φτάνει στο σπίτι που έμενε μέχρι πριν λίγο καιρό και χτυπάει το κουδούνι.
Του ανοίγει μια άγνωστη γυναίκα. Συγκρατεί τον εαυτό του, τα συναισθήματά του, τη χολή του, μέχρι που τα μάτια του καρφώνονται στα δικά της και η ανάσα του κόβεται.
Πράσινα, σαν της γάτας, σκέφτεται. Γιατί αυτό έχει τόση σημασία;
Εκείνη προσπαθεί να είναι ευγενική, αλλά είναι ψυχρή. Του εξηγεί τον ρόλο της και πηγαίνει να φέρει το παιδί.
Κοιτάζει γύρω του και παρατηρεί με πόνο, πως όλες οι φωτογραφίες που απεικόνιζαν τους τρεις τους λείπουν. Το «τέλος» καρφώνει τα δόντια του στην ψυχή του.
Αρχίζει να τρέμει για άλλη μια φορά, αλλά η φωνούλα της Ελένης που τρέχει ήδη στην αγκαλιά του, τον τραβάει την τελευταία στιγμή από την άβυσσο.
Τη σηκώνει ψηλά και χώνει το πρόσωπο στο λαιμό της να μυρίσει την λατρεμένη μυρωδιά.
Μια άλλη μυρωδιά μεταλλική προσπαθεί φευγαλέα να εισχωρήσει στα ρουθούνια του, αλλά τη διώχνει. Μια μυρωδιά εφιάλτη.
Χαϊδεύει τρυφερά το πρόσωπο και τα μαλλιά του παιδιού και τότε βλέπει τους λεκέδες γύρω από τα νύχια του. (Μαρία)
☠☠☠☠☠☠☠
Έντονο ρίγος τον διαπερνά και οι χτύποι της καρδιάς του δυναμώνουν. Προσπαθεί να βάλει σε μια τάξη το μυαλό του και η εικόνα της κόρης του τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Δεν πρέπει να χάσω τον εαυτό μου, σκέφτεται, όχι τώρα.
Τον ρωτά που ήταν όλο το βράδυ που του τηλεφωνούσε. Σαστίζει. Είχε βγει μια βόλτα μέχρι το κοντινό δάσος της περιοχής του, να αδειάσει το μυαλό του από τις κακές σκέψεις. Συνάντησε έναν γνωστό του και το μόνο που θυμάται, πως ήπιαν πολύ. Από εκεί και πέρα το απόλυτο σκοτάδι μέχρι που ξύπνησε από τον εφιάλτη. Τα χάπια που του έδωσε ο γιατρός τελικά δεν τον βοηθούν, διαπίστωσε. Ψέλλισε μια δικαιολογία, την φίλησε κι έφυγε βιαστικά χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Όχι γιατί φοβόταν μήπως καταλάβουν την αναστάτωσή του αλλά γιατί ένιωθε ακόμα το έντονο βλέμμα εκείνης της γυναίκας να τον διαπερνά.
Οδήγησε βιαστικά προς το δάσος και ταυτόχρονα καθάριζε τα χέρια του. Ίσως το σημείο εκείνο που καθόταν χθες να του θύμιζε τι συνέβη. Το κεφάλι του κόντευε να εκραγεί μέχρι που άκουσε τις σειρήνες. Περιπολικά και ασθενοφόρο βούϊζαν ασταμάτητα. Ένας αστυνομικός έκανε νόημα σε όλα τα αυτοκίνητα πως δε μπορούν να περάσουν από το δρομάκι που οδηγεί προς το δάσος. Κατέβασε το παράθυρο και ρώτησε έναν ηλικιωμένο περαστικό αν γνώριζε κάτι. " Τι να σου πω άνθρωπέ μου. Φόνος είπαν. Αμερική γίναμε πια. Γύρνα πίσω, θα διακόψουν λένε την κυκλοφορία για αρκετή ώρα."
Κάνοντας απότομα όπισθεν, ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε από το πορτ μπαγκαζ..
Προμηνύεται δύσκολη μέρα.. Και οι δυνάμεις του έχουν ήδη αρχίσει να τον εγκαταλείπουν... (Κατερίνα Β.)
☠☠☠☠☠☠☠
«Θα πρέπει να χάσατε τις αισθήσεις σας την ώρα που οδηγούσατε.
Ευτυχώς, ήσασταν ακινητοποιημένος κι έτσι αποφύγατε τα χειρότερα».
«Πού βρίσκομαι;» ρώτησε ξέπνοα την ασπροντυμένη γυναίκα που του έπαιρνε το σφυγμό.
Δεν τον άκουσε. Στ’ αυτιά της είχε τα ακουστικά του πιεσόμετρου.
Θα πρέπει να ήταν ανησυχητική η πίεση, γιατί κάρφωσε απότομα τη ματιά της πάνω του. Δυο καταπράσινα σμαράγδια, ένιωσε να τον συνθλίβουν. Κάπου είχε ξαναδεί αυτά τα μάτια. Ήταν αδύνατον όμως να ανακαλέσει τη μνήμη του.
- Άγιο είχατε! Ξέρετε… περάσατε ένα λιποθυμικό επεισόδιο. Αν δεν σας έφερνε εγκαίρως ο φίλος σας στο πρώτο ιατρείο που βρέθηκε μπροστά του, ίσως και να μην ζούσατε. Θα’πρεπε να είχατε υποψιαστεί ότι κάτι τρέχει με την καρδιά σας, απ’ τη δυσχρωμία στα δάχτυλά σας. Δείτε… Είναι σχεδόν μπλε το περίγραμμά τους… Σας έχω γράψει μια σειρά εξετάσεων. Δυστυχώς , πέρα απ’ τις πρώτες βοήθειες, δεν μπορώ να προσφέρω περισσότερα. Θα πρέπει να πάτε κατευθείαν νοσοκομείο!»
- Συγνώμη… είπατε πως μ’ έφερε ένας φίλος... Μα εγώ ήμουν μόνος. Είμαι σχεδόν βέβαιος...
- Έχετε προφανώς κενά μνήμης απ’ το ισχυρό σοκ που περάσατε. Σας έφερε ένας ηλικιωμένος, με μακριά γένια και αρκετά... απεριποίητος. Ήταν πολύ ταραγμένος και σας έσερνε σχεδόν απ’ τα πόδια.
- Μα ... δεν είναι νεκρός;
- Όχι για όνομα του Θεού! Πώς σας ήρθε αυτό;
- Άκουσα κάτι σειρήνες στην περιοχή... Νόμιζα ότι του συνέβη κάτι...
- Λέτε για το ατύχημα που έγινε το πρωί; Μα όχι, πώς το συνδυάσατε; Μια γυναίκα βρέθηκε νεκρή. Μάλλον πρόκειται για αυτοκτονία… (Μαρία)
☠☠☠☠☠☠☠
.......είπε η γιατρός και βγήκε από το δωμάτιο, ένα λευκό βορινό δωμάτιο, μ' ένα μεγάλο παράθυρο στη μέση και θέα στο δρόμο. Σουρούπωνε και τα φώτα της μικρής πόλης άναβαν σιγά σιγά. "Αυτοκτονία;" σκέφτηκε μόλις έμεινε μόνος κι έπειτα μια τρελή σκέψη άρχισε να ζυμώνεται στο μυαλό του. Δίπλα στο σιδερένιο κρεβάτι, επάνω σε μια καρέκλα, είδε το πανωφόρι του. Με λίγη προσπάθεια σηκώθηκε από το κρεβάτι.
- Πως είστε; Νιώθετε καλύτερα; ρώτησε η γιατρός από το γραφείο της, στο διπλανό δωμάτιο.
- Ναι, σας ευχαριστώ πολύ, είμαι λίγο καλύτερα, αλλά επειδή με ανησύχησαν τα λόγια σας λέω να ακολουθήσω τη συμβουλή σας και να πάω στο κοντινότερο νοσοκομείο.
- Να σας καλέσω ένα ταξί;
- Ω, μα για όνομα του Θεού, είστε πολύ ευγενική, αλλά πιστέψτε με, νιώθω καλά για να μπορέσω να αναζητήσω ένα ταξί μόνος μου. Θα μου επιτρέψετε όμως να περάσω μια από τις προσεχείς ημέρες, να σας δώσω κάποια χρήματα για τις φροντίδες σας. Βλέπετε, δεν βρήκα επάνω μου πορτοφόλι.
- Ούτε που να το σκέφτεστε! Έκανα απλά το καθήκον μου. Να πάτε στο καλό και να προσέχετε. Αν σας βγάλει κάποτε ο δρόμος, περάστε μόνο να μου πείτε για τις εξετάσεις που σας έγραψα. Εύχομαι να πάνε όλα καλά" είπε, καρφώνοντας επάνω του ένα σμαραγδένιο βλέμμα.
Όταν βγήκε στο δρόμο είχε πια νυχτώσει. Το κρύο ήταν τσουχτερό και σήκωσε το γιακά του παλτού του. Αλήθεια, τι είχε συμβεί άραγε και που να βρισκόταν το αυτοκίνητο του; Κανονικά θα έπρεπε να πάει στην αστυνομία, να ζητήσει να τον βοηθήσουν εκείνοι για να το αναζητήσει.
"Θα ήσουν τρελός!" μουρμούρισε στον εαυτό του, με ένα παγωμένο γέλιο. Κοίταξε γύρω του. Στο βάθος διέκρινε την εκκλησία με το μεγάλο ρολόι. Δεν άργησε να προσανατολιστεί. Πέρασε μέσα από τα σκοτεινά πλακόστρωτα στενά, που οδηγούσαν στο πάρκο. "Έπιστρέφω"! σφύριξε.
Ο δολοφόνος γυρίζει πάντα στον τόπο του εγκλήματος....... (Petra)
☠☠☠☠☠☠☠
… λένε - αρκεί βέβαια να μπορείς να ανακαλέσεις αν όντως έχεις σκοτώσει άνθρωπο.
Το άψυχο κορμί τον στοίχειωνε. Ίσως το όνειρο, να μην ήταν όνειρο τελικά.
Ξεφύσηξε οργισμένος. Για όλα έφταιγαν τα χάπια… Έπρεπε πάση θυσία να θυμηθεί τι είχε γίνει εκείνο το βράδυ. Και οπωσδήποτε να μη μπλέξει με την αστυνομία στο μεταξύ.
Πλησίαζε στο πάρκο, σαν σκιά μέσα στη νύχτα, όταν πίσω του, μια κόρνα αυτοκινήτου έσκισε βίαια τη σιγαλιά. Αναπήδησε και στράφηκε. Τα φώτα τον τύφλωσαν και ενστικτωδώς, σήκωσε ψηλά τα χέρια του.
Μεμιάς, τα φώτα έσβησαν.
«Τι παιχνίδια μου παίζει πάλι το μυαλό μου;» αναρωτήθηκε.
Ήταν το αυτοκίνητό του. Πριν το συνειδητοποιήσει καλά-καλά, η πόρτα άνοιξε και μια κοπέλα όρμησε πάνω του. Δεν την είχε ξαναδεί.
«Σε έψαχνα παντού!» του είπε. «Μέχρι και στο δάσος πήγα. Εκεί βρήκα το αυτοκίνητο, τα κλειδιά σου στην άσφαλτο… κι εσύ άφαντος. Το πήρα για να έρθω εδώ να περιμένω, ήξερα πως κάποια στιγμή θα ξαναγυρνούσες. Για να το τελειώσεις».
«Ποια είσαι;»
Η κοπέλα θορυβήθηκε.
«Τι; Δεν με θυμάσαι;»
Εκείνος έγνεψε αρνητικά.
«Μετά από όλα αυτά που έγιναν; Που κάναμε; Πώς είναι δυνατόν; Τι έχεις πάθει;»
Τώρα την κοίταζε σαν χαμένος.
«Σύνελθε, δεν έχουμε καιρό» του είπε. «Κινδυνεύουμε! Έλα μαζί μου».
Τον τράβηξε προς το πορτ-μπαγκάζ και το άνοιξε.
«Κοίτα!» του είπε.
Όλα ήταν άνω-κάτω, πασαλειμμένα με ξεραμένο αίμα. Στο βάθος υπήρχε ένα φτυάρι. Δεν θυμόταν να το είχε βάλει εκεί. Μπροστά κειτόταν ένα μενταγιόν: το μισό μιας μεταλλικής καρδιάς, με χαραγμένο πάνω της το γράμμα Κ.
Μια μνήμη αναδύθηκε από το πουθενά… Η κόρη του φορούσε ένα ολόιδιο μενταγιόν. Μια μισή καρδιά. Μα πάνω της είχε χαραγμένο το δικό της αρχικό: Ε.
Από πού τη βρήκε; Και σε ποιον ανήκε το κομμάτι που βρισκόταν στο πορτ-μπαγκάζ του; (Έλλη)
☠☠☠☠☠☠☠
-Πάλι το ίδιο όνειρο λοιπόν;
-Γιατρέ μου..αυτή τη φορά προχώρησε. Ξύπνησα μες στην άγρια νύχτα, λουσμένος στον ιδρώτα και οι δυο καρδιές, με τα δυο μονογράμματα καρφώθηκαν σαν πρόκες στη σκέψη μου!
Αν το Ε συμβολίζει την κόρη μου, το Κ σε ποια ανήκει; Και τι ρόλο παίζει αυτή η άγνωστη που παρουσιάστηκε χτες βράδυ στο όνειρο μου;
-Θυμήσου καλά: Είχε μήπως κι αυτή σμαραγδένια μάτια;
-Δεν με κοίταξε στα μάτια. Με απέφυγε!
-Πρέπει να θυμηθείς. Όλες τις λεπτομέρειες. Αυτά τα όνειρα θα μας βοηθήσουν Άλεξ να τα βάλουμε όλα σε σειρά και να δούμε τι συμβολίζει το κάθε στοιχείο.
Μόνο αν καταφέρεις να γλιτώσεις από τα μανιοκαταθλιπτικά σου επεισόδια έχεις ελπίδες με τις συναντήσεις του παιδιού.
Τα φάρμακα σου τα παίρνεις κανονικά;
-Ναι γιατρέ μου.
-Ίσως δε σε καλύπτει πια το klonopin που παίρνεις. Ίσως χρειαστεί να σου χορηγηθεί ενδοφλεβίως λοραζεπάμη.
Το klonopin είναι που σε ρίχνει διαρκώς στη βαθιά σου υπνηλία!
-Γιατρέ κάνε κάτι. Φοβάμαι να ξανακοιμηθώ. Δεν ξέρω πια τι είναι αλήθεια και τι φαντασία μου. Φοβάμαι να πάω στο αυτοκίνητο μου. Με ταξί ήρθα ως εδώ.
-Ηρέμησε Άλεξ. Θυμήσου αν ποτέ είχες γνωρίσει γυναίκα που το όνομά της άρχιζε από Κ….. Κάθριν, Κέιτ μήπως;
Ο Άλεξ χάζευε και δεν άκουγε τον γιατρό. Κρύος ιδρώτας άρχισε να τον λούζει... Η ματιά του έπεσε στα μπατζάκια του καρό παντελονιού του. Ήταν λασπωμένα και βρεγμένα. Αμέσως έψαξε τα δάχτυλα του. Ξεφύσηξε με ανακούφιση. Δεν είχαν λεκέδες.
Αναστέναξε και ζήτησε ένα ποτήρι νερό από το γιατρό του. Την ώρα που άπλωνε το χέρι να το πάρει ο γιατρός πρόσεξε λίγη λάσπη κάτω από τα νύχια του Άλεξ.
-Ασχολήθηκες καθόλου με τις γλάστρες σου Άλεξ πριν έρθεις εδώ;
-Όχι γιατρέ μου. Με το που ξύπνησα σε πήρα τηλέφωνο και ήρθα τρέχοντας.
-Άλεξ, πρέπει να πάμε μαζί ως το αυτοκίνητο σου νομίζω......(@ριστέα)
☠☠☠☠☠☠☠
πως έτσι μόνο θα λύσουμε το μυστήριο » .
Ο Αλεξ , ένας άνθρωπος που δεν δεχόταν ποτέ παρεμβάσεις στην ιδιωτική του ζωή , άλλοτε θα αδιαφορούσε και θα έβαζε στη θέση του τον διαβολογιατρο « , η δουλειά σου είναι μόνο να ακούς και τίποτα άλλο».. όμως τώρα απλά πέρασε αμήχανα τις χούφτες του μέσα στα μαλλιά του σηκώθηκε κουρασμένα από την καρέκλα και ψέλλισε «Πάμε , αν θυμάμαι καλά , το έχω παρκάρει στο μικρό πάρκο , στη δεύτερη γωνία αριστερά και την ώρα αυτή δεν υπάρχει συνήθως ψυχή εκεί » .
Έφτασαν με γρήγορο βηματισμό , στο αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο πίσω από μια συστάδα θάμνων . Ξαφνικά ο Αλεξ έχασε την ισορροπία του καθώς μια γάτα μπλέχτηκε στα πόδια του , το πρόσωπο του έγινε κάτασπρο , και σωριάστηκε στην άσφαλτο .
« Πες μου Αλεξ , τι συμβαίνει »
« Θυμήθηκα τα γράμματα στις δυο καρδιές Κ και Ε .Ήταν δυο τα μωρά , το ένα ήταν το πιο ωραίο κοριτσάκι που είχα δει ποτέ , με πράσινα μάτια , ροζ μάγουλα , το καημένο . Όταν τα έφερε η νοσοκόμα τους κρέμασα στο λαιμό το ίδιο μενταγιόν , μια καρδιά στα δυο Κάρμεν και Ελένη . Μετά δεν έμαθα κανείς δεν μου εξήγησε . Ποναω πάλι , σβήνω » έψαξε για τα χάπια του στη τσέπη του σακακιού του και έβγαλε μαζί και ένα λεκιασμένο γαλάζιο γάντι. « Λες να έχω παραισθήσεις πάλι , αυτό δεν είναι δικό μου, δες σου λέω ……. ( Κάτια )
☠☠☠☠☠☠☠
Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις που θυμάται να είπε στο γιατρό. Ταυτόχρονα είχε νιώσει ένα ισχυρό τσούξιμο στη μέση, σαν ένεση. Δε μπορούσε να καταλάβει αν ήταν πρωί ή βράδυ, ένα φως του τύφλωνε τα μάτια. Η πικράδα ξαναεμφανίστηκε στο λαιμό. Συνειδητοποίησε πως ήταν ξαπλωμένος σε ιατρικό κρεβάτι και μία φιάλη με όρο ήταν συνδεδεμένη στο αριστερό του χέρι. Η ιατρική ρόμπα του γιατρού του ήταν βιαστικά πεταμένη σε μια καρέκλα. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο ψυχίατρος του.
Το βλέμμα του όμως ήταν αλλιώτικο, σκοτεινό. Η συμπόνοια, η κατανόηση, η στήριξη που του έδειχνε στο γραφείο όπου τον επισκέπτονταν είχαν δώσει τη θέση τους σε ένα πρόσωπο σκληρό, δίχως συναίσθημα.
"Γεια σου Άλεξ. Ελπίζω η επήρεια της αναισθητικής ένεσης να φύγει σύντομα. Πρέπει να μάθεις κάποια πράγματα για τον εαυτό σου. Έχεις επιλεγεί από μία ομάδα στρατιωτικών γιατρών ως το άτομο που πάνω του θα γίνουν κάποια πειράματα. Βρισκόμαστε στην τελειοποίηση ενός νέου φαρμάκου που θα αλλάζει αυτό που οι άνθρωποι θυμούνται ως παρελθόν τους. Θα το χρησιμοποιήσουμε για στρατιώτες που έρχονται από πεδία μάχης, έχουν τραυματικές εμπειρίες και θέλουν να τις ξεχάσουν. Δε μπορείς να αρνηθείς. Είσαι άστεγος, χωρίς οικογένεια και δε σε έχει αναζητήσει κανείς... Να σου γνωρίσω τη συνεργάτιδά μου..."
Μια γυναίκα με πράσινα εκτυφλωτικά μάτια και ένα μενταγιόν με το μισό μιας μεταλλικής καρδιάς με χαραγμένο το γράμμα Κ...... (Pinelia)
☠☠☠☠☠☠☠
Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό. Τώρα που αρχίζουν και δένουν κάποια στοιχεία... τώρα που το γράμμα (Κ) μαζί με τα σμαραγδένια μάτια βρίσκονται μπροστά του, του ζητάνε να γίνει πειραματόζωο και να πάψει να θυμάται για χάρη κάποιων που έπρεπε να ξεχάσουν;
Ήθελε να αντιδράσει, ήθελε να αρνηθεί... μα τα πόδια του τα ένιωθε ξένα πάνω στο σώμα του, το κεφάλι του βαρύ σαν μολύβι και ένα κάψιμο στο στομάχι του δεν έπαυε να εξαπολύει ριπές πικρίλας, που γέμιζαν το στεγνό του στόμα.
Προσπάθησε να καταπιεί, κατέβασε την πικρίλα και την έδιωξε προσωρινά, τέντωσε τα πόδια του, τα ένιωσε να μυρμηγκιάζουν και σιγά - σιγά άρχισε να επανακτά τον έλεγχό τους. Έκλεισε τα μάτια του και ένα πορφυρό χρώμα, σαν αυτό που βλέπεις όταν στρέφεις το βλέμμα σου προς τον ήλιο, πλημμύρισε το σκοτάδι των κλειστών βλεφάρων του. Μια γλυκιά ζεστασιά ανέβηκε στο κεφάλι του και ξαφνικά ένιωσε ανάλαφρος.
Δεν ξέρει πόση ώρα έμεινε σ' αυτή τη στάση, όμως τώρα που άνοιξε τα μάτια, είναι σκοτάδι έξω και κανείς δεν βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο.
Τράβηξε τον ορό απ' το χέρι του, σκούπισε με το σεντόνι το αίμα που έτρεξε, φόρεσε βιαστικά τα παπούτσια του και κατευθύνθηκε τρέχοντας προς το ασανσέρ. Κανείς δεν τον αντιλήφθηκε και στη ρεσεψιόν δεν υπήρχε ψυχή. Το ρολόι στον τοίχο έδειχνε 3 και 10. Ο δρόμος έξω ήταν έρημος και τα πυκνά δέντρα απέναντι ανέλαβαν να κρύψουν τη φιγούρα του μέχρι να απομακρυνθεί. Όμως................ (Φλώρα)
☠☠☠☠☠☠☠
… το αίμα που έρεε από τον καρπό άφησε πίσω του τα ίχνη του. Δέκα λεπτά μετά τη φυγή του η Κάρμεν μπήκε στο δωμάτιο για μια τυπική επίσκεψη. «Δεν είναι δυνατόν», αναλογίσθηκε, «το υπνωτικό που του χορήγησαν μέσω του ορού ήταν πολύ ισχυρό. Είναι αδύνατο να κατόρθωσε να σηκωθεί από το κρεβάτι.». Οι σταγόνες από το αίμα του Άλεξ φανέρωναν την πορεία του και δεν της άφηναν περιθώρια αμφισβήτησης. Πάτησε το κουμπί του συναγερμού και αμέσως ένας αλαφιασμένος φρουρός ξεπρόβαλε από το διάδρομο. «Από εδώ», του είπε και του έδειξε τα δέντρα απέναντι από το κτίριο». «Σίγουρα δεν έχει απομακρυνθεί αρκετά». Τα σμαραγδένια της μάτια καρφώθηκαν στο δάσος απέναντι από το κτίριο.
Ο Άλεξ δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Τρεκλίζοντας έβαζε όλες του τις δυνάμεις, στηριζόταν στα δέντρα και απομακρύνονταν από το κτίριο. Τα λόγια του γιατρού ενεργοποιούσαν τις λιγοστές του δυνάμεις. «Είσαι άστεγος, χωρίς οικογένεια και δε σε έχει αναζητήσει κανείς...». Άστεγος, αυτός; Χωρίς οικογένεια; Και η κόρη του; Ακόμη ένιωθε τη θέρμη της αγκαλιάς της. Η αγαπημένη του Ελένη, πού να ήταν άραγε; Πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία τους συνάντηση; Πόσο χρόνο τον χρησιμοποιούσαν ως πειραματόζωο χορηγώντας του φάρμακα; Αναπάντητα ερωτήματα που όμως έπρεπε να βρει τις λύσεις τους.
Γύρισε πίσω το βλέμμα του και στο βάθος διέκρινε φώτα από φακούς… «Με ψάχνουν…» σκέφτηκε, «Πρέπει να ξεφύγω».. Σκόνταψε και έπεσε… Απλώνοντας τα χέρια του έπιασε κάτι ζεστό… που κουνήθηκε… «Έπεσα πάνω σε ζώο»..ήταν η πρώτη του σκέψη… όμως...(Kloanna)
☠☠☠☠☠☠☠
... καθώς ψηλάφησε καλύτερα με τα παγωμένα δάχτυλα, ένιωσε πως αυτό που κουνιόταν ανάμεσα στην παλάμη του ήταν ζεστό πηχτό αίμα που έρεε,ανακατεμένο με τρίχες και δέρμα.Τράβηξε το χέρι του με αηδία.Η μεταλλική μυρωδιά του θανάτου τυλιγμένη σε νότες σαπίλας του τρυπούσε τα ρουθούνια.Προσπαθούσε με κόπο να σηκωθεί,στηριζόμενος στα τρεμάμενα γόνατά του που ένιωθε να τον εγκαταλείπουν.Μίκρυνε τα μάτια του που έτσουζαν,σε μια προσπάθεια να δει στο πυκνό και αφιλόξενο σκοτάδι και με σύμμαχο το λειψό και διαλυμένο φεγγάρι,αντίκρισε μια εικόνα ανελέητης φρίκης που δεν τη χωρά ανθρώπινος νους ...
Αυτό που κείτονταν εκεί,δίπλα του σε μια λίμνη από αίμα,ήταν ένα σφαγιασμένο γυναικείο κεφάλι.Έστεκε ακρωτηριασμένο από το υπόλοιπο σώμα,να τον κοιτά με τα σμαραγδένια του μάτια κενά και τρομαγμένα,πίσω από τα ανάκατα καστανόξανθα μαλλιά.Από τις σάρκες του λαιμού της κρέμονταν ακόμη το μενταγιόν με το αρχικό της.Μέσα στην παραζάλη του διάβασε το γράμμα Ε.Η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά και ένιωθε το καυτό αίμα να παγώνει στις φλέβες του,μη μπορώντας να συγκροτήσει τις σκέψεις του." Τι στο διάολο είχε να κάνει αυτή η κακόμοιρη γυναίκα με το μενταγιόν της κόρης του ? "
Με αταίριαστη για την περίσταση δύναμη και τη φρίκη χαραγμένη στο πρόσωπό του,έκανε μία απότομη κίνηση να σηκωθεί ενώ παράλληλα αναρωτιόταν " Ποιο άρρωστο μυαλό θα μπορούσε να διαπράξει αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα ? "
Ένιωθε το χέρι του βαρύ καθώς προσπαθούσε να στηριχτεί. Οι σειρήνες των περιπολικών ηχούσαν μανιασμένα ενώ πλησίαζαν.Πιάνοντας με την άκρη του ματιού του ένα μικρό τσεκούρι κήπου βουτηγμένο στο αίμα,να κρέμεται σαν προέκταση του χεριού του.
Το απόκοσμο σπαραχτικό ουρλιαχτό του έσκισε τον υγρό αέρα της νύχτας που θύμιζε κόλαση ... (Μιράντα)
☠☠☠☠☠☠☠
... έτοιμη να δεχθεί έναν ακόμη αθώο στα έγκατά της.
Δε μπορούσε να συμβαίνει αυτό! Θα ήταν κάποια παρενέργεια των φαρμάκων!
Έκανε δυο βήματα πίσω προσπαθώντας να σκεφτεί. Έπιασε το μέτωπό του και αισθάνθηκε να καίει. Το μόνο που ήθελε ήταν ένα σπίτι και μια αγκαλιά.
Ξαφνικά, χιλιάδες σκέψεις τον κατακεραύνωσαν. Εκατοντάδες οικογενειακές στιγμές ευτυχίας και θαλπωρής πέρασαν σαν μικρές εικόνες μπροστά του.
Επιτέλους! Είχε αναμνήσεις! Είχε σκέψεις! Είχε μνήμες και κυρίως είχε ζωή!
Θυμήθηκε τα σμαραγδένια μάτια της γυναίκας του και με αγωνία κοίταξε το σφαγιασμένο κεφάλι.
Ξεφύσησε όλο ανακούφιση όταν διαπίστωσε πως δεν ήταν αυτή. Η κόρη του έτσι κι αλλιώς δε θα μπορούσε να είναι λόγω ηλικίας όμως το μενταγιον ηταν δικό της. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό!
Στο λεπτό, το πρόσωπό του έγινε χλωμό και πάνω του σχεδιάστηκε η έκφραση της φρίκης. Κι αν η κόρη του είχε μεγαλώσει και δεν ηταν όπως τη θυμόταν; Αν αυτό το πτώμα άνηκε σε κείνη;
Οι ήχοι των περιπολικών ολοένα και δυνάμωναν.
Έκατσε κάτω στο ματωμένο χώμα και απλώς περίμενε την καταδίκη του.
Ξαφνικά, ένα χέρι τον ακούμπησε στον ώμο και τρόμαξε καθώς γύρισε να δει τον κάτοχό του.
Ήταν ένας ηλικιωμένος ρακοσυλλέκτης.
«Με θυμάσαι;» Τον ρώτησε με τραχιά φωνή.
«Ναι, σε θυμάμαι» Απάντησε έκπληκτος.
« Είσαι ο άντρας που με κουβάλησε στο ιατρείο. Είσαι ο…»
« Είμαι ο Μπιλ και σύντομα θα τα θυμηθείς όλα. Πρέπει να έρθεις μαζί μου». Είπε προσφέροντας το χέρι του.
Ο Άλεξ δίστασε για ένα λεπτό αλλά δίχως δεύτερη σκέψη έπιασε το χέρι του.
Έκαναν να φύγουν όταν ο Αλεξ έσφιξε τον αγκώνα του ηλικιωμένου.
«Αυτό το εκανα εγω; Είπε με φωνή που δήλωνε ικεσία και φόβο, δείχνοντας το ματωμένο χώρο.
«Όχι αγόρι μου!» Τον καθησύχασε
«Τότε ποιός;» Αναρωτήθηκε.
«Είναι μεγάλη ιστορία. Θα στα εξηγήσω όλα λεπτομερώς.»
«Η κοπέλα….Είναι συγγενής μου;» Ψέλλισε σκύβοντας το κεφάλι.
«Όχι! Είναι όλα ένα καλοστημένο σχέδιο πλεκτάνης!»
«Μα γιατί; Ποιός το σκέφτηκε όλο αυτό;»
«Θα στα εξηγήσω όλα. Εμπιστέψου με και όλα θα πάνε καλα!» Αποφάνθηκε ο ηλικιωμένος κύριος με μάτια που δήλωναν αλήθεια και προτροπή.
«Πάμε!» Είπε ο Αλέξ με αποφασισμένη φωνή και μέσα στο λεπτό χάθηκαν στη νύχτα.
……. Δυο στενά πιο κάτω, δυο καταπράσινα μάτια έντρομα κοιτούσαν το γιατρό με φόβο. Εκείνος προσπαθούσε να τα καθησυχάσει μα βαθιά μέσα τους ήξεραν πως ο καιρός της αλήθειας είχε πλέον φτάσει!!! (Κική)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου