6. Η χορεύτρια των Χριστουγέννων
Περίμενε υπομονετικά. Μέχρι τα φώτα του δέντρου να συναντήσουν το φως του φεγγαριού. Και τότε γλίστρησε σα γάτα! Κυλίστηκε για λίγο στο χαλί. Χουζούρεψε στη χρυσόσκονη που είχε σκορπίσει στο δωμάτιο. Ύστερα σκαρφάλωσε στο παράθυρο. Κρυφοκοίταξε. Ο αγαπημένος της ήταν εκεί! Απέναντι, στο μπαλκόνι, όπως κάθε βράδυ.
Θα χόρευε μόνο για εκείνον! Το χιονάνθρωπο που αναβόσβηνε σαν να ‘λεγε: «Σ’ α-γα-πώ, σ’ α-γα-πώ, σ’ α-γα-πώ».
«Κι εγώ σ’ αγαπώ!» ψιθύρισε μέσα από το τζάμι εκείνη, η χορεύτρια των Χριστουγέννων. Κι άρχισε να λικνίζεται απαλά. Σα γάτα που ισορροπεί σε τεντωμένο σκοινί.
Μα ήταν χορεύτρια μαριονέτα και η πρωτοβουλία την τραυμάτισε. Κόπηκε ένα σκοινί, έσπασε ένα ξύλο…
Σκαρφάλωσε ξανά στο δέντρο, ξάπλωσε σ’ ένα κλαδί, σα τη γάτα που κουρνιάζει δίπλα μπροστά στο τζάκι για να ζεσταθεί. Έδειξε τα παθήματά της στα υπόλοιπα στολίδια. Μα, κανένα δεν ανέλαβε την ευθύνη να τη βοηθήσει. Και είχε το στρατιωτάκι ένα κομμάτι ξύλο από το όπλο του. Και είχαν οι μπάλες πολλά σκοινάκια. Φοβήθηκαν όμως την ευθύνη…
Το πρωί ο πατέρας έφτιαξε την χορεύτρια των Χριστουγέννων. Πήρε ένα μαχαίρι, βίδωσε σφιχτά τη βίδα. Μα δεν αντικατέστησε το ξύλο και το σκοινί. Και η μαριονέτα δεν μπορούσε πια να χορέψει. Όμως κρεμόταν και πάλι από το δέντρο. Και το παιδί χειροκρότησε χαρούμενο. Χειροκρότησε και η μητέρα που είδε το παιδί χαρούμενο.
Πόσο την πόνεσε το μαχαίρι που την ακινητοποίησε. Και το χειροκρότημα που δεν ήταν για το χορό της. Και των στολιδιών η αγάπη που φοβήθηκε την ευθύνη.
Το φως του φεγγαριού συνάντησε ξανά τα φώτα του δέντρου. Ο χιονάνθρωπος, απέναντι, αναβόσβηνε: «Σ’ α-γα-πώ». Όμως η χορεύτρια των Χριστουγέννων έμεινε ακίνητη.
Και τότε, το αστέρι της κορυφής έσβησε! Από ντροπή. Που δεν είχε πάρει την ευθύνη… Και τότε, ο μικρός τυμπανιστής αντικατέστησε το σπασμένο ξύλο με τη μπαγκέτα του. Η μπαλαρίνα αντικατέστησε το σκοινί με κλωστούλες από τη φούστα της. Και το ελαφάκι χαλάρωσε τη βίδα με τα κέρατά του.
Και η χορεύτρια των Χριστουγέννων, σα γάτα που πηδάει τις στέγες για να βρει το γάτο της, σκαρφάλωσε στο παράθυρο. Κι άρχισε να λικνίζεται μόνο για το χιονάνθρωπό της.
«Καλή χρονιά, χρόνια πολλά
χαρούμενη, χρυσή Πρωτοχρονιά»
τραγουδούσε το μουσικό κουτί.
7. Αυλαία
Ο Μανώλης μπήκε στην αυλή κι έριξε μια ματιά γύρω. Το κοτέτσι ήταν από ώρα κλεισμένο. Μια παρδαλή γάτα γλειφόταν δίπλα στο γεράνι.
Ένα παράθυρο φωτιζόταν απαλά. Αυτό το απαλό έμοιαζε να φτάνει μέχρι μέσα του, να τον φωτίζει και να τον ηρεμεί. Πριν οι ευθύνες, οι αμφιβολίες και οι δισταγμοί προλάβουν να ανοίξουν δρόμο μέσα στο μυαλό του, πήρε βαθειά ανάσα και ξεκίνησε. Δεν είχε σκεφτεί τίποτα περισσότερο από το να χτυπήσει την πόρτα της. Μετά θα έβλεπε..
Η Ασημίνα σάστισε που τον είδε να στέκεται μπροστά της. Έκανε ένα βήμα πίσω για να τον προσκαλέσει να μπει στην κάμαρα.
Τα ξύλα έτριζαν στο τζάκι.
-Καλησπέρα, είπε ο Μανώλης.
- Καλησπέρα, Μανώλη, απάντησε η Ασημίνα.
Του άρεσε που άκουσε το όνομά του. Πήρε θάρρος σαν να το είχαν ξεχωρίσει μέσα σε ένα πλήθος ανθρώπων. Όπως όταν ήταν μικρό παιδί και αλήτευε όλη μέρα στα παιχνίδια και άκουγε ξαφνικά τη φωνή της μάνας του να τον καλεί. Μόνο εκείνον από όλο το παιδομάνι. Ήταν γλυκιά η γεύση της παιδικής ελευθερίας, μα πιο γλυκιά ακόμα η αίσθηση του να ανήκεις κάπου, να σε φωνάζουν με το όνομά σου.
Χαμογέλασε.
-Πέρασα να δω αν είναι όλα εντάξει... Αν εσύ είσαι εντάξει. ..
- Ναι. Ναι όλα είναι εντάξει. Και εγώ.
Η Ασημίνα κοίταξε γύρω-γύρω την κάμαρα. Αισθανόταν αμήχανα μ' αυτόν τον άνδρα μέσα στο σπίτι της, κι όμως δεν ήθελε να φύγει. Προσπαθούσε να βρει τρόπο για να τον κρατήσει περισσότερο. Του έδειξε μια καρέκλα για να καθίσει και γύρισε στο παραγώνι. Έβγαλε το τηγάνι και έριξε δύο αυγά. Ο Μανώλης την παρακολουθούσε.
-Άφοβη ήσουν σήμερα! Ρίχτηκες κατευθείαν στη φωτιά να βγάλεις την Παναγιώτα. Αν δεν την προλάβαινα εγώ, θα την είχες βγάλει εσύ.
-Κάποιος θα το έκανε. Εγώ, εσύ.
Έμεινε ο απόηχος των λόγων της να καμπανίζει στο δωμάτιο. Εγώ. Εσύ.. Εγώ κι εσύ...
Η Ασημίνα ακούμπησε τα πιάτα στο τραπέζι. Έφερε ψωμί, τυρί, κρασί και δύο ποτήρια. Τελευταία έφερε δυο πιρούνια και το μαχαίρι για το ψωμί, όπως έκανε ο πατέρας της. Έτσι κανείς δεν έμπαινε στον πειρασμό να ξεκινήσει να τρώει πρώτος, πριν καθίσει κι ο άλλος.
Ο Μανώλης έριξε κρασί στα ποτήρια και σήκωσε το δικό του.
-Καλώς σε βρήκα, Ασημίνα, είπε και την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Καλώς σε βρήκα και καλώς με δέχτηκες.
-Καλώς όρισες και καλώς σε δέχτηκα, Μανώλη.
Μια πορφυρή αυλαία έκλεισε έξω τη νύχτα. Έμειναν να κοιτάζονται με τα ποτήρια μετέωρα, χωρίς να νοιάζονται για αχρείαστα χειροκροτήματα..
8. Παίζοντας κρυφτό με τη μελαγχολία των Χριστουγέννων
Κάθε που πλησιάζουν Χριστούγεννα
νοσταλγία και μελαγχολία από το χέρι με πιάνουν
Προσπαθώ να γίνω ξανά παιδί
μα τα χρόνια χάρη δεν μου κάνουν
Ονειρεμένα τι να σημαίνει συλλογίζομαι (!)
Ένα οικείο πλήθος γύρω από το τραπέζι,
χάχανα, φωνές και ζωηρές στιγμές
Έξω η πρώτη εμφάνιση χιονιού και χορός νιφάδων,
μέσα δώρα και μυρωδιές, ευθύνη όλα των μαμάδων
και η γάτα την κάλτσα στο τζάκι
να παραμονεύει να περιεργαστεί
λες και γνωρίζει ότι κάτι κρυμμένο βρίσκεται εκεί
Ο φόβος γύρω μου τυλίγεται κάθε φορά
αν θα έρθουν τα φετινά και χάρη δεν μου κάνουν
να νιώσω πως για μένα υπάρχουν χέρια να με πιάνουν
το ονειρεμένο πλήθος αναζητώ σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα
μα να μην γίνουν όλα στάχτες σε μια νύχτα
Παίρνω την ευθύνη στα χέρια μου
και κόβω μαχαίρι όλες τις ανησυχίες
και τις ατελέσφορες μου σκέψεις
το χειροκρότημα για την προσπάθεια απαραίτητο για να αναθαρέψεις
Ας πάρει ο χρόνος ο παλιός
τους φόβους όλους με ένα μαγικό
Χτυπάω ξύλο άλλο κακό να μην μας βρει
και το νέο έτος στα καλύτερα του να ντυθεί
και να μας υποδεχθεί
Αξίζει η ελπίδα στην επιφάνεια να αναδυθεί.
9. Χάδι Χριστουγέννων
Κοφτερή λάμα κι αδρή η κοπή του μαχαιριού,
καθώς την ξύλινη λαβή μες΄ τα χέρια κρατούν.
Γλυκό ψωμί στο χέρι που φέτες κόβει ακόμη,
φέτα άχρονα αλειμμένη βούτυρα και μέλι.
Πλάι στο ξύλο της κοπής νόστου ευχή περισσεύει,
μπουκίτσα για τη γάτα ψίχουλα στα πουλάκια.
Μα πιο βαθειά ακόρεστη σαν δίψα καρτερεύει,
κάθ΄ Οδυσσέα ΄πιστροφή στο γιορτινό τραπέζι.
Σε δυο ευθείες πάνω φως κει ανάμεσα η αγάπη,
άκρατες οι στιγμές τους πάνω η ευθύνη μόνη.
Συνείδηση αγκαλιά χορού χέρια παιδιών κρατούν,
χρόνια όνειρα αναδεύουν γουλιά γάλα κακάο.
Φώτα στο δέντρο ρυθμικά πλανήτες μες΄ τα χάη,
χειροκροτήματα χιονιού σιωπή ηχούν στο τζάμι.
Που αντιλάμπει ακόμη το στολισμένο δέντρο,
σαν χάδι Χριστουγέννων δώρο κρουσταλλιασμένο.
Άνοιξε την πόρτα με δυσκολία. Δεν ήξερε καν ότι είχε ακόμα τα κλειδιά μέσα στην τσάντα της. Το σπίτι σχεδόν άδειο. Η σκόνη είχε σκεπάσει τα πάντα. Τα λιγοστά έπιπλα από ξύλο δρυός, τα μοντέρνα υφάσματα και εκείνον τον πανάκριβο πολυέλαιο. Πόσο απαξιωμένα μοιάζουν όλα όταν έχουν πεθάνει.
Περπάτησε διστακτικά τον διάδρομο. Σχεδόν αθόρυβα. Από ποιον κρυβόταν; Κανείς δεν έμενε πια εδώ, κανείς δεν έμενε πια σε κανένα πάτωμα της πολυκατοικίας. Δεν θα μπορούσε κανείς να την πάρει χαμπάρι.
Το φιλντισένιο πάτωμα έχασε τα λάμψη του από τότε που χώρισαν και οι ζωές τους. Τράβηξε προς την κουζίνα. Τα ντουλάπια ανοιχτά και άδεια. Ο πάγκος κενός. Μόνο δυο κονσέρβες γάτας ξεχασμένες στην άκρη του νεροχύτη. Θυμήθηκε πως τις είχε ξεχάσει την τελευταία μέρα που μάζεψε και τα τελευταία της πράγματά. Έχουν λήξει. Όπως έληξαν και τα συναισθήματα, όπως έληξαν και τα όνειρα, όπως τέλειωσε και η αγάπη.
Πάνω ψιλά, το πατάρι. Το κοίταξε με απορία. Δεν θυμόταν καν τι αποθήκευαν εκεί μέσα. Μήπως τα χαλιά; μήπως παλιά ρούχα; Η μνήμη της την είχε εγκαταλείψει.
Περπάτησε προς τη κρεβατοκάμαρα. Άδεια. Η τεράστια ντουλάπα στέκονταν σαν θεριό. Μια ντουλάπα που χωρούσε όλη της την ματαιοδοξία, όλη της την ζωή, όλη της την εθελοτυφλία.
Να μια παλιά καρέκλα της γιαγιάς. Ξεχασμένη στο σπίτι από χρόνια. Με αυτή θα μπορούσε να ανέβει στο πατάρι, σκέφτηκε. Την άρπαξε διστακτικά και την τράβηξε στην κουζίνα. Την ακούμπησε δίπλα στον τοίχο και ανέβηκε. Το πατάρι δεν είχε τίποτα, παρά μόνο ένα μεγάλο κουτί. Άσπρο. Έστυβε το μυαλό της να θυμηθεί τι θα μπορούσε να κρύβει αυτό το κουτί. Τι θα μπορούσαν να είχαν ξεχάσει, τι τους έλειπε τόσα χρόνια;
Το κατέβασε και το ακούμπησε στο πάτωμα. Με ένα μαχαίρι που βρήκε μέσα σε ένα συρτάρι, έκοψε τις φθαρμένες απ΄ τον χρόνο ταινίες και το άνοιξε. Τα μάτια της έλαμψαν από έκπληξη. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο! Ένα δέντρο που κουβαλά όλα τα χρόνια που έζησε μαζί του, όλα τα Χριστούγεννα, όλες τις γιορτές, μα περισσότερο κουβαλά εκείνα τα τελευταία Χριστούγεννα που δεν το στόλισαν, τα τελευταία Χριστούγεννα που πέρασαν μαζί.
Έκλεισε γρήγορα το κουτί, έκλεισε ξανά μέσα του το ακριβό απόκτημα, το τοποθέτησε στη θέση του, όπως και την καρέκλα της γιαγιάς πίσω στο υπνοδωμάτιο και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα.
Κατέβηκε αποφασιστικά τις σκάλες, βγήκε στον δρόμο χαρούμενη και ανακουφισμένη. Έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη της. Τα κοίταξε. Τι την έφερε ξανά πίσω σε αυτό το σπίτι; Μια επιβεβαίωση; Μια αμφιβολία; Τώρα πια δεν ένιωθε τίποτα απ΄ αυτά. Ο υπόνομος δέχτηκε με χαρά τα κλειδιά της και η ευθύνη της πέταξε μακριά.
Ένα χειροκρότημα ακούστηκε στο βάθος του μυαλού της. Μια αυλαία έπεσε οριστικά καθώς μια νέα ζωή είχε ήδη αρχίσει.
11.Γράμμα στον Άη Βασίλη
Αγαπημένε μου Άη Βασίλη, το σκέφτηκα πολύ καλά πριν ξεκινήσω να σου γράφω, όμως το αποφάσισα τελικά, μιας και δεν έχω να χάσω και τίποτα….
Βιαστικά σου γράφω, γιατί πρέπει να βάλω το κοστούμι μου και στη συνέχεια να βαφτώ, είναι εντελώς απαραίτητο αυτό, μιας και ο ρόλος μου απαιτεί να μεταμορφωθώ σε….
Γάτα !!! Μισό να σου εξηγήσω, υποδύομαι την ΜΠΛΕ ΓΑΤΑ στο ομώνυμο έργο, το σενάριο του οποίου συνέγραψα η ίδια μαζί με το παρεάκι των φίλων :
Δανάης, Σέργιου, Πέτρου, Μάρθας, Κλεώνης, Τιμολέοντα, Αρτεμισίας και του δικού μου, του Χαρίτωνα
Εν συντομία θα σου εξιστορήσω τα γεγονότα, για να καταλάβεις περί τίνος πρόκειται.
Ζόρια μεγάλα περνούσα, προ διετίας λίγο πριν τα Χριστούγεννα, εξ αιτίας ενός κατάγματος.
Ήτανε τυχερό όμως, μέσα στην ατυχία μου, να γνωρίσω τον Χαρίτωνα, (ήτανε ο ορθοπεδικός που με γιατροπόρεψε).
Θετικό άτομο και πολυτάλαντο !!! Μουσικός, στιχουργός και με την αδελφή του τη Δανάη και άλλους φίλους, έχουνε δημιουργήσει μία ερασιτεχνική θεατρική ομάδα ,που παίζει έργα σε Παιδιατρικά Νοσοκομεία…
Ίσως αν δεν τους είχα γνωρίσει, να μην μάθαινα ποτέ, για τη θαυμάσια προσφορά τους…
Κεραυνοβόλος έρως με τον Χαρίτωνα και με τον ερασιτεχνικό θίασο ταυτόχρονα !!! Εκείνη τη Πρωτοχρονιά, η παρέα, μου χάρισε τη ΝΙΟΥΡΑ, μία υπέροχη Ρώσικη μπλέ γάτα, ντροπαλή και ήσυχη, με βελούδινο τρίχωμα και εξαιρετικό χαρακτήρα .!!!
Λοιπόν, η ΝΙΟΥΡΑ, με τη σειρά της, μου χάρισε την έμπνευση για το σενάριο του θεατρικού που παίζουμε …
Μαγική η ΜΠΛΕ ΓΑΤΑ, συντροφεύει, συμβουλεύει και προστατεύει την όμορφη πριγκίπισσα που η ζηλιάρα μάγισσα έχει φυλακίσει στο κάστρο…
Νιαουρίζει , σαλτάρει επιδέξια και με την πονηριά της καταφέρνει στο τέλος να τη σώσει!!!
Ξύνοντας με τα νύχια και τα δόντια της, το ξύλο του ραβδιού της μάγισσας, την αναγκάζει, να κάνει διαρκώς γκάφες ….
Όλοι οι μικροί θεατές, ξεφωνίζουν ενθουσιασμένοι με τα καμώματα της ΜΠΛΕ ΓΑΤΑΣ, την ενθαρρύνουν και ξεσπούν σε δυνατό χειροκρότημα όταν κάνει τα ηρωικά της κατορθώματα…..
Πόση συγκίνηση αλήθεια, μοιραζόμαστε όλοι, με τη συμμετοχή των παιδιών στο έργο…..και πόσο έντονα αισθανόμαστε την ευθύνη ,αυτής της προσφοράς…
Ρίξε το μαχαίρι !!! Τώρα !!! Ξεφωνίζουν οι μικροί θεατές εναγώνια, προκειμένου η Μπλε Γάτα να καταφέρει να οπλίσει τον γενναίο, που θα κόψει τις ρίζες της περικοκλάδας που έχει καλύψει το κάστρο….
Σεισμός από γέλια !!! Η ζηλιάρα μάγισσα από γκάφα, μαγεύεται η ίδια και μεταμορφώνεται ποντικίνα……
Τέλος αίσιον και ευτυχές…… Η πριγκίπισσα ελευθερώνεται, γάμοι και χαρές, χοροί και τραγούδια !
Υπέροχη η αίσθηση της χαράς που πλημμυρίζει τα παιδικά πρόσωπα…..!!!
Φανταστικές οι στιγμές που ζούνε οι μικροί θεατές, αλλά κι εμείς οι ηθοποιοί…..
Χορεύουμε στο τέλος όλοι μαζί, η καρδιά μας σκιρτάει δυνατά από συγκίνηση κοιτάζοντας τα αναψοκοκκινισμένα τους προσωπάκια και τα λαμπερά τους μάτια….
Ψιτ ψιτ….Η ΝΙΟΥΡΑ μας περιμένει κάτω από το στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο, για να μας παρουσιάσει ένα θαύμα!!! Τα δύο νεογέννητα μωρά της !!!
Ω!!! Πόσο τυχεροί είμαστε !!! Άγιε Βασίλη σ΄ευχαριστώ, και σε παρακαλώ, αυτή τη χρονιά, να χαρίσεις το θαύμα που χρειάζεται, κάθε παιδί πάνω στη γη……
12. Ανακατώστρας και υιός
Το σπίτι είναι βυθισμένο στην ησυχία. Όλοι κοιμούνται του καλού καιρού.
Μόνο κάποιο ξύλο τρίζει κάπου κάπου στο τζάκι και ταράζει τη σιγαλιά.
Μόνο αυτό; Αν στήσεις αυτί θα ακούσεις και κάτι ακόμα.
Κάτι, που καθόλου δε μοιάζει με τους φυσιολογικούς ήχους ενός σπιτιού που ακούγονται μόνο το βράδυ.
Ομιλίες έρχονται από την κουζίνα.
Εκεί στέκονται δυο φιγούρες η μια απέναντι στην άλλη και λογομαχούν.
Κάτι μου λέει πως δεν είναι παρά καλικάντζαροι, αλλά για στάσου να ακούσουμε τι λένε!
Μια φωνή ακούγεται καθαρά και είναι παιδική, φοβισμένη.
-Σσσσσς, μη φωνάζεις και άσε κάτω το μαχαίρι, γιατί θα γίνει καμιά ζημιά, τραύλισε.
- Θα γίνει καμιά ζημιά! Κορόιδεψε η άλλη φωνή. Μα αυτό ακριβώς θέλω να γίνει. Ζημιά, πολλές ζημιές δηλαδή. Τόσες πολλές που να χάσουν το λογαριασμό μετρώντας τες οι άνθρωποι! Έφτυσε την τελευταία λέξη με περιφρόνηση.
Τα σάλια πέτυχαν τον μικρό στο πρόσωπο, που μόρφασε αηδιασμένος και σκουπίστηκε με το μανίκι του.
Μόλις τέλειωσε το λογύδριο ο μεγαλύτερος, κάρφωσε το μαχαίρι με μανία στο τραπέζι, σκίζοντας το τραπεζομάντηλο κι άρχισε να χοροπηδά εδώ κι εκεί ανακατεύοντας τα πάντα!
Ανακατώστρα τον έλεγαν και ήταν διάσημος σε όλους, για την ικανότητά του να μην αφήνει τίποτα όρθιο!
Ο μικρός έτρεχε πίσω του και τακτοποιούσε ξανά όσα μπορούσε να τακτοποιήσει.
Αν έβαζε τα δυνατά του θα έσωζε κάτι για να μπορέσουν οι άνθρωποι να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα.
- Τι σόι καλικάντζαρος είσαι εσύ, άρχιζε να σκούζει ο Ανακατώστρας. Ντρέπομαι να λέω πως σε έχω γιο. Εγώ ο Μέγας Ανακατώστρας με το όνομα, σταμάτησε για λίγο και υποκλίθηκε σα να άκουγε ένα φανταστικό χειροκρότημα, να έχω γιο εσένα. "Ανακατώστρας Τζούνιορ" σου λέει ο άλλος και περιμένει να δει να συνεχίζεται η παράδοση της τρανής μας οικογένειας. Κι εσύ, φτου, ξανάφτυσε, εσύ να είσαι ένας Μέγας Τιποτάκιας!
Ο...Τζούνιορ κοκκίνησε από ντροπή, μα έμεινε να κοιτάζει ανήμπορος την άχνη από τους κουραμπιέδες που είχε σκορπίσει λίγο πριν ο πατέρας του παντού. Τίποτα δεν μπορούσε να κάνει γι΄αυτή, μα άρχισε να φυσάει εδώ κι εκεί για να τη διώξει.
Μάταιος κόπος. Εκεί που φυσούσε, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Βιάστηκε να το σκουπίσει μην το δει ο πατέρας του και τότε πήρε το μάτι του τη γάτα που κρύβονταν κάτω από το τραπέζι και πάσχιζε να του τραβήξει την προσοχή.
Ο πόνος που του είχαν προκαλέσει τα λόγια του πατέρα του υποχώρησε μπροστά στο γεμάτο κατανόηση βλέμμα της γάτας.
Του φάνηκε μάλιστα πως του έκλεισε το μάτι.
Ξάφνου σα να μεγάλωσε. Δεν τον ένοιαζε πια ούτε η γνώμη του πατέρα του και πολύ περισσότερο η γνώμη των άλλων.
Αυτός θα συνέχιζε να πορεύεται σύμφωνα με όσα ένιωθε!
Κι ένιωθε πως είχε την ευθύνη να μη γίνουν όλα μπάχαλο.
Κι ένιωθε πως είχε την ευθύνη να μη γίνουν όλα μπάχαλο.
Ανασκουμπώθηκε και συνέχισε να καθαρίζει το χάος που σκόρπαγε πίσω του ο Μέγας Ανακατώστρας.
Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 13 - 19 πατήστε εδώ!