Μια θάλασσα από πράσινο αναδεύονταν κάτω από την αφόρητη ζέστη κάθε καλοκαίρι στον κάμπο.
Γιόμιζε ο τόπος καπνά και τα καπνοχώραφα γιόμιζαν τις ζωές μεγάλων και μικρών.
Δεν υπήρχε παιδί που δε γνώριζε τα καπνά, που δεν ήξερε έστω να αρμαθιάζει.
Γεμάτα χαρακιές τα παιδικά δάχτυλα από τις βελόνες, και οι συμβουλές των μεγάλων είχαν γίνει βίωμα στα ανήλικα. Για να σταματήσει το αίμα έσπαζαν το κοτσάνι από ένα φύλλο καπνού και το έβαζαν στην πληγή. Κι αυτή ήταν η μόνη θεραπεία που έκαναν στις πληγές τους την ώρα της δουλειάς.
Αργότερα στο σπίτι, αφού είχε τελειώσει η δουλειά και είχαν πλυθεί, η μάνα τους έβαζε και βάμμα.
Σκληρή δουλειά τα καπνά.
Υπήρχαν οικογένειες που στηρίζονταν στον καπνό για να τα φέρνουν βόλτα. Αυτές έβαζαν στρέμματα και στρέμματα ολόκληρα και η δουλειά που άρχιζε νωρίς την άνοιξη σπέρνοντας σε βραγιές, συνεχίζονταν αμείωτη και καθημερινή με βοτάνισμα και πότισμα, ενώ γρήγορα έφτανε η μέρα που τα φυντάνια έπρεπε να φυτευτούν στα χωράφια. Ξανά ποτίσματα και σκαλίσματα, ως τη μέρα που έπρεπε να μαζευτούν, να λιαστούν, να γίνουν βαντάκια. Και γέμιζαν οι ταβάνια των αποθηκών με βαντάκια που έμεναν εκεί να κρέμονται σαν σκιές ως το φθινόπωρο. Κάπου στα μέσα του φθινοπώρου, με την υγρασία σύμμαχο που τα μαλάκωνε και δεν τρίβονταν, αυτά γίνονταν δέματα και τα δέματα με τη σειρά τους έπαιρναν το δρόμο για τον έμπορα. Τότε μόνο σταματούσε η δουλειά.
Τα έμαθα όλα καλά όταν οι γονείς μου παράλληλα με τις δουλειές τους, αποφάσισαν να βάλουν και πέντε στρέμματα καπνό. Με δανεική άδεια από μια θεία μου, δανεική αποθήκη, δανεικές λιάστρες και νοικιασμένα χωράφια, ξαμολυθήκαμε κι εμείς να αρμενίσουμε στη δική μας μικρή θάλασσα για τέσσερα, ίσως και πέντε καλοκαίρια.
Κάπου εκεί προς το τέλος του δημοτικού και στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, τα καλοκαίρια μας ανακάτευαν τις θάλασσες τις πράσινες με τις άλλες τις μπλε που λαχταρούσαμε.
Και λογιζόμασταν τυχερά, γιατί οι γονείς μας φρόντιζαν και για τα μπάνια μας και για το βουνό μας, αλλά όσοι είχαν πολλά στρέμματα με το ζόρι έβλεπαν τη θάλασσα, αφού το ένα χέρι του καπνού διαδέχονταν το άλλο σχεδόν αμέσως στο μάζεμα.
Από το πατόφλο όπως λέγονταν τα τελευταία φύλλα του φυτού, αυτά που ακουμπούσαν σχεδόν στο έδαφος, άντε να μαζέψεις και πρώτο χέρι, και δεύτερο, και τρίτο, από τόσα στρέμματα. Μέχρι να φτάσεις στο τέταρτο καμιά φορά και στο πέμπτο αν είχε προκοπή μεγάλη ο καπνός, να και το κορφάδι.
Κορφάδι, ήταν το άνθος του φυτού, αλλά έτσι έλεγαν και το τελευταίο χέρι. Το άνθος συνήθως το τσακίζαμε, το κόβαμε δηλαδή, πριν μαζευτεί το τελευταίο χέρι.
Και οι καλοκαιρινές μέρες στον κάμπο, ξεκινούσαν αξημέρωτα με το μάζεμα. Δυο τρία φύλλα από κάθε φυτό, τόσα αντιστοιχούσαν στο κάθε χέρι, μέχρι να σηκωθεί ο ήλιος ψηλά και να μην αντέχεται το κάμα.
Ο καπνός μεταφέρονταν στην αποθήκη κι εκεί άρχιζε το αρμάθιασμα.
Καμάρωνα θυμάμαι, το πόσο γρήγορα αρμάθιαζα. Μα είχαμε κάποτε μια εργάτρια που νομίζω πως και ποτέ να μη σταματούσαμε να βάζουμε καπνό, ποτέ να μη σταματούσα το αρμάθιασμα, δε θα κατάφερνα να την παραβγώ!
Ήθελε επιδεξιότητα να περνάς κάθε φύλλο στη βελόνα γρήγορα. Γέμιζε η βελόνα καπνό και άδειαζε στο σπάγκο που της περνούσαμε. Με τέσσερις και κάτι βελόνες, αν θυμάμαι καλά πια, γέμιζε μια αρμάθα.
Και οι αγκλίτσες που έκλειναν τις δυο πλευρές του σπάγκου, πόσα μαγικά ακούγονταν τότε στα αυτιά μου!
Αγκλίτσες! Σαν αγκαλίτσες μου ακούγονταν!
Το καλύτερό μου ήταν να σηκώνονται πίσω μου οι αρμάθες. Να μειώνεται σιγά σιγά από μπρος μου το βουνό των φύλλων και να μεταμορφώνεται σε αρμάθες πίσω μου.
Δεν άφηνα κανέναν να μου τις πάρει, γιατί μου άρεσε να καμαρώνω τον κόπο μου.
Βέβαια την έχανα αυτή τη μάχη, αφού έπρεπε να πάνε στη λιάστρα.
Πάντα ήξερα όμως πόσες αρμάθες έκανα. Όλοι ήξεραν πόσες είχαν κάνει.
Και να πιάνουν ξαφνικά κάτι αυγουστιάτικα μπουρίνια και να μας κάνουν όλους να τρέχουμε.
Να παρατάμε άλλος τη δουλειά, άλλος το μαγείρεμα και άλλοι το παιχνίδι και να τρέχουμε να σκεπάσουμε τις λιάστρες με τα πανιά, γατί αν βρέχονταν οι αρμάθες όλος ο κόπος μας θα πήγαινε στράφι.
Μα και σκεπασμένες να έμεναν όταν σταματούσε η βροχή δεν έκανε.
Άντε πάλι να ξεσκεπάζεις!
Με το αυτί στο δελτίο καιρού και το μάτι στον ουρανό πορεύονταν τα καλοκαίρια των μεγάλων, μαζί με τη σκληρή δουλειά.
Τα καλοκαίρια των περισσότερων παιδιών, μετριόνταν με χέρια και είχαν ονόματα: πατόφλο, πρώτο, δεύτερο, τρίτο...
Η πρώτη ερώτηση που έκαναν ο ένας στον άλλον ήταν μία. "Τι χέρι μαζεύετε;"
Από το χωράφι περνούσαν το σχολείο κατευθείαν, χωρίς να δουν την άλλη θάλασσα, την κανονική, εκτός αν ο καπνός τους λυπόταν και τους άφηνε επίτηδες λίγες μέρες περιθώριο από ωρίμανση σε ωρίμανση, να πάνε για κάνα μπάνιο.
Τα καλοκαίρια στον κάμπο είχαν μια φορά κι έναν καιρό δικές τους θάλασσες, αλλιώτικες.
Το έργο που κοσμεί την ανάρτηση και οι πληροφορίες, είναι από το:art22.gr
Ένα έργο που σώθηκε επειδή κανείς δεν το είχε προσέξει σ΄ένα παλιό καπνεργοστάσιο της Σταυρούπολης, είναι η σύνθεση του Α. Τάσσου και της συντρόφου της ζωής του Λουκίας Μαγγιώρου: «Η καλλιέργεια του καπνού». Το έργο αποτυπώνει το μόχθο και τον πόνο των ανθρώπων που πέρασαν τη ζωή τους στα καπνοτόπια και στα καπνομάγαζα. Παραχωρήθηκε τον Απρίλιο του 2012 στην Εθνική Πινακοθήκη και τώρα επιστρέφει για να εκτεθεί στη Θεσσαλονίκη στο ΚΜΣΤ (Μονή Λαζαριστών). Φιλοτεχνημένο το 1960 για τις εγκαταστάσεις του εργοστασίου Εθνικού Οργανισμού Καπνού Δυτικής Θεσσαλονίκης, κατόπιν παραγγελίας της Εταιρείας Παπαστράτος, το μνημειακών διαστάσεων διακοσμητικό σύνολο, που φέρει την υπογραφή του γνωστού χαράκτη και ζωγράφου Τάσσου Αλεβίζου (1914-1985) και της συντρόφου του Λουκίας Μαγγιώρου (1914-2008), αποτελείται από πέντε επιμέρους συνθέσεις ύψους 2 μ. κι έχει συνολικό μήκος 12,40 μ. (μικτή τεχνική σε ύφασμα επικολλημένο σε ξύλο). Τη μνημειακή σύνθεση συμπληρώνει προπαρασκευαστική μακέτα διαστάσεων 0,59 x 3,80 μ.
Ένα έργο που σώθηκε επειδή κανείς δεν το είχε προσέξει σ΄ένα παλιό καπνεργοστάσιο της Σταυρούπολης, είναι η σύνθεση του Α. Τάσσου και της συντρόφου της ζωής του Λουκίας Μαγγιώρου: «Η καλλιέργεια του καπνού». Το έργο αποτυπώνει το μόχθο και τον πόνο των ανθρώπων που πέρασαν τη ζωή τους στα καπνοτόπια και στα καπνομάγαζα. Παραχωρήθηκε τον Απρίλιο του 2012 στην Εθνική Πινακοθήκη και τώρα επιστρέφει για να εκτεθεί στη Θεσσαλονίκη στο ΚΜΣΤ (Μονή Λαζαριστών). Φιλοτεχνημένο το 1960 για τις εγκαταστάσεις του εργοστασίου Εθνικού Οργανισμού Καπνού Δυτικής Θεσσαλονίκης, κατόπιν παραγγελίας της Εταιρείας Παπαστράτος, το μνημειακών διαστάσεων διακοσμητικό σύνολο, που φέρει την υπογραφή του γνωστού χαράκτη και ζωγράφου Τάσσου Αλεβίζου (1914-1985) και της συντρόφου του Λουκίας Μαγγιώρου (1914-2008), αποτελείται από πέντε επιμέρους συνθέσεις ύψους 2 μ. κι έχει συνολικό μήκος 12,40 μ. (μικτή τεχνική σε ύφασμα επικολλημένο σε ξύλο). Τη μνημειακή σύνθεση συμπληρώνει προπαρασκευαστική μακέτα διαστάσεων 0,59 x 3,80 μ.
Ίσως είναι μια αλλιώτικη ιστορία, αλλά είναι ιστορία του καλοκαιριού και σαν τέτοια παίρνει τη θέση της στο blog το Κείμενο και στο δρώμενο που εμπνεύστηκε η Μαρία Νι!
Ο VAD εδώ μας εξιστορεί κι αυτός κάποιες αλλιώτικες διακοπές!
Έχω ακούσει πολλά για τον καπνό
ΑπάντησηΔιαγραφήμιας κι εμείς δεν ήμασταν καπνοκαλλιεργητές
ότι είναι από τις πιο σκληρές κι απαιτητικές δουλειές!!!!
Καλοκαίρια στις πράσινες θάλασσες του μόχθου λοιπόν...
Σε φιλώ πολύ ♥♥♥
Μόχθος δε θα πει τίποτα!
ΔιαγραφήΚι εμείς για λίγα χρόνια τα ζήσαμε και με λίγα στρέμματα, που όσο να πεις δεν είναι το ίδιο σκληρό, καθώς υπήρχαν παιδιά που γεννιόνταν κυριολεκτικά στα καπνοχώραφα κι εκεί μεγάλωναν δουλεύοντας !
Φιλιά πολλά!
Σε απολαμβάνω σε ό,τι και να γράψεις!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤί όμορφη η "εναλλακτική" σου συμμετοχή!
Η μαμά μου είχε ασχοληθεί όταν μικρή με το... αντικείμενο και ομολογώ πως δεν μου είχε φανεί ως κάτι που θα έκανα με ευχαρίστηση... Δύσκολο, απαιτητικό, εξουθενωτικό...
ΣΣΣΣΣΣΣΣΣΜΟΥΤΣ πολλά, Μαράκι μου!
Γιάννα μου πίστεψέ με κανείς, μα κανείς, δεν το έκανε, ούτε το κάνει για ευχαρίστηση!
ΔιαγραφήΜην σε μπερδεύει η "ανάλαφρη" νότα που έβαλα με τις αρμάθες...διάβαζα πολύ Πολυάννα τότε και φαίνεται στο κείμενο...κι ακόμα την κουβαλάω μέσα μου και κάνω ενίοτε τα πικρά γλυκά για να σώζω ό, τι σώζεται!
Φιλιά πολλά!
Τι ωραίο το κείμενό σου, Μαρία μου!!!! Τελειώνω σήμερα το βιβλίο 'Απο την Ανατολή στην Δύση' - μυθιστόρημα που αναφέρεται σε μία οικογένεια καπνοπαραγωγών από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τα μέσα και κάτι του 20ού. Με την περιγραφή σου της χειρονακτικής καλλιέργειας και εργασίας του καπνού, μου συμπλήρωσες πολλά κενά που είχα. Πραγματικό έργο τέχνης το σύνολο των συνθέσεων των δύο καλλιτεχνών!! Υπέροχη η συμμετοχή σου στο δρώμενο της Μαρίας μας! Να απολαύσεις όσο μπορείς την γαλάζια θάλασσα μέχρι το τέλος του καλοκαιριού!!!!! Φιλάκια πολλά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ Μαριάννα μου!
ΔιαγραφήΧαίρομαι που σε κατατόπισα κάπως...ενδιαφέρον ακούγεται το βιβλίο και θα έχω το νου μου να το βρω!
Πολύ φοβάμαι πάντως πως θα αρκεστώ προς το παρόν στις πράσινες θάλασσες του κάμπου, εκτός αν γίνει κι άλλο θαύμα σαν αυτό που έγινε και πήγα στην Αστυπάλαια...
Πάντως έφερα πολύ γαλάζιο από εκεί για να παρηγορούμαι και για να απολαύσουμε παρέα!
Φιλιά πολλά!
Υπέροχη ιστορία Μαράκι, την απόλαυσα! Και κάθε φορά που ακούω ιστορίες από παλιά, χαζεύω..έχω ακούσει αντίστοιχες για τα καπνά και πόσο σκληρή δουλειά ήταν από τον πατέρα μου και το νονό μου.. χαίρομαι που τη μοιράστηκες μαζί μας..ωραίος και ο πίνακας! Φιλιά πολλά
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ Εύη μου!
ΔιαγραφήΚαι δε μίλησα καθόλου και για την κόλλα του καπνού, και το είχα στο νου...πως ξεχνιέμαι όμως!...σκληρή και να κολλάς ολόκληρος συμπληρώνω τώρα...χαχα!
Φιλιά πολλά!
Στο χωρίο της μαμάς μου βάζουν καπνά. Ακόμα και τώρα τα παιδιά βοηθάνε. Ίσως όχι με τόσο ζήλο και προσήλωση, πιο κακομαθημένα πια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ιδιαίτερη η ιστορία σου και όμορφα γραμμένη.
Σ΄ευχαριστώ πολύ για την συμμετοχή.
Διάνθισες την συλλογή!
Και τώρα βλέπω κάπου κάπου κάνα καπνοχώραφο, να ξεπροβάλλει εδώ κι εκεί, αλλά πολλοί λίγοι βάζουν πια!
ΔιαγραφήΌχι γιατί τα σνομπάρουν οι άλλοι, αλλά γιατί δίνονται λιγοστές άδειες, αλλά και σου μένει ο κόπος αφού πια δεν καλοπληρώνονται!
Ποιο παιδί βρε Μαράκι μου ξυπνάει με τον πόθο του καπνού, ή της όποιας καλλιέργειας?
Αναγκαστικά βοηθούσαμε εμείς, αναγκαστικά βοηθάνε και τα σημερινά παιδιά...όλοι θα προτιμούσαμε να κάνουμε οτιδήποτε, παρά να βάλουμε καπνά!
Εγώ σε ευχαριστώ!
Σίγουρα! Οι αγροτικές δουλειές, ειδικά κάτω από το λιοπύρι, δεν είναι επιλογή κανενός και κανείς δεν τις προτιμά.
ΔιαγραφήΆσε που όπως λες, τα εισοδήματα εξανεμίζονται και το μόνο που μένει είναι ο ιδρώτας.
Τα φάγαμε στη μάπα χρόνια ολόκληρα,αλλά ειναι αληθεια οτι τον γενεθλιο τόπο τον εσωσαν τα καπνά,αυτά μας τάισαν,αυτά μας σπούδασαν,αλλά η αφάνταστη ταλαιπωρια της δουλειάς (τις δεκαετίες 50,60,70)ηταν ταυτόχρονα κι ενα κινητρο για να φυγουμε,να γλυτωσουμε απ'τα καπνά...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμπληρωματικά,η θάλασσα απ'τον τόπο μου απέχει 6 χιλιόμετρα,
ΑπάντησηΔιαγραφήκαθώς όλα τα καλοκαιρια δε σηκώναμε κεφάλι απ'τα καπνά,
εγω την πρωτοειδα την κοντινή μου θάλασσα,όταν εγινα 18 χρονών!!!
Με την άδειά σου μεταφερεται στο fb...
Θερινές διακοπές στα καπνά :)
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://apouro.blogspot.gr/2013/06/blog-post_28.html
Τέλεια ανάρτηση!!
ΔιαγραφήΕιδικά ο επίλογος είναι όλα όσα θέλω να φωνάζω σε κάθε νοσταλγό των παλιών καλών χρόνων!!
Με τη δική σου άδεια, νομίζω πως το λινκ πρέπει να μπει και στην ανάρτηση από πάνω!
Ανατρίχιασα λέμε!
Να είσαι καλά και σε ευχαριστώ για όλα!
Αχ πως με συγκίνησες...
ΑπάντησηΔιαγραφήΙστορίες για τα καπνά είχα ακούσει παιδάκι από τη γιαγιά μου.
Πολύ δύσκολη δουλειά.
Είχε δουλέψει μικρή και το θυμόταν.
Υπέροχη η ανάρτηση σου Μαρία μου κι αληθινή πέρα ως πέρα!!!
Φιλάκια πολλά:))
Δύσκολη και σκληρή πολύ!
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ!
Φιλιά πολλά!
Έχοντας, ως μικρός εργάτης, ενός καλοκαιριού εμπειρία αυτής τής δύσκολης εργασίας, Μαρία, εκτίμησα δεόντως την αναλυτική σου ανάρτηση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν ξέρω πόσοι άνθρωποι τής πόλης, μπορούν να αντιληφθούν το εύρος και τη φύση ενός τέτοιου μόχθου.
Δεν μπορούν Άρη...τόσο απλά!
ΔιαγραφήΤους λες για καλλιέργειες και σου λένε τι ωραία, είσαι κοντά στη φύση!..αυτό τα λέει όλα!
Πόσο παραστατικα απεδωσες με την γραφή σου Μαρία μου των κόπων των ανθρωπων τότε μα νομιζω οτι και τωρα υπαρχουν καπνα στην βόρεια Ελλάδα ... !! αλλα πια δεν νομιζω να υπαρχουν παιδια να βοηθανε με τόση χαρα οπως γινονταν παλια... είναι δυσκολη δουλεια..για παιδια και μεγαλους..
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ιστορία σου μας εβαλε τόσο μεσα στο κλιμα των καπνων Μαρία μου γλαφυρότατη γραφή..και ομορφη συμετοχή... !!!
καλα να περνας καλο υπολυπο καλοκαιρακι φιλακιαααα!!
Κι εδώ υπάρχουν ακόμα, αλλά δίνονται πια λίγες άδειες!
ΔιαγραφήΠοτέ τα παιδιά πάντως δε βοηθούσαν με χαρά..ούτε οι μεγάλοι πήγαιναν με χαρά!
Μου είναι πολύ δύσκολο να συνδέσω τη χαρά με τόσο μόχθο!
Η χαρά έρχονταν αν όλα πήγαιναν κατ' ευχής και η σοδειά απέδιδε...όλα τα άλλα ήταν μόνο σκληρή δουλειά!
Σε ευχαριστώ πολύ και να περνάς κι εσύ όμορφα!
Φιλιά πολλά!
Μαρία μου τι συγκινητική ιστορία!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε απόλαυσα αν και πονεμένη ιστορία. Το ξέρω από την πλευρά του καλαμποκιού εγώ.
Το μεγάλο μας χωράφι(πολλά στρέμματα) το βάζαμε καλαμπόκι και το πουλούσαμε.
Είχε τα δικά του το καλαμπόκι, αλλά εκεί με το σκέπασμα και το ξεσκέπασμα για το λιάσιμο...πανομοιότυπες εικόνες! Τι μου θύμισες.... Εγώ είχα το ξεσπίνισμα (= η αφαίρεση του σπόρου του καλαμποκιού) με τη σάρκα ενός τελειωμένου καλαμποκιού και πλήγιαζαν τα δάχτυλα. Αλλά είχε και τα καλά του ... η ομαδικότητα μας συσπείρωνε, μας έμαθε να μην είμαστε κακομαθημένα, να αγαπάμε τη δουλειά και να μην μας τρομάζουν τα δύσκολα.
πωπω μνήμες που μου ανέσυρες!!
Καλογραμμένο κείμενο, εξαιρετική η συμμετοχή σου.
Ναι...συγκινήθηκα πολύ Μαρία μου ♥
Το έχω δοκιμάσει κι αυτό...πήγαινα και βοηθούσα μια φίλη μου που είχε η οικογένειά της καλαμπόκια...και ναι, θυμάμαι ήταν ζόρικο, όσο απλό κι αν έμοιαζε!
ΔιαγραφήΚαι να που μου θύμισες κι εσύ πολλά!
Σε ευχαριστώ πολύ!!
Και στο χωριο της μαμας μου, στη Μακεδονια, θυμαμαι καθε καλοκαίρι που μαζευαν καπνά. Πιο παλιά με τα χερια και τα περνουσαν απο βελόνες, τα επομενα χρονια τα εβαζαν σε ειδικα πλαστικά τελαρα. Παντα ηθελαν ατομα και χερια ! Και εγω "περνούσα καπνό" τωρα δεν ξερω αν βαζουν ακόμη. Σιγουρα υπάρχουν στη Θρακη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλι γλυκό
Σίγουρα θα βάζουν, αλλά όχι όπως παλιά!
ΔιαγραφήΕίναι απίστευτο πως τα καπνά με τον ένα ή άλλο τρόπο έχουν περάσει στις αναμνήσεις των περισσότερων από μας!
Φιλιά πολλά!