Η μπάλα βρίσκεται στα χέρια σου και νομίζεις πως είσαι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Χαμογελάς με μια σιγουριά που δεν ξέρεις πότε ακριβώς φούντωσε μέσα σου σαν φωτιά, μια φλογίτσα τόση δα ήταν πριν λίγο, και σηκώνεις το χέρι να ρίξεις εκείνη την ψιλοκρεμαστή μπαλιά που πάντα ονειρευόσουν.
Στο μυαλό σου ζεις ήδη τη στιγμή της δόξας και η ένταση γίνεται ανυπομονησία που σπρώχνει την μπάλα δυνατά.
Όχι τόσο δυνατά, όσο θα ήθελες, ούτε τόσο ψηλά, όσο περίμενες.
Η στιγμή του θριάμβου που ζεις στο μυαλό σου, σβήνει σαν πυροτέχνημα και χάνεται μαζί με τη μπάλα που έχασες.
Όλα πήγαν λάθος και το μόνο που κατάφερες είναι να μείνει μισό το παιχνίδι.
Κοκκινίζεις αμήχανα και προσφέρεσαι να την ψάξεις.
Θέλεις να βγεις από τη δύσκολη θέση με όση αξιοπρέπεια σου μένει, χωρίς να καταλάβει κανένας ούτε την απογοήτευση, ούτε τη ματαιότητα όσων ένιωθες να πυρπολούν το είναι σου, λίγες μόνο στιγμές πριν.
Ξεροκαταπίνεις και απομακρύνεσαι όσο πιο ψύχραιμα μπορείς, ψάχνοντας κι ελπίζοντας.
Και να! Εκεί ανάμεσα στα χόρτα κάτι βλέπεις.
Πλησιάζεις και ναι!...ουφ, τη βρήκες.
Δε θα τελειώσει το παιχνίδι έτσι άδοξα εξαιτίας σου.
Απλώνεις το χέρι δειλά μια και σκέφτεσαι όλα όσα ένιωσες πριν. Σχεδόν φοβάσαι να την πιάσεις, αλλά το τολμάς και η μπάλα βρίσκεται ξανά στα χέρια σου, σα να μην έφυγε ποτέ.
Κάνεις το τέλος αρχή και το παιχνίδι συνεχίζεται.
Μερικές φορές η μπάλα δε χάνεται μόνο στο παιχνίδι.
Έχει την τάση να χάνεται ακόμα κι εκεί που δεν υπάρχει κι αυτό είναι πραγματικό μυστήριο.
Πώς χάνεται κάτι που δεν υπάρχει;
Στα αλήθεια δεν ξέρω.
Ξέρω μόνο πως εύκολα μπορεί να ξαναβρεθεί...όταν καταλαγιάζουν οι φωνές και οι φωτιές που καίνε μέσα μας.