15. Δυο μισά πενηντάρικα
Μόλις είχε τελειώσει η βάρδιά της στο Μαιευτήριο που πρόσφερε εθελοντικά τις υπηρεσίες της καθημερινά η Ροδάνθη και αποφάσισε να καθίσει λίγο στο παγκάκι του μικρού πάρκου. Ήθελε να καταλαγιάσει η χαρά μέσα της…..και μετρούσε τα λεπτά μέχρι να μπορέσει να συναντηθεί με τις κολλητές της. Τηλέφωνο δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει, θα τις συναντούσε όπως ήταν κανονισμένο άλλωστε, στις 7.00 .
Τι επιφυλάσσει η ζωή, μονολογούσε….κανείς δεν γνωρίζει….κανείς δεν φαντάζεται….Ορφανή μεγάλωσε με θετούς γονείς, τους έχασε όμως νωρίς, μόλις είχε εισαχθεί στη σχολή Μαιών…..Παντρεύτηκε από έρωτα τρελό, τον Θέμη, τον ονειροπόλο γιατρό με την μεγάλη καρδιά, που πήρε εθελοντικά την θέση ενός συναδέλφου σε μία διάσωση με ελικόπτερο…. και χάθηκε…Έμεινε μόνη στα 34 με δυο μικρά παιδιά….δυο στάλες χαράς στην καρδιά της που είχε γεμίσει στάχτη…
Η Άννα της, δεν απέκτησε οικογένεια, η Δικαστική εξουσία της ασκούσε ακατανίκητη έλξη από παιδί και ο Τίμος της, ακολούθησε τον δικό του δρόμο, που χάραξε η αγάπη του για κάθε ζωντανό πλάσμα…έγινε Κτηνίατρος και παντρεύτηκε μία συμφοιτήτριά του….απέκτησαν και μία κορούλα ….
Βασανιστικά πέρασε η ώρα, η Ροδάνθη , συγκρατώντας με κόπο τον ξέφρενο ενθουσιασμό της , πήγε να συναντήσει το dream team, τη Νιόβη, την Αρετή, τη Φώφη, τη Ρόη και την Τασία …..χήρες όλες, δεμένες περισσότερο από αδελφές, συναντιόντουσαν σχεδόν καθημερινά και έτρωγαν παρέα, μοιραζόντουσαν τα νέα, τις χαρές και τις λύπες τους, όλες εθελόντριες σε διάφορα Σωματεία είχαν τόσα κοινά ….
Ασυγκράτητη ξεκίνησε να τους διηγείται :
«Λοιπόν θυμάστε που σας έλεγα για εκείνο το μισό πενηντάρικο που είχα βρει κάτω από το στρώμα της εγγονής μου πέρυσι το καλοκαίρι;;; Είχε γραμμένα κάτι νούμερα επάνω…. Σήμερα το πρωί, ο γλυκύτατος νεαρός που παίρνω τον καφέ μου απέναντι από το Νοσοκομείο, ήταν περίλυπος και σχεδόν δακρυσμένος γιατί του είχανε κλέψει το μπουφάν και το κινητό και δεν τον ένοιαζε για τίποτε από αυτά τα δύο, αλλά για ένα μισό πενηντάρικο που είχε γραμμένο το τηλέφωνο μια κοπέλας που είχε γνωρίσει πέρσι το καλοκαίρι….»
Το φαντάζεστε;;; Αμέσως μπήκε σε δράση το χάρισμά μου των συνειρμών ….
-Καλά βρε αγόρι μου, δεν τηλεφωνηθήκατε από πέρυσι το καλοκαίρι ρώτησα….
-Δεν μπόρεσα να την βρω δυστυχώς…έλειπαν κάποια νούμερα, το μόνο που ξέρω, το όνομά της και ότι έκανε μεταπτυχιακό στη Ζυρίχη….κι εγώ εκεί έχω κάνει το μεταπτυχιακό μου….
- Ούτε εκείνη επικοινώνησε μαζί σου;;;
- Όχι δυστυχώς, γιατί και από τον δικό μου αριθμό τηλεφώνου έλειπαν νούμερα, έτσι άτσαλα που σχίσαμε το πενηντάρικο….όμως έχω την ελπίδα ότι θα την βρω και θα ξανασυνατηθούμε….!!! Έχω αλωνίσει τα κοινωνικά δίκτυα, μέχρι και με την Γραμματεία της Σχολής της επικοινώνησα, αλλά αρνήθηκαν να μου δώσουν πληροφορίες….όλες μου οι προσπάθειες άκαρπες….
Εδώ φίλες μου, δίνω άφεση σε όλα τα στραπάτσα της ζωής μου και εννοείται ότι αφού σιγουρεύτηκα ότι πρόκειται για την μονάκριβη εγγονή μου, με την οποία επικοινώνησα πάραυτα, έπραξα τα δέοντα!!!
Στην υγεία μας και στην υγειά τους, κερνάω εγώ απόψε!!!
16. Άφεση χρέους
Το πρωινό τη βρήκε μπρούμυτα στο κρεβάτι, όπως την είχε αφήσει εκείνος. Κι ακόμα δεν είχε τη δύναμη να κουνηθεί, αλλά ο ήλιος τής έκαιγε την πλάτη. Και αυτός ο πόνος, ο πόνος του καψίματος, ήταν πάντα αφόρητος. Κι ας είχε την αίσθηση πως είχε γεννηθεί με αυτόν, δεν τον είχε συνηθίσει.
Σηκώθηκε γρήγορα, "ξέχνα τον πόνο" διέταξε τον εαυτό της κι άφησε ένα δάκρυ να δροσίσει το πρόσωπο. Μια στάλα μόνο δροσιάς.
Πόσο ήθελε ένα ποτήρι κρύο γάλα! Έφτιαξε καφέ, "είσαι νωχελική, να πίνεις καφέ κάθε πρωί", της είχε πει εκείνος, "δεν είσαι παιδάκι να πίνεις γάλα" και μια ακόμη μικρή τη επιθυμία καιγόταν, έπεφτε στάχτη στο πάτωμα να πατά καθένας σε μαλακωσιά.
Κρύφτηκε από την ήλιο στην αγαπημένη γωνιά, στο πλάι του ψυγείου, έγειρε το κεφάλι δίπλα στο μαγνητάκι-καραβάκι κι έπεσε αυτό κι έσπασε. Και, καθώς έσκυψε να μαζέψει τα κομμάτια, δεν τις είδε. Μιας ολόκληρης ζωής στάχτες...
"Να ντυθεί Μίκυ η κουκλίτσα μου; Αποκλείεται! Μίνι θα ντυθείς, είσαι κοριτσάκι, δεν είσαι αγοράκι", της είχε πει εκείνος και καιγόταν το μέσα της...
"Με σορτσάκι κυκλοφορείς ολόκληρη γυναίκα; Σκεπάσου! Δεν είσαι καμιά του δρόμου, είσαι από οικογένεια εσύ!", της είχε πει εκείνος και την πονούσε το κάψιμο...
"Ντρέπεσαι για το σώμα σου ολόκληρη γυναίκα; Βάλε ξώπλατο να σε χαρούμε! Δεν είσαι κανένα μπάζο, είσαι θεά", της είχε πει εκείνος και μαζεύονταν βουνό οι στάχτες...
Ένα βουνό από καμένες μικρές επιθυμίες είχε εξαφανιστεί και τη θέση του είχε πάρει μια μάζα από λάσπη. Τι είχε συμβεί; Αυτή στάλα δάκρυ κάθε πρωί είχε, φαίνεται, κάει τη δουλειά της... Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να στενοχωρηθεί... "Είσαι γυναίκα, το συναίσθημα δεν σε αφήνει να κρίνεις σωστά, δεν είσαι άντρας να σκέφτεσαι ψύχραιμα", της είχε πει εκείνος...
Εκείνοι πάντα είχαν την εξουσία να αποφασίζουν τι είναι και τι δεν είναι εκείνη. Εκείνη είχε το δικαίωμα να εξουσιάζει μόνο τον πόνο. Μα, αν μπορούσε να εξουσιάζει τον πόνο, τον αφόρητο πόνο, γιατί δεν ήταν ικανή να αποφασίζει για τον εαυτό της;
Ένα βουνό από στάχτες, ενοχές και υποχρεώσεις είχε γίνει λάσπη... Σαν τη λάσπη με την οποία έφτιαχνε μικρή καραβάκια. "Έχει το χάρισμα, μικρή μου, να ομορφαίνεις τον κόσμο με τη λάσπη. Πόσα μπορείς να κάνει μ' αυτό το χάρισμα!", της είχε πει εκείνος.
Χωρίς ντροπή βούτηξε στη λάσπη να πλάσει τον εαυτό της. Εκείνο το χρέος, υπακοής στην εξουσία, που της είχαν κληρονομήσει, αποφάσισε να σταματήσει να το πληρώνει.
"Όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση του χρέους, ή με σύμβαση μαζί του αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει το χρέος, επέρχεται απόσβεση της ενοχής": διάταξη του άρθρου 454 του Αστικού Κώδικα περί " άφεσης του χρέους".
16. Άφεση χρέους
Το πρωινό τη βρήκε μπρούμυτα στο κρεβάτι, όπως την είχε αφήσει εκείνος. Κι ακόμα δεν είχε τη δύναμη να κουνηθεί, αλλά ο ήλιος τής έκαιγε την πλάτη. Και αυτός ο πόνος, ο πόνος του καψίματος, ήταν πάντα αφόρητος. Κι ας είχε την αίσθηση πως είχε γεννηθεί με αυτόν, δεν τον είχε συνηθίσει.
Σηκώθηκε γρήγορα, "ξέχνα τον πόνο" διέταξε τον εαυτό της κι άφησε ένα δάκρυ να δροσίσει το πρόσωπο. Μια στάλα μόνο δροσιάς.
Πόσο ήθελε ένα ποτήρι κρύο γάλα! Έφτιαξε καφέ, "είσαι νωχελική, να πίνεις καφέ κάθε πρωί", της είχε πει εκείνος, "δεν είσαι παιδάκι να πίνεις γάλα" και μια ακόμη μικρή τη επιθυμία καιγόταν, έπεφτε στάχτη στο πάτωμα να πατά καθένας σε μαλακωσιά.
Κρύφτηκε από την ήλιο στην αγαπημένη γωνιά, στο πλάι του ψυγείου, έγειρε το κεφάλι δίπλα στο μαγνητάκι-καραβάκι κι έπεσε αυτό κι έσπασε. Και, καθώς έσκυψε να μαζέψει τα κομμάτια, δεν τις είδε. Μιας ολόκληρης ζωής στάχτες...
"Να ντυθεί Μίκυ η κουκλίτσα μου; Αποκλείεται! Μίνι θα ντυθείς, είσαι κοριτσάκι, δεν είσαι αγοράκι", της είχε πει εκείνος και καιγόταν το μέσα της...
"Με σορτσάκι κυκλοφορείς ολόκληρη γυναίκα; Σκεπάσου! Δεν είσαι καμιά του δρόμου, είσαι από οικογένεια εσύ!", της είχε πει εκείνος και την πονούσε το κάψιμο...
"Ντρέπεσαι για το σώμα σου ολόκληρη γυναίκα; Βάλε ξώπλατο να σε χαρούμε! Δεν είσαι κανένα μπάζο, είσαι θεά", της είχε πει εκείνος και μαζεύονταν βουνό οι στάχτες...
Ένα βουνό από καμένες μικρές επιθυμίες είχε εξαφανιστεί και τη θέση του είχε πάρει μια μάζα από λάσπη. Τι είχε συμβεί; Αυτή στάλα δάκρυ κάθε πρωί είχε, φαίνεται, κάει τη δουλειά της... Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να στενοχωρηθεί... "Είσαι γυναίκα, το συναίσθημα δεν σε αφήνει να κρίνεις σωστά, δεν είσαι άντρας να σκέφτεσαι ψύχραιμα", της είχε πει εκείνος...
Εκείνοι πάντα είχαν την εξουσία να αποφασίζουν τι είναι και τι δεν είναι εκείνη. Εκείνη είχε το δικαίωμα να εξουσιάζει μόνο τον πόνο. Μα, αν μπορούσε να εξουσιάζει τον πόνο, τον αφόρητο πόνο, γιατί δεν ήταν ικανή να αποφασίζει για τον εαυτό της;
Ένα βουνό από στάχτες, ενοχές και υποχρεώσεις είχε γίνει λάσπη... Σαν τη λάσπη με την οποία έφτιαχνε μικρή καραβάκια. "Έχει το χάρισμα, μικρή μου, να ομορφαίνεις τον κόσμο με τη λάσπη. Πόσα μπορείς να κάνει μ' αυτό το χάρισμα!", της είχε πει εκείνος.
Χωρίς ντροπή βούτηξε στη λάσπη να πλάσει τον εαυτό της. Εκείνο το χρέος, υπακοής στην εξουσία, που της είχαν κληρονομήσει, αποφάσισε να σταματήσει να το πληρώνει.
"Όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση του χρέους, ή με σύμβαση μαζί του αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει το χρέος, επέρχεται απόσβεση της ενοχής": διάταξη του άρθρου 454 του Αστικού Κώδικα περί " άφεσης του χρέους".
17. ΟΥΤΟΠΙΕΣ!
Η ζωή μου όλη χωρίς ενέχυρα.
Δεν ήθελα να χρωστάω πουθενά, ούτε και σε σένα την ίδια μου την μάνα.
Σε σένα που δεν με ρώτησες ποτέ πόσο μόνη ένιωθα κάθε φορά που έλειπες.
Σε σένα, που δεν με έπαιρνες αγκαλιά όταν έκλαιγα (πόσο μου έλειπε εκείνη η αγκαλιά!)
Πόσο ήθελα να με αγαπάς έστω και μια στάλα και όταν σε ρωτούσα γιατί δεν μ' αγαπάς, μου απαντούσες πως ήθελες να με κάνεις δυνατή, γιατί η ζωή είναι σκληρή και αδυσώπητη με τους αδύνατους.
Εγώ όμως δεν ήθελα να είμαι δυνατή, ήθελα να νιώθω τα χέρια σου να με αγκαλιάζουν, να κοιμάμαι μέσα τους και να βλέπω όμορφα όνειρα.
Μια ουτοπία είναι τα όνειρα και γίνονται στάχτη μου έλεγες.
Δεν ήξερα τότε τι ήταν η ουτοπία και δεν ήθελα τα όνειρα που παρακαλούσα να βλέπω μέσα στην αγκαλιά σου να γίνονται στάχτη.
Σε φοβόμουν μαμά.
Ασκούσες μια εξουσία επάνω μου (τώρα το κατάλαβα) που ποτέ δεν ήθελα γιατί με έπνιγε.
Θυμάμαι τα μάτια σου, που ποτέ δεν είχαν μέσα τους ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα.
Σκοτεινές λίμνες ήτανε!
Ούτε ένα μικρό γαλάζιο σημαδάκι..μια μικρή χαραματιά, να τόση δα!
Την αγάπη σου ήθελα απεγνωσμένα, αλλά ίσως εσύ δεν ήξερες τον τρόπο να την δώσεις.
Ένα κλειδωμένο μπαούλο που ποτέ δεν άνοιγε η ψυχή σου.
Και όμως ποτέ δεν έφευγαν πεινασμένα τα αδέσποτα της γειτονιάς από την μικρή αυλή μας.
Ψιχουλάκια και νερό και για τα πετούμενα.
Σε εκείνη την αυλή που ήταν στην πίσω μεριά του σπιτιού μας δυο δωμάτια σκεπασμένα με ελενίτ ήταν εκείνη που είχα κάνει φωλιά και στα δικά μου όνειρα.
Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που έφυγες μαμά.
Ακόμα θυμάμαι πως μου έλεγες όταν μεγαλώσω
ήθελες μια άφεση αμαρτιών, να γαληνέψει η ψυχή σου.
Μα κάτι ακαταλαβίστικα πράγματα που μου έλεγες και εσύ! Ήθελες μικρό παιδί να τα ξέρω όλα!
Μέχρι που ήρθε η στιγμή να φύγεις πόσο νωρίς Θε μου! Πάνω που αρχίσαμε να τα βρίσκουμε οι δυο μας!
Και πήρες την άφεση και από μένα και από τον Θεό μαμά!
Και ξαφνικά έμεινα μόνη.
Και είδα τότε ότι σου έμοιαζα πολύ.
Έκανα πράγματα που άθελά σου με είχες μάθει.
Σ' αγαπούσα και εγώ με τον τρόπο μου.
Ένας άνθρωπος είμαι χωρίς κανένα χάρισμα (κι ούτε ήθελα να έχω άλλωστε) που πίσω από την σκληράδα του, δεν έχει σταματήσει ποτέ να ονειροπολεί και ας έμαθε μετά από χρόνια ότι αυτό είναι ουτοπία!
18. Τελευταία αποστολή
Ο αστυνόμος Σάλιβαν πέρασε μέσα από την σπασμένη πόρτα. Πολύ του άρεσε η εξουσία που αποκτούσε με ένα ένταλμα στα χέρια.
- Τελευταία αποστολή, σκέφτηκε και ευχαρίστησε την τύχη του που είχε απορρίψει εκείνη την ευμενή μετάθεση στο Αρχηγείο.
Χάρισμά τους και οι προαγωγές και οι μεταθέσεις, τίποτα δε συγκρινόταν με την δράση της πρώτης γραμμής. Κι ας είχε δεχτεί ένα σωρό απειλές, ειδικά τις τελευταίες μέρες.
- Κανένας εδώ, ακούστηκαν ταυτόχρονα οι φωνές του Ο’Νηλ και του Γουίλσον, που είχαν μπει πρώτοι στο διαμέρισμα.
Πού να πήγε, άραγε, ο τρομοκράτης; Δευτερόλεπτα νωρίτερα ακούγονταν ομιλίες. Δεν μπορεί, κάπου θα κρύφτηκε.
- Ψάξτε παντού! φώναξε ο αστυνόμος. Μην αφήσετε τίποτα άψαχτο.
Η μύτη του δεν τον γελούσε. Κάποιος είχε καπνίσει εκεί μέσα. Ένα τασάκι βρισκόταν στο τραπεζάκι του σαλονιού. Δεν υπήρχε ούτε στάχτη.
- Ψάξτε για DNA! φώναξε ξανά. Μαζέψτε αποτσίγαρα, οδοντόβουρτσες, άπλυτα ποτήρια, άπλυτα εσώρουχα, ό,τι βρείτε!
Από όλα τα δωμάτια ακουγόταν θόρυβος.
- Πού κρύβεσαι, καθίκι; μονολόγησε ο αστυνόμος.
- Κύριε αστυνόμε, δεν υπάρχει κανείς, είπε ο Τζέφερσον.
- Κύριε αστυνόμε, είπε και ο Γουίλσον, είναι λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε.
- Δεν μπορεί, είπε ο αστυνόμος, η Σκότλαντ Γυάρντ δεν κάνει λάθη! Και, μην ξεχνάμε, πρόκειται για έναν ιδιαίτερα ευφυή εγκληματία. Τι είναι αυτός ο ήχος; ρώτησε ξαφνικά.
Όλοι έμειναν ακίνητοι. Από το βάθος ακουγόταν ένας ρυθμικός ήχος.
- Από την κουζίνα έρχεται, είπε ο Γουίλσον.
Έτρεξαν στην κουζίνα.
Κανείς.
- Η βρύση είναι, είπε ο Ο’Νηλ.
Στον νεροχύτη υπήρχε μια λεκάνη με νερό, που γέμιζε σιγά-σιγά, καθώς το νερό έσταζε από την βρύση. Ένα κουταλάκι ήταν μισό μέσα στη λεκάνη, μισό έξω, και τραμπαλιζόταν στο ρυθμό που έδιναν οι στάλες του νερού.
Ο Τζέφερσον προσπάθησε να κλείσει την βρύση. Μάταιος κόπος.
- Κάτι μας διαφεύγει, είπε ο αστυνόμος. Δεν μπορεί να μην υπάρχει ούτε ένα στοιχείο!
- Μήπως κάποιος από τους άλλους ενοίκους άκουσε κάτι; ρώτησε δειλά ο νεότερος της ομάδας, ο δόκιμος Σέρμαν.
- Δε μένει κανείς άλλος στο κτίριο, του είπε αυστηρά ο Ο’Νηλ, δεν ήσουν το πρωί στην ενημέρωση;
- Άρα θα μπορούσε να το έσκασε από κάποιο άλλο διαμέρισμα.
- Θα τον έπιαναν οι συνάδελφοι που είναι κάτω.
- Θα τρελλαθώ, είπε ο αστυνόμος. Δεν μπορεί να το έσκασε τόσο εύκολα!
- Κύριε αστυνόμε, κάτι βρήκα! είπε ο Τζέφερσον. Ήταν κολλημένο με μονωτική ταινία από κάτω από την καρέκλα που είναι δίπλα στην πόρτα.
Ήταν ένα δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι.
Ο αστυνόμος πάτησε το κουμπί. Το μαγνητοφωνάκι άρχισε να παίζει. Μία αντρική φωνή ακούστηκε.
- Ώστε αυτό ακούγαμε απ’έξω από την πόρτα! φώναξε εκνευρισμένος. Αλλά πώς σταμάτησε όταν μπήκαμε;
- Θα το είχε προγραμματίσει, είπε ο Γουίλσον. Δεν είναι τόσο δύσκολο.
- Όπως και να’χει, φαίνεται πως μας περίμενε, είπε ο Ο’Νηλ.
Το διαμέρισμα βυθίστηκε στη σιωπή. Μόνο το πλιτς!πλιτς! από την κουζίνα ακουγόταν.
Τελευταία αποστολή και κανένα στοιχείο. Μόνο ένα άδειο διαμέρισμα, ένα προγραμματισμένο μαγνητοφωνάκι, μία λεκάνη νερό, μια βρύση που έσταζε, ένα κουταλάκι που χόρευε…
Η μητέρα του αστυνόμου Σάλιβαν, μια βαθειά θρησκευόμενη γυναίκα, πίστευε πάντα ότι ο άνθρωπος έπρεπε, πριν από το τέλος του, να έχει την ευκαιρία να μετανοήσει και να ζητήσει άφεση αμαρτιών. Ούτε ο αστυνόμος, ούτε οι άντρες του είχαν αυτή την ευκαιρία.
19. Δροσοσταλίδες
Στάχτη μ' έκανες,
δίχως στάλα αγάπης,
ελύγισές με.
Είχες χάρισμα,
εξουσία δυνατή
πάνω μου ζωή.
Άφεση ζητώ
να πετάξω λεύτερη.
Έλα κοντά μου.
Να ελπίσουμε,
να ολοκληρωθούμε,
σαν μικρά παιδιά.
Κόκκινα ρόδα
στη δροσιά της άνοιξης.
Δροσοσταλίδες.
20. Στο φως
Λένε πως το σκοτάδι γίνεται βαθύτερο λίγο πριν ξημερώσει και πως ακόμα και την πιο άγρια καταιγίδα την ακολουθεί η γαλήνη.
Πολλά λένε, αλλά όλα του φαίνονται κοινότοπα και άνευ ουσίας καθώς τα κλωθογυρίζει τώρα στο νου του παλεύοντας να πάρει μια απόφαση.
Νιώθει ότι ζει ήδη στο βαθύτερο σκοτάδι ενώ η καταιγίδα μαίνεται γύρω του και δεν υπάρχει κανένα σημάδι ότι θα ξημερώσει ή ότι θα κοπάσει έστω η μανία όσων τον χτυπούν απανωτά.
Τι κι αν η άνοιξη έχει αρχίσει να χαμογελά εκεί έξω; Μέσα του όλα είναι παγωμένα.
Μια στάλα πέφτει πάνω στο χέρι του και τότε συνειδητοποιεί ότι κλαίει.
Νιώθει μπερδεμένος. Και μόνος. Κυρίως μόνος, αφού αποφάσισε να τα κρατήσει όλα μυστικά.
Αναρωτιέται αν όλη αυτή η εξουσία που ασκείται πάνω του τόσο βάναυσα δόθηκε στους εχθρούς του, (ναι, έτσι τους λογαριάζει, σαν εχθρούς, τι άλλο;) από κάποιο μυστηριώδη ον, ή από αυτόν τον ίδιο.
Άραγε θα μπορούσαν να είναι όλα διαφορετικά αν αντιδρούσε τότε που τον σταμάτησαν στο σχόλασμα, στο δρόμο για το σπίτι του, και τον κορόιδεψαν για πρώτη φορά;
Αν το έλεγε τότε στους γονείς του ή στους καθηγητές του θα άλλαζε κάτι; Ή θα έριχναν το βάρος σε αυτόν; Δεν ξέρει. Όπως δεν ξέρει και τι να κάνει από δω και πέρα.
Τα πράγματα έχουν αγριέψει πολύ από τότε. Η ζωή του στο σχολείο έγινε κόλαση. Οι νταήδες δεν περιμένουν πια το σχόλασμα για να τον χλευάσουν. Μόλις χτες στο διάλειμμα τον χτύπησαν κιόλας, και αναγκάστηκε να κατασκευάσει ένα ψέμα για να γλιτώσει την ανάκριση για τη μελανιά που του άφησαν ενθύμιο στο πρόσωπο. Έριξε στάχτη στα μάτια των γονιών του για άλλη μια φορά. Τρόμαξε όταν αναλογίστηκε πόσο εύκολο του είχε γίνει όλο αυτό τελευταία και αναρωτήθηκε αν όλη αυτή η ευκολία ήταν τελικά χάρισμα ή κατάρα.
Μάλλον κατάρα είναι αποφάσισε.
Έπρεπε να μιλήσει. Έστω τώρα. Αλλά οι άλλοι τι θα έλεγαν για εκείνον; Τι θα του έκαναν μετά;
Δεν είχε κάνει τίποτα, δεν είχε πειράξει ποτέ κανέναν και ξαφνικά είχε βρεθεί στη δίνη που σχημάτισαν μια σειρά από άσχημες φήμες που δεν ευσταθούσαν και η κακία των άλλων.
Στη σκέψη ότι όλες οι κακοήθειες θα έφταναν στα αυτιά των γονιών του γονάτιζε. Κι όμως βαθιά μέσα του ήξερε ότι αυτόν θα πίστευαν. Απόρησε και ο ίδιος με την αδυναμία του να δει καθαρά το θέμα τόσο καιρό. Πώς άφησε τον φόβο να γίνει σύννεφο πυκνό και να του κρύβει τα αυτονόητα;
Δεν το σκέφτηκε άλλο. Θα μιλούσε απόψε κιόλας.
Και δε θα έδινε άφεση σε κανέναν. Έπρεπε να πληρώσουν για όσα του είχαν κάνει! Εδώ είχε πληρώσει αυτός που δεν είχε κάνει τίποτα, ζώντας στην κόλαση γιατί έτσι αποφάσισαν κάποιοι.
Ε ναι λοιπόν!
Έχει τη δύναμη να σταματήσει την καταιγίδα μια για πάντα και να εξαφανίσει το σκοτάδι από τη ζωή του πριν τον εξαφανίσει αυτό.
Ένα χαμόγελο τρεμόπαιξε στα χείλη του και τα δάκρυα στέγνωσαν.
21. Ο γιος του προέδρου
- Έλα μωρέ Κατίνα, λέγε. Μ’ έσκασες.
- Στάσου παιδί μου. Να το μελετήσω λίγο. Μια στάλα υπομονή δεν έχεις;
- Τι υπομονή; Αφού καίγομαι σου λέω! είπε η Λεμονιά.
Κούκλα η Λεμονιά με μια μέση δαχτυλίδι. Σαν χόρευαν βαλς στο καφενείο όταν είχε πανηγύρι στο χωριό, στη μια παλάμη τους την έκλειναν τη μέση της οι νεαροί. Με δυο μάτια θάλασσα. Όχι το ξεπλυμένο γαλανό. Της ανταριασμένης θάλασσας το μπλε, της φουρτούνας το χρώμα. Και δυο χειλάκια πετροκέρασα.
Τι δεν θα έδιναν τα παλικάρια του χωριού να την είχαν δική τους. Μα η Λεμονιά είχε μάτια μόνο για τον Πετρή, τον γιο του προέδρου. Να γι’ αυτό είχε έρθει τώρα στην Κατίνα. Την Κατίνα τη φίλη της που είχε το χάρισμα να διαβάζει το φλιτζάνι. Την είχε ορμηνέψει η γιαγιά της η Φιλίτσα. Και τον καφέ έλεγε και τη στάχτη από τα φύλλα της δάφνης ήξερε να διαβάζει για ν’ αποφεύγει όπως έλεγε τις κακοτοπιές της μοίρας. Την Κατίνα που μεγάλωσαν σε μιαν αυλή και την είχε σαν αδερφή της. Που μονάχα εκείνη ήξερε τη λαχτάρα της για τον Πετρή με τα μάτια τα μελιά. Ριγούσε η Λεμονιά σαν τον κοίταζε, έτρεμε η καρδούλα της από τη λαχτάρα σαν άκουγε τη φωνή του. Ύστερα έτρεχε κάθε δεύτερη Παρασκευή να ξομολογηθεί στον παπά Αντώνη να πάρει άφεση αμαρτιών μη λάχει και πάρουν οι δαιμόνοι την ψυχή της. Όμως κι ο Πετρής από τη νύχτα στη γιορτή του Αη Λια που τη χόρεψε δεν μπορούσε να τη βγάλει απ’ το μυαλό του. Πώς κρατήθηκε και δεν της τα δάγκασε κείνα τα κρουστά ρόδινα χείλη.
Προτού περάσουν λίγες μέρες αντάμωσαν κάτω από το γέρικο πλατάνι στο έβγα του χωριού. Ντροπαλή η Λεμονιά, δεν τον άφησε ν’ απλώσει χέρι πάνω της, μήτε να τη φιλήσει. Κι εκείνος όμως κύριος. Φτωχό κορίτσι η Λεμονιά. Η προίκα της όλη κρυβόταν κάτω απ’ τη φούστα της. Οι δυο νέοι αντάμωσαν πολλές φορές ακόμα μα ήταν πάντα προσεκτικοί. Μέχρι που κάποια στιγμή η Λεμονιά είπε στον Πετρή ότι αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί γιατί η μάνα της κάτι είχε ψυλλιαστεί. Ο Πετρής της έταξε να μιλήσει στους γονείς του και να πάει να τη ζητήσει. Και να τώρα η Λεμονιά στην Κατίνα να μάθει πότε θα συνέβαινε το ευχάριστο. Σούφρωσε τα χείλη της η Κατίνα.
- Δεν θα ‘ρθει Λεμονιά. Αγαπά άλλη, είπε η Κατίνα.
- Τι είναι αυτά που λες Κατίνα μου; Θα με τρελάνεις; φώναξε η Λεμονιά.
- Την αλήθεια σου λέω. Μην προσμένεις άδικα. Σε περιγελά. Άλλη θα πάρει. Του στείλανε ήδη προξενιά και είπε ναι.
Άφησε μια κραυγή η Λεμονιά κι έφυγε κλαίγοντας από το σπίτι της φίλης της. Η Κατίνα μάζεψε το φλιτζάνι και γύρισε στην κουζίνα.
- Μάναααα! φώναξε. Τι απόκαμε η προξενήτρα που στείλαμε στον πρόεδρο;
- Όλα εντάξει κόρη μου, της είπε η μάνα μπαίνοντας στην κουζίνα. Ε, τόση γη και τόσες λίρες πώς να πει όχι κορίτσι μου;
- Κυρία προέδρου, σιγομουρμούρισε η Κατίνα τακτοποιώντας ένα τσουλούφι που ξέφυγε από την κοτσίδα της. Πάντα τη γοήτευε η εξουσία.
22. Διαδικτυακός εφιάλτης
Τα δεσμά του τον βάραιναν και οι εικόνες κατέκλυζαν το μυαλό του. Εικόνες που δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα ζούσε. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του μα οι χειροπέδες ήταν ακόμη στα χέρια του, μαρτυρία πως ότι έζησε έμοιαζε με κακό όνειρο αλλά μόνο όνειρο δεν ήταν. Ήταν ο χειρότερος του εφιάλτης.
Ούτε κατάλαβε για πότε το πρωί όρμησαν στο σπίτι του κουνώντας το ένταλμα στο χέρι, ένα σωρό αστυνομικοί με τη συνοδεία ενός εισαγγελέα, το έκαναν φύλλο φτερό και αφού του ανήγγειλαν την κατηγορία που τον βάραινε – αγορά παράνομου υλικού από το διαδίκτυο μέσω πιστωτικής κάρτας, με σκοπό την κατασκευή βόμβας – του φόρεσαν τις χειροπέδες.
Τρομοκράτης; Εκείνος τρομοκράτης; Αν είναι δυνατόν. Δεν το χωρούσε το μυαλό του.
‘’Με την εξουσία που μου δίνει ο νόμος…. ‘’ είπε ο εισαγγελέας κι εκείνος είχε χάσει από τη σαστιμάρα μέχρι και τη φωνή του. Ούτε πρόλαβε να σκεφτεί τι θα είπαν οι γείτονες του όταν τον έβαζαν αλυσοδεμένο στο περιπολικό.
Σε μια στιγμή όλη η ζωή του έγινε στάχτη. Στην ασφάλεια η απελπισία και ο τρόμος του μεγάλωσαν. Προφυλακίστηκε. Του επέτρεψαν ένα τηλεφώνημα κι έτσι ειδοποίησε τους δικούς του που ανάστατοι έτρεχαν να του βρουν δικηγόρο.
Πάντα όλη η οικογένεια του ήταν αριστερών αντιλήψεων. Αλλά από αυτό μέχρι το σημείο να τον πουν τρομοκράτη απείχε πολύ. Ήταν μια κατηγορία που δεν την χωρούσε ο απλός ανθρώπινος νους. Το κρατητήριο αφόρητο και αποπνικτικό, γεμάτο πάγκους στον τοίχο με βρώμικα στρώματα φιλοξενούσε κι άλλους κρατούμενους. Κλέφτες, παιδεραστές και βαποράκια.
Η εικόνα και ό,τι άκουγε ήταν η στάλα που χρειάστηκε για να ξεχειλίσει η απελπισία στην ψυχή του.
Του είπαν πως θα περίμενε εκεί μέχρι να έρθει η ώρα που θα τον πήγαιναν για ανάκριση.
Κάποιο ρεμάλι τον πλησίασε και με την απειλή πως άμα φωνάξει τον φύλακα θα βρεθεί μαχαιρωμένος, του ξάφρισε και τα λίγα λεφτά που είχε στις τσέπες.
Χάρισμα τους τα λεφτά. Δεν τον ένοιαζε αυτό. Τον ένοιαζε πως ήταν αθώος και έπρεπε να λάμψει η αλήθεια.
Δύο φριχτές μέρες έμεινε στο κρατητήριο. Ούτε να κλείσει τα μάτια του μπορούσε από τον φόβο και τα τσιμπήματα των κοριών, ούτε να ηρεμήσει και να νοιώσει κάποια ελπίδα από τις διαβεβαιώσεις του δικηγόρου του πως θα έκανε τα πάντα να τον ελευθερώσει.
Πάντα δήλωνε άθεος. Όμως τώρα ζητούσε άφεση από την δύναμη του Θεού και έστελνε μήνυμα ικεσίας να γίνει κάτι που θα φανέρωνε την αθωότητα του.
Σκεφτόταν πως πάντα του άρεσε να κάνει αγορές από το ίντερνετ με την πιστωτική του. Αλλά για υλικά που χρειάζονται στον απλό καταναλωτή. Ποτέ για υλικά που χρειάζονται σε έναν δολοφόνο.
Δύο μέρες μετά τον πήγαν στον ανακριτή. Κατέθεσε αλλά εκείνος ήταν απόλυτος. Πίστευε πως ήταν ένοχος και διέταξε την φυλάκιση του.
Τότε συνέβη το θαύμα. Με την πιστωτική του έγινε κι άλλη αγορά ενόσω ήταν αδύνατο να την είχε κάνει ο ίδιος.
Η αστυνομία κατάλαβε πως κάποιος χάκαρε την κάρτα του και έκανε χρήση της.
Από τότε ζει την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία του. Πού και πού πηγαίνει και ανάβει ένα κερί.
23. Κι αν η ζωή είναι ταινία;
Κι αν η ζωή είναι ταινία; Για σκέψου! Σκέψου, τη κάθε στιγμή, να έχει ένα μουσικό χαλί να δίνει έμφαση, ανάλογο φωτισμό, για να φτιάχνει διάθεση.
Οραματίσου αυτό, για παράδειγμα.
Σκηνή τάδε, λήψη πρώτη (όχι ότι η ζωή, θα επέτρεπε άλλη, αλλά για να σε βάλω στο κλίμα).
Μια θλιμμένη, ερωτική μουσική παίζει στο βάθος. Είναι νύχτα, κάνει λίγη ψύχρα, παρά του ότι είναι άνοιξη. Η σκηνή ανοίγει με πλάνο στο φεγγάρι και φτάνει στη πρωταγωνίστρια.
Καθισμένη σ' ένα παγκάκι, σκεπτική, σχεδόν χαμένη σε όσα κρύβονται στο μυαλό της, σφίγγει λίγο πιο πολύ το μπουφάν της.
Ίσως έτσι ζεστάνει το σώμα της, μα η ψυχή της είναι παγωμένη. Την αγκαλιάζει, μόνο η μοναξιά. Μια μοναξιά, που δεν ξορκίζεται, αν δεν κρατήσεις εσύ τον σταυρό να την ξορκίσεις.
Οι λάμπες του δρόμου, φώτιζαν τη νύχτα, μα στα μάτια της, ένα πέπλο σκοτεινό, πάνω στο οποίο, συναισθήματα, διαδέχονται το ένα, τ' άλλο. Μα εμμένει η μελαγχολία και κυριεύει το βλέμμα της.
Ησυχία! Στο βάθος, κάπου κάπου ξεφυτρώνει κανένα κορνάρισμα αυτοκινήτου ή ακούγονται γαβγίσματα σκύλων. Μα όλα μοιάζουν μακρινά και αδιάφορα.
Η νύχτα κυλά κι εκείνη βυθίζεται ακόμα πιο πολύ, στον κυκεώνα του μυαλού της! Χωρίς κλισέ, με αλκοόλ και τσιγάρα. Τίποτα! Απόψε, είναι αυτή, η νύχτα κι οι σκέψεις της.
Το μυαλό της, παίζει σκηνή σκηνή τα όσα έγιναν και καταλήγει σε αυθόρμητα συμπεράσματα, μερικά από τα οποία δεν θέλει να δεχτεί.
"Φοβάμαι..." ψελλίζει. "Πώς να μην φοβάμαι. Ο Έρωτας..." γέλασε ψυχρά.
"Ο Έρωτας, τρυπώνει αθόρυβα και παίρνει την εξουσία, της καρδιάς και του μυαλού σου. Τα κυριεύει. Κι αν θέλει, τα λεηλατεί, τα κάνει στάχτη! Έχει όμως και το χάρισμα, να σε κάνει να θέλεις να ζεις, πιο δυνατά από ποτέ! Σε κάνει να ονειρεύεσαι το άπιαστο".
Χαμογέλασε μελαγχολικά.
Αγκάλιασε τις αδέσποτες σκέψεις της, σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε το φεγγάρι, λες κι εκείνο θα έκρυβε απαντήσεις. Ίσως και να 'χει απαντήσεις για πολλά, με τόσα που βλέπεις, μα δεν τις μοιράζεται.
"Δεν ζητάω άφεση αμαρτιών..." μονολόγησε. "Μια στάλα ευτυχίας, θα ήθελα μαζί του κι ας ήταν μόνο αυτό, που θα είχα".
Κάθισε για λίγο ακόμα σιωπηλή. Το βλέμμα καρφωμένο στο Φεγγάρι.
Σαν να εξομολογείται πράγματα που δεν τολμάει να ξεστομίσει.
Σηκώθηκε!
Έσφιξε το μπουφάν της κι άρχισε να περπατά.
Προς το μέλλον; Προς τα όνειρα της; Ποιος ξέρει...
Σε μια γωνιά του Ουρανού, ένα αστέρι έπεσε.
Ίσως κάποιος να έκανε μια ευχή. Ίσως πάλι, να το αφιέρωσε η νύχτα, σε εκείνες τις καρδιές, που έπεσαν άδοξα, από τα βέλη του έρωτα!
Τέλος σκηνής.
Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 6-14 πατήστε εδώ!
Για τις συμμετοχές 1-5 και για να βαθμολογήσετε πατήστε εδώ!