Σελίδες

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

Μικρές φωτιές παντού...δώρο ένα αντίτυπο!


Όταν έγραψα για το "Μικρές φωτιές παντού" της Celeste Ng που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο δε μίλησα με λεπτομέρειες για όλα όσα αυτό επιφυλάσσει, σκέφτηκα πως η αναγνωστική χαρά πρέπει να διατηρείται ατόφια και να να ανακαλύπτει μόνος του ο αναγνώστης όλα εκείνα που κάνουν ένα βιβλίο ιδιαίτερο. 

Δεν είπα επίσης ότι χαρακτηρίστηκε Παγκόσμιο Εκδοτικό φαινόμενο...
Ή ότι ήταν το αγαπημένο μυθιστόρημα των αναγνωστών στην ψηφοφορία του Goodreads για το 2017 και το καλύτερο για την ίδια χρονιά, σύμφωνα με το Amazon.

Τα λέω όμως τώρα γιατί ένα αντίτυπο περιμένει να γίνει δικό σας.

Για να πάρετε μέρος στον διαγωνισμό, το μόνο που έχετε να κάνετε είναι δυο βηματάκια:

Βήμα πρώτο: Like στις σελίδες Mytripsonblog και Εκδόσεις Μεταίχμιο 

Βήμα δεύτερο: Like στη δημοσίευση του άρθρου στο Facebook μαζί με ένα σχόλιο, και προαιρετικά share αν θέλετε να το δουν οι φίλοι σας.

Όσοι δεν έχετε Facebook, κι επιθυμείτε να πάρετε μέρος, δηλώνετε εδώ με σχόλιο τη συμμετοχή σας.

Ο διαγωνισμός ξεκινάει σήμερα, 30 Νοεμβρίου και λήγει στις 7 Δεκεμβρίου.
Ο τυχερός, ή η τυχερή θα ανακοινωθεί στις 8 Δεκεμβρίου και αν κατοικεί στην Αττική θα παραλάβει το αντίτυπο από τον Πολυχώρο Μεταίχμιο (Ιπποκράτους 118, Αθήνα).
Αν κατοικεί στην υπόλοιπη Ελλάδα θα το λάβει ταχυδρομικά κατόπιν συνεννόησης. 

Τα έξοδα αποστολής αναλαμβάνουν οι εκδόσεις Μεταίχμιο.





Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

Μικρές φωτιές παντού, Celeste Ng

"Όταν είσαι γονιός, το παιδί σου δεν είναι απλά κάποιος άνθρωπος: είναι ένας τόπος, ένα είδος Νάρνια, ένας αχανής αιώνιος τόπος όπου συνυπάρχουν το παρόν που ζεις, το παρελθόν που θυμάσαι και το μέλλον που προσδοκάς. Το βλέπεις κάθε φορά που το κοιτάζεις: πάνω στο πρόσωπό του, σαν αλλεπάλληλες στιβάδες, το μωρό που ήταν, το παιδί που μεγαλώνει και τον ενήλικα που θα γίνει, κι όλα αυτά ταυτόχρονα, σαν μια τρισδιάστατη εικόνα. Σου φέρνει ζάλη. Είναι ένας τόπος όπου μπορείς να καταφύγεις, αν ξέρεις πως να φτάσεις σ' αυτόν. Και κάθε φορά που το αφήνεις, κάθε φορά που το παιδί σου βγαίνει απ' το οπτικό σου πεδίο. φοβάσαι μήπως δεν μπορέσεις ποτέ να επιστρέψεις σε τούτο τον τόπο."

Η Σελέστ Ινγκ μιλάει μεταξύ άλλων για τη μητρότητα βάζοντας μικρές φωτιές παντού.
Πρώτα, στήνει με προσοχή το σκηνικό, που δεν είναι άλλο από το Σέικερ Χάιτς, ένα ήρεμο, προοδευτικό προάστιο του Κλίβελαντ όπου όλα είναι σχεδιασμένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια και υπάρχουν κανόνες για τα πάντα.
Ύστερα πλάθει προσεκτικά τους ήρωες με υλικά αναγνωρίσιμα δίνοντας  στον καθένα τους όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται για να μπορούν να σηκώσουν με άνεση το βάρος των ρόλων τους. 
Κι όταν αρχίζει τη διήγηση, κι αρχίζει η ιστορία να ξετυλίγεται, ένα σωρό θέματα αναδύονται, όπως η μητρότητα, η εφηβεία, οι οικογενειακές σχέσεις, ο ρόλος της φυλής και της κοινωνικής τάξης

Το σωστό και το λάθος παλεύουν συνεχώς κι ενίοτε μπερδεύονται μεταξύ τους, γιατί ακόμα κι αν τηρεί κάποιος όλους τους κανόνες, υπάρχει το ενδεχόμενο να το κάνει με λάθος τρόπο, αν και υπάρχουν και τρόποι που δεν είναι απόλυτα λαθεμένοι ή απόλυτα σωστοί, ενώ τα μυστικά όσο καλά κι αν κρυφτούν έρχεται πάντα η ώρα που βγαίνουν στην επιφάνεια και ταράζουν τα νερά.

Η συγγραφέας βάζει τους ίδιους τους ήρωες να υπερασπίζονται με ζέση τη θέση τους, ή να αμφιβάλλουν γι' αυτή, συμπαρασύροντας μαζί τους και τον αναγνώστη. 
Δεν ήταν λίγες οι φορές που αναρωτήθηκα ποιο είναι το σωστό τελικά, κι αν τελικά υπάρχει σωστή άποψη για ορισμένα θέματα. Σε κάποια περίπτωση μάλιστα αμφιταλαντεύτηκα τόσο που άλλαζα συνεχώς άποψη για το ίδιο θέμα.

Θαύμασα απεριόριστα τον τρόπο που η Ινγκ θεμελίωσε αυτό το μυθιστόρημα, και  τους πολλούς χαρακτήρες του που καθόλου δεν κουράζουν, αντίθετα οδηγούν στην πλήρη κατανόηση όσων συμβαίνουν, και συμβαίνουν πολλά, τα περισσότερα ανεπάντεχα, αλλά δεν παύει να είναι ένα ρεαλιστικό κοινωνικό ψυχογράφημα, ένα μυθιστόρημα γεμάτο αναγνωστικές εκπλήξεις, που καταφέρνει να συγκινεί, αλλά και να προβληματίζει.


Στο Σέικερ Χάιτς, ένα ήρεμο, προοδευτικό προάστιο του Κλίβελαντ, όλα είναι σχεδιασμένα ως την τελευταία λεπτομέρεια – από τη χάραξη των στριφογυριστών δρόμων ως το χρώμα των σπιτιών, ως τις επιτυχημένες ζωές που πρόκειται να ζήσουν οι κάτοικοί του. Και κανείς δεν ενσαρκώνει αυτό το πνεύμα καλύτερα απ’ ότι η Έλενα Ρίτσαρντσον, της οποίας η βασική αρχή είναι να σέβεται πάντα τους κανόνες. 

Τότε, στην ειδυλλιακή φούσκα που συνιστά τη ζωή της οικογένειάς της, μπαίνει η Μία Γουόρεν, μια αινιγματική καλλιτέχνιδα που νοικιάζει μαζί με την έφηβη κόρη της, την Περλ, ένα σπίτι των Ρίτσαρντσον. Σύντομα η Μία και η Περλ αποκτούν πολύ σημαντικότερο ρόλο στη ζωή τους από αυτόν των απλών ενοικιαστριών – και τα τέσσερα παιδιά των Ρίτσαρντσον γοητεύονται από τη μητέρα και την κόρη. Η Μία όμως κουβαλά ένα μυστηριώδες παρελθόν και μια αψηφισιά για το κατεστημένο που απειλεί να ανατρέψει την τόσο τέλεια οργανωμένη κοινότητά τους. 

Το Μικρές φωτιές παντού διερευνά το βάρος των μυστικών, την τρομερή δύναμη της μητρότητας, καθώς και τον κίνδυνο που ελλοχεύει στην πεποίθηση πως ακολουθώντας τους κανόνες μπορείς να αποτρέψεις μια συμφορά.


Η Ινγκ επιλέγει να μιλήσει για έναν τόπο που γνωρίζει καλά, μια και έζησε στο Σέικερ Χάιτς και όπως αναφέρει η ίδια σε συνέντευξή της, τοποθετεί χρονικά την πλοκή την περίοδο 1997 - 1998 επειδή η τεχνολογία δεν κυριαρχούσε στη ζωή μας, οπότε ήταν ευκολότερο να ελλοχεύει το μυστήριο και να κρύβονται καλύτερα τα μυστικά.  
Επίσης εκείνα τα χρόνια η συζήτηση γύρω από φυλετικά ζητήματα επικεντρωνόταν κυρίως στην υποβάθμιση ή την αγνόησή τους. 


Celeste Ng
Η αμερικανίδα Celeste Ng (Σελέστ Ινγκ) γνώρισε διεθνή επιτυχία με το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Όσα δεν σου είπα ποτέ (2014) το οποίο μεταφράστηκε σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες σε όλο τον κόσμο. Το δεύτερο βιβλίο της Μικρές φωτιές παντού (2017) θεωρείται ένα παγκόσμιο εκδοτικό φαινόμενο, καθώς έχει παραμείνει στην κορυφή των ευπώλητων των New York Times για περισσότερες από σαράντα εβδομάδες, έχει σαρώσει στις ψηφοφορίες των αναγνωστών (Goodreads) και έχει συμπεριληφθεί σε όλες τις λίστες με τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς για το 2017 (Amazon, Barnes and Noble, Guardian, LA Times, Washington Post, Esquire κ.ά.). Ύστερα από πλειστηριασμό, τα δικαιώματα για την τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου αγόρασε η εταιρεία παραγωγής της βραβευμένης με Όσκαρ ηθοποιού Ρις Γουίδερσπουν. Η συγγραφέας ζει στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης. 
Για να διαβάσετε περισσότερα για το βιβλίο και την ίδια: www.celesteng.com







Μικρές φωτιές παντού
Συγγραφέας:  Celeste Ng
Μεταφραστής:  Ρίτα Κολαΐτη
Εκδόσεις: Μεταίχμιο Σελίδες:  496
Ημερομηνία Έκδοσης:  08/11/2018




Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

17ο Παίζοντας με τις λέξεις (Συμμετοχές 1 - 5)


Περνώντας τον σκόπελο που δημιούργησαν οι λέξεις: αποκατάσταση, δέσμη, κόμπος, εκπομπή, γλώσσα,το 17ο "Παίζοντας με τις λέξεις" είναι επιτέλους εδώ με 23 υπέροχες συμμετοχές που τα έχουν όλα! 
Χιούμορ, συγκίνηση, επικαιρότητα, φιλοσοφικές αναζητήσεις, αλλά και μυστήριο εναλλάσσονται και οι συμμετοχές, που η σειρά παρουσίασής τους βγήκε μετά από κλήρωση, πότε με έμμετρο και πότε με πεζό λόγο περιμένουν να τις απολαύσετε!
Θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους σας που δίνετε αξία στο παιχνίδι μας και να θυμίσω ότι δε χρειάζεται να διστάσετε να με μαλώσετε αν δείτε κάποιο λάθος.
Αν το λάθος αφορά συμμετοχή είναι καλύτερα να τα πούμε ιδιαίτερα στο almikr@gmail.com

Βαθμολογείτε 5 συμμετοχές! 

3 βαθμούς παίρνει η συμμετοχή που σας άρεσε περισσότερο, 
2 η επόμενη και από 
1 βαθμό δίνετε σε τρεις ακόμα συμμετοχές που σας άρεσαν!

Για την αποφυγή αδικιών πρέπει να μπουν όλοι οι βαθμοί.
Δεν μπορείτε φυσικά να βαθμολογήσετε τη δική σας συμμετοχή!
Κρατάτε κρυφή τη συμμετοχή σας και δεν τη δημοσιεύετε μέχρι να λήξει το παιχνίδι.

Τις βαθμολογίες θα τις γράψετε στα σχόλια, κάτω από αυτή την ανάρτηση μέχρι και τα μεσάνυχτα της Παρασκευής 30 Νοεμβρίου
Το Σάββατο 1 Δεκεμβρίου θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα.
Ο νικητής, ή η νικήτρια, θα λάβει ένα συμβολικό δώρο.

Σας αφήνω λοιπόν να απολαύσετε την ανάγνωση, αλλά και να δυσκολευτείτε με τη βαθμολογία!



1. Και το όνομα αυτού…..

Βρε Πραξιθέα σύνελθε και μην με πιλατεύεις
Το θέμα δεν μας αφορά τι ψάχνεις και γυρεύεις….;
Εκεί που δεν σε σπέρνουνε τι θέλεις και φυτρώνεις
Κακούς μπελάδες προκαλείς και βάρη μας φορτώνεις.
Τράβα κοιμήσου κι άσε με να δω την εκπομπή μου
Κόμπος γίναν τα νεύρα μου, χάθηκ΄η υπομονή μου.
Μ΄ έπρηξες χρόνια ολόκληρα και νύχτα και ημέρα
με την αποκατάσταση που θα ΄χει η θυγατέρα,
Κι όταν αυτό συνέβηκε κι είπα θα ξανασάνω
άλλος νταλκάς προέκυψε, στο όνομα επάνω,
του εγγονού και πράγματι μ΄έχει προβληματίσει
γιατί το θέμα απαιτεί να του δοθεί μια λύση.
Κουμπάροι και συμπέθεροι έχουνε μπει στη μέση,
κι ονόματα προτείνουνε σ΄όποιον ότι αρέσει….
Άλλος θέλει τον πάππο του και άλλος τον πατέρα
τον Άγιο Φλώρο απαιτεί, να βγάλει η συμπεθέρα,
μα ο κουμπάρος σφαλιστά, κρατάει τα χαρτιά του,
και ο γαμπρός μας την καρδιά κάνει στα γονικά του….
Τι δέσμη μέτρων πρότεινες, στην κόρη μας γυναίκα,
και το ζευγάρι έκανες από χωρία…….δέκα ;;;
Για ηθική υποχρέωση πήρε κάτι τ΄αυτί σου,
και άναψες και κόρωσες, δεν το χωράει η ψυχή σου,
να έχουν τέτοια απαίτηση οι δύο συμπεθέροι,
των προπαππούδων τ΄όνομα  το εγγόνι μας να φέρει,
Λουκάς και Νίκος δηλαδή, μία χαρά ταιριάζουν,
και στο σχολειό ΛΟΥΚΑΝΙΚΟ όλοι να τον φωνάζουν !
Η σκέψη αυτή με τάραξε, το ΜΠΟΥΛΙΝΓΚ είναι θέμα,
στην κάκιστη επιλογή, πρέπει να μπεί ένα τέρμα.
Αχ Πραξιθέα στα λόγια σου, έρχομαι κι ας μην θέλω
στους συμπεθέρους μήνυμα, άμεσα αποστέλλω…..
κι άμεση κοινοποίηση κάνω και στον κουμπάρο
ώστε η ενημέρωση να γίνει μ΄ένα σμπάρο !!!
Αγαπητοί μου το παιδί, τ΄όνομα που θα φέρει
σκεφθείτε το πολύ καλά , για να μην υποφέρει
θα είμαστε υπαίτιοι κι ένοχοι ταυτοχρόνως,
σε μια πράξη διηνεκή που δεν θα σβήσει ο χρόνος,
ας γίνει αρίστη επιλογή, μεταξύ ονομάτων
που θα τιμήσει το παιδί, μετ΄άλλων χαρισμάτων,
να δώσουμε οι παππούδες του, εν πρώτοις την ευχή μας
και όνομα ελληνικό, απ' την παράδοσή μας,
απ΄την σπουδαία γλώσσα μας και τον πολιτισμό μας,
προίκα, καμάρι και τιμή στον πρώτο εγγονό μας !!!
ΑΓΗΝΩΡ ονομάστηκε εν τέλει το παιδάκι
κι η μάνα του ζορίστηκε να πιει τέτοιο φαρμάκι,
όσο για τους συμπέθερους, δεν έχουν καταφέρει
απ' τον κουμπάρο να δεχτούν, ετούτο το χουνέρι…
Άσε βρε Πραξιθέα μου κι εσύ τον κωπετό,
γιατί ματαίως αναζητάς,  υποκοριστικό…….
εγώ είμαι πανευτυχής κι έτσι θα παραμείνω,
για τον μικρό Αγήνορα, τέλειος παππούς θα γίνω ,
και κάνε τα κουμάντα σου εγκαίρως Πραξιθέα
γιατί περνάει ο καιρός, και χάνεις τα ωραία !!!



2. “Ραίημοντ και Ναντίν”

Λονδίνο 1893


Οι μπορντό βελούδινες κουρτίνες έστεκαν ανοιχτές στον νυχτερινό ουρανό. Ο πίνακας με την βαρύτιμη κορνίζα και τα έπιπλα έντυναν το χώρο.


Ο κόμπος την έπνιγε. Φωτιά ηδονής θέριευε στο κορμί της. Καμία σκέψη αναστολής μπροστά στην αγκαλιά του.


Ο Γκάμπριελ. Απόψε την συνάντησε στη γκαλερί και η νύχτα τους βρήκε να παλεύουν με τον πόθο τους.


Η Ναντίν. Εκτυφλωτική και λάγνα!


Το στόμα του ταξίδεψε από τα πόδια στο στήθος της. Υγρό ερωτικό μονοπάτι. Η Δέσμη του φωτός των κεριών αποκάλυψε μια πράσινη νεράιδα τατουάζ στην ωμοπλάτη της. Γεύτηκε με τη γλώσσα της την φλόγα των χειλιών του. Στο λαιμό της τα σημάδια του πάθους του. Και έναν βίαιο οργασμό σαν εκπομπή ζωής.


“Ναντίν”, ψιθύρισε ξεψυχισμένα.


Το κόκκινο φόρεμά της φάνταξε ,παράξενο στοιχειό στην ερημιά του δρόμου. Η Βαριά ομίχλη σκέπαζε τα πάντα, μαζί κι αυτά που έγραψαν οι ώρες στο κορμί της. Η Άμαξα που την πήρε την φυγάδευσε στη λήθη.


Στεκόταν μπροστά στον μεγάλο σκαλιστό καθρέφτη. Ο Ρέημοντ. Καθηγητής ψυχολογίας με τίτλους τιμής ανάγλυφο καμβά στους τοίχους του γραφείου. Μάτια θολά και βηματισμός ασταθής.

“Κύριε, το αψέντι σας πειράζει! Πίνετε πολύ!” ήχησε ήρεμα η φωνή του μπάτλερ .


“Ο κρυφός μου κόσμος Έντουαρντ”


“Με παράξενο προορισμό όμως Κύριε...”


“Και άγνωστη αποκατάσταση!”


“Άκουσα άμαξα έξω, μια Κυρία κατέβηκε, πήγα να ανοίξω αλλά δεν ήταν κανείς, ήρθα να σας ειδοποιήσω αλλά δεν σας βρήκα”


“Δεν ήρθε κανείς Έντουαρντ!”


“Σας συμβαίνει κάτι απόψε Κύριε ;”


Χαμογέλασε παράξενα, λίγο απόμακρα.


“Τίποτα που να αλλάζει τη ρουτίνα της νύχτας”


“Κύριε επιτρέψτε μου να σας πω κάτι. Έχετε ανάγκη από μια γυναίκα, σας λείπει η ζωή”


Ο Ραίημοντ χαμογέλασε χωρίς να απαντήσει. Ο Μπάτλερ έφυγε διακριτικά.


Ένα ακόμα αψέντι έβαλε στα σωθικά του την ομίχλη του δρόμου. Ο χώρος στο βαρύ σαλόνι με τις πολυθρόνες και τα φανάρια άρχισε να χάνει την σταθερότητά του. Μύρισε το άρωμά της. Ένιωσε την παρουσία της.


“Ναντίν !” ψιθύρισε εκστασιασμένος.


“Γύρισα Ραίημοντ”


“Λατρεμένε μου δαίμονα”


“Γέννημα της ανάγκης σου αγαπημένε”


Την έβλεπε διάφανη εκεί αντίκριστά του. Ώριμη και ποθητή.


“Η Εικόνα των πόθων μου...” της είπε.


“Η φαντασίωσή σου..” απάντησε εκείνη και τον πλησίασε.


“Είσαι εγώ στα μάτια μου Ναντίν”


“Είμαι εσύ στα δικά μου”


Τα φανάρια του γκαζιού λαμπύριζαν παράξενα στα μάτια τους. Η Ομίχλη του Λονδίνου, τα κεριά. Τα μάτια του λάγνα χάιδεψαν τη γυμνή της σάρκα. Ένιωθε “κάτι” να βγαίνει από μέσα του. Ένα άλλο πλάσμα, με τη δική του ύπαρξη.


Θες η λάμψη από το αψέντι, το άρωμα του ξύλου και των βιβλίων, η φωτιά των σωμάτων. Στον ερχομό του βάθους της νύχτας έσμιξαν σε μια αμάχη της υγρής σάρκας.


Και ω ναι τότε, καθώς τα γυμνά σώματα σμιλεύονταν στο χορό τους, ή πράσινη νεράιδα κι οι αμυχές του έρωτα φάνηκαν ολόιδιες με εκείνης, στο λαιμό του.


Οι λέξεις τους ακούστηκαν λες βγήκαν μ’ ένα στόμα:


“Ραίημοντ σε θέλω..!”


“Ναντίν σε ποθώ…!”


Ο Έντουαρντ απρόσμενα χτύπησε την πόρτα. Μια πανέμορφη γυναίκα στάθηκε μπροστά του. Ο Ραίημοντ πουθενά! Μόνο στα μάτια της ολόιδια εκείνου τον θωρούσαν.



 https://pixabay.com/

3. Τι είμαι;

Τελευταία αναρωτιέμαι πολύ γι αυτό. 

Ξέρω τι θα πεις,  ένα 12χρονο παιδί που δουλεύει για να συμπληρώσει το φαγητό της οικογένειας.
Αλλά είμαι άνθρωπος;
Ο επιστάτης στο εργοστάσιο  που δουλεύω είπε ότι εκείνοι οι άλλοι, με τα πλούσια σπίτια, από εκεί που  περνώ όταν πάω στη δουλειά, λάμπουν σαν αστέρια. ''Αυτοί είναι οι ολοκληρωμένοι άνθρωποι'' ! 
''Εγώ τι είμαι; ρώτησα. '' Τα ίδια αστέρια δεν κοιτάζουμε''; 
''Είσαι ένα τίποτα με μεγάλη γλώσσα'' μου απάντησε 
Κι όμως αυτό το τίποτα αναρωτιέται...
Δεν είμαι ολοκληρωμένος άνθρωπος γιατί  τα τρύπια μου παπούτσια  αφήνουν τις πέτρες να μου ματώνουν τα πέλματα;
Μήπως επειδή  τρώω κατάχαμα από ένα πιάτο μαζί με τα 6 αδέλφια μου, ή  επειδή φοράω κουρέλια χιλιοφορεμένα; Ή επειδή συνεχώς πεινάω και ονειρεύομαι να ξυπνήσω μια μέρα και να είμαι χορτάτος;
Φταίω εγώ γι αυτό; 
Η καρδιά μου δεν χτυπάει το ίδιο όπως εκείνων των παιδιών με τα καθαρά και καινούργια ρούχα,  με τα παιχνίδια που μήτε τα 'χα ονειρευτεί ποτέ; 
Δεν ζούμε στην ίδια χώρα; Γιατί εκείνοι είναι άνθρωποι; 
Επειδή τα παιδιά τους πηγαίνουν σχολείο, ενώ  εγώ σταμάτησα  γιατί , βλέπεις, στη ζυγαριά το φαγητό βαραίνει πιο πολύ από το σχολείο;
''Εσύ είσαι για να τους ξεσκονίζεις τα παπούτσια'' μου είπε ο επιστάτης.  
''Εσένα μπορούν να σε αγοράσουν με μια δέσμη χρημάτων όσο το βδομαδιάτικό σου!
Να τι είμαι λοιπόν!
Ένας μισός άνθρωπος  που  ξαπλωμένος κατάχαμα  στο χράμι το χιλιομπαλωμένο, μπορώ να δω τ'αστέρια μέσα από την τρύπα της καλύβας μας.
Θυμάμαι  πόσο είχα σαστίσει βλέποντας  για πρώτη φορά, εκείνους  που ζούσαν τόσο διαφορετικά από εμάς. Το στομάχι μου δέθηκε κόμπος και έμεινα ακίνητος, ενώ μου φώναζαν να φύγω από το δρόμο τους... ''μας βρωμίζεις'' μου έλεγαν.
Να σου πω ότι έκλαψα; Ναι, έφυγα τρέχοντας  κλαίγοντας με λυγμούς.  Και άργησα στη δουλειά. Τα άλλα παιδιά έτρεξαν  να μάθουν τι συνέβη. Άφησαν τα πόστα τους και η αποκατάσταση της τάξης ήλθε με την τιμωρία μου. Ξύλο με το βούρδουλα. Δεν χαλάλισα ούτε ένα δάκρυ!
 Σε μια εκπομπή στο ραδιόφωνο του επιστάτη, άκουσα να λένε  ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι, είμαστε ίδιοι.
Τι ψέματα που έλεγαν!
Υπάρχουν οι ολοκληρωμένοι άνθρωποι
Υπάρχουν και οι μισοί άνθρωποι
Το ζω, το βλέπω, εκείνοι είναι τ'αφεντικά μου κι εγώ τους βρωμίζω. 
Κι όμως ονειρεύομαι  να ζούσα- λέει -σε εκείνη τη γειτονιά. Ονειρεύομαι  να γίνω κάποια στιγμή ένας τέτοιος άνθρωπος
 Συζητώ με τ'αστέρια το βράδυ πριν κοιμηθώ και τους ζητώ λίγη λάμψη να μου στείλουν, γιατί κουράστηκα να είμαι μισός άνθρωπος!



https://pixabay.com


4."Το μοντέλο"

-Αποκατάσταση; Αμάν βρε μάνα πόσες φορές θα το πω να το καταλάβεις;
Δεν θέλω να αποκατασταθώ λέμε.
Το ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ; Έβαλε τις φωνές για άλλη μια φορά η Ντίνα στην μάνα της.
-Γιατί βρε αγάπη μου κακό σου λέω; Να παντρευτείς να κάνεις οικογένεια, να δω και εγώ εγγονάκια!
-Ααα έτσι πες μας κυρά Ασπασία, ότι για τον εαυτό σου φροντίζεις.
Εεε όχι, δεν θα σου κάνω το χατήρι.
Δε θα περάσω τη ζωή μου στο χωριό, μέσα στο σπίτι να κάνω την οικοκυρά με ένα σωρό κουτσούβελα γύρω μου, να φωνάζουν να μαλώνουν και να σκουπίζω δάκρυα και μύξες. 
Είδαμε και σένα που αποκαταστάθηκες τα χάλια σου!

Τι να της απαντήσει τώρα; Σ' αυτό είχε δίκιο η κόρη της. Ο προκομμένος που παντρεύτηκε, μετά τα πρώτα μέλια του γάμου και την γέννηση της κόρης τους, την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια στην αρχή και μετά λάκισε για τα καλά, με μια που γνώρισε στα στέκια που σύχναζε.
Μόνη και με πολλά βάσανα την ανάθρεψε την Κωνσταντίνα η Ασπασία, που ήταν ένα κουκλί μελαχρινό με καταπράσινα  μάτια.
Όλοι στο χωριό έλεγαν πως όταν μεγαλώσει η μικρή θα γινόταν μοντέλο.
Που να ξέρει η μάνα πως στο μυαλουδάκι της πες πες το πίστεψε και εκείνη, αφού μεγαλώνοντας η Κωνσταντίνα τόσο πιο όμορφη γινόταν. Όσο για την γλώσσα της; Ροδάνι πήγαινε. Και  για την εξυπνάδα της είχαν να κάνουν!

Ενώ η Ασπασία σκεφτόταν αυτά, η Ντίνα πρώην Κωνσταντίνα, συνέχιζε να τα ψέλνει στην μάνα της, ενώ τα πράσινα μάτια της είχαν πάρει το χρώμα του θυμού.
-Θα φύγω από το σπίτι αν αρχίσεις το ίδιο τροπάριο πάλι. 
Εγώ θέλω να γίνω διάσημη! Μοντέλο! Να μιλάει ο κόσμος για μένα!
Και για να τελειώνουμε με αυτό το θέμα σου λέω ότι ήδη έχω δηλώσει συμμετοχή σε μια εκπομπή στην τηλεόραση και με δέχτηκαν.
Μεθαύριο φεύγω.

Τι να πει η Ασπασία; Ένα παιδί είχε πως να του χαλάσει χατίρι; Είχε μετράδι η αγάπη; Δεν είχε.
Ένας κόμπος έκατσε στον λαιμό της ενώ τις ξέφυγε ένας αναστεναγμός!

-Κάνε κορίτσι μου ότι νομίζεις καλύτερο για σένα.
Να ξέρεις μόνο ότι θα είμαι εδώ για σένα αν με χρειαστείς.
-Τι να σε χρειαστώ βρε μάνα;
Θα με δεις μια μέρα που θα φτάσω ψηλά και θα τρίβεις τα μάτια σου.
"Δεν θέλω να φτάσεις πουθενά κόρη μου. Ευτυχισμένη θέλω να είσαι", ψιθύρισε η μάνα. 
-Να προσέχεις παιδί μου.
-Οφουου.. και εσύ με τις συμβουλές σου!

Η μικρή βαλίτσα που κρατούσε στα χέρια μετά από δυο μέρες η Ντίνα, είχε μέσα όλα της τα όνειρα.
Ήταν πολύ όμορφη, το ήξερε. Η πασαρέλα θα γινόταν η γέφυρα που θα τα πραγματοποιούσε.
Την πρώτη φορά που περπάτησε επάνω της και η δέσμη φωτός από τους  προβολείς έπεσε επάνω της, ένιωσε την καρδιά της να χτυπά τρελά.
Χαμογέλασε ευτυχισμένη στον άντρα που βρισκόταν πίσω από τους προβολείς στο σκοτάδι.
Της είχε τάξει να την κάνει αστέρι!!! 
Λίγο καιρό αργότερα άνοιγε την πόρτα του πατρικού της. Στάθηκε δισταχτικά στο κατώφλι μην τολμώντας να προχωρήσει.
Μια αγκαλιά άνοιξε και την έκλεισε μέσα της!





5. Χρωματίζοντας τη ζωή.

Πέμπτη πρωί, στη λαϊκή αγορά της πόλης της, μία ανοίκεια εικόνα που αντίκρισε την γύρισε πίσω στο χρόνο κι ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό. Θυμήθηκε μια γερόντισσα που γνώρισε στο καμπ όπου βρέθηκε ως εθελόντρια στο νησί πριν τρία χρόνια.

Μαυροντυμένη παρουσία, με μακρύ ως τα παπούτσια φόρεμα, διέσχιζε το δρόμο της λαϊκής με γρήγορο βηματισμό. Μαντίλι στα μαλλιά, μαύρο κι αυτό. Φορτωμένη με ψώνια σε κάθε χέρι, το βάρος των οποίων το ένιωθες κι ας μην κουβάλαγες εσύ τις τσάντες. Κεφάλι στητό κι ακίνητο, φορτωμένο κι αυτό με μία νάιλον σακούλα, μέσα από την οποία διακρίνονταν μία δέσμη από πράσα, κόκκινες πιπεριές κι άλλα λαχανικά.

Έμεινε εκεί να την κοιτά ακούγοντας τη στιγμή εκείνη στα ακουστικά την αγαπημένη της ραδιοφωνική παραγωγό να λέει στην εκπομπή της για ένα ακόμη περιστατικό σε δημοτικό σχολείο σχετικά με το μπούλιγκ που περνούσε καθημερινά ένα παιδί, επειδή η γλώσσα που μιλούσε ήταν «σπασμένη».

Σκέφτηκε να αποθανατίσει τη στιγμή με το κινητό της και να μοιραστεί τη φωτογραφία με τους ηλεκτρονικούς της φίλους γράφοντας κάποιο σχόλιο προκειμένου να αφυπνίσει κάποιους που εστίαζαν μονάχα σε στιγμές αυτοπροβολής και καλοπέρασης. Προτίμησε να μείνει εκεί και να «ρουφήξει» την εικόνα μέχρις ότου χαθεί από το οπτικό της πεδίο. Και δεν το μετάνιωσε. Δεν αφυπνίζονται εύκολα οι άνθρωποι. Ό,τι κι αν διαβάσουν, ό,τι κι αν δουν, δεν μπαίνουν στη διαδικασία της ενσυναίσθησης γιατί δεν διαθέτουν χρόνο. Αλλά ούτε και την διάθεση διαθέτουν. Συνέχισε το δρόμο της προβληματισμένη.

Οι πρόσφυγες που ο μικρός Άυλαν πυροδότησε την ανάγκη της να διανύσει πολλά ναυτικά μίλια προκειμένου να βρεθεί στο νησί και να βάλει κι αυτή το όποιο λιθαράκι της, ήτανε πλέον έξω από την πόρτα της. Δεν ήθελε και δεν θα μπορούσε να ξεχάσει.

Όμως, τα πάντα γύρω της αλλάζουν. Προσαρμοζόμαστε εύκολα και επικίνδυνα στη δυστυχία των διπλανών μας αρκεί να μην επηρεάζονται οι ζωές μας, σκέφτηκε. Η εικόνα της αποκατάστασης που ήλπιζε για όλα τα κακώς κείμενα γύρω της, άρχισε ξαφνικά να ξεθωριάζει.

Μα όχι! Δεν γινότανε ν’ απελπιστεί. Ούτε και να συμβιβαστεί με ότι παράταιρο συμβαίνει. Πάντα θα ελπίζει για ένα καλύτερο αύριο και πάντοτε θα προσπαθεί γι’ αυτό με ό,τι περνά απ’ το χέρι της. Νους και ματιά δεν αποδέχονται χρώματα μουντά να χρωματίζουν τις όποιες ζωές. Θέλει να πάρει τα πινέλα της, να χρωματίσει με τα χρώματα του ουράνιου τόξου ό,τι κακότροπο και άδικο αντικρίζει. Την ειρωνεύονται συχνά γι’ αυτό λέγοντάς την πως είναι ρομαντική και ονειρεύεται μια ουτοπία.

Μα δεν τη νοιάζει. Συναντά ενίοτε πολλούς συνοδοιπόρους με τα δικά τους τα πινέλα στο δρόμο που βαδίζει.


Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 6 - 14 πατήστε εδώ!
Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 15 - 23 πατήστε εδώ!



17ο Παίζοντας με τις λέξεις (Συμμετοχές 6 - 14)


6. Τα οράματα ενίοτε λυτρώνουν!

Εδώ και μια εβδομάδα είχε εγκατασταθεί και πάλι στην καλύβα τους, πάνω στην βραχώδη πλαγιά με τα πεύκα που έγερναν στη φορά των ανέμων που έπνεαν στην περιοχή. Από κάτω ακριβώς έσκαγαν τα κύματα με δύναμη. Δίπλα απλωνόταν η παραλία, στην οποία έπρεπε να στήσει και πάλι την καντίνα με τις ομπρέλες. Μόνος του, αυτή τη φορά.

Από ώρα καθόταν στον καναπέ που είχα φτιάξει από τα ξύλα, που ξέβρασε η θάλασσα τον προηγούμενο χειμώνα, με μια μπύρα στο χέρι. Ολόγυρα του πεταμένα άδεια, τσαλακωμένα κουτάκια και αποτσίγαρα. Ο ήλιος είχε χαθεί στον ορίζοντα της θάλασσας που απλωνόταν μπροστά του. Η πανσέληνος σιγά σιγά φώτιζε όλη τη γύρω περιοχή. Αν και η άνοιξη είχε έλθει νωρίς φέτος, τα βράδια ήταν κρύα. Έριξε πάνω του μια κουβέρτα που είχε ξεμείνει εκεί από την προηγούμενη.

Η ματιά του, χάθηκε στο βάθος εκεί που οι σκιές της νύχτας, μπορούσαν να σε κάνουν να δεις ότι κι αν έκρυβες στην άκρη του μυαλού σου. Αυτός όμως σκεφτόμουν εκείνη. Η μορφή της, τον στοίχειωνε ακόμα. Πονούσε. Που την έχασε, που προτίμησε τον άλλο με τα πολλά λεφτά και την άνετη ζωή, που τον ξεγέλασε με τα λόγια της. Κι όμως μαζί είχαν αποφασίσει να ακολουθήσουν αυτό το δρόμο. Μόνο που εκείνη κουράστηκε γρήγορα.

Πίστεψε ότι η διπλανή παραλία θα γινόταν ο παράδεισος τους. Τώρα καταλάβαινε ότι αποκατάσταση της σχέσης του με αυτήν δεν θα ήταν εύκολη. Στα μάτια του είχε μεταμορφωθεί σε πέτρες, χοντρή άμμο με βότσαλα και μια θάλασσα σαν τις άλλες που έβρισκες παντού στην πατρίδα μας.

Άνοιξε το ραδιόφωνο. Ένα φύσημα ακουγόταν μόνο. Γύρισε τη βελόνα μέχρι που ακούστηκε κάτι σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε. Πρέπει να ήταν μια από εκείνες τις εκπομπές που τα περίεργα τερτίπια του καιρού, κατόρθωσαν να την φτάσουν από τα παράλια της Αφρικής ως την άκρη του δικού του κόσμου. Άκουγε τους φθόγγους και τις λέξεις, που δεν του έλεγαν κάτι, αλλά παραδόξως δεν έκανε καμία κίνηση για να βρει κάτι άλλο. Άκουγε κάτι που δεν καταλάβαινε, κρύωνε και έβλεπε στο βάθος τη θάλασσα να αχνοφέγγει.

Το φως του φεγγαριού όλο και δυνάμωνε, γινόταν όλο και πιο λαμπρό, μέχρι που μια δέσμη έντονου κίτρινου χρώματος, που δεν μπορούσε να αντέξει τον τύλιξε. Έκλεισε τα μάτια. Απ' το ραδιόφωνο ακούστηκε μια γνώριμη φωνή, η φωνή εκείνης. “ Δεν σε πρόδωσα, θα έλθω πάλι κοντά σου, περίμενέ με ” .....

Οι πρώτες αχτίνες του ήλιου, τον ξύπνησαν βίαια. Κοίταξε γύρω μου, όλα ήταν όπως έπρεπε να είναι, μόνο που πονούσε σε όλο το κορμί του. Άναψε τσιγάρο, μα ένας κόμπος στο λαιμό του, τον έκανε να το πετάξει προτού καν το φτάσει στο μισό του.

Μπήκε μες στην καλύβα, έβαλε στο σακβουαγιάζ του όσα πράγματα βρήκε γύρω του, το έκλεισε, το φορτώθηκε στην πλάτη και πιάστηκε να ανεβαίνει την ανηφόρα μέχρι την άσφαλτο. .Δεν θα τρελαινόταν δα για μια γυναίκα, έστω κι αν την αγαπούσε ακόμα. Ήταν τόσο νέος για να παραδοθεί!


https://tvxs.gr/news/skitsa/egklobistike-sti-dikaiosyni-poy-den-einai-dikaiosyni

7. Άριος Πάγος (*)

Οκέι, εγώ είμαι κάθετη. Τέτοια φαινόμενα να πατάσσονται στη ρίζα τους. Τη ρίζα, μπάι δε γουέι, πότε θα την περάσουμε ένα χεράκι, μιας και το έφερε η κουβέντα; Μην την αφήσουμε τελευταία στιγμή και τρέχω με τ’ αλουμινόχαρτο στο ρεβεγιόν, ε; Έτσι που λες. Πού πας μαντάμ με φέικ πτυχίο; Οκέι, σόρυ. Την αναβάθμισα. Απολυτήριο εννοούσα. Το ακούω στην πρωινή εκπομπή του σκάι και φρικάρω. Δούλευε είκοσι χρόνια καθαρίστρια και δεν είχε βγάλει το δημοτικό, η γελοία! Θεέ μου, σε τι χώρα μεγαλώνουμε τα παιδιά μας; Πόση αμορφωσιά ν’ αντέξει η κοινωνία μας; Πιο σιγά κούκλα μου με το σκαρπέλο, νύχι είναι, δεν ανοίγεις ντομάτες, έλεος δηλαδή! Ένιγουεϊ, τι λέγαμε;

Φωνάζω που λες την προκομένη τη δικιά μου και της λέω, και καλά στο άσχετο: «Ταμάρα χρυσό μου, τι δέσμη ήσουν στο σχολείο;»  «Ταμάρα ντεν πήγκε σκολείο κυρία, έχουμε πόλεμο στο πατρίντα» μου λέει. Ράγισε η κερατίνη στα νύχια μου, για τέτοιο σοκ σου μιλάω. Οκέι, έφτασε ο κόμπος στο χτένι, τα πήρα κρανίο με την Ουκρανή.  Τι χτένισμα προτείνεις για ρεβεγιόν, μπάι δε γουέι; Κάτι μίνιμαλ, γιατί θα παίξω με βινύλ και γκλίτερ φέτος, μην το παραφορτώσω, ε;

Τι έλεγα; Α ναι, για την Ταμάρα. Την σούταρα κανονικά και ψάχνω για απόφοιτη λυκείου, του-λά-χι-στον. Να μιλάει και τη γλώσσα που μου έβγαλε τον αδόξαστο, μέχρι να μάθει τα βασικά. «Ταμάρα  χρυσό μου, αυτό το λέμε στα ελληνικά: “λάτε μακιάτo”, αυτό “εσπρέσσο λούνγκο” κι αυτό “κρεπ σουζέτ”, οκέι;» Τίποτα. Ανεπίδεκτη η Τατάρα! Ας πάει από κει που ήρθε, να καθαρίζει ρέγκες στην ιχθυόσκαλα της Σεβαστούπολης. Εμείς μένουμε Ευρώπη. Άι σιχτίρ πια!

Πού είχαμε μείνει; Α ναι, για την επίορκη καθαρίστρια. Που τόλμησε να σφουγγαρίζει σκάλες και σοβατεπιά, δίχως απολυτήριο δη-μο-τι-κού! Το διανοείσαι; Καλά είχανε κάνει σ’ όλες δαύτες και τις είχανε απολύσει οι δικοί μας. Θέλουνε και θέσεις στο δημόσιο, οι αστοιχείωτες. Κάτι τέτοιες ρίξανε στα βράχια την οικονομία μας. Πιο σιγά εσύ με τη φρέζα, δεν ξεχερσώνεις χωράφι κοπέλα μου, ήμαρτον δηλαδή! Τι μαρτύρια τραβάω Θεέ μου! Κανονικά δηλαδή, πρέπει να ζητήσω αποζημίωση απ’ αυτήν την γιαλαντζί απόφοιτο, για την αποκατάσταση της κερατίνης στα νύχια μου. Μωρέ, μέχρι Άρειο Πάγο θα φτάσω, άμα χρειαστεί... Μήπως να τα βάψω ένα γκρι του πάγου για τις γιορτές;

(*) εκ της Αρίας [ενίοτε και αγρίας] φυλής


πηγή εικόνας: httpsultansema.tumblr.compost140851623779tauchner-rone

8. Πίσω από τους τοίχους

Η επιγραφή  στην πρόσοψη του παλιού αρχοντικού έγραφε:

‘’Αποκατάσταση διατηρητέου αρχοντικού

Δωρεά στον Δήμο του ….’’.

Η θωριά του ονόματος του πατέρα της έμοιαζε πύρινη στα μάτια της.

Ήξερε απέξω κι ανακατωτά κάθε σπιθαμή χώρου αυτού του σπιτιού και ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορούσε να ανασύρει από το χρονοντούλαπο της μνήμης της ολόκληρη δέσμη από αναμνήσεις. Όλες κακές. Γι’ αυτό τον λόγο και μόνο στην θέα αυτού του σπιτιού στο οποίο είχε μεγαλώσει, ένοιωθε πικρή γεύση στη γλώσσα και ένα κόμπο στο στομάχι της.

Στα δεκαοκτώ της χρόνια κατόρθωσε να φύγει από εκεί και να κάνει την επανάσταση της. Κι οι γονείς της μετακόμισαν μόνιμα στο εξοχικό τους.

Γύρισε την πλάτη της αργά στο κτίριο που θα έπρεπε να της φέρνει χαρά μια και εκπροσωπούσε την παιδική της ηλικία. Μακάρι να μπορούσε να γυρίσει την πλάτη και στο κύμα φόβου που την κατέκλυζε από τότε.

Ο πατέρας της χαροπάλευε στο νοσοκομείο και η μάνα της ήταν στο πλευρό του. Εκείνη δεν τον είχε επισκεφθεί ούτε μια φορά. Δεν μπορούσε να αντικρίσει αυτόν που επί χρόνια ικανοποιούσε τις άνομες και άρρωστες ορμές του στο αθώο κορμάκι του παιδιού του. Η μητέρα της δεν την ρώτησε ούτε μία φορά αν θα πήγαινε να δει τον πατέρα της και αυτό την βεβαίωνε πως τόσα χρόνια ήξερε, αλλά δεν μιλούσε. Αυτό την πλήγωνε και την γέμιζε οργή περισσότερο. Γιατί αυτή ήταν η μάνα που πόνεσε για να την γεννήσει, που την έβγαλε από τα σπλάχνα της.

Τι είναι αυτό που θα έκανε μια μάνα να ξεχάσει την μητρότητα και να καλύψει έναν αχρείο; Ο φόβος; Η ψεύτικη αίσθηση της ασφάλειας; Ή η τάση να προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου πως όλα είναι τέλεια και υπέροχα και να χτίζεις γύρω του ένα κάλπικο κουκούλι που όμως αφήνει απροστάτευτο το σπλάχνο σου; Από τα επτά της χρόνια ζούσε σε μόνιμο εφιάλτη. Και όταν βράδιαζε σκιαζόταν σε κάθε τρίξιμο πόρτας. Κι αυτή η φωνή στο σκοτάδι ‘’Κατερίνα κοιμάσαι; Ήρθε ο μπαμπάς για να παίξουμε’’ της προκαλούσε πανικό και σιχασιά. Όσο ήταν μικρή δεν μπορούσε να καταλάβει τι της συνέβαινε. Ένα αναπάντητο Γιατί, κυριαρχούσε στο παιδικό μυαλό και βασάνιζε την αθώα ψυχούλα.  Σαν έφηβη παρακολουθούσε όλες τις εκπομπές που μιλούσαν για περιπτώσεις ασέλγειας σε παιδιά. Ήξερε όλους τους αριθμούς που μπορούσε να ζητήσει βοήθεια. Όμως ο φόβος, της μούδιαζε ακόμα και τα δάχτυλα. Φοβόταν τον θυμό του. Είχε δοκιμάσει την τιμωρία του όταν κάποτε πήγε να αντιδράσει. Και ο πόνος μετά ήταν χειρότερος.

Το κινητό της χτύπησε. Η μητέρα της.

‘’Δεν μένουν πολλές στιγμές στον πατέρα σου. Ήρθε το τέλος. Θέλει να σε δει’’.

Σαν μπήκε στο δωμάτιο, ο πατέρας της ξεψύχησε παίρνοντας μαζί του σαν τελευταία εικόνα το μίσος που καθρέφτιζε ολόκληρο το πρόσωπο της. Όταν κοίταξε την μητέρα της κι εκείνη κατέβασε τα μάτια, της είπε:

‘’Είσαι πιο ένοχη από αυτόν. Έχεις πεθάνει κι εσύ για μένα. Επιτέλους γλύτωσα.’’

Το φως του ήλιου την ζέστανε. Θα ζητούσε βοήθεια αν χρειαζόταν αλλά θα έχτιζε την ζωή της μόνη από την αρχή.



9. Φιλοξενούμενος

Η γλώσσα του σώματος τα λέει καλύτερα, μωρό μου! Μισά, πικρά χαμόγελα, χέρια που ψάχνουν τις τσέπες στο ακριβό κοστούμι, για να κρύψουν-ει δυνατόν-την αμηχανία τους. Για να κρύψουν την κενή αγκαλιά. Βλέμμα που χαρακώνει τον λευκό, λεπτό λαιμό σου. Ζυγωματικά κόκκινα. Από το ποτό. Από την οργή. Και ο Θεός με έχει φοβηθεί.
Κορμί δήθεν στητό, έτοιμο να καταρρεύσει από το θρόισμα των μαλλιών σου.
Με πνίγει τούτη η σαχλή γραβάτα, που φόρεσα για την συνθήκη. Με πνίγουν οι συνθήκες βασικά. Κόμπος γίνονται, θηλειά.
Είναι γελοία τούτη η σκηνή, μωρό μου! Εσύ, λουσμένη σε μια δέσμη φωτός, αφοπλιστικά όμορφη. Ο άλλος, μακάριος. Και γριές σαν ξεδοντιάρικα, σαλιάρικα μωρά κρατώντας τούλια.
"Να πάτε στο διάολο!" σας εύχομαι εγώ. Εντός μου. Στο μυαλό μου βουλιάζω σε βελούδινο καναπέ. Κάμερες πάνω μου. Φιλοξενούμενος σε "κοινωνικού" περιεχομένου εκπομπή. Η ξανθιά, φυσικά, παρουσιάστρια με πρήζει με ερωτήσεις για το παρελθόν μας. Δεν της απαντάω. Περιμένω να βγεις στο τηλέφωνο. Δε βγαίνεις. Παντρεύεσαι. Ξεχάστηκα. Και αρχίζω να ουρλιάζω: "Πες στη μάνα σου πως η αποκατάσταση πληρώνεται με δυστυχία."
Οι κάμερες σβήνουν. Το μυαλό επανέρχεται στη λογική. Και εσύ εκτοξεύεις με δύναμη την ανθοδέσμη σου, μήπως καταφέρει άλλη να πιάσει την ευτυχία.



10. Έκτακτη είδηση

Ήταν 10 η ώρα το πρωί, όταν διέκοψαν την πρωινή εκπομπή, για να προβάλουν ένα έκτακτο δελτίο ειδήσεων. Κανείς δεν περίμενε τι θα ανακοινώνονταν στα επόμενα λεπτά.
Παρ' όλα αυτά, διαβάζοντας τη γλώσσα του σώματος της δημοσιογράφου, θα καταλάβαινε κανείς, ότι πρόκειται να ανακοινώσει κάτι σοβαρό. Με βλέμμα σκυθρωπό, η δημοσιογράφος, κοίταξε την κάμερα κι είπε:

"Κυρίες και κύριοι, διακόπτουμε το πρόγραμμα μας, για να σας ανακοινώσουμε, μια έκτακτη είδηση. Κύμα πανικού σαρώνει την χώρα, μιας και τις τελευταίες ώρες, μια βλάβη στις δέσμες οπτικών ινών, έχει προκαλέσει προβλήματα στις συνδέσεις του internet. Σύμφωνα με τα τηλεφωνήματα που λαμβάνει το τηλεφωνικό μας κέντρο, χωρίς internet βρίσκεται αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο ποσοστό της χώρας!
Ο χρόνος για την αποκατάσταση της βλάβης, είναι δύσκολο να υπολογιστεί, καθώς σύμφωνα με το ρεπορτάζ μας, το μέγεθος της ζημιάς είναι μεγαλύτερο από αυτό που ισχυρίζονται οι αρμόδιες αρχές.
Όπως θα δείτε στο βίντεο που ακολουθεί κι εξασφάλισε ο σταθμός μας αποκλειστικά, πηγές που επιθυμούν να παραμείνουν ανώνυμες, αναφέρουν, πως ίσως η ζημιά δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί τελικά, μιας και το πρόβλημα δεν είναι αυτό που αναφέρουν οι αρμόδιοι, οι οποίοι, προσπαθούν απλά να κερδίσουν χρόνο, δημιουργώντας φρούδες ελπίδες. Περισσότερα, στο ρεπορτάζ που ακολουθεί...".

Η ψυχή όλων, δέθηκε κόμπος! Αν όντως, η βλάβη δεν μπορούσε να αποκατασταθεί, ένα ήταν το βασικό ερώτημα, πια: Και τώρα;
Πως θα μπορούσε μια κοινωνία, που έμαθε να ζει με το internet, να αντιμετωπίσει μια πραγματικότητα που δε σηκώνει ούτε φίλτρα, ούτε block!
Πώς θα ήταν η ζωή μας πια, χωρίς το internet;!



11. Ζωντανή- Νεκρή

Οι δεσμοφύλακες έτρεξαν να χωρίσουν τις δυο κρατούμενες  που πάλευαν μεταξύ τους άγρια ''δι' ασήμαντον αφορμήν '' όπως θα έλεγε Εκείνος.


Οι υπαίτιες οδηγήθηκαν στην απομόνωση και έτσι επετεύχθη η αποκατάσταση της ηρεμίας.


Καθισμένη κατάχαμα στην αυλή της φυλακής, σ'εκείνη τη γωνιά που φλέρταρε με τον ήλιο τα πρωινά, παρατηρούσα αποστασιοποιημένη.


-Πάλι κατάπιες τη γλώσσα σου; σχολίασε η συγκάτοικος στο κελί μου και ένθερμη προστάτης μου το τελευταίο διάστημα. Μείναμε αμίλητες, δυο διαφορετικές γυναίκες, με διαφορά ηλικίας,  έγκλειστες και οι δυο με μεγάλη ποινή μπροστά μας.


Σε λίγο θα πηγαίναμε στα πόστα εργασίας που μας είχαν αναθέσει. Εγώ ήμουν υπεύθυνη της βιβλιοθήκης και της γραμματείας μια και ήμουν πτυχιούχος.


Το μεσημέρι συγκεντρώνονταν όλες οι φυλακισμένες στο εστιατόριο της φυλακής για φαγητό. Κι εγώ προσποιούμουν ότι μπορούσα να καταπιώ αυτά τα απαίσια παρασκευάσματα που ονομάζονταν γεύμα ανθρώπινο.


Ο συγχρωτισμός με τις άλλες κρατούμενες, είχε κανόνες. Άλλους, τους πληροφορήθηκα και εφάρμοσα αμέσως. Άλλους τους έμαθα με άσχημο τρόπο. Τα σημάδια στο σώμα μου  το μαρτυρούν.


Ούτε μια μέρα μετά το θάνατο Εκείνου δεν νοιάστηκα για τη ζωή μου.


Εκείνος! Η μοναδική μου αγάπη δεν υπάρχει πια.


Ο θησαυρός της ζωής μου έφυγε με τη δική μου βοήθεια.


Όχι δεν ήθελε να υποφέρει, δεν ήθελε να αισθανθεί την αναξιοπρέπεια της ασθένειας, όπως έλεγε, δεν ήθελε να φτάσει στο τέρμα διαλυμένος.  Το σκέφτηκε, το αποφάσισε, το συζητήσαμε και   του το υποσχέθηκα.


Του προσέφερα τη λύτρωση κι έγινα η δολοφόνος του συζύγου της.


Πόσες φορές το άκουσα αυτό στο δικαστήριο!  Πόσες φορές μετάνιωσα  για ό,τι είχα κάνει,   και άλλες τόσες ντράπηκα που λύγιζα ....


Όχι, πάλι θα το ξανάκανα. Πάλι θα τον βοηθούσα να απαλλαγεί από αυτό το ανίατο αυτοάνοσο  που τον νίκησε. Παράλυση που θα έφτανε ως τον εγκέφαλο μας εξήγησαν οι γιατροί. Πόνοι και ανημπόρια  θα  ολοκλήρωναν αυτήν την κόλαση!


Καταδικάστηκα 20 χρόνια. Στα 50 μου θα έβγαινα ελεύθερη πια, μια ζωντανή νεκρή ή ...ποιος ξέρει ;


Θυμάμαι εκείνη την ημέρα. Μου μίλησε, με φίλησε για τελευταία φορά. Αγκαλιαστήκαμε κλαίγοντας για τη ζωή που δεν μας χαρίστηκε. Για όσα μας στέρησε. Και ήπιε το θανατηφόρο κοκτέιλ που εγώ του ετοίμασα


Νεκρός ο καλός μου. Ο κόμπος που μου έσφιξε το στήθος έμεινε εκεί για καιρό. Λύθηκε μόνο από τον ήχο του κλειδιού στο κελί μου. Από τότε είμαι κενή μέσα μου. Δεν υπάρχω. Ένα ζόμπι που εκτελεί εντολές.


Αναρωτιέμαι  γιατί ζω.  Από δειλία ; Αυτοτιμωρούμαι μήπως;


 Νεκρωμένα όλα τα συναισθήματα μέσα μου καθώς και οι επιθυμίες. Δεν με νοιάζει πλέον τίποτε.


Ίσως γι αυτό οι σκληρές της φυλακής με άφησαν ήσυχη μετά από λίγο καιρό. Αδιαφορώντας για τη ζωή μου, δεν αισθανόμουν φόβο. Σίγουρα βοήθησε και η δέσμη χρημάτων που πήραν. Εντολή της προστάτιδάς μου.


Δημοσιογράφοι με πολιορκούσαν για μια επίσκεψη στη φυλακή. Δεν τους δέχτηκα ποτέ. Έγινα πρωτοσέλιδο, έγινα εκπομπή στην τηλεόραση, έγινα επερώτηση στη Βουλή για την Ευθανασία. Μετά από λίγο καιρό με ξέχασαν.


Μόνον Εκείνον κρατώ μέσα μου.


 Ίσως να ζω ακόμη για να ζει κι εκείνος μέσα από τις αναμνήσεις μου.


Ίσως...



https://pixabay.com

12. Το μαγαζάκι

Η βροχή που είχε αρχίσει διστακτικά άρχισε τώρα να πέφτει για τα καλά. Η Μίνα, είχε δεν είχε έξι μήνες στην πόλη, έτσι η απόφασή της να κόψει δρόμο, έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα. Τώρα πια είχε χαθεί για τα καλά. 
Ένιωθε πως η ζωή της έβγαζε τη γλώσσα ακόμα μια φορά και την κορόιδευε.
Σα να μην της είχε φερθεί ήδη σκληρά, αποφάσισε να της κάνει ακόμα μια φάρσα.

Χώθηκε σε ένα υπόστεγο και περίμενε τουρτουρίζοντας να κοπάσει. Η παλιά, γεμάτη κόμπους ζακέτα της ήταν μούσκεμα. Κοίταξε γύρω της απελπισμένη και τότε το είδε.
Η πινακίδα του ήταν ένα απλό κομμάτι ξύλο με χαραγμένη πάνω του μια δέσμη τριαντάφυλλα. Κάτω από τα τριαντάφυλλα, γράμματα που δεν έβγαζαν νόημα. Λες κι όποιος την έφτιαξε είχε εξαντλήσει όλη του την καλή διάθεση στη σχεδίαση των λουλουδιών και μετά εγκατέλειψε την προσπάθεια.
Στη βιτρίνα του ένα συνονθύλευμα από ετερόκλητα αντικείμενα συνωστίζονταν το ένα πάνω στο άλλο και πίσω τους μια καθησυχαστική γυναικεία φιγούρα που της χαμογελούσε.
Για μια στιγμή μόνο δίστασε, και μετά έσπρωξε την πόρτα και μπήκε στο πιο παράξενο μαγαζάκι που έβλεπε ποτέ. 
Η γυναίκα, απροσδιόριστης ηλικίας με τα ρούχα της να έρχονται από μια ακόμα πιο απροσδιόριστη εποχή, τη ρώτησε ευγενικά τι ήθελε να αφήσει.
Η Μίνα σάστισε. Το μέρος δεν έμοιαζε με ενεχυροδανειστήριο ή κάτι ανάλογο. Κοίταξε στα ράφια και είδε μόνο παλιατζούρες. Σπασμένα παιχνίδια, ραγισμένα βάζα, παλιές ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Έκπληκτη είδε ανάμεσά τους και αντικείμενα αξίας, αδιάφορα τοποθετημένα ανάμεσα σε κούκλες ξεχεριασμένες και ξεχαρβαλωμένα αρκουδάκια.  Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι θα ήταν κάποιο μέρος που επιδιόρθωνε πράγματα, ένα είδος εργαστηρίου αποκατάστασης χαλασμένων  αντικειμένων, αλλά την αμέσως επόμενη συνειδητοποίησε με έκπληξη ότι εδώ απλά ξεφορτωνόσουν πράγματα. 
Η αποκάλυψη ήρθε σαν μέσα από μυστηριώδη εκπομπή σημάτων, αποκρυπτογραφώντας τα πάντα  χωρίς να χρειαστεί καν να πει κάτι η γυναίκα. 

Άφησε το βλέμμα της να χαϊδέψει όλα εκείνα τα πράγματα που για κάποιους είχαν κάποτε σημασία, αλλά έπρεπε να τα αποχωριστούν για να συνεχίσουν. Αναρωτήθηκε τι να σήμαιναν για τους πρώην κατόχους τους εκείνο το μικρό κοχύλι, ή εκείνο το ασημένιο κηροπήγιο.
Δε θα μάθαινε ποτέ. Ήξερε όμως καλά τι έπρεπε να αποχωριστεί αυτή.
Τράβηξε την αλυσίδα που είχε στο λαιμό της εδώ και πέντε χρόνια, την ξεκούμπωσε, κι άφησε κάτι στην παλάμη που απλώθηκε εμπρός της. 

Πριν ακόμα βγει έξω ένα δαχτυλίδι αρραβώνων που δεν οδήγησε ποτέ σε γάμο έλαμπε στη βιτρίνα σαν ήλιος ανάμεσα στα παλιά σκονισμένα αντικείμενα.
Η βροχή είχε σταματήσει και σε λίγο η Μίνα θα ξεχνούσε το δρόμο, το μαγαζάκι, την περίεργη χωρίς νόημα επιγραφή του. Θα ξεχνούσε και τη γυναίκα.
Το σημαντικότερο ήταν ότι θα ξεχνούσε αυτόν που την κρατούσε δέσμια με τη σκέψη του. Η Μίνα προχωρούσε ήδη με σιγουριά σε έναν άγνωστό της δρόμο, αλλά ήξερε ότι θα έβρισκε τη σωστή κατεύθυνση. Και όχι μόνο για την επιστροφή της στο μικρό διαμέρισμα, αλλά και για τη ζωή!
Κάποιες φορές, το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να αφήνουμε πίσω μας όσα πολύτιμα  έχασαν πια την αξία τους.




13. Καρδιά μου.

     Πιάνω τον εαυτό μου καμιά φορά ν΄αναστενάζει βαθιά, παρατεταμένα, μαζί με βουβό κλάμα κι αναφιλητό. Κόμπος το "είναι" μου κραυγάζει στη σιωπή και η γλώσσα στέκεται μετέωρη. Μετρώ και ξαναμετρώ. Φίλους, γνωστούς, αγαπημένους, συνοδοιπόρους... Ποιοι, ψάχνω, ποιοι? Μα, πάνω απ΄όλα, πόσοι? Πες μου!

     Με πόσους ξεκίνησες, καρδιά μου και με πόσους απέμεινες? Πόσοι σε άφησαν στη διαδρομή και πόσους επέλεξες εσύ ν΄αφήσεις? Λάθη... λάθη... σωρός ολόκληρος! Δικά σου, των άλλων. Εις γνώσιν σου, ερήμην σου. Δέσμες σωρών ολόκληρων που έχτισαν τον κόσμο σου, εκπομπές ρύπων που έπνιξαν το οξυγόνο σου. Παρουσίες που σε όρισαν, απουσίες που σε στοίχειωσαν. Ανθρώπινα τα λάθη, θα μου πεις! Μπορείς να ισχυριστείς και για τις μαχαιριές το ίδιο? Κι ας μου παίρνει όλο και λιγότερο χρόνο μεγαλώνοντας, να βγάζω το μαχαίρι και να καθαρίζω την πληγή. Μου παίρνει περισσότερο να κλείσει, πονώντας με κάθε που ο αέρας την αγγίζει. Δεν συγχωρούν οι άνθρωποι να στέκεσαι απέναντί τους και να τους κοιτάς στα μάτια. Δεν συγχωρούν να έχεις πέσει ξανά... και ξανά... και ξανά... μα, όσες φορές κι αν έχεις πέσει, άλλες τόσες να ξανασηκώνεσαι μπροστά τους. Δεν συγχωρούν να μην τους έχεις ανάγκη, να μην τους ζητάς τίποτα.

     Πόσοι οι αγαπημένοι σου, οι ξεχωριστοί σου? Πόσοι οι αληθινοί, οι σπάνιοι, οι πολύτιμοι σου? Πόσοι σ΄έχουν αποδεχτεί χωρίς όρους και όρια? Εκείνοι, που όταν η πόρτα σου κλείσει, θα επιμείνουν να είναι μαζί σου?

     Φταις, όμως! Εσύ και μόνο, φταις! Δική σου η επιλογή, δικό σου και το τίμημα, καρδιά μου. Φταις γιατί, αντίθετα σε όσα διαλαλούσες, δεν αγάπησες ποτέ πραγματικά τον εαυτό σου! Φταις γιατί δεν φυλάχτηκες και δόθηκες άνευ όρων, βορά προς αποκατάσταση φτηνών εγωισμών. Δεν έκρινες σωστά, αγνοώντας κάθε φορά τη φωνή που ούρλιαζε μέσα σου. Φταις, που γέμιζες την ασχήμια των άλλων, ανταλλάσσοντάς την με χαμόγελα, χάδια κι αγκαλιές! Γιατί συμβιβάστηκες, φοβήθηκες! Αλήθεια, τι φοβήθηκες?

     Και φτάσαμε στο σήμερα. Τώρα πια, ξέρεις! Ξέρεις να εκτιμάς τους ανθρώπους εκείνους, που ενώ εσύ έδιωχνες, αυτοί έμεναν. Εκείνους που, ενώ σηκώνει αέρας και τα παίρνει όλα, ακολουθούν. Δίπλα σου...! Ούτε πίσω σου, ούτε μπροστά σου! Εκείνους που σιγοτραγουδάτε το ίδιο τραγούδι κι ας είσαστε φάλτσοι. Που δεν σε μοιράζουν, δεν σου ξοδεύουν την ψυχή! Ξέρεις, πλέον, πως ο Λύκος είναι ο καλύτερος σου φίλος και η Κοκκινοσκουφίτσα δεν ήταν ποτέ για σένα! Πως, αν δεν είναι έρωτας, δεν είναι αγάπη, δεν είναι φιλία, δεν θέλεις τίποτα! Αν είναι "λίγο", προτιμάς το "καθόλου" και από το "περίπου", το "τίποτα"! Μη λυπάσαι που δεν έχεις άλλο χρόνο να σπαταλήσεις. Τον κατασπατάλησες και τώρα πια τον μετράς. Όχι με τσιγκουνιά, μα τον μετράς. Πάλι ανοιχτή η πόρτα της ψυχής θα είναι. Δεν αντέχουν όλοι να ζουν. Κάποιοι απλά επιβιώνουν. Μα έχεις πεθάνει τόσες φορές, που η επιβίωση δεν κάνει πια για σένα!

     Εκείνες οι καρδιές που πραγματικά αξίζουν έχουν απομείνει και χτυπούν δίπλα στη δική σου. Μετράς και ξαναμετράς! Λίγες και καλές. Ακριβές κι ανεκτίμητες! Στα καλά και στ΄ άσχημα. Στα χαμόγελα και στα σκοτάδια. Λίγες, μα ολότελα αληθινές! Δικές σου κι εσύ δική τους...




14. ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ

    Με λένε απληστία. Καμία αποκατάσταση δεν μου είναι  αρκετή γιατί απειθώ και αδιαφορώ να τη θαυμάσω.  Να τη χαρώ να μεστώνει και να καρπίζει εύφορα τα δώρα της. Κυνηγώ την επόμενη και σωρεύω  λάβαρα σε  αραχνιασμένα  ράφια στα σκοτεινά  λοφτ της ψυχής μου, τίγκα από δαύτα.
    Με λένε αχαριστία γιατί ο ήλιος  δε μου αρκεί. Όσο άπλετα και να  αναδειχτώ  στη σκηνή του θεάτρου μου, στέκομαι πάντα μπροστά   στην κόκκινη  δέσμη του λέιζερ δείκτη για να εντυπωθώ άφθαρτα,  αθάνατα  και να αναπαράγομαι από το επιλεγμένο μου κοινό . Ανικανοποίητα φτιάχνω, λέω, ενεργώ, σιωπώ  και απραγώ κατά περίσταση για να έχω το χειροκρότημα και του τελευταίου θεατή στην πλατεία της ζωής μου.
    Με λένε χαροποιό γιατί απαλύνω  λύνοντας τους γόρδιους κόμπους των ανθρώπων μου αν και το κάνω για την προσωπική μου δημοσκόπηση στη μοναδική μου υπεροχή.
    Με λένε καλοσύνη αλλά μόνο εγώ ξέρω ότι έτσι εξαγοράζω μια ακόμη πιθαμή στον παράδεισο το γήινο και τον επερχόμενο. Δε με λένε ευτυχία γιατί μόνο την ύλη έχω αυτοσκοπό. Εμπεριέχω φόβο, ταμπού και καμουφλαρισμένα συμπλέγματα.
    Με λένε εγωισμό γιατί δεν ανταγωνίζομαι παρά μόνο εμένα.
    Με λένε θλίψη, πορεύουσα, υποτροπιάζουσα  και καλπάζουσα μέσα στο  ανάκτορο του λαβύρινθού μου.
    Με λένε συνείδηση και σαν  είδηση σε εκπομπή, ασελγώ στο υποσυνείδητο των θυτών και βιαστών μου. Με λένε υποκρισία γιατί απαντώ μόνο όσα  με προωθούν  στο παιχνίδι.
    Με λένε αντίδραση για τα δόντια που σφίγγω και χαμογελώ στους φίλους που με εξαργύρωσαν, για όλα μου τα ψυχικά στριπτίζ , για όλα τα τατουάζ που με σοδόμισαν.   Απάτησα, απατήθηκα και τζόγαρα συνειδητά και ασυνείδητα με αόριστα και αμφίβολα κέρδη.
    Με λένε θυμό γιατί η γλώσσα της νιότης μου έγινε μιας πεντάρας λόγια και ολάκερη η προσφορά μου, ένοχη και αθώα, βορά για καλοταϊσμένα στομάχια, παχιά χαλιά, ρεφενέδες και ελίτ πανηγύρια ψευδοαγωνιστών.
    Με λένε άνθρωπο και ανάμεσα στις κλειδώσεις και αρθρώσεις μου κυκλοφορεί η βεβαιότητα του αναλώσιμου, της προσκαιρότητας και της νοσηρής μου ασχήμιας. Με αποστεώνει  η ζωή που, χωρίς να καταλάβω, ξεθύμανε το άρωμά μου. Παραλύω στην εξέλιξη και την πρόοδό μου , στη μεταμόρφωσή μου. Δεν έχω ευγνωμοσύνη για όσα είχα κι όσα  απομένουν γιατί δεν έχω καν γνώμονα. Τυφλά ήρθα, ψηλαφιστά βαδίζω, τοίχο τοίχο  προχωράω. Φοβάμαι που γερνάω και δεν ξέρω να ζω. Να ζω όπως θέλω. 
(πώς θέλω αλήθεια;)
Να γίνομαι ό,τι θέλω. Να αγαπάω όποιον θέλω και για όσο έχω. Δεν υπάρχει χρόνος να ξαναγεννηθώ.




Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 1 - 5, αλλά και για να βαθμολογήσετε πατήστε εδώ!
Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 15 - 23 πατήστε εδώ!