Σελίδες

Σάββατο 26 Μαΐου 2018

15ο Παίζοντας με τις λέξεις (Συμμετοχές 7- 15 )


7. Η συνειδητοποίηση των έντεκα

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

Η ζωή είναι άδικη. Αλλά, ίσως, είναι καλύτερα που το έμαθα αυτό τόσο νωρίς, ώστε να κανονίσω την πορεία μου…
Η τούρτα έκπληξη που μου ετοίμασε η γιαγιά ήταν μια ποντικίνα. Έλεος! Μια ποντικίνα για τη μέρα που έκλεισα τα έντεκα! Αρνούνται ότι μεγάλωσα, όμως σήμερα, στα γενέθλιά ΜΟΥ, καμάρωσαν τον αδελφό μου που ψήλωσε ένα εκατοστό! Ήθελα να ουρλιάξω, αλλά δεν έβγαινε η φωνή, την έπνιγε η αδικία.
Μες στα νεύρα μου, σκέφτηκα να τιμωρήσω την ποντικίνα, να της καθαρίσω τ’ αφτιά και να τη βασανίσω, όπως βασανίζει και μένα η μαμά, με τις μπατονέτες. Πήρα ένα αφτί και πήγα στο μπάνιο. Μη χάσει, με ακολούθησε κι ο μικρός με το άλλο αφτί. Αναγκάστηκα να πάρω και τα δίδυμα, γιατί με είχαν βάλει να τα προσέχω.
Ώσπου να καταλάβει ο μικρός τι θα κάναμε, έλιωσε η σοκολάτα στα χέρια μας και, καθώς πάλευα να του πάρω ό,τι είχε απομείνει σε αφτί για να το βασανίσω, τα αφτιά εκσφεντονίστηκαν από το παράθυρο του φωταγωγού και προσγειώθηκαν στον κύριο Μιχάλη, που έχει τη συνήθεια να επικοινωνεί με τη γυναίκα του από τα παράθυρα. 
Έφαγα τιμωρία: μία εβδομάδα χωρίς υπολογιστή. Ήθελα να κλάψω, αλλά, αφού είμαι πια έντεκα χρονών, αποφάσισα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Είχα και μάρτυρες, τα δίδυμα, όμως είπαμε: η ζωή είναι άδικη και οι μάρτυρες υπεράσπισής μου μπορούσαν να προφέρουν μόνο «μα», «μπα» κι άλλα παρόμοια άχρηστα.
Είπα με θάρρος πως είναι άδικο να κατηγορούν εμένα και να αθωώνουν το μικρό, επειδή είναι… μικρός και πως, αν εκείνος δεν με είχε ακολουθήσει, τίποτα δεν θα είχε συμβεί.
Τότε ο μικρός άρχισε να κλαίει. Και με τα κομματάκια του αφτιού να πετάγονται από το στόμα του (εκτός από βλαμμένο, είναι και λαίμαργο, όση ώρα γινόταν η φασαρία, αυτό έτρωγε!), ούρλιαξε: «Είσαι μάρτυρας!»
Για λίγο έπεσε σιωπή, μετά όλοι ξέσπασαν σε γέλια και η μαμά είπε: «Το σκασμένο! Μαρτυριάρα, χρυσούλι μου, όχι μάρτυρας!»
Άβυσσος το μυαλό των γονιών! Κάθε μέρα κλαίγονται και παραπονιούνται που οι αμόρφωτοι και οι χαζοί παίρνουν προαγωγές και στο… σκασμένο τους δίνουν φιλάκια που πέταξε ΤΗΝ κοτσάνα.
Είσαι μάρτυράς μου, ημερολόγιο, πως έχω γίνει μάρτυρας εδώ μέσα! Και είμαι αποφασισμένη να δώσω μάχη! Κάθε φορά που θα με αδικούν, θα υψώνω τη φωνή μου. Κι αν ανοίξω ξανά βιβλίο, γράψε μου! Αφού όλοι, και στη δουλειές και στο σπίτι, τους αμόρφωτους επιβραβεύουν…



8. Η μάχη μου

'' Ίσως; Τη μισώ αυτή τη λέξη, μισώ και τη μαμά που την είπε. Ίσως δεν ξανάρθει ο μπαμπάς σπίτι; Δεν μπορώ ούτε να σκεφθώ ότι δεν θα είναι ο μπαμπάς μαζί μας.''
-Άνοιξε Λιάκο μου την πόρτα γρήγορα...
''Η μαμά  φωνάζει συνεχώς να βγω, αλλά εγώ δεν βγαίνω αν δεν γυρίσει ο μπαμπάς. Εδώ στην αποθηκούλα είμαι κλειδωμένος. Βέβαια ξέχασα να ανάψω το φως απέξω και τώρα έχω λίγο φως από το φωταγωγό ψηλά, αλλά παλικάρι είμαι, θα αντέξω. Δίνω τη μάχη μου για να γυρίσει ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου!
-Δεν βγαίνω αν δεν έλθει πίσω ο μπαμπάς!
 ''Δεν μπορώ άλλο που τσακώνονται συνέχεια. Ούτε σχολείο δεν ξαναπάω αν δεν έλθει ο μπαμπάς μου. Τώρα βέβαια ξέχασα να πάρω και το νερό μου μαζί  και το στομάχι μου γρουγρου κάνει δεν έχω φάει τίποτε, αλλά είμαι τόσο στενοχωρημένος. Χθες βράδυ με έστειλαν στο δωμάτιό μου για να συζητήσουν. Και δεν σκέφτηκαν ότι οι φωνές τους ακούγονται σε όλο το σπίτι;
Η μαμά του είπε να διαλέξει ή εκείνη ή  τη φιλενάδα του. Δεν καταλαβαίνω τη μαμά. Εμένα γιατί μου λένε όλοι  οι φίλοι μαζί να παίζουμε; Του είπε του μπαμπάκα μου ότι ...πώς το είπε; Τσιλι... ..μπουριζει... , δεν την ξέρω τη λέξη αλλά όταν άκουσα την πόρτα να χτυπάει με δύναμη έτρεξα να δω ποιος έφυγε και άκουσα τη μαμά να κλαίει. Δεν τόλμησα να ρωτήσω. Σήμερα όμως που με πήγε η μαμά στο σχολείο κατάλαβα. Κάθε πρωί με πάει ο μπαμπάς σχολείο. Τι παιχνίδια παίζουμε στο δρόμο, τι αστεία μου κάνει ! 
Κάθε βράδυ μου  λέει ιστορίες πριν κοιμηθώ και έχουμε πει όλες τις περιπέτειες του Ηρακλή και του Οδυσσέα. Ή βλέπουμε ποδόσφαιρο στην τηλεόραση και μου εξηγεί τους κανόνες. Πάντα υπάρχουν κανόνες για κάθε παιχνίδι. Αλλιώς ο καθένας κάνει ό,τι του αρέσει''.
-Ξεκλείδωσε αγόρι μου την πόρτα αμέσως, άκουσα τη φωνή του μπαμπά!
''Ήλθε! Νίκησα!
Ο μπαμπάς με πήρε αγκαλιά και κανένας τους δε με μάλωσε που ήμουν κλειδωμένος στην αποθηκούλα''.
-Έλα να μιλήσουμε, μου είπε ο μπαμπάς
-Οι δυο μας όμως, του είπα. Δεν θέλουμε μάρτυρες!
-Όχι θα είναι και η μαμά. Εξάλλου μας αφορά όλους.
''Και μου είπε ότι είμαι πολύ...πώς το πε; Ατομιστής. Τι θα πει; Άκου τώρα τι μου είπε ο μπαμπάς, ότι με νοιάζει μόνο ο εαυτός μου. Μου μίλησαν και οι δυο, είπαν ότι με αγαπούν και ας ζήσουν  χώρια,θα είμαι πάντα το παιδάκι τους''.
-Πρέπει να είμαστε όλοι ευτυχισμένοι, είπε ο μπαμπάς 
''Τι αηδίες μου είπε; 
 Είναι η μαμά ευτυχισμένη που έφυγε ο μπαμπάς, αφού κλαίει; Ούτε εγώ είμαι. Και το  είπα!''
 -Δεν θα είμαι ευτυχισμένος αν μείνω εδώ, μου είπε. Ούτε εσείς θα είστε.
''Άκου τώρα. Είμαι θυμωμένος τέρμα. Εκείνος είναι αυτό το ...ατομιστής. Κι αυτό το τσιλι..ρδίζει θα είναι κάτι κακό που κάνει ο μπαμπάς κι έχει δίκιο η μαμά.
 ''Άβυσσος η ψυχή του μπαμπά  τελικά. Δεν ξέρω τι θα πει αλλά το είπε η γιαγιά όταν τα έμαθε όλα!
Τώρα δε μισώ τη μαμά, μισώ το μπαμπά!''


Πηγή: https://christening.skippingstone.com.au/gallery/twin-christening-st-nectrios-greek-orthodox

9. Το τελευταίο παράσημο

Αγαμέμνων Αγριδιώτης
Αντιστράτηγος ΕΑ
4ος όροφος

Στο ευρύχωρο ρετιρέ των εκατό τετραγωνικών, διάγει το μοναχικό του βίο ο κύριος Αγαμέμνων∙ Μένιος για τους ελάχιστους φίλους του, που λιγοστεύουν ολοένα, είτε λόγω θανάτου, είτε λόγω θανατερής ανίας, κατά τις απογευματινές συνευρέσεις τους στο γειτονικό καφενείο «Το Νέον». Οι τέως νέοι, και νυν επιζήσαντες-θαμώνες του ΝΕΟΝ, έχουν μπουχτίσει τον κυρ-Μένιο, τις χιλιοειπωμένες ιστορίες του για τις μάχες του ένδοξου στρατού και τα κηρύγματα περί εθνικοφροσύνης, αναμασημένα απ’ τα άρθρα μιας εφημερίδας. 
«Οι ξένοι αγαπητοί μου, είναι ο ύπουλος εχθρός που προωθείται στη χώρα!». 
«Κάτσε ρε Μένιο να προωθήσουμε ένα καφεδάκι στον καταπιόνα μας κι ύστερα πιάνουμε την πολιτική…»

Έχει συνηθίσει τα πειράγματά τους και γλυκαίνει τα φαρμάκια του, στον πολλά-βαρύ που του σερβίρει ο Λέανδρος. Ο νεαρός ιδιοκτήτης του καφενείου, είναι Βορειοηπειρώτης και κατά τη θεωρία του κυρ-Μένιου, “αποτελεί έναν εν δυνάμει εκδοροσφαγέα της πατρίδος”. Το γεγονός ότι το ένδοξο όνομά του, γειτονεύει με το όνομα ενός αλβανόφωνου καφετζή στα κουδούνια της πολυκατοικίας, τον θλίβει βαθύτατα. 

«Λέανδρος-Αννίτα»
«Τι’ ναι πάλι τούτο; Ντουέτο τσίρκου;»
Αναφώνησε θορυβημένος στον διαχειριστή, την αποφράδα ημέρα που αντίκρυσε το κακογραμμένο χαρτάκι στο καντράν. 
«Οι καινούργιοι νοικάρηδες του ισογείου είναι κυρ-Μένιο!...Αμάν η μίρλα σας!»

Απ’ το ευάερο μπαλκόνι με τις κατάφυτες ζαρντινιέρες και τις άνετες σαιζ-λονγκ, δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να κρυφοκοιτάζει επί ώρα, το σαραβαλιασμένο φορτηγάκι που ξεφόρτωνε την πραμάτεια του νεοφερμένου ζεύγους. Ένα παλιό στρώμα, τάβλες, τεντζερέδες και ξεχειλισμένες βαλίτσες με ρούχα∙ ξοπίσω, μια τουρλωτή κοιλιά και η γλυκύτατη κάτοχός της. Γιατί στρατηγός-ξεστρατηγός, είχε ξεροσταλιάσει απ’ την πολύχρονη χηρεία κι όταν αντίκρυζε τέτοιες υπάρξεις, ο μικρός στρατηγός απ’ τη σκελέα του, εξανίστατο σφοδρώς. 

Λίγες μέρες μετά, ένα μωρουδιακό κλάμα ξεχύθηκε σα λάβα ηφαιστείου απ’ τον κρατήρα του φωταγωγού, εκβαλλόμενο στο ασπρομάλλικο κεφάλι του κυρ-Μένιου. Λίγο η ζήλεια που του έξυσε την παλιά πληγή της ακαρπίας του, λίγο τα θαλασσιά ζιπουνάκια που θροΐζανε ευωδιαστά, καθώς διέσχιζε το μικρό μπαλκονάκι του ζευγαριού, τον έριξαν στην άβυσσο της απέραντης μοναξιάς. Καθημερινά, κρυφάκουγε εμμονικά απ’ το φωταγωγό τα βρεφικά κλάματα, τα μητρικά νανουρίσματα και τις χαρούμενες φωνές του καφετζή. Είχε μάθει τις συνήθειες του μωρού, κάθε πότε βύζαινε, πότε κοιλοπονούσε και πότε πρωτόβγαλε  δοντάκια. Για κάθε νεογιλό, μετρούσε  κι ένα δικό του ξεδόντιασμα. 

«Ποιος διάολος είναι νυχτιάτικα;»
«Η Αννίτα είμαι, απ’ το ισόγειο. Του Λέανδρου…Ανοίχτε σας παρακαλώ, είναι ανάγκη!»

Στο δρόμο, στρίγγλιζε μια σειρήνα  κι αν δεν κοιμόταν τόσο βαριά, θα ήταν αυτόπτης μάρτυρας στο παρατηρητήριο-μπαλκόνι του, ρουφώντας με βουλιμική περιέργεια το θέαμα.  Ο μεταλλικός ήχος του φορείου που κυλάει στη ράγα της καμπίνας, συνόδευε την τσιριχτή φωνή: 
«Λιποθύμησε κύριε Αγαμνέμονα, πάμε στο νοσοκομείο!…»
«Αγαμέμνονα με λένε κυρία μου!»
«Σας παρακαλώ, κρατείστε λίγο το μωρό…να πάω μαζί του, δεν έχουμε άλλον δικό μας εδώ…εσείς είστε καλός άνθρωπος…ο Λέανδρος σας θαυμάζει… είστε και αξιωσωματικός του στρατού!…»

Στον καθρέφτη του χολ, αντίκρισε συγκινημένος τον εαυτό του.
Ένας “αξιωσωματικός” του ελληνικού στρατού, καθαιρεμένος απ’ το μικρό αγόρι που κοιμόταν στον ώμο του. Δίχως στολή και παράσημα, ολόγυμνος και πάναγνος, να φυλάει τις Θερμοπύλες του Λέανδρου και της Αννίτας. 



10. Καλπασμός 

Μαζί σου θα δοθώ στη μάχη,
εκτάσεις μακρινές να κυριεύσουμε.
Μη βλέπεις τώρα που χαμογελάω,
οργή και θυμό έχει η καρδιά,
μαρτυρίες και κραυγές είχε το σώμα. 
Αφιερώθηκα στο αδύνατο από μικρή. 

Ετοιμοπόλεμη και δυνατή,
θα σταθώ μπροστά στους εισβολείς.
Ασπίδα και δόρυ θα κρατάμε,
την άβυσσο του μυαλού να στοχεύουμε. 
Δερμάτινα σαντάλια και χιτώνες λευκούς θα ντυθούμε, 
ελεύθερα να βγαίνουμε, στα μονοπάτια των φωνών.

Μην απορείς έτσι μικρή που με βλέπεις.
Μεγάλη έχω την πόρτα της ψυχής,
μεγάλη και διάπλατα ανοικτή στα θαύματα της ζωής.

Στο φωταγωγό το δάφνινο στεφάνι, η μυρτιά κι ο ασπάλαθος. 
Απερισκεψία μεγάλη να τα αφήσεις εκεί. 
Αυτά τα όπλα μας κι η κληρονομιά μας, 
αυτά τα μέτρα μας κι οι μαρτυρίες μας. 
Στην επιφάνεια των μαρμάρων θα τα μεταφέρω  
να έχουν οι προσκυνητές κονάκι και αίμα χάλκινο να ψυχώνονται. 

Είναι άνοιξη, πέρασε η καταιγίδα.
Στέγνωσε πάνω στην πόρπη μου, 
το διάφανο δάκρυ των σύννεφων.
Η βαρκούλα φιλιέται με τον βράχο,
και μας περιμένει... 

Δώσου στον άνεμο.
Δώσου στα κύματα.
Πλησίασε χωρίς φόβο τη φωτιά, 
αναμμένοι οι πυρσοί μας θα μας καθοδηγούν.
Πριν τη μάχη φόρα μονάχα, 
εκείνο το φυλακτό με τη σμύρνα. 
Ωραίος κι άτρωτος να γίνεις στους αιώνες,
ένας επίγειος Θεός με φορά προς τον καλπασμό της ανατολής!




11. ΕΩΣ ΠΟΤΕ;

“Ακούς Λέανδρε; Πάλι μάχη γίνεται κάτω  στον πρώτο. Πού θα πάει αυτή  η κατάσταση;”
“Και τι σε νοιάζει εσένα βρε Ασπασία;”, απάντησε εκείνος σηκώνοντας το φλιτζάνι να πιει μια γουλιά καφέ.
“Φτού να πάρει, κάηκα!” είπε και άφησε νευριασμένος το  φλιτζάνι απότομα στο τραπέζι που χοροπήδησε σκορπίζοντας πιτσιλιές καφέ τριγύρω.
Η Ασπασία ούτε που το πρόσεξε.
Για άλλη μια φορά, από τον φωταγωγό οι βρισιές και τα κλάματα δυνάμωναν.
“Φεύγω” της είπε “και κοίτα την δουλειά σου. Να μην σε νοιάζει τι κάνουν αυτοί, να μην βρεις τον μπελά σου στο τέλος”, είπε κλείνοντας την πόρτα!

Εδώ και ένα χρόνο από τότε που νοίκιασε αυτό το ζευγάρι το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου είχαν αρχίσει να ακούνε διάφορα οι ένοικοι της πολυκατοικίας.
Η Ασπασία με τον άντρα της έμεναν στον από πάνω όροφο και πολλές φορές γίνονταν ακούσιοι ωτακουστές στις άσκημες βρισιές του άντρα και στα κλάματα της γυναίκας.
Εκείνη, μια μικρή όμορφη κοπέλα και εκείνος πολύ μεγαλύτερός της.
Από μακρυά μπορούσες να καταλάβεις, ότι το ζευγάρι δεν ήταν και από τα πιο ταιριαστά.
Όποτε συναντούσε τυχαία καμιά φορά η Άσπα την κοπέλα, εκείνη έτρεχε να μπει γρήγορα στο διαμέρισμα.
Μια δύο φορές είχε δει και μελανιές στο πρόσωπό της που προσπαθούσε να τις κρύψει σκύβοντας το κεφάλι της.
Και σήμερα για μια ακόμη φορά, επαναλήφθηκε  το ίδιο σκηνικό.
Ήταν σίγουρη πως αυτός ασκούσε βία επάνω στην κοπέλα.
Δεν θα καθόταν άλλο άπραγη.
Στα αυτιά της άκουσε για μια ακόμη φορά την φωνή του άντρα της να μην μπλεχτεί και βρει τον μπελά της.
Όχι αυτήν την φορά δεν θ’ άκουγε κανέναν Λέανδρο.

Κατέβηκε στον πρώτο, αποφασισμένη να ρωτήσει αν χρειάζονταν βοήθεια η κοπέλα.
Χτύπησε την πόρτα, αλλά δεν πήρε απάντηση.
Ήταν σίγουρη ότι ήταν μέσα, γιατί είχε δει τον άντρα να φεύγει μετά τον καυγά.
Ξαναχτύπησε φωνάζοντας.
“Άνοιξε είμαι η Ασπασία από πάνω. Χρειάζεσαι κάτι καλή μου;”
Η ξύλινη πόρτα άνοιξε δειλά λίγα εκατοστά και ένα πρόσωπο παραμορφωμένο από τις μελανιές και τα δάκρυα φάνηκε στο άνοιγμα.
Η Ασπασία για μια στιγμή σάστισε, δεν ήξερε τι να κάνει.
Το βλέμμα που αντίκρισε, είχε μέσα του όλο τον τρόμο του κόσμου.
Ξεπερνώντας το σοκ έσπρωξε απαλά την κοπέλα προς τα μέσα, πέρασε και εκείνη στο διαμέρισμα.
Αντίκρισε ένα βομβαρδισμένο τοπίο, μάρτυρας για το τι είχε προηγηθεί εκεί μέσα πριν λίγο.
Η κοπέλα ήταν έτοιμη να καταρρεύσει.
Την πήρε στην αγκαλιά της και την έβαλε να κάτσει στον ξεχαρβαλωμένο καναπέ΄
Βρήκε μια πετσέτα και άρχισε να σκουπίζει το αίμα και τα δάκρυα από το πρόσωπό της.
“Ησύχασε”, της είπε χαϊδεύοντας τα μακρυά μαλλιά της, καθώς σχημάτιζε στο τηλέφωνό της τον αριθμό του συλλόγου κακοποιημένων γυναικών.
Δεν θέλησε να την ρωτήσει τίποτε.
Ήξερε η Άσπασία, όταν θα ήταν έτοιμη να μιλήσει θα βρισκόταν κάποιος να την ακούσει εκεί.

Σε λίγο δύο μέλη του συλλόγου την έπαιρναν μακρυά από την άβυσσο που ρουφούσε την ζωή της στο χάος.
Λίγο πριν φύγει η κοπέλα από εκεί γύρισε και φίλησε τα χέρια της Άσπασίας χωρίς να μιλήσει.
Μόνο το βλέμμα της ήταν γεμάτο ευγνωμοσύνη!!




12.  Αυτή η Κυριακή.

Στο μυαλό του γινόταν μια ανελέητη μάχη με το χρόνο. Κάθε χρόνο, κάθε δεύτερη Κυριακή του Μάη, ο κόσμος έπαιρνε άλλη τροπή. Πέρασαν χρόνια ολόκληρα να καταλάβει, να προσπαθεί να θυμηθεί όλα όσα το μυαλό του είχε διαγράψει. Ποτέ δεν τα κατάφερε. Κάθε χρόνο λοιπόν, ήταν εκεί να του θυμίσει όλα όσα ποτέ δεν άγγιξε.

Το σκηνικό πάντα ίδιο. Θολό, μονότονο, άδειο. Ένα κενό μέσα αλλά και γύρω του. Κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους  ενός μικρού διαμερίσματος, ανάμεσα στις αναθυμιάσεις που του προκαλούσε ο καπνός από τα τσιγάρα, κουλουριασμένος στη θέρμη που του δημιουργούσε μια φθαρμένη από τον χρόνο πολυθρόνα.

Άγγιξε τα βλέφαρα του, σκούπισε τα δάκρυα και άφησε να μπει στα πνευμόνια του ο μολυσμένος αέρας αργά και σταθερά. Ένιωθε εξαντλημένος, κοίταξε γύρω του και έκλεισε τα μάτια.  Από τον φωταγωγό ακουγόταν νερό να τρέχει γρήγορα και ζωηρά. Κανένας μάρτυρας σε τούτο το σκοτάδι σκέφτηκε.

Σηκώθηκε και πήρε το μπουκάλι από τον πάγκο της κουζίνας, κοίταξε ψηλά και ύστερα γύρισε πίσω. Άνοιξε το μπουκάλι και το κοίταζε για ώρα. Χαμένος σε μια άβυσσο που το μυαλό του δημιούργησε, ψάχνοντας τρόπο να κρατηθεί. Καταδικασμένος, αναζητώντας μάταια ένα χάδι που ποτέ δεν ένιωσε.

Είχαν περάσει χρόνια που το μπουκάλι έμενε εκεί, γεμάτο, σφραγισμένο με μια υπόσχεση να μην το ανοίξει ξανά. Και κάθε χρόνο, εκείνος  το ανοίγει λαίμαργα σε μια προσπάθεια από κάπου να πιαστεί. Αντιμέτωπος πια, με τους μεγαλύτερους φόβους του.

Χρόνια κατάφερνε να κρατηθεί από αυτή του την υπόσχεση. Χρόνια μέχρι  σήμερα, αφού για πρώτη φορά μετά από καιρό, το τέρας της μοναξιάς τον κέρδισε. Χωρίς μάχη, χωρίς σκέψεις, χωρίς κόπο. Είχε για πρώτη φορά μετά από χρόνια αντικρύσει εκείνη, να κοιμάται βαθιά χωρίς να αναλογίζεται πια γι’ αυτόν. Εκείνη που ήλπιζε και ευχόταν να μην φύγει ποτέ.

Ήπιε μια γερή γουλιά και τα χείλη του έκαιγαν. Συνέχισε να πίνει χωρίς δισταγμό, χωρίς τελειωμό. Ευχόταν μέσα του όλα να ήταν ένα ψέμα. Να μην υπήρχε, να μην χρειαζόταν να προσπαθήσει ξανά. Το κενό γέμισε με αηδία, μετατράπηκε σε πόνο, έγινε θυμός και τα μάτια του πλημμύρισαν ξανά σε δάκρυα.

Πέταξε το μπουκάλι και ο κρότος του έσπασε και το τελευταίο κομμάτι της καρδιάς του. Ήλπιζε να τη γνώριζε, ήθελε να την μυρίσει, να αισθανθεί κι εκείνος όλα αυτά που ποτέ κανείς δεν κατάφερε να του χαρίσει. Πήρε στα χέρια του τη φωτογραφία της. Το σώμα του σωριάστηκε στο πάτωμα. Τα μάτια του πονούσαν.

Όλα είχαν πια χαθεί.  Καθισμένος στο πάτωμα, κοίταξε γύρω και στα αυτιά του έφτασαν φωνές. Έγειρε το κεφάλι και χαμογέλασε. Τα μάτια του έκλεισαν. Τίποτα δεν έχει χαθεί, σκέφτηκε, και αποκοιμήθηκε αγκαλιά με τη φωτογραφία.



13.  Η Λία και η Βαρύτητα

Είναι 23:45, σε 15 λεπτά λήγει η προθεσμία. Το άρθρο «Μηχανική Αντιστάθμιση της Βαρύτητας» είναι σχεδόν έτοιμο για υποβολή όμως λείπει ένα νούμερο από την προσομοίωση που τέλειωσε αργά το απόγευμα.  Ψάχνω να βρω την εκτύπωση με τα νούμερα στη στοίβα των χαρτιών του γραφείου μου. Το βιαστικό ψάξιμο κάνει το βιβλίο στην κορυφή της στοίβας να γλιστρήσει, και πέφτοντας να κτυπήσει στην άκρη της Ιαπωνικής κουτάλας από μπαμπού που ήταν αφημένη στο μικρό τραπεζάκι. Η κουτάλα εκτοξεύεται ψιλά και  στροβιλιζόμενη κατευθύνεται προς  στο κεφάλι της Λίας, που ήταν καθισμένη στο περβάζι του παραθύρου του εσωτερικού φωταγωγού. Η Λία τρόμαξε και αντανακλαστικά πετάχτηκε προς τα πίσω. Παρά τις ενστικτώδεις προσπάθειές της να γαντζωθεί, δεν τα κατάφερε και  βγάζοντας μια μακρόσυρτη δυνατή φωνή άρχισε να βυθίζεται στην άβυσσο  του φωταγωγού συμπαρασύροντας μαζί της τα δύο γλαστράκια και το τασάκι με τα αποτσίγαρα που ήταν στο περβάζι.  Ήμουν ενάμισι μέτρο μακριά, δεν πρόφτασα, ούτε έφτανα να κάνω κάτι.  Ίσως να έριξε και άλλα πράγματα από τα παράθυρα των κάτω ορόφων  στην  παρατεταμένη πτώση της. Μισό δευτερόλεπτο σιγή και μετά ένας  καταιγισμός ήχων από τον καταρράκτη αντικειμένων που κτυπούσαν και έσπαγαν στο τσιμέντο του υπόγειου πάτου του φωταγωγού.  Ως ηχείο ο φωταγωγός ενίσχυσε τον ήχο. Φοβήθηκα για τη ζωή της. Ευτυχώς, εφτάψυχη γαρ, η Λία κέρδισε και αυτή τη μάχη με τη βαρύτητα.  Και όταν καταφέραμε με τους … πιτζαμοφορεμένους γείτονες να την απεγκλωβίσουμε, η Λία έδειχνε αμέριμνη, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Μόνο η κυρία Φρόσω η Κρητικιά με στραβοκοίταγε. Μπορεί να είχε απλώσει στο παράθυρο του φωταγωγού της ξινόχοντρο για να ξεραθεί, το έκανε συνήθως τέτοια εποχή για να θυμάται τα παιδικά της χρόνια, σίγουρος δεν είμαι, όμως η Λία μύριζε κάπως παράξενα μετά την πτώση και την επόμενη μέρα. 
Δεν ήμουν ο μόνος που φοβήθηκε εκείνα τα μεσάνυχτα. Υπήρχε άλλος ένας αυτόπτης μάρτυρας: ο Μπουλ, το μικρό σκυλάκι στο διαμέρισμα του αμέσως προηγούμενου ορόφου. Μπορούσα να βλέπω τον Μπουλ από το φωταγωγό μου διότι το παράθυρό του ήταν στον αντικρινό τοίχο του φωταγωγού. Ο Μπουλ συνήθιζε τα βράδια  να κουλουριάζεται στο πανέρι με τις παλιές πετσέτες που  ήταν πάνω σε μια καρέκλα δίπλα στο περβάζι του παραθύρου, ίσως για να είναι μακριά από την τηλεόραση που νομίζω δεν έκλεινε ποτέ σε εκείνο το διαμέρισμα. Ίσως το δυνατό ΝΙΑΟΥ της Λίας, ή η εικόνα της Λίας να πέφτει … εξ’ ουρανού,  να έφταιξαν για τη φοβία που δημιουργήθηκε στον Μπουλ. Έκτοτε, όποτε αντιληφθεί ότι η Λία είναι στο περβάζι φεύγει από το πανέρι του.   
Δυστυχώς  η  «Μηχανική Αντιστάθμιση της Βαρύτητας» δεν τα κατάφερε, αφού λόγω αυτής της περιπέτειας, έχασα την προθεσμία υποβολής.   Καλύτερα.. Την επόμενη μέρα διαπίστωσα ότι το νούμερο που έψαχνα ήταν λάθος, κάτι δεν είχε πάει καλά με την προσομοίωση.
Τελικό αποτέλεσμα: Λία-Βαρύτητα  3-0.




14. “Εκτιμήσεις άψογα δοσμένες”

-”Κύριε Πρέσβυ στο τηλέφωνο...!” ακούστηκε η φωνή.
-”Ποιος είναι Έμιλυ ;”
-”Ο υπουργός Εξωτερικών”

Ο Πρεσβευτής, ένας ώριμος άντρας γύρω στα 55, άφησε την συντροφιά του στο σαλόνι και κινήθηκε στο γραφείο.

-”Παρακαλώ”
.........
-”Κύριε Υπουργέ, εκτιμώ το ενδιαφέρον σας. Βεβαίως... κατανοώ τη θέση της Κυβερνήσεως, αντιλαμβάνεστε, η απόφασή μας αυτή αποτελεί σημαντική επιλογή και θα εκτιμούσα δεόντως την συμπόρευσή σας”.
.........
“Χαίρομαι ιδιαιτέρως, έτσι δένεται ακόμα περισσότερο η συνεργασία μας που τα τελευταία χρόνια έχει αφήσει πίσω επώδυνες αγκυλώσεις του παρελθόντος.”
..........
Ο Πρεσβευτής έκλεισε το τηλέφωνο και επέστρεψε πασιχαρής στο σαλόνι. Ενώθηκε ξανά στην προηγούμενη κουβέντα του με τον Κυβερνητικό εκπρόσωπο και την Κάτια Ζιάγκου, διευθύντρια ειδήσεων στο μεγαλύτερο κανάλι της χώρας.
-”Νομίζω πηγαίνουμε καλά”, είπε με αποφασιστικό χαμόγελο.
Είδε ερωτηματικά στα πρόσωπά τους. Αποφάσισε να τα απαντήσει.
“Αυτήν την ώρα δίνουμε μια μάχη που εμείς κρίνουμε σοβαρή”
“Ομολογώ ότι οι διεθνείς αντιδράσεις είναι σημαντικές...” είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Θα ξεπεραστούν ;”
“Υπάρχουν μεγάλες διαδηλώσεις με δεκάδες νεκρούς εκεί κάτω. Γινόμαστε μάρτυρες σφαγής ακόμα και παιδιών, πως θα τα καλύψουμε όλα αυτά ;” παρενέβη η κ. Ζιάγκου.
Ο Πρέσβυς, σκλήρυνε απότομα το βλέμμα του. Η φωνή του βγήκε κοφτή.
“Οι λέξεις με βαρείς χαρακτηρισμούς μοιάζουν με άβυσσο. Φτηνά συναισθήματα χωρίς αξία, σας παρακαλώ λοιπόν...” της είπε αυστηρά.
“Η Κοινή γνώμη έχει ξεσηκωθεί” επέμεινε εκείνη.
“Για αυτό είστε εδώ κ. Ζιάγκου” την αποστόμωσε.
Από τον φωταγωγό ακούστηκαν πολλές συντεταγμένες φωνές κάπου μακριά.
“Τι συμβαίνει Έμιλυ ;”
“Έχουμε διαδήλωση που προσεγγίζει την πρεσβεία....”
Ο Πρέσβυς στράφηκε στον Κυβερνητικό εκπρόσωπο.
“Κύριε Αρτζέντη, περιμένω να φροντίσετε επί του θέματος....”
Ο Εκπρόσωπος φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου του. Σκέφτηκε και είπε.
“Τα εθνικά μας συμφέροντα πλέον κ. Πρέσβυ ταυτίζονται με τις επιλογές σας. Οφείλω να ομολογήσω ότι τις διεκπεραιώνετε με τρόπο ωμό που προκαλεί μεγάλες αναταράξεις. Ακόμα και φίλιες χώρες επισήμαναν την λάθος στιγμή της απόφασής σας...”
“Εμμονή στις παλιές σας σημαίες κ. Εκπρόσωπε ;” ρώτησε ο Πρέσβυς.
“Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να εξυπηρετηθεί μια πολιτική μετάλλαξη κ. Πρεσβευτά. Όπως επίσης και το να παίξει κανείς με το δημόσιο αίσθημα. Δεν μας έχετε εμπιστοσύνη ;”
Ο Πρέσβυς άναψε το πούρο του και ένευσε θετικά.
“Οφείλω να παραδεχτώ ότι δεν περίμενα αυτήν την θεαματική σας μεταμόρφωση από το ένα άκρο στο άλλο. Μάλιστα εκτιμώ ότι έγινε και με τρόπο ανώδυνο και για σας...”
“Υπάρχουν κάποιοι εκεί έξω κ. Πρεσβευτά, που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι είμαστε κομμάτι τους και ακόμα περισσότεροι που τους μάθαμε να λένε ότι δεν υπάρχει άλλη λύση... συνεπώς...”
“Δουλέψατε στην εμπέδωση της απογοήτευσης τέλεια κ. Εκπρόσωπε”, είπε ο Πρέσβυς.
“Μάθατε πολύ γρήγορα την εξουσία κ. Αρτζέντη, δεν σας το είχα ...” διέκοψε η κ. Ζιάγκου.
Ο Φινετσάτος εκπρόσωπος χαμογέλασε.
“Κανείς σας δεν βγήκε χαμένος από αυτήν την αλλαγή κ. Ζιάγκου”, της είπε με νόημα. Πρέπει όμως να κάνω δηλώσεις, θα μιλήσουμε αργότερα....”
...................................

“Η Κυβέρνησή μας στέκεται πάντοτε αρωγός στους αγώνες των λαών για αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία στα πλαίσια της διεθνούς νομιμότητας... καλούμε όλες τις πλευρές σε αυτοσυγκράτηση...”

Ο Πρέσβυς, έκλεισε την τηλεόραση και κοίταξε τους συνεργάτες του χαμογελαστός...



15. Εγώ, η πουτάνα!

Θα μιλήσω. Κι ας μην με καταλάβεις.
Είμαι αυτή που διώκεται.. Η “άσπλαχνη” μάνα. Που γέννησε ολομόναχη, στο καμπινέ, ένα μεσημέρι, ένα βράδυ, δεν έχει σημασία, κι ύστερα, “αβασάνιστα” πέταξε το βρέφος από το φωταγωγό,  από το μπαλκόνι, δεν έχει σημασία ούτε αυτό. Στα σκουπίδια το 'στειλε..
Αυτό μετράει. Ο θάνατος! 

Δεν έχω όνομα. Είμαι μια Μαρία πες. Μια Ελένη. Δεν έχω ούτε ηλικία. Αν και συνήθως είμαι νεαρή και άμυαλη.
Είμαι κατάπτυστη. Από όλους σας. Τις μέρες που ακολούθησαν της αποκάλυψης, έζησα στιγμές Αποκάλυψης. Με είπαν πόρνη. Πουτάνα. Καριόλα!  Άξεστο, αμόρφωτο, άσχημο θηρίο, που αντί να κάνει το σταυρό του που βρέθηκε ένας χριστιανός και το πήδηξε, σκότωσε μια αθώα ψυχούλα.
Έλα, μην σοκάρεσαι με τις λέξεις. Όταν τις διάβασες στα σόσιαλ μίντια, όταν τις σκέφτηκες ίσως κι εσύ,  αλήθεια δεν κοκκίνισες;

Διάβασα κι άλλα. Στήθηκε πρόχειρα ένα λαϊκό δικαστήριο. Με καταδίκασαν δίχως ελαφρυντικό. Με καταράστηκαν να βγάλω καρκίνους, να λιώσω στην κόλαση, να με βιάσουν οι συγκρατούμενες! Να ψοφήσω, να χαθώ σε μια σκοτεινή άβυσσο!
"Αυτοκτόνα μωρή, αν έχεις τα κότσια!  Σκύλα... Δεν έχεις τύψεις; Ισόβια στο πουτανάκι! ”

Με σκοτώνουν αδυσώπητα, γιατί σκότωσα. Αυτοί μπορούν. Εγώ δεν έχω δικαιολογία καμία....
Γιατί δεν μιλούσα; Γιατί δεν το έδινα;  Πολλές οι ερωτήσεις. Πολλοί οι κατήγοροι. Σποραδικά και μια φωνή υπέρ μου. (Μπράβο τσαγανό!) 

Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να ρωτήσει ποια ήμουν. Πώς μεγάλωσα. Τι ονειρευόμουν. Τι φοβόμουν. Κανείς δεν ρώτησε για τις μάχες που έδωσα σιωπηρά. Που δεν είχα κανέναν δικό μου άνθρωπο να μοιραστώ την αγωνία μου. Για τα σκοτάδια που πέρασα... Όλοι κατηγορούν εμένα. Τη φόνισσα! Την πουτάνα!  Κανείς δεν κατηγορεί εκείνον τον άντρα που έχυσε μέσα μου και ύστερα χάθηκε. Εκείνος δεν φταίει. Εκείνος πήδηξε, το φχαριστήθηκε και από δω πήγαν κι άλλοι! 

Το μετά το έζησα μόνη μου! 

Ναι, όλα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί αλλιώς...
Να έχω μεγαλώσει, όπως θα έπρεπε: Με ζεστασιά, τρυφερότητα, αγάπη. Να μην φοβάμαι να μιλήσω στους γονείς μου. Να είναι δίπλα μου συμπαραστάτες. Όχι κριτές. 
Να μην αναζητώ από τα δεκαπέντε την αγάπη σε ξένα σώματα. Να μην ξοδεύομαι σε κρεβάτια βρώμικα για να νιώσω αποδεκτή, έστω και για λίγο!

Τι να εξηγήσω και τι να καταλάβετε;

Το εύκολο είναι να με βρίσεις. Έλα κάντο για να ξεδώσεις κι εσύ. Τόσα μου έσουραν.  Μια ακόμα κατάρα τι θα αλλάξει; 
Δεν είμαι μάρτυρας,  ούτε ζητώ τον οίκτο σας. Ας τιμωρηθώ. Αν έτσι ορίζει η πολιτεία, ας πληρώσω. Ίσως κάποτε κάνω ένα παιδί και ίσως δώσω αγάπη. Και ίσως τότε να διορθώσω το κακό... 
Αλλά θα δώσω αγάπη; Πώς θα το κάνω, αφού κανείς δεν μου έμαθε; 

Φοβάμαι. 
Όχι εσάς. Όχι τον νόμο. 
Φοβάμαι πώς δεν θα καταλάβατε. Κανείς δεν μπορεί να μπει στο μυαλό μου εκείνη τη δύσκολη ώρα. Κανείς δεν θα μου δώσει την παιδικότητα που μου αρνήθηκαν. Κανείς δεν ξέρει πως είναι να φοβάσαι να μιλήσεις, αν δεν το έχεις ζήσει. Πώς σαν παιδί δεν χρειάζεσαι προστάτες, αλλά ασφάλεια. Πώς δεν χρειάζεσαι πράγματα, αλλά στοργή.
Για όλους θα είμαι η άσπλαχνη μάνα. Η πουτάνα! 

Λιθοβολήστε με κι εσείς, οι αναμάρτητοι! 



Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 16 - 24 πατήστε εδώ!
Για τις συμμετοχές 1 - 6, αλλά και για να βαθμολογήσετε. πατήστε εδώ!