Σελίδες

Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

14ο Παίζοντας με τις λέξεις (Συμμετοχές 14 - 21)


14. Αδημονία σαν ευχή 

Έκλεισε τα παντζούρια Γαλάζια παντζούρια στο χρώμα της απάνεμης θάλασσας στα μέσα του Σεπτέμβρη
Τα είχε φέρει από το χωριό Τότε που αλλάξανε τα κουφώματα για να μπουν κάποια άλλα ασφαλείας Εκείνα τα μοντέρνα Άλλαξε ταυτότητα το πατρικό της μετά από αυτό Μα ποιος να το γνοιαστεί;
Κάθισε στο νησιώτικό ξυλόγλυπτο καναπέ της Από μαόνι το ξύλο Γερό σκαρί με ριγωτές μπλε και άσπρες μαξιλάρες Αφράτες και βολικές Παραγεμισμένες με λευκά μικρά πουπουλάκια Χήνας ή πάπιας Ποτέ δεν το συγκράτησε όταν τα πήρε από ένα παλιατζίδικο ένα απόγευμα αναμελιάς
Το τσάι κόχλαζε στο γκαζάκι Τσάι βουνού Από το αγαπημένο της βουνό Εκεί που ακόμα και οι πέτρες ξεπερνούν σε αίγλη και τα πιο λαμπρά αγάλματα των μουσείων
Η κούπα της ήταν πορσελάνινη με σπασμένο το καλαίσθητο χερούλι της Ατέλειωτες οι μετακομίσεις Μα τώρα είχε βρει τη γωνιά της Το απάγκιο της Τον δικό της παραστάτη 
Ένα παλιό νεοκλασικό στο κέντρο της πόλης Με τις λίγες οικονομίες της το είχε μεταμορφώσει σε πραγματικό παλατάκι Μιλάει η ύλη όταν είσαι μαζί της προσηνής Φίλια σου χαρίζει αναθήματα στη καρδιά να τα στεριώνεις με ρευστή κόλλα της ευλογίας
Έστρεψε το βλέμμα της στον επιτοίχιο καθρέφτη της Συμπαθητική ήταν Ακόμα και θελκτική θα την έλεγες παρά την απειλητική στίλβη του χρόνου που ποτέ δεν παραλείπει να σφραγίσει τα πάντα γύρω Τα μέσα και τα εκτός Τη φλέβα της ψυχής ως και τους πόρους της επιδερμίδας Ακλόνητη αυτή τον αντιμάχονταν μα και τον προσκαλούσε συντράπεζο της στα όνειρά της Μια φιλία κερδισμένη από παλιά Μια ιδιάζουσα σχέση που μύριζε αγώνα και φρέσκο ιδρώτα πρωινού κρίνου
Στα γούνινα μποτάκια της αναπαύονταν το σκυλάκι της Αδεσποτούλι το βρήκε να τριγυρνά στη παρακείμενη πλατεία Το περιμάζεψε Δεν άντεξε αυτό το βλέμμα της αδημονίας Την αγωνία της εγκαρτέρησης στα σχιστά του μάτια
Έγινε ο φίλος της Ο αχώριστος σύντροφός της Το κεντημένο μαξιλαράκι της γιαγιάς της είχε για σπιτάκι του Με μια παράσταση έξω από τα νερά του Μια ασπρόμαυρη γάτα που ξετύλιγε ένα κουβάρι Ίσως γι αυτό το λόγο -σε αντίθεση με τη φύση του- να συμπαθούσε και τις γάτες της γειτονιάς
Μαζί τους έμπαινε στα όνειρα Μαζί τους κυνηγούσε την ουρά του Μαζί τους καταλάγιαζε τις αγωνίες του Το στρεβλό ποδάρι της πρωτινής ζωής του στην αγκαλιά της λήθης με τη βοήθεια τους να επιστρέψει
Τις αγαπούσε πολύ όλες τις κεραμιδόγατες Όλες αυτές τις κυνηγημένες μάγισσες
Αν έριχνε ένα νόμισμα στον αέρα αυτός θα έφερνε πάντα γράμματα κι αυτές την κεφαλή Συγγένευαν
και ποτέ δεν αστοχούσαν Πάντα αυτός έφερνε γράμματα και πάντα αυτές θα τον κηδεμόνευαν  με τα ναζιάρικά τους κελεύσματα Μια φιλία ακριβοδίκαια ζυγιασμένη Μεγάλη κι απρόσβλητη από το θραύσμα του άδικου κόσμου που υπέβοσκε στα σκοτεινά υπόγεια της κόλασης
Έστρεψε το χέρι της και τον χάιδεψε Υπάκουο σκυλί καλοσυνάτο δοτικό σε ότι γύρω του κινούνταν
Από ανθρώπους έως ζωύφια Από σκιές μέχρι φωταψίες Μόνο με τους κρότους δεν συμφιλιώνονταν Ανατρέμιζε η καρδούλα του ανασήκωνε τ΄αφτιά του φοβόταν Το μαξιλαράκι της γιαγιάς αποζητούσε Τα κουβάρια κι αυτός να ξετυλίξει Το κακό να περάσει Σαν αστραπή να φύγουν τα ξωτικά Με τις γατούλες του ψηλά να ορθωθεί σαν σωλήνας στροβίλου
Ο γιατρός του στην τελευταία επίσκεψη της το τόνισε ρητά Τρεις μήνες είχε ακόμα ζωή Καθολικός ο εφιάλτης κι η λάμα κοφτερή να σκίζει  το σώμα σαν χασέ
Τι θα έκανε στο μέλλον χωρίς εκείνον;
Ποιος θα της ζέσταινε τα πόδια;
Ποιος θα της ζωγράφιζε τη ζωή;
Ποιος θα της γύριζε τους δείκτες της χαράς;
Ίσως το κρεβατάκι του κι ίσως πάλι μια μεγάλη καλαθούνα με όλων των λογιών τα πολύχρωμα κουβάρια Πλεκτές κουβερτούλες να φτιάχνει γι όλα τα κατατρεγμένα κι άδολα πλάσματα της γης
Κι είχε πολλά τέτοια ανυπεράσπιστα στο εξής να γνοιαστεί
Η περίμετρος του κόσμου είχε ξαφνικά μεγεθυνθεί σε σημείο που το σύμπαν να εκλιπαρεί για επιπλέον ανάσες ώστε να μην εκραγεί σαν πυροτέχνημα αστοχίας!




15. Ιερή αποστολή

Δεν χρειάστηκε καν να ρίξουν νόμισμα.
Ήξερε ότι ήταν κάτι που έπρεπε να το κάνει. Όχι, δεν ήταν καθήκον. Ήταν ανάγκη. Όσο δύσκολο κι αν της ήταν.
Σίγουρα, οι δικοί της ήθελαν να μιλήσουν κι αυτοί. Όμως κι αυτή δικός της άνθρωπος δεν ήταν; Παραστάτισσα η μία στην άλλη και στα καλά και στα άσχημα, μια ζωή ολόκαιρη, είχαν κάθε λόγο να νιώθουν οικογένεια! Στιγμές, χαρές, ρούχα, παπούτσια, συνταγές, μυστικά, γέλια, δάκρυα, πόνοι, χωρισμοί, αρρώστιες, επιτυχίες, ... όλα τα είχαν μοιραστεί. Εκτός από άνδρα, φυσικά. Όχι! Αυτή δεν ήταν μία απλή φιλία. Ήταν σχέση ζωής. 

Κάνει μια φευγαλέα αναδρομή στο παρελθόν τους... Πόσα χρόνια, θεέ μου! Πόσες αναμνήσεις. Τα μάτια της βουρκώνουν ξανά."Τι πράγμα κι αυτό με τα δάκρυα; Μα δεν στερεύουν καθόλου οι βρύσες", γκρίνιαξε σαν μικρό,παραπονιάρικο κοριτσάκι!  

Ήξερε ότι θα ερχόταν αυτή η αναπόδραστη ώρα." Έτσι είναι η ζωή!" Το επαναλαμβάνει διαρκώς εδώ και καιρό, μπας και πειστεί, μπας και ανακουφιστεί λίγο! Μάταια!  Είχε προσπαθήσει να προετοιμάσει τον εαυτό της. Άδικος κόπος. "Ματαιοπονεί όποιος πιστεύει ότι είναι προετοιμασμένος για το θάνατο των ανθρώπων που αγαπάει", φώναξε δυνατά και τρόμαξε και η ίδια από το ηχόχρωμα της φωνή της. Σπάραζε πια... Πώς να αποχαιρετήσει τη φίλη που μαζί έζησαν πενήντα-πέντε ολόκληρα χρόνια; Τι κι αν είχαν μεγαλώσει πια; Αχ αυτός ο αλήτης ο χρόνος, ποτέ δεν είναι αρκετός!

Τι να πρωτοθυμηθεί; Τι να κρατήσει και τι να αφήσει από το λόγο της; Γράφει, σβήνει εδώ και ώρες. Αμάν! Θα έρθει η στιγμή και δεν θα είναι έτοιμη. 

Να γράψει αστείες τους στιγμές; Ίσα για να σπάσει και το βαρύ κλίμα; Μπα! Δεν της πάει. Αυτό δεν ήταν το δικό της στοιχείο εξάλλου. Να μιλήσει για τις αγκαλιές σε δύσκολες ώρες; Ποιον ενδιαφέρουν αυτά τα τόσο προσωπικά σημεία;  Να μιλήσει για την καλή, διασκεδαστική, γενναιόδωρη και χαμογελαστή γυναίκα, ως είθισται; Σιγά!  Αυτά είναι τα γνωστά. Και ίσως τα ασήμαντα! 

Αλήθεια πώς αποχαιρετάς έναν αγαπημένο σου; 

Σαν έρθει εκείνη, η ζοφερή ώρα, δεν νιώθει τα πόδια της, δεν ελέγχει τα δάκρυα, δεν ανασαίνει καλά καλά. 
Σηκώνεται όμως, λες και τη σπρώχνει μια αόρατη δύναμη. Όλων τα βλέμματα είναι αναπόφευκτα στραμμένα πάνω της. Κάποιοι σαν να συμμερίζονταν το πόνο της. Κρατάει στο ροζιασμένο, από τα χρόνια, χέρι της το χαρτί, μουσκεμένο, έτοιμο να γίνει κομματάκια, από την πολλή υγρασία. Δεν πειράζει όμως. Δεν το χρειάζεται. 

"Είχα γράψει κάποια λόγια. Θα προτιμήσω να μην σας τα διαβάσω τελικά..."
Παίρνει βαθιά ανάσα.
Κοιτάζει εκείνην, επίμονα και διαπεραστικά, μα τόσο γλυκά ταυτόχρονα. Νιώθει ότι της χαμογελά. Είναι τόσο γαλήνια, τόσο ζωντανή... Το ροδοκόκκινο χρώμα στα μάγουλά της για λίγο, την ξεγελά. Νομίζει ότι θα σηκωθεί και θα φωνάξει ότι ήταν ένα ακόμα αστείο της!

"Ο άνθρωπος πεθαίνει όταν τον ξεχάσει και ο τελευταίος άνθρωπος που τον γνώριζε" μου είχες πει κάποτε, αδερφή μου εσύ, σε μια ανύποπτη στιγμή. Όσο ζω, όσο σε θυμόμαστε όλοι όσοι σε αγαπήσαμε, θα ζεις κι εσύ!"

Γύρισε στη θέση της. "Θα είσαι περήφανη για μένα λιακάδα μου" της είπε κοιτώντας νοερά κάπου στον ουρανό.




16. αννα

Το αλφαβητάρι, η πλάκα, το κοντύλι, το μικρό σφουγγαράκι, ο χάρακας, το αριθμητήριο όλα ήταν καλά τακτοποιημένα κάθε μέρα μέσα στη σχολική τσάντα με την φροντίδα της γιαγιάς.
Η μικρή μαθητριούλα, που φέτος πήγαινε στην πρώτη μεγάλη του δημοτικού όταν γυρνούσε από το σχολείο έδειχνε στη γιαγιά της το βαθμό που είχε πάρει από τη δασκάλα και αυτή καμάρωνε για την πρόοδό της. Για να την επιβραβεύσει τις έφτιαχνε ένα αυγό. Μέχρι που τα είχε βαρεθεί η μικρή τόσα αυγά.
Όμως η πλάκα της μικρής ήταν σκέτος πειρασμός για την γιαγιά. Βλέπεις σχολείο δεν πήγε γιατί είχε γεννηθεί λίγο πριν τον πόλεμο και ήταν παιδί της Κατοχής. Μεγάλη ιστορία... Το όνομά της και την υπογραφή της την έβαζε γιατί τα γράμματα ήταν μόνο δύο και τα είχε αποστηθίσει. α, νι, νι, α. 
Πήρε την πλάκα η γιαγιά-Άννα και άρχισε να γράφει. Έγραφε, έγραφε, γέμισε από τη μια πλευρά και την γύρισε και από την άλλη πλευρά. Όλο γραμμούλες, άλλες ίσιες άλλες κυρτές... Όσο έγραφε σκεφτόταν χίλια δύο πράγματα. Μέσα από τη ζωή της. Και τα έγραφε. Τη γιόμισε με τη ζωή της, με αυτά που είχε ζήσει. Τα έγραψε όλα. Το μόνο που ήθελε να μάθει ήταν τι από όλα αυτά είχαν μείνει πάνω στη πλάκα. Στο τέλος έγραψε αννα.
Φώναξε την εγγονή της.
«...διάβασέ μου τι γράφει...» της λέει.
«...γιαγιά δεν λέει τίποτα....».
Άλλαξε χρώμα το πρόσωπο της γιαγιάς.
«...τόσα πολλά είναι γραμμένα και δεν λένε τίποτα..» και γύρισε την πλάκα από την πίσω πλευρά.
Πάλι όμως η εγγονή δεν μπόρεσε κάτι να διαβάσει.
«...από τόσα πράγματα και δεν μπορείς να διαβάσεις τίποτα...»
«λέει, Άννα...»
Και τα υπόλοιπα , αναρωτιόταν!!! Τόσες γραμμούλες. Τόσα πράγματα ....
Το ξανασκέφτηκε. Μάλλον κάτι δεν έκανε σωστά.
Τα έσβησε όλα και άρχισε πάλι να ξαναγράφει. Μόνο που αυτή τη φορά αυτά που έγραφε τα έλεγε και φωναχτά...
«... ήμασταν 7 παιδιά....ο πατέρας μου δεν είχε χρήματα, ήμασταν φτωχοί... Το σχολείο ήταν στο διπλανό χωριό. Τα κορίτσια δεν πήγαμε σχολείο. Μου έμαθε να γράφω λίγες λέξεις ο αδερφός μου αλλά με τα χρόνια τα ξέχασα....τον άντρα μου τον παντρεύτηκα με προξενιό...πέθανε ξαφνικά, μέσα στα βάσανα και τις κακουχίες μεγάλωσα τα παιδιά μου... τα εγγόνια μου....». Στο τέλος πριν βάλει την υπογραφή, αννα, της ξέφυγε και κάτι άσχημο για την γειτόνισσα τη Θοδώρα αλλά για να μην γραφτεί στη πλάκα σταμάτησε, πήγε έκανε μια δύο δουλειές και γύρισε να συνεχίσει σίγουρη ότι δεν το είχε γράψει.
Ξαναφώναξε την εγγονή για να της διαβάσει αυτά που έγραψε.
«...γιαγιά δεν λέει τίποτα....» της είπε πάλι η εγγονή.
Σχεδόν απογοητεύτηκε.
«...Θοδώρα, λέει....», ρώτησε.
«...όχι γιαγιά δεν λέει, δεν γράφει τίποτα, μόνο γραμμούλες...» και κράτησε το βλέμμα της για πολλή ώρα να κοιτάζει με περιέργεια τη γιαγιά της.

Η απορία της παρέμενε γι αυτό και αποφάσισε να το ξεδιαλύνει. Πήρε την πλάκα όπως ήταν γραμμένη και πήγε στη γειτόνισσα.
«... Θοδώρα, κοίτα τι σου έχω...» της μίλησε θαρρετά.
Πήρε η Θοδώρα τη πλάκα την γύρισε και από τις δύο πλευρές δεν είδε τίποτα εκτός από το αννα και της το έδωσε πίσω...
 «...μουτζούρες είναι....» !!!
«...που λέει Θοδώρα...», τη ρώτησε.
«πουθενά» !!!
Σιγουρεύτηκε ότι δεν ήταν γραμμένο αυτό που είπε για την γειτόνισσα.
«... τα 7 αδέρφια...» ;
«... η μικρή σε κοροϊδεύει. Αντί να γράψει το μάθημά της , έγραψε μουτζούρες...» , την αποπήρε η γειτόνισσα.
Αυτό την φούντωσε, και αυθόρμητα την πλήρωσε με το ίδιο νόμισμα. Άκου την κοροϊδεύει το παιδί! Και τι δεν τις έσουρε. Αργότερα το αντιλήφθηκε ότι έβγαλε το άχτι της και για άλλα που της είχε μαζεμένα , πράγματα μικρά και άσχετα.. Και το έκανε πρώτη φορά στα τόσα χρόνια που είχαν φιλία..
Στο τέλος υπερασπίστηκε και την εγγονή της.
«.. άκου, είναι η καλύτερη μαθήτρια... παραστάτης στη σημαία θα είναι στην εθνική γιορτή.. θα γίνει σπουδαία... θα γίνει δασκάλα...». Τα τελευταία τα φώναξε δυνατά να ακουστούν στη γειτονιά...

Γύρισε στο σπίτι λυπημένη και απογοητευμένη. Βρήκε την μικρή να την περιμένει μπροστά στη πόρτα. Μπορεί και να είχε ακούσει αυτά που είπε στη Θοδώρα..
«..γιαγιά μου , θα μου φτιάξεις ένα αυγό..» την παρακάλεσε η μικρή.
Ίσως , και να είχε καταλάβει και κάτι παραπάνω και να ήθελε να στηρίξει τη γιαγιά της...
Ένας βαθύς στεναγμός και δύο δάκρυα που κύλησαν.. Δάκρυα αναμνήσεων που είναι οδυνηρές.. , και πώς να τα συγκρατήσεις...

(..όταν οι ταχυδρόμοι μας υποδείχνουν που να βάλουμε υπογραφή σημειώνουν ένα σταυρό.. , το έζησαν ίσως θυμούνται και τιμούν όλους εκείνους που έβαζαν ένα σταυρό για υπογραφή για να πάρουν το συστημένο γράμμα με μια φωτογραφία από τον ξενιτεμένο τους..).





17. Το όπλο της Ειρήνης

Όλα σε αυτή την αίθουσα αναμονής είχαν μια εκνευριστική συμμετρία που τον τρέλαινε. Λες και σε οδηγούσαν να ισορροπήσεις την σκέψη σου πριν ακόμα ξεκινήσει η συνεδρία. Σήμερα ήταν διαφορετικά, το βλέμμα του συναντήθηκε με της κοπέλας που περίμενε στον απέναντι καναπέ. Δεν ξέρει που βρήκε το θάρρος να τη ρωτήσει:

-Αν δεν ήσουν εδώ, που θα ήθελες να είσαι;
-Εδώ που βρίσκομαι τώρα. Δεν μ'αρέσουν οι υπεκφυγές. Σε ανάγκασαν να έρθεις, σωστά;
-Ναι! Λίγοι μήνες έμειναν όμως και θα αποφασίζω μόνος. Είμαι ο Άρης!

Καθώς της έτεινε το χέρι πρόσεξε το χρώμα των ματιών της, με τον ήλιο μέσα τους.

-Ειρήνη. Γιατί γελάς;
-Τα ονόματά μας είναι αντίθετα στον συμβολισμό τους.
-Έχεις φαντασία..

-Άρη; Μπορείς να περάσεις.
Θέλεις να μου πεις τι σου συμβαίνει σήμερα;

Άρχισε να διηγείται στην ψυχολόγο την γνωριμία του με την Ειρήνη.

-Θυμάσαι για ποιο λόγο συνεχίζεις να έρχεσαι εδώ;

Την κοίταξε σαστισμένος. Διάσπαρτες εικόνες τον περικύκλωσαν. Μετά σκοτάδι.

-Πριν από ενάμιση χρόνο ήρθες για την πρώτη μας συνεδρία. Είχατε γνωριστεί με την Ειρήνη. Η φιλία σας μετατράπηκε γρήγορα σε δυνατό έρωτα. Ήσασταν πιο ώριμοι για την ηλικία σας.
-Σταμάτα. Δεν θέλω να θυμάμαι. 
-Το καταλαβαίνω, όμως έτσι δεν θα μπορέσεις να διαχειριστείς την πραγματικότητα. Αν δεν το αποδεχθείς, θα ταλαιπωρείσαι διαρκώς. Πες μου για εκείνο το πρωί.
-Πήγα να την βρω στο σχολείο της. Είχε γενέθλια και θα της έκανα έκπληξη. Μπαίνοντας άκουσα κρότους και ουρλιαχτά. Άρχισα να τρέχω μέχρι που τα παπούτσια μου γέμισαν αίματα. Σκορπισμένες τσάντες, γυαλιά, νομίσματα.. Τότε την είδα πεσμένη κάτω,με άλλους πέντε συμμαθητές της.
-Πως αισθάνεσαι για τον δεκαεννιάχρονο που έκανε την επίθεση;
-Την αλήθεια; Μόνο μίσος.
-Και το μίσος που θα σε οδηγήσει;
-Και η συγχώρεση που θα με οδηγήσει; Θα την φέρει πίσω; Θα τους φέρει πίσω όσους σκοτώθηκαν έτσι άδικα;
-Το μίσος δεν γεννά μόνο μίσος αλλά περισσότερα δεινά. Μπορεί να σε κάνει ίδιο με το τέρας που μισείς, πιθανόν και χειρότερο. 
-Και τι να κάνω;
-Αν έκανες πράξη το όνομά της; Να πολεμάς την αδικία με διαφορετικούς τρόπους;
-Είναι τόσο δύσκολο.Της το χρωστάω όμως. Στεκόταν δίπλα μου σε όλα, παραστάτης της ύπαρξής μου. Πρέπει να φύγω, είναι τα γενέθλιά της.Θα βάλω το τραγούδι της και μετά θα πάω σε μια πορεία ενάντια στην οπλοκατοχή.
-Άρη! Να θυμάσαι ότι το μεγαλύτερο όπλο που έχουμε όλοι είναι η ελπίδα για αλλαγή. Να αγαπάς τον εαυτό σου και να προσέχεις.

Ένας ηλίανθος - σαν το σχήμα των ματιών της- στεκόταν αγέρωχος και το what a wonderful world διέκοπτε μελωδικά τη σιωπή.



18. Το δικό μου μπλε


Το χρώμα των ματιών του ήταν μπλε.
Το βλέμμα του σαν με κοιτούσε διαπεραστικό.
Ήξερα τι ήθελε να μου πει
κι ας μη μιλούσε τη γλώσσα μου.
Παραστάτης και φίλος μου.
Μια φιλία πέρα από τα συνηθισμένα.
Το όνομά του ήταν Άμλετ.
«Να ζει κανείς ή να μη ζει».
Δεν το επέλεξε, αλλά έφυγε από κοντά μου.
Ένα αυτοκίνητο, ένα λεπτό, μια στιγμή αρκούσαν.
Στρίβω το νόμισμα και σκέφτομαι:
«Κορώνα κερδίζω, γράμματα χάνω».
Κορώνα, θα βρω άλλον αληθινό φίλο.
Γράμματα, θα μείνω με τη σκέψη του.
Και φέρνω μόνο γράμματα.
Νιώθω το μπλε να με τυλίγει.
Τα μάτια του και η μοναξιά μου.
Να είσαι καλά, φίλε μου, όπου κι αν είσαι.




19. Λαβωμένες Μνήμες

Νοέμβριος 1970. Ο καθηγητής του Αστικού Δικαίου κλείδωσε το γραφείο του  και ετοιμάστηκε να φύγει, ενώ έψαχνε στην τσέπη του να βρει ένα νόμισμα για να πάρει ένα αναψυκτικό από το αυτόματο μηχάνημα.

-Κύριε καθηγητά ευτυχώς σας πρόλαβα. Ήθελα να σας παραδώσω την εργασία μου.

Ο καθηγητής γύρισε και κοίταξε τον νεαρό. Το βλέμμα του καθαρό και φωτεινό του φάνηκε γνώριμο. Ξεκλείδωσε πάλι την πόρτα του γραφείου και είπε στον νεαρό να περάσει μέσα.

-Πως σε λένε νεαρέ μου;

-Αλέξη Γεωργίου.

Ο καθηγητής τον κοίταξε πάλι, έχοντας την ίδια αίσθηση ότι κάπου τον είχε ξαναδεί, αλλά το όνομα δεν του έλεγε τίποτα.

-Αυτή είναι η εργασία μου, είπε ο νεαρός.

Το βλέμμα του καθηγητή έπεσε στο ρολόι του νεαρού που φάνηκε στον καρπό του καθώς του παρέδιδε την εργασία του. Δεν μπορεί, αυτό το ρολόι είναι ίδιο με εκείνου, το ασυνήθιστο χρώμα στο καντράν το έκανε  μοναδικό. Ο καθηγητής έπιασε ταραγμένος το χέρι του φοιτητή και κοίταξε επίμονα το ρολόι.

-Ήταν του πατέρα μου, είπε ο νεαρός, δυστυχώς δεν τον γνώρισα και είναι το μοναδικό πράγμα που έχω από εκείνον, καθώς και το όνομά του, Αλέξη τον έλεγαν, Αλέξη Παναγιώτου… τον έχασα πριν γεννηθώ. Το Γεωργίου είναι του πατριού μου.

-Νεαρέ μου την μητέρα σου την λένε Θάλεια;

-Ναι, την ξέρετε;

-Την ήξερα, όπως ήξερα και τον   πατέρα σου ο οποίος ήταν κάτι παραπάνω από φίλος μου, ήταν αδελφός.

φιλία μας με τον πατέρα σου ήρθε στα φοιτητικά μας χρόνια. Μαζί με την μητέρα σου, συμφοιτήτρια μας και αυτή είμαστε αχώριστοι.  Έμελλε όμως να μας χωρίσει ο πόλεμος. Μαζί καταταχτήκαμε και βρεθήκαμε στον ίδιο λόχο. Μαζί υπομείναμε τις κακουχίες του πολέμου, το κρύο, την πείνα, τον φόβο. Παραστάτης μου στις μάχες εκεί στα Αλβανικά βουνά… Εκείνη την ημέρα ο λόχος μας είχε καταφέρει να καταλάβει ένα ύψωμα και προς το σούρουπο εξαντλημένοι καθίσαμε να πάρουμε μια ανάσα προφυλαγμένοι πίσω από κάτι βράχια. Ο πατέρας σου έβγαλε από την τσέπη του ένα γράμμα που είχε λάβει το πρωί, αλλά δεν είχε προλάβει να διαβάσει. Ήταν από την μητέρα σου. Καθώς το διάβαζε έλαμπε ολόκληρος.  Φαινόταν πως είχε ξεχάσει που βρισκόμαστε.

-Είμαι ευτυχισμένος μου φώναξε και σηκώθηκε επάνω χωρίς προφυλάξεις, είμαι ευτυχισμένος! Και εκεί  τον βρήκε η σφαίρα. Έπεσε  δίπλα μου, αιμόφυρτος. Φεύγω αδερφέ μου, μου είπε. Άγγιξε  τον σταυρό που φορούσε και μου είπε να τον δώσω στην μητέρα του και μετά έβγαλε το ρολόι του και μου είπε να το δώσω στην Θάλεια και να της πω πως την αγάπησε πολύ. Ύστερα άφησε την τελευταία του πνοή. Το γράμμα που κρατούσε στα χέρια του νότισε από τα αίματα, ποτέ δεν έμαθε τι του έγραφε η Θάλεια και τον έκανε τόσο ευτυχισμένο. Εκτέλεσα τις τελευταίες του επιθυμίες…, μετά ήρθε η κατοχή, οι δυσκολίες της ζωής  και δεν ξαναείδα την μητέρα σου.

-Σε αυτό το γράμμα του έγραφε πως περίμενε το παιδί του, εμένα, είπε ο νεαρός.

Έμειναν σιωπηλοί για λίγο, μετά ο καθηγητής σηκώθηκε και αγκάλιασε τον Αλέξη συγκινημένος.

-Να ήξερες πόσο του μοιάζεις παιδί μου!



20. Πορτοκαλί

Βραδάκι στο σπίτι. Αναζητώ λίγο χρώμα που να θυμίζει ζωή. Τίποτα. Όλα εδώ είναι άσπρα και μπεζ, σαν ξεβαμμένα. «Βγαίνω» λέω στη γυναίκα μου. Μου γνέφει. Πάει καιρός που δεν μιλάμε.
Μπαίνω στ’ αυτοκίνητο και, χωρίς να το καταλάβω, φτάνω στο πατρικό. Δεν χτυπάω. Θα ‘χει μουχλιάσει στο παιδικό δωμάτιο ‘κείνο το «αγορίστικο» μπλε που στοίχειωσε την εφηβεία μου.
Παίρνω πορτοκαλάδα και δρακουλίνια, όπως παλιά και τραβάω για το πάρκο. Κάθομαι στο γνωστό παγκάκι. Με το χαρακωμένο πράσινο που πάντα με μελαγχολούσε…
«Είσαι για ένα παγκότερμα;» με ρωτάει ένας πιτσιρικάς και σαν υπνωτισμένος κάθομαι τέρμα. Και τρώω το ένα γκολ μετά το άλλο! Το βλέμμα μου έχει καρφωθεί στη φόρμα του. Πορτοκαλί με λεπτές γκρι ρίγες στο πλάι. Τι όμορφη! Το δικό του βλέμμα έχουν μαγνητίσει τα δρακουλίνια.
«Δίψασα» λέω, του δίνω τα πατατάκια κι ο πιτσιρικάς κάνει βουτιά στο σακουλάκι!
«Πολύ ωραία η φόρμα σου. Το πορτοκαλί είναι το αγαπημένο μου χρώμα.»
«Ναι, ρε φίλε, τα σπάει!» μου απαντά κι αρχίζουμε να μιλάμε για το ποδόσφαιρο, για το πρωινό ξύπνημα, την κρίση.
«Οι γονείς μου δουλεύουν όλη μέρα, εγώ μένω μόνος μου και το μωρό το μεγαλώνει η γιαγιά μου που μένει στου θείου μου. Γίναμε ξένοι. Αυτό είναι το μεγαλύτερο κακό που προκάλεσε η κρίση: η αποξένωση.» μου λέει και σκέφτομαι πως με τη γυναίκα μου «παγώσαμε» όταν άρχισα τις υπερωρίες κι εκείνη βρήκε δεύτερη δουλειά.
Ο μικρός έχει στήσει ολόκληρη επιχείρηση. Φτιάχνει με πηλό το νόμισμα κάθε χώρας και πουλάει την πραμάτεια του στους μετανάστες και τους τουρίστες. Κι ελπίζει στη μέρα που όλοι μαζί πάλι θα κάθονται στο τραπέζι να φάνε και να μιλήσουνε.

Με τον πιτσιρικά δίνουμε ραντεβού και συναντιόμαστε κάθε βραδάκι. Παίζουμε και συζητάμε, γελάμε πολύ. Ώσπου μια φορά έρχεται κλαμένος. Καημό το ‘χε να παρελάσει παραστάτης, μια και φέτος δεν του κάνανε τη χάρη.
«Φέτος είσαι παραστάτης. Δικός μου!» του λέω και του εξηγώ τι σημαίνει η λέξη. «Χάρη σ’ εσένα γνώρισα ξανά τη γυναίκα μου.»
Και είναι αλήθεια. Της πρότεινα να μειώσουμε στο ελάχιστο τα έξοδά μας, να δουλεύουμε λιγότερο και να βρισκόμαστε περισσότερο.
Καρφώνει το βλέμμα του στα μάτια μου κι εγώ το δικό μου στα δικά του. Είμαστε φίλοι! Ναι, η φιλία είναι που μας συνδέει. Κανένα πατρικό ένστικτο, καμιά ανάγκη για προστασία, η φιλία! Και τα βλέμματά μας, ζεστά και ζωηρά, γεμίζουν με χρώμα ζωής τον κόσμο. Βάφουν με το αγαπημένο μας πορτοκαλί κάθε χρώμα που μας πλήγωσε. 



21. Μέχρι να περάσει η μπόρα

Κράτησε σφιχτά στο χεράκι της το νόμισμα και ξεκίνησε για το σχολείο. Όπως κάθε μέρα.
Ήταν ένα νόμισμα της Αμερικής και της το είχαν φέρει οι γονείς της την τελευταία φορά που είχαν έρθει στην Ελλάδα. Πριν δυο χρόνια. «Όταν μαζέψουμε πολλά τέτοια, θα είμαστε πάλι όλοι μαζί!» της είχαν πει και κάθε πρωί άναβε την ελπίδα αγγίζοντας το νόμισμα που είχε τη μυρωδιά τους. Ή έτσι νόμιζε.

Η ελπίδα είχε το χρώμα του χρήματος της Αμερικής.

Στο σχολείο μετρούσε τις ώρες που θα την έφερναν ξανά κοντά στο φίλο της. Το πρωινό κουδούνι και το σχόλασμα ήταν βασανιστήριο. Έβλεπε τα χεράκια των παιδιών στα χέρια των γονιών και πονούσε ως τα βάθη της καρδιάς.

Η απελπισία είχε το χρώμα του γυμνού δέρματος.

Το μεσημέρι έφαγε στα όρθια και χώθηκε στο δωμάτιό της, πριν έρθουν ο παππούς και η γιαγιά. Όπως κάθε μέρα. Όλοι τη θεωρούσαν τυχερή που είχε νέους παππούδες να τη φροντίζουν, όμως εκείνη ένιωθε καταδικασμένη σε κατάμαυρη ζωή. Γιατί οι παππούδες συνέχεια τσακώνονταν κι έσπαγαν πράγματα.
Έκλεισε την πόρτα, στάθηκε απέναντί του, ακούμπησε το νόμισμα στα πόδια της κι άρχισε να του μιλά. Όπως πάντα. «Όταν γυρίσουν οι γονείς μου, θα πάμε στο λούνα παρκ και θα καθίσουμε τρεις μέρες και τρεις νύχτες!» Εκείνος, ο παραστάτης της, σταθερός στη θέση του, την άκουσε προσεχτικά. Όπως πάντα.  Και για το χατίρι της κάλεσε το μεσημεριάτικο ήλιο να φτιάξει αλογάκια πάνω του. Η μικρή ενθουσιάστηκε, σηκώθηκε κι έπεσε το νόμισμα. Κι ο ήχος την έκανε να μισήσει ξαφνικά τον τοίχο με την οικογενειακή φωτογραφία, τον τοίχο που είχε κάνει μοναδικό φίλο της για τη σιωπή του.

Η μοναξιά είχε το χρώμα του άψυχου τοίχου.

Βγήκε έξω, περιπλανήθηκε στην πόλη κι έκατσε στην άκρη της. Όλα γύρω, η απέραντη θάλασσα, τα ψηλά κτήρια, το πλήθος των ανθρώπων, αδιαφορούσαν για το δράμα της κι εκείνη, μια σταλίτσα κοριτσάκι, έκλαψε με λυγμούς που τάραξαν τα σύννεφα κι άρχισε να βρέχει. 
Ένας φτερωτός αλητάκος κάθισε κοντά της, γύρισε το βλέμμα του πάνω της κι άρχισε το κελάηδημα. Όταν σταμάτησε να βρέχει, απομακρύνθηκε έτσι ξαφνικά, όπως είχε έρθει.

Αυτό, λοιπόν, είναι φιλία! Να τραγουδάς στο λυγμό μέχρι να περάσει η μπόρα! Η μικρή χαμογέλασε. Και ξεκίνησε να βρει τέτοιους φίλους. Που φαίνεται υπήρχαν πολλοί εκεί έξω. Ή έτσι νόμιζε.

Η ελπίδα θα παίρνει πια το χρώμα που έχει το βλέμμα του κάθε φίλου.



Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 6-13 πατήστε εδώ!

Για τις συμμετοχές 1-5 και για να βαθμολογήσετε πατήστε εδώ!