Σελίδες

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

13ο Παίζοντας με τις λέξεις (Συμμετοχές 14 - 21)


14. Γυρολόγοι……
Ο Μάνθος και ο Αστέριος γνωριστήκανε στην Παιδική Χαρά της γειτονιάς τους, εκεί που συνοδεύανε καθημερινά τα εγγονάκια τους, να ξεδώσουν, να κάνουν τραμπάλα, κούνια, να κοινωνικοποιηθούνε βρε αδελφέ….Ανέπτυξαν αβίαστα στενή φιλία, το ίδιο και οι συμβίες τους, συχνά πυκνά τους συνοδεύανε τόσο στις παιδικές χαρές όσο και στους παιδότοπους, στα Λούνα Παρκ , στο κολυμβητήριο, αλλά και στις ανοιχτωσιές του μεγάλου  Πάρκου  που εκείνοι κουβαλούσαν τα παιδικά ποδήλατα  κι εκείνες με το απαραίτητο ταπεράκι με το κολατσιό των μικρών ,τρέχανε αλαφιασμένες  να τους δώσουν καμιά μπουκιά φρούτο όσο εκείνα έκαναν  αδέξια πετάλι….

Παππούδες γυρολόγοι καταντήσαμε έλεγε χαριτολογώντας ο Μάνθος, εμείς ξενιτευτήκαμε τρία χρόνια ακολουθώντας τα παιδιά μας στις ΗΠΑ , εκεί που ο γαμπρός  και η κόρη μας έκαναν το  μεταπτυχιακό  τους…..Κι εμείς συμπλήρωσε ο Αστέριος, μια από τα ίδια, Στρατιωτικός βλέπεις ο γαμπρός μας, πολλές μεταθέσεις,  από κοντά κι εμείς Εβρος, Χαλκίδα, Κύπρος, Ιταλία…. Το΄χει η μοίρα μας φαίνεται, η  Ελπίδα η γυναίκα μου ,   πρωτοδιορίστηκε δασκάλα σ’ένα μικρό ορεινό χωριό της Κρήτης. Εγώ μόλις είχα διοριστεί στην Υπηρεσία Ταχυδρομείων, χάρη στις υψηλές γνωριμίες ενός μπάρμπα μου. Γνωριστήκαμε χάρη στις επιστολές που πήγαινα στο χωριό δύο φορές την εβδομάδα…Παντρευτήκαμε σε έξι μήνες και για χρόνια, κάθε που άλλαζε η Κυβέρνηση, ξεσηκώναμε το σπιτικό μας για  άλλο τόπο…..γυρολόγοι στα νιάτα μας, γυρολόγοι και στα γεράματά μας, ας είμαστε καλά….

Εγώ ήθελα να γίνω Φαρμακοποιός, εξομολογήθηκε ο Μάνθος, από παιδί αυτό ονειρευόμουνα κι επιθυμούσα, μάλιστα έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη Φαρμακευτική. Ο πατέρας μου με τους μπαρμπάδες μου, έκαναν χονδρεμπόριο τροφίμων….εγώ ούτε που ν΄ακούσω …όμως έλα που τα έφερε έτσι ο γεραμπής…..μέσα σ΄ένα χρόνο, σκοτώθηκε ο μεγαλύτερος αδελφός μου σε ατύχημα,  ο πατέρας μου έπαθε συγκοπή 3 μήνες αργότερα κι έγινα  από τη μια στιγμή στην άλλη, προστάτης της μάνας μου και της μικρότερης αδελφής μου…Εγκατέλειψα το Πανεπιστήμιο και με βαριά καρδιά πήγα να εργαστώ στην Οικογενειακή επιχείρηση.  Οι μπαρμπάδες θεώρησαν απαραίτητο να γνωρίσω τους μεγάλους πελάτες μας στην επαρχία, έτσι οδηγώντας το  φορτηγό της επιχείρησης έκανα το γύρο της Στερεάς, της Εύβοιας, της Πελοποννήσου…..Στο Ναύπλιο, γνώρισα τη γυναίκα μου, την Ανθή. Έρωτας με την πρώτη ματιά, αυτή πότιζε τα ανθισμένα ζουμπούλια στο μπαλκόνι της κι εμένα στέγνωσε το σάλιο στο στόμα μου, κόπηκε η ανάσα μου , έφυγε το τιμόνι από τα χέρια μου….Ενάμισι χρόνο αγωνιζόμουνα να βρίσκομαι όσο συχνότερα στο Ναύπλιο, ενάμισι χρόνο η Ανθή πάσχιζε να πείσει τους δικούς της να συναινέσουν στο γάμο μας, δεν θέλανε να δώσουν τη μοναχοκόρη τους σε γυρολόγο….

Βίοι παράλληλοι σχεδόν….μονολόγησαν η Ανθή και η Ελπίδα. Αισθανόντουσαν τυχερές που μέσα στην απρόσωπη απεραντοσύνη της μεγαλούπολης, είχανε συναντηθεί και είχανε ταιριάξει .
Κι έμελλε να συνδεθούν ακόμη περισσότερο οι δύο οικογένειες, όχι μόνον εξ αιτίας των εγγονών, …….τα μικρότερα παιδιά τους, ο Αντώνης και η Αγνή πολύ σύντομα θα γίνονταν ζευγάρι , αφού ολοκλήρωναν τις  βασικές σπουδές τους στα Οικονομικά και τα δύο τους Μεταπτυχιακά και εργαζόντουσαν σε διάφορες περιστασιακές δουλειές, 3ωρα, 4ωρα.  απλήρωτοι τις περισσότερες φορές, θα αποφάσιζαν να παντρευτούν και να ανοίξουν στου Μακρυγιάννη το Γυροπωλείο «Ο Γυρολόγος» !!!



15. Ο αρχαιολόγος
Μεγάλωσα με τ΄όνειρο, να γίνω αρχαιολόγος
και τις σπουδές σαν τέλειωσα, έγινα….γυρολόγος
Δασκάλα ήταν η μάνα μου, εστιάτωρ ο πατέρας,
κι εκείνος είχε όνειρο να σχίζει τους αιθέρας,
αλλά  η μοίρα όρισε,  με αιτία το παντελόνι
που ο θείος Αγησίλαος άπλωνε στο μπαλκόνι,
να ζαλιστεί ο άμοιρος να του ΄ρθει σκοτοδίνη,
να τον προδώσει η καρδιά κι άψυχος  ν’απομείνει…..
Τον κλάψανε οι συγγενείς, οι φίλοι κι οι γειτόνοι
και μόλις τον εθάψανε, ήρθαν….οι κληρονόμοι !!!
Κάτι πρόσωπα άγνωστα, με  κάποια συστολή
περίμεναν ν΄αναγνωστεί  μία επιστολή,
που ο μπάρμπας έγραψε έγκαιρα, κάτι σαν διαθήκη…
Σε μένα άφησε παλιό, σπαθί μέσα στη θήκη,
και κάτι σπάνιες συλλογές, κυρίως νομισμάτων
δυό πέννες και κιβώτιο, πλήρες παλιών πραγμάτων.
Στους άγνωστους,  δυό κτήματα στο Ανω Εξωχώριο
και στον πατέρα μου άφησε, ένα Εστιατόριο !!!
Κάτι ξαδέλφια πήρανε τρεις γλάστρες με ζουμπούλια,
δυό φίκους, δύο  γιασεμιά κι ένα βαρέλι φούλια.
Στη χήρα μας γειτόνισσα, άφησε μετοχές….
και στη γριά οικόνομο του, κάτι ψιλά κι ευχές.
Να μη σας τα πολυλογώ, σ΄όλους άφησε κάτι
γιά να τον μνημονεύουμε χωρίς στάλα γινάτι,
Η μάνα κι ο πατέρας μου, χωθήκαν στην κουζίνα
κι εγώ αντί γι΄ανασκαφές, έκανα τη φασίνα,
ώσπου επαναστάτησα και είπα τέρμα, φτάνει!!!
Ο αρχαιολόγος ξύπνησε, κάτι πρέπει να κάνει!!!
Έπιασα και κοπιάρισα του μπάρμπα τα κειμήλια,
τη σπάθα, τα νομίσματα, κάτι παλιά καντήλια,
κι εμπόριο ξεκίνησα με αντίγραφα αντικών
με το παλιό αυτοκίνητο, το στέησον,  των γονιών.
Μ΄αυτό που λέτε φίλτατοι, όργωσα την Ελλάδα,
πουλώντας «αρχαιότητες» φτιαγμένες...στη Γλυφάδα.
Το παιδικό μου όνειρο, γεμάτο ανασκαφές
φορτώθηκε στο στέησον  και κάνει επαφές
με ιδιώτες κι έμπορους, τύπους με λιμουζίνες,
να βγαίνει ο επιούσιος…...οι φόροι, οι βενζίνες!!!




16. Ο αετός

Ήταν ένας πραματευτής μικρών θαυμάτων.
Καλλιτέχνης του ξύλου και γυρολόγος αντάμα.
Γυρνούσε στην επαρχία τα καλοκαίρια που άνοιγε ο καιρός κι έπαιρνε με τη σειρά όλα τα πανηγύρια.
Έστηνε τον πάγκο του, τον στόλιζε με όλα εκείνα τα μικρά ξύλινα κομψοτεχνήματα που σκάλιζε διαρκώς και άφηνε τον μικρόκοσμο που με πάθος δημιουργούσε να διηγηθεί στους περαστικούς την ιστορία που ήθελε ο καθένας να ακούσει.
Δεν ήταν όλοι έτοιμοι να δεχτούν αυτό που το ξύλο τους ψιθύριζε. Κάποιοι μάλιστα έβρισκαν μάλλον τρομακτική την τόση ομοιότητα με τα αληθινά πλάσματα και απομακρύνονταν από τον πάγκο ανατριχιάζοντας.
Αυτός δεν έδινε σημασία. Συνεχώς κάτι σκάλιζε και σήκωνε το κεφάλι του μόνο όταν ένιωθε πως κάποιος ήταν έτοιμος να αποκτήσει ένα κομμάτι του κόσμου του.

Όταν ήταν νεότερος πάσχιζε να πιάσει κουβέντα με τους πελάτες του και μέσα από τις κουβέντες τους να καταλάβει τι ταιριάζει στον καθένα.
Χωρίς ιδιαίτερη φαντασία, προσπαθούσε να πουλήσει στη δασκάλα μια κουκουβάγια, λες και όλες οι δασκάλες είναι σοφές, ή στον κηπουρό μια γλάστρα με ζουμπούλια, λες και κοτζάμ κηπουρός είχε έλλειψη από λουλούδια.
Δεν του περνούσε καν από το μυαλό ότι αυτό που κάνει κάποιος σαν επάγγελμα δεν τον χαρακτηρίζει πάντα και σαν άτομο. 

Μια επιστολή που έλαβε κάποτε τον έκανε να καταλάβει το λάθος του και να αλλάξει τακτική.  Ποτέ δεν έμαθε ποιος την είχε γράψει και πως στην ευχή είχε βρει τη διεύθυνσή του, αλλά θυμάται πως σκάλιζε έναν αετό στο μπαλκόνι του όταν του φώναξε ο ταχυδρόμος από το δρόμο πως έχει γράμμα.
“Ήθελα να ανοίξω τα φτερά μου” έγραφε μεταξύ άλλων ο άγνωστος “αλλά μου τα έκοψες. Μ' έκανες να καταλάβω πως δε θα γίνω ποτέ αετός”. 
Από τότε δε λέει πολλά. Σηκώνει μόνο το κεφάλι πότε πότε περιμένοντας να πάρει κάποιος τον αετό που σκάλιζε εκείνη τη μέρα.
Ίσως έτσι γνωρίσει και τον μυστικό αποστολέα που ήθελε μια φορά κι έναν καιρό να ανοίξει τα φτερά του. Όπως όλα έδειχναν του χρωστούσε ένα πέταγμα.



17. Τα πλην της ταυτότητας 


Κάτι έπρεπε να γράψει σήμερα Έστω μια λέξη Έστω κάποια ορνιθοσκαλίσματα να σκαρώσει
Θυμήθηκε τη δασκάλα της Απρόσιτος άνθρωπος Διαρκώς την παρατηρούσε:
"Διόρθωσε τα γράμματά σου Τι ορνιθοσκαλίσματα είναι αυτά που κάνεις;"
Αυστηρή και άκαμπτη ήταν με μακριά ολοκόκκινα νύχια που 'μοιαζαν με ψεύτικα
Ψεύτικη ήταν κι η ψυχή της Ανούσια η καρδιά της Παγερή σαν τις λόγχες των ηττημένων
Δεν τ' αγαπούσε τα παιδιά Προέκταση του χεριού της ήταν πάντα μια βέργα
Στα διαλείμματα μασούσε πάντα πασατέμπο Έριχνε τα φλούδια πάνω στις πλάκες
Του προαυλίου κι ήταν σαν να χιόνιζε όλες τις εποχές του χρόνου
Αν ζει ακόμα θα έχει ένα σπίτι ολοχιόνιστο από αυτή της τη συνήθεια
Κάτι έπρεπε να γράψει εξάπαντος Μια γραφή συνδυαστική
Να ζωγραφίσει έστω μια χελιδονοφωλιά
Να θυμηθεί το φιλόξενο παιδικό μπαλκόνι της Αυτό που έβλεπε προς το χρωματόδρομο
Είχε πάντα δυο χελιδονοφωλιές εκεί Απάνεμο μέρος Ανατολικό
Πως τα περίμενε κάθε Άνοιξη τα χελιδόνια Πόσο αγαπούσε τα μικρά τους
Ανοιχτά ράμφη κι οι τροφοί τους ακούραστοι
Ένα διαρκές πηγαινέλα
Τιτιβίσματα Μικρές πορείες Επιδιορθώσεις Άχυρο και λάσπη κοκκινωπή
Μαστοριά κι ανυπόμονα φτερουγίσματα Σκουλικάκια και ψαλιδίσματα
Πήρε την πένα της Διαπίστωσε πως δεν είχε μελάνη
Πήρε το ανταλλακτικό απ' το γραφείο και το τοποθέτησε προσεκτικά
Λερώθηκε λίγο
Μαύρη μελάνη σαν τις φτερούγες των χελιδονιών
Σαν τις πλάκες των ηφαιστείων
Σαν τις μπαγκαζιέρες των παροπλισμένων τρένων
Τι θα μπορούσε όμως να γράψει;
Ένα ποίημα ίσως Ένα χρονογράφημα Ένα διήγημα Ένα κορμό μυθιστορήματος
Τίποτα απ' όλα αυτά κι όλα αυτά μαζί
Μια επιστολή σε ένα μακρινό συγγενή στην τελική
Να εκφραστεί ήθελε Να φύγει η σκιά που στένευε την αναπνοή της
Που μπλάβιζε τα μάτια της  Που ξέραινε τη σκέψη της
Μια ατέρμονη προσπάθεια να κρατηθεί απ' το λίγο
Τ' αγαπούσε το λίγο Της ήταν κάποτε αρκετό
Το επέκτεινε να μοιάζει με το όλο Τα κατάφερνε
Ένας ολοστρόγγυλος κύκλος
Μια στεφάνη παλιού βαρελιού που ο πατέρας της έφερε από το πατρικό του
Καθότι ο παππούς της διατηρούσε μαγειρείο με ένα κελάρι σκοτεινό με δροσερά κρασιά
Κάποτε το χωριό της είχε αμπελώνες Φημίζονταν τα κρασιά του
Ύστερα τα ξεκώλωσαν κι έβαλαν ελιές
Ποτέ δεν έμαθε το λόγο Έμειναν όμως τα τοπωνύμια:
"Το πέρα αμπέλι" " Τ' αμπελάκι" " Ο αμπελώνας" "Τ' αγριοστάφυλλο"
Το λίγο λοιπόν αποζητούσε
Με μια λεπτή χαρακιά ν' ανοίξει την κακοφορμισμένη πληγή της
Μικρή σαν ήταν είχε χαράξει μια ξυραφιά πάνω από το γόνατό της
Ακόμη είχε το σημάδι
Ήθελε να φτιάξει ρουχαλάκια για τις κούκλες της μα η μαμά τής είχε κρύψει τα ψαλίδια
Αφού ανηλεώς είχε κομματιάσει μπόλικα καλά της ρούχα Έτσι κατέφυγε στο ξυράφι
Αχ τι χρόνια!
Πόση φωτεινότητα!
Πόσα κανίστρια γεμάτα με οπώρες!
Πόσες εξοχές γεμάτες με ξωκλήσια και σήμαντρα!
Το βρήκε Δεν θα έγραφε τίποτα Στο μπαλκόνι της θα 'βγαινε
Να συνομιλήσει με τα ζουμπούλια που ήταν σε πλήρη άνθιση
Να ανθίσει κι αυτή
Το μυαλό της να καρπίσει
Επί ματαίω να μην αποζητά το άρρητο και το ανέφικτο
Έβρεξε τα χέρια της και κοίταξε προς τον δρόμο
Ένας γυρολόγος διαλαλούσε την πραμάτεια του
-Παλιές γραφομηχανές πουλάω με αντίκες τις αντικαθιστώ
-Παλιά νομίσματα διαθέτω
-Πλάκες μαύρες προπολεμικές χαρίζω σε όποιον μου γράψει έναν και μόνο δυνατό στίχο
Πήρε τα χαρτιά της και σκάρωσε τον πιο τέλειο στίχο στον κόσμο:
"Αν σου αντισταθεί το Άλφα πήγαινε στο Βήτα κι αν κι αυτό σου αντισταθεί πήγαινε στο Ωμέγα 
Ο κύκλος να κλείσει Το μέγιστο να ζήσεις θαύμα της ολοκλήρωσης"
Του τον χάρισε και τώρα πανευτυχής έσβηνε κι έγραφε πάνω στη μαύρη πλάκα
όσα το χαρτί της αρνιόνταν να πει
Το στιγμιαίο και το αιώνιο γνώριζε
Μια πλημμυρίδα την έβγαλε αίφνης απ' τα αδιέξοδα
Αδόκιμα θα εργάζονταν από εδώ και στο εξής
Η θάλασσα έχει άπειρα σφουγγάρια κι αυτή έχει πολλά ακόμα να σβήσει πονήματα



18. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ

Η Ευτέρπη σηκώθηκε από το κρεβάτι και φόρεσε τις παντόφλες της.
Έριξε την ρόμπα από πάνω της και βγήκε στο μπαλκόνι της.
Την είχε ξυπνήσει όπως κάθε πρωί η καρδερίνα της.
"Καλημέρα Σίσυ μου..τι μου κάνεις σήμερα;"
Ένα όμορφο κελάδημα λες και ήταν η απάντηση στην καλημέρα της.
Έσκυψε και μύρισε τα ζουμπούλια που μοσχοβολούσαν και έριξε μια ματιά απέναντι στο σπίτι της γειτόνισσας της. Είδε τα παντζούρια ανοιχτά.
"Κατίναααα μαρή Κατίναααα!!!
Ελα ετοιμάζω καφέ έχω και νέα."
Δεν περίμενε δεύτερη φορά να της φωνάξει η Ευτέρπη. Έβαλε το φακιόλι της και πήγε απέναντι να πιουν τον  καφέ τους  όπως έκαναν εδώ και χρόνια  σαν γειτόνισσες και φίλες.
Έπρεπε να το παραδεχτεί η Κατίνα πως της Ευτέρπη τον μερακλίδικο καφέ δεν τον έφτιαχνε καμιά στο χωριό.
Η Ευτέρπη ήταν μια γυναίκα που ο Θεός την είχε προικίσει με πλούσιες καμπύλες.
Τον άντρα της που έκανε τον γυρολόγο τον είχε χάσει πριν από χρόνια από μια ανακοπή και ο γιος της είχε φύγει να σπουδάσει στο εξωτερικό.
Έτσι η Ευτέρπη  είχε μείνει μόνη  και αφού δεν είχε τίποτε να κάνει με τον καιρό το έριξε στο κουτσομπολιό.
Ήταν ενήμερη για τα πάντα, με το τι συνέβαινε στο χωριό.
Ποιος έμπαινε που.. ποιος έβγαινε από που.
Το ήξερε αυτό η Κατίνα και κάθε πρωί που έπιναν τον καφέ τους όλο και για κάποιον θα είχε να της πει.
Γι αυτό ανυπομονούσε να τελειώσει η ιεροτελεστία του ψησίματος του καφέ, να μάθει τα νέα που της υποσχέθηκε η γειτόνισσα της.
Αυτό που είχε μάθει από εχθές η Ευτέρπη της γαργάλαγε την γλώσσα.
Και της Κατίνας η περιέργεια όμως είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της.
- Έλα λέγε θα με σκάσεις πια είναι τα νέα που θα μου πεις;
- Μα καλά δεν άκουσες τίποτε αλήθεια για την καινούργια δασκάλα που ήρθε τώρα τελευταία στο χωριό;
- Όχι τι έγινε μ' αυτήν;
- Προχθές που πήγα στον μπακάλη τον κυρ Φώτη να πάρω  αλεύρι για το ψωμί μου είπε ότι είναι χωρισμένη και συζεί με κάποιον. Τι παράδειγμα θα δώσει στα παιδιά που μαθαίνουν γράμματα;
- Τι μου λες Ευτέρπη μου; 
- Ναι έτσι μου είπε, μα δεν είδες και το ντύσιμο της; Κολάζει και πεθαμένο.
- Ο Θεός να μας φυλάει από κάτι τέτοιες Κατίνα μου.
- Και δεν κάνω κουτσομπολιό, να δεις πως το είπανε στην τηλεόραση...κοινωνική χμμμ ενημέρωση  οοοχι.. κάπως αλλιώς, κοινωνική κριτική ναι ναι,  κοινωνική κριτική Κατίνα μου.!!
Ξαφνικά ακούστηκε η φωνή του ταχυδρόμου.
- Κυράααα Ευτέρπη έχεις επιστολή από τον γιο σου καλώς τα δέχτηκες!!!



19. Οι νότες της αγάπης!

Από την πρώτη στιγμή που ήρθε στο χωριό τους
η καινούργια δασκάλα τη λάτρεψε.
Νοίκιασε ένα σπίτι δίπατο γι’ αυτήν και τον πατέρα της, που έλειπε συχνά σαν πλασιέ σε όλη τη χώρα.
Κι έκανε το δίπατο έναν παράδεισο.
Τον γέμισε γλάστρες, που τα αρώματα τους
υπογράμμιζαν την υπέροχη ομορφιά των ματιών της,
των  μαλλιών της, όπως και αν τα έφτιαχνε, και το παράστημα της.....
Αχ!... αυτό το παράστημα της, σε έκανε  ποιητή.
Από τότε άρχισε να γράφει στίχους και να τους κάνει τραγούδι με την συνοδεία της κιθάρας του.
Ήταν λεβεντονιός μα η καρδιά του τώρα χτύπησε.  
Ολόκληρο εμπορικό είχε δικό του στο χωριό. Και είχε και χωράφια βέβαια,  που  τα δούλευαν εργάτες.
Δεν ήξερε αν εκείνη είχε καταλάβει κάτι από τις ματιές που της έριχνε, όταν της πήγαινε πρόθυμα τα ψώνια.
Μα  μια μέρα που τόλμησε να ρωτήσει τον πατέρα της για την υγεία της κόρης του, του είπε απερίφραστα  πως η υγεία της κόρης του είναι καλή,  αλλά να κοιτάζει το μαγαζί του και τα θέματα υγείας να τα αφήσει στους γιατρούς. Αν αυτό δεν ήταν μήνυμα τότε τι ήταν;
Εκείνη την ημέρα σκάρωσε και το παρακάτω τραγούδι.

Θα κάτσω κάτω απ’ το μπαλκόνι
Και το ζουμπούλι θα μυρώνει
τις άριες για τον έρωτα μου
που κρύβω μέσα στη καρδιά μου
Επιστολές θ αφήσω χίλιες
στου παραθύρου της τις γρίλιες
γιατί το ξέρω είναι γραφτό μου
να γίνει ταίρι αυτή δικό μου.
Και ο γονιός της σα δε θέλει
τον γάμο θα δεχθεί εντέλει
Ο Θεός Έρως σα μιλήσει
ο γυρολόγος θα σιωπήσει.

 Και μια μέρα η μοίρα έβαλε την υπογραφή της. Άρχισε να τρέμει η γη, και να κάνει έντονη την παρουσία της. Τα πάντα σείστηκαν. Τίποτα δεν έμεινε όρθιο. Τοίχοι ράισαν, και κάποια κτίσματα έπεσαν. Κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους φοβισμένος και όταν ηρέμησαν τα πράγματα όλοι έτρεξαν να δουν τις ζημιές και τυχόν απώλειες.

Έτρεξε κι εκείνος με αγωνία στο σχολείο να δει αν ήταν όλοι καλά. Η μια πλευρά του παλιού κτίσματος είχε καταρρεύσει. Και κάποια παιδιά είχαν καταπλακωθεί.  Πρώτος και καλύτερος χωρίς να σκεφτεί τίποτα άρχισε να συντονίζει τις κινήσεις και να χώνεται στα χαλάσματα. Με υπεράνθρωπες προσπάθειες έβγαλαν τέσσερα παιδιά ευτυχώς ελαφρά χτυπημένα. Τα μετέφεραν να τους δώσουν τις πρώτες βοήθειες. Κι εκείνος έτρεχε με χαμόγελο και τραγούδι να τα φροντίσει και να τα εμψυχώσει να ξεχάσουν τον τρόμο τους.

Η δασκάλα είχε μια γρατζουνιά στο χέρι. Της την περιποιήθηκε ο ίδιος υπομονετικά. Όταν σήκωσε τα μάτια και την κοίταξε, είδε μια καινούργια λάμψη στα δικά της μάτια. Ένοιωσε την καρδιά του να πεταρίζει. Εκείνη του χαμογέλασε και προσφωνώντας τον με το όνομα του τον ευχαρίστησε. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. Το ένοιωσε! Το όνειρο του γινόταν πραγματικότης.



20. Δύσκολη απόφαση

 Εννέα παιδιά τα σπέρνεις εύκολα μα τα θρέφεις δύσκολα. Αυτό σκεφτόταν ο Φώτης καθισμένος στο πεζούλι του χαμόσπιτου του.  
- Όλα δύσκολα τα κάνεις Θεέ μου!
Και είχε βαρεθεί και τόσες μπουγάδες.
- Ήταν ανάγκη να είμαι τόσο καρπερός; Κι αυτή η κυρά μου με τη μυρωδιά έπιανε. Αμάν!   Πρέπει να βρω έναν τρόπο να λιγοστέψω τα στόματα. Πρέπει  να ξεφορτωθώ τα κορίτσια και τα παιδιά στο κάτω – κάτω μπορούν να βγουν στη δουλειά.

Η μεγάλη είναι δεκαεπτά . Μπορώ να την παντρέψω. Με ποιον; Το χωριό μας είναι μικρό και ο καθένας θα θέλει και το κατιτίς του.   Και τότε του ήρθε στο μυαλό ο Σταμάτης ο γυρολόγος. Καλός ήταν. Τι;  Επειδή την περνούσε κάμποσα χρόνια; Σιγά! Ο άντρας χρειάζεται  μικρή γυναίκα δίπλα του να μπορεί να τον φροντίζει. Και το αποφάσισε.

-Αρετήηηη…. Φώναξε την κόρη του.
-Ορίστε πατέρα,…  ακούστηκε σε λίγο η Αρετή δίπλα του.
-Άκου Αρετή, μεγάλωσες πια. Ήρθε η ώρα να βοηθήσεις την οικογένεια σου.
-Πώς μπορώ πατέρα να βοηθήσω εγώ; Αποφάσισες να με στείλεις να μάθω γράμματα για να γίνω δασκάλα;
-Τι σαχλαμάρες μου τσαμπουνάς; Τα κορίτσια δεν χρειάζονται μόρφωση. Το γυμνάσιο  φτάνει.  Έναν άντρα να τα φροντίζει χρειάζονται.  

Η Αρετή   δεν τόλμησε να κουνήσει από τη θέση της.
Ο πατέρας βιάστηκε να φύγει.  Ήξερε πως σήμερα ήταν η μέρα που θα ερχόταν ο γαμπρός που είχε στο μυαλό του.  
Τον βρήκε στο πλάτωμα που έκανε χρέη πλατείας. Και αμέσως του πρότεινε να πιουν ένα κρασί. Ο Σταμάτης δέχτηκε. Πάνω στο κρασί του απαρίθμησε τα προτερήματα, του να έχει κάποιος νέα   γυναίκα   και τα βρήκανε.

Όταν πήγανε στο σπίτι, ο Σταμάτης αντίκρισε την Αρετή και  της είπε.
-Μπράβο είσαι καλοσχηματισμένη   και έχεις και ωραία ‘’μπαλκόνια’’… και άφησε ένα άξεστο γέλιο.
Η μάνα της συμφώνησε. Άλλωστε σπάνια διαφωνούσε με τον κύρη της. Τώρα που το σκεφτόταν, θα έχανε μια βοήθεια στη λάτρα που είχε από τη μεγάλη αλλά θα ανάσαιναν οι υπόλοιποι.

Ο γάμος αποφασίστηκε να γίνει γρήγορα για να μη χάσει και πολλές μέρες από τη δουλειά του ο Σταμάτης.
-Όταν θα γυρίσω από τη γύρα στα χωριά το λοιπόν θα κάνουμε το γάμο. Και γελώντας πάλι άνοστα έδωσε ένα χτύπημα στα οπίσθια της αρραβωνιάρας του.  Η Αρετή ανατρίχιασε!

Το χάραμα είχε πάρει την απόφαση της. Άνοιξε το κλουβί και ελευθέρωσε το σπουργίτι που είχε πιάσει. Έβαλε σε μια τσάντα τα λιγοστά της ρούχα, πήρε κάτι λίγα χρήματα που μάζευε εδώ και καιρό από τα ψώνια και από τη μάνα της και πήρε μαζί της το γλαστράκι με τα αγαπημένα της ζουμπούλια.

Έκλεισε την πόρτα αθόρυβα. Πάνω στο μαξιλάρι της υπήρχε μια επιστολή σαν στερνό αντίο στους δικούς της.
‘’Φεύγω. Μη με ψάξετε. Εσείς πάντως θα αλαφρώσετε’’.

Εννέα  χρόνια μετά, έπειτα από δουλειά το πρωί και νυχτερινό το βράδυ,  η Αρετή έμπαινε για πρώτη φορά σαν δασκάλα στην τάξη της. Κοιτώντας τα αθώα μάτια των παιδιών ήταν αποφασισμένη να τα μάθει εκτός από γράμματα, να παλεύουν νύχτα μέρα για μια θέση στον ήλιο, που αυτά θα επέλεγαν. Η ζωή ήταν δικαίωμα τους.




21. Ο Καραγκιόζης γυρολόγος!

-Όπα, όπα, όπα! Εδώ ο καλός γυρολόγος
-Ε, Καραγκιόζη; Τι σαματάς είναι αυτός; Γιατί κάνεις τον ντελάλη και τι έχουν μέσα τα καφάσια και τα τσουβάλια σου;
-Τι να κάνω ρε Χατζηαβάτη, Είδα κι απόειδα ο φουκαράς κι είπα να γίνω πραματευτής.
-Και τι πουλάς άνθρωπέ μου; Με τι πούγκα* αγόρασες πραμάτεια;
-Επήρα στα κουτουρού κάτι φουστάνια της Αγλαΐας, κάτι χνουδωτούς*, κάτι τρύπιες κάλτσες, δυο τενεκέδες ξεγάνωτους, κάτι σβούρες του Κοπρίτη, τεφαρίκια* όλα, και τα πουλάω.
-Βρε μπουνταλά, άμα σε πάρει είδηση η γυναίκα σου θα της έρτει νταμπλάς! Θα σε κυνηγάει μετά με τον κόπανο! Και δεν φοράς και παπούτσιαγια να τρέξεις! Και με το σέρτικο* χέρι που'χει, σακάτη θα σ' αφήκει δόλιο μου.
-Άμ δεν θα προλάβει. Έχουν γνώση οι φύλακες: Θα της τον αρπάξω και θα τον πουλήσω κι αυτόν!
-Εσύ δεν έχεις ιερό, ούτε όσιο! Και ποιος αγοράζει τις μπακατέλες σου;
-Α, ως τώρα; Κανείς! Να όμως, στο σαράι τώρα δα θα χτυπήσω και θα ξεπουλήσω. Έλα ρε Βεληγκέκα, άνοιξε ...ο πραματευτής είναι εδώ! 
-Ποιος πραματευτής; Εσύ είσαι ο Καραγκιόζος! Και τι πραμάτεια είναι αυτή; Σαν μαραμένα ζουμπούλια είναι! Ρε όξω από δω! Μη σε πάρει πρέφα ο Βεζίρης και τσαντιστεί! Να πας στον Χαχαμίκο να πουλήσεις τα σκουπίδια σου! 
-Μπα. Φτούνος ο Εβραίος είναι τσιγκούνης! Δεν φωνάζεις τη Βεζυροπούλα να βγει στο μπαλκόνι να με δει; Έστω στο περβάζι.  Όλο και κανένα χνουδωτό θα θέλει για τον οντά της!
-Ξουτ, ωρέ πεζεβέγκη*, μη σε σκοτώσω! Η Βεζυροπούλα  μας δεν έχει ανάγκη τα δικά σου τα τσόλια, ρε μπελαλή! Για νομίζεις ότι δεν ξέρω τον σεβντά* σου για τη θυγατέρα του Πασά μας! 
-Βρε ποιον είπες τσόλι; Εγώ είμαι ο Καραγκιόζης με το όνομα. Έχω γίνει αστροναύτης, φούρναρης, ψαράς, ζητιάνος, τσοπάνης, μάγειρας, χασάπης, ανθοπώλης, δάσκαλος, βαρκάρης, μπακάλης, γιατρός, καφετζήςγιαουρτάς, γραμματικός, τραγουδιστής, μανάβης, δασοφύλακας, αρματολός, αόρατος καπετάνιος, χαμάλης, φάντασμα του σεραγιού κι όπως το πας θα γίνω και το φάντασμα που κυνηγάει Βεληγκέκες σαν και σένα τρομάρα σου! Τώρα και γυρολόγος παρακαλώ!
-Ωχού, γινάτι που'χεις! Άμα δεν φύγεις θα τις αρπάξεις τις καρπαζιές σου! Θα σε πάρω με το κουμπούρι! Δεν σε ξέρω εγώ; Όλο μπελάδες και νταβαντούρια είσαι!
-Άμα με καρπαζώσεις θα στείλω επιστολή διαμαρτυρίας! Θα προσφύγω μέχρι τας Βρυξέλλας! 
-Μπα και τι θα γράφεις; 
-Ότι ο άχρηστος ο Βεληγκέκας δεν με αφήνει να βγάλω τίμια το ψωμί μου. Πώς θα ζήσουν τα κολλητήρια μου,ε; Δεν έχω να τους δώσω ούτε μιαφραντζόλα μπαγιάτικη. Μας τα παίρνει όλα ο Αγάς, ο πολυχρονεμένος μας (σιωπηρά: που να μην σώσει!) βλέπεις! Ταπί είμαι! 
-Τεμπέλης είσαι! Ρε κοίτα κέφια που'χει για καβγά!  Δεν έρχεσαι να βοηθήσεις να καθαρίσει ο μάγειρας κάτι έντερα από τα κατσίκια που σφάξαμε για το γλέντι;  Θα σου δώκω και μπαξίσι*!
-Βρε δε σφάξανε! Δεν έρχομαι μέσα. Εσύ θα με κλείσεις με το ζόρι στο μπουντρούμι, άμα 'ρτω εκεί! Την κοπανάω πριν δει τα χαΐρια μου η Αγλαΐτσα μου! Καλύτερα νηστικός, παρά μπαγλαρωμένος ή κοπανημένος! 
Κι επειδή είμαι και κουβαρντάς, να, πάρ'τα όλα. Τζάμπα!
Μπατίρης ήμουν! Τι είχαμε, τι χάσαμε! Όπα, όπα, όπα!

----------------------------------------------------------------
Σημ: Όλες οι τονισμένες λέξεις είναι τουρκικής προέλευσης! Ακόμα και το ζουμπούλι, μία εκ των 5 υποχρεωτικών λέξεων.

πούγκα: το κομπόδεμα
χνουδωτοί: οθωμανικοί τάπητες που έφεραν όρθιο στιμόνι
τεφαρίκι: το εκλεκτό πράγμα (χρησιμοποιείται και ειρωνικά)
σέρτικο: βαρύ
πεζεβέγκης: απατεώνας, κατεργάρης
σεβντάς: ερωτικός καημός
μπαξίσι: χρηματικό ποσό που δίνεται σε κάποιον για να κάνει μια εξυπηρέτηση




Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 6-13 πατήστε εδώ!
Για τις συμμετοχές 1-5 και για να βαθμολογήσετε πατήστε εδώ!