Σελίδες

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Παίζοντας με τις λέξεις #6 (Συμμετοχές 14 - 21)



14. Ζωή παράλληλη…

Τόσα χρόνια χωριστά, είχε συνηθίσει την απουσία του. Μπορεί η απόσταση που μπήκε ανάμεσά τους να μην κατάφερε να εξαφανίσει την αγάπη τους, όμως η ζωή της δεν ήταν αυτή που ονειρεύτηκε.
Ένα σπιτικό ζητούσε, ένα σύντροφο, δυο κουτσούβελα να τρέχουν και να τιτιβίζουν ανάμεσά τους και ένα γεράνι στη γλάστρα να το ποτίζει κάθε πρωί. Όμως τα πράγματα δεν ήρθαν έτσι…
Δεν φανταζόταν όταν τον γνώρισε ψηλό, ηλιοκαμένο, μ’ ένα χαμόγελο που φώτιζε τα πράσινα μάτια του, ότι σ’ αυτό τον έρωτα, που γεννιόταν με το πρώτο βλέμμα, δεν θα ήταν δύο, αλλά τρεις! Δεν φανταζόταν πως θα τον μοιραζόταν με μια άλλη μεγάλη αγάπη, τη θάλασσα…
Όταν το συνειδητοποίησε ήταν πια αργά για κείνη! Η καρδιά είχε πάρει τις αποφάσεις και προτιμούσε το λίγο, απ’ το καθόλου!
Πολλές φορές καθισμένη στην αγαπημένη του πολυθρόνα, μετρούσε το χρόνο, που ήταν μαζί του, να δει αν ήταν περισσότερος από το χρόνο, που ήταν χώρια του. Ένιωθε τόσο όμορφα εκεί… σαν αγκαλιά της φαινόταν, που κουβαλά το άρωμά του, ατόφιο, ανεξίτηλο, έφτιαχνε εικόνες, έφερνε αναμνήσεις τρυφερών ιδιαίτερων στιγμών. Δικών τους στιγμών…
Άλλες φορές, μιλούσε στη φωτογραφία του. Της έλεγε αυτά που έκρυβε στην ψυχή της και δεν ήθελε να πει σε εκείνον. Τον μάλωνε, τον αποζητούσε, του κάκιωνε…
Ήταν σα να ζούσε δυο ζωές παράλληλα. Αυτή που ήταν μόνη της κι αυτή που ήταν μαζί του. Γινόταν δυο άνθρωποι, που πάλευαν ο ένας απέναντι στον άλλο. Η λογική με το συναίσθημα σε ένα αέναο πόλεμο, κέρδιζαν κάθε τόσο και μια μικρή μάχη, πότε ο ένας και πότε ο άλλος.
Ώσπου, ερχόταν η ώρα ο καπετάνιος της να γυρίσει. Τότε η χαρά της δεν χωρούσε πουθενά! Όλα της φαίνονταν όμορφα. Ακόμα και το παραπονιάρικο τραγούδι που αγαπούσε και κάθε φορά έκλαιγε ακούγοντάς το, τότε γινόταν ύμνος χαρούμενος!
Τον περίμενε πάντα στο σπίτι, στην πολυθρόνα του, εκεί όπου την άφηνε να προσπαθεί, με περίσσια γενναιότητα, να πνίξει τα αναφιλητά της, κάθε φορά που έφευγε…
Λίγο πριν περάσει το κατώφλι, ένιωθε την αύρα του και την καρδιά της να φτερουγίζει. Έπεφτε στην αγκαλιά του με λαχτάρα, αφήνοντας όλα τα δάκρυα της μοναξιάς να ξεχυθούν ελεύθερα, δίχως κόπο, δίχως συστολή.
Έσμιγαν ξανά και ξανά, σα να ζητούσαν να καλύψουν το χαμένο χρόνο. Το ξημέρωμα τους έβρισκε πάντα αγκαλιά, να μοιράζονται τα κομμάτια της ζωής τους τα χωριστά, να ενώνουν απ’ την αρχή τα νήματα στη σχεδία του σήμερα, που θα τους ταξίδευε, για όσο θα έμεναν μαζί, στον ωκεανό της καθημερινής συμβίωσης…




15. Άλογο


Από πότε την έχεις αυτή την κάμερα;;;
Μην με τραβάς άλλες φωτογραφίες θα με κάνεις να εξαφανιστώ από προσώπου γης .
Και τότε , εσύ, την ώρα της απουσίας μου, ως τελετάρχης, θα επιδοθείς να βρεις την αντικαταστάτρια μου, κάποια κοπέλα με χαρακτηριστικά ντόπιας ομορφιάς που η συστολή της και η αδεξιοσύνη της θα σε τρομάζει .
«Το πρωτόκολλο απαιτεί συγκεκριμένες κινήσεις, με προσέχετε δεσποινίς, θα πρέπει να αποστηθίσετε   όλους τους στίχους τουτραγουδιού, τι θα πει έχει στριφνές λέξεις και το άρωμα σας, το άρωμα σας θα πρέπει να είναι το πλέον διακριτικό.»
« Το κάνετε εσκεμμένα  κύριε για να γίνω ρεζίλι κι εσείς να καγχάζετε ……….. »
Έφυγα !!!!
Θα περάσω απέναντι με μια σχεδία, που στα ξύλα της η υγρασία θα στιλπνώνει τις γλιστερές σκλήθρες και η κρυάδα του κυμάτου θα ανεβαίνει από τα ακροδάχτυλα ίσαμε την ραχοκοκαλιά .
Εκεί, απέναντι θα αγοράσω ένα άσπρο αλογάκι, θα κάνω τρία παιδιά, θα έχω κήπο και για συντροφιά ένα τυφλό σκύλο .
Πλησίασε, θέλω κάτι να σου δείξω .
Καλλίτερα θα αγοράσω αυτό το αλογάκι με την μαύρη ουρά. 





16.   Τα Αναφιώτικα.

Η Χριστίνα άκουσε με ανακούφιση τις ρόδες του αεροπλάνου να τροχιοδρομούν στον αεροδιάδρομο.
Ένιωσε ανακούφιση που σε λίγα  λεπτά θα πατούσε γη.
Πάντα φοβόταν τα αεροπορικά ταξίδια.
Ήταν η δεύτερη φορά  που έμπαινε σε αεροπλάνο. Αν μπορούσε να το αποφύγει θα το έκανε με χαρά.
Η πρώτη φορά της  ήταν πριν 15 χρόνια όταν ο πατέρας της γιατρός στο επάγγελμα, είχε δεχτεί μια πολύ σημαντική θέση σε νοσοκομείο της Μασαχουσέτης.
Εκείνη ήταν 15 χρονών και με βαριά καρδιά άκουσε το νέο.
Δεν ήθελε να φύγει από την γειτονιά της, δεν ήθελε να αφήσει την παρέα της, δεν ήθελε να αφήσει  τον Δημήτρη της.!
Είχε φύγει μικρή δεσποινίδα και τώρα γύριζε μια κομψή γυναίκα στα τριάντα της, που έκανε τους άντρες να γυρίζουν το κεφάλι τους με θαυμασμό στο πέρασμα της.
Στέλεχος μιας μεγάλης εταιρίας ήταν η μόνη Ελληνίδα και ήταν εκείνη που θα μπορούσε να συνεννοηθεί καλύτερα με τα στελέχη της καινούργιας θυγατρικής στην Ελλάδα, σύμφωνα με την γνώμη των αφεντικών της.
Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια απουσίας και είχαν αλλάξει πολλά πράγματα στην πατρίδα.
Η κρίση είχε κάνει τα πρόσωπα σκυθρωπά  χωρίς χαμόγελα θαρρείς και είχε χαθεί η αισιοδοξία από την ζωή τους.!
Έφτασε στο ξενοδοχείο της,κουρασμένη από το μακρινό ταξίδι.. έκανε ένα ζεστό μπάνιο  έβαλε ένα  τζιν με  φούτερ πήρε το μπουφάν  της και έριξε μια ματιά στον καθρέφτη.
Το αποτέλεσμα την ικανοποίησε. 
Η γυναίκα που έβλεπε δεν είχε καμιά σχέση με την κομψή κυρία που ήταν πριν λίγο.
Ήδη το μυαλό της έτρεχε.... έτρεχε εκεί  στα Αναφιώτικα.
Τα βήματα της την οδήγησαν γρήγορα εκεί στα στενά σοκάκια τους μυρίζοντας το άρωμα από τα ανθισμένα γιασεμιά.
Η καρδιά της γέμισε με αναμνήσεις και ο χρόνος θαρρείς πως είχε σταματήσει στο δρομάκι που είχαν το πρώτο τους ραντεβού με τον Δημήτρη, (το ωραιότερο αγόρι της τάξης της) να προσπαθεί να της δώσει το πρώτο της φιλί και εκείνη,με συστολή να σκύβει το κεφάλι. Γέλασε στην σκέψη πόσο αδέξια σήκωσε το κεφάλι της και τον κουτούλησε στην μύτη. Τα αβίαστα γέλια τους την έβγαλαν από την δύσκολη στιγμή.
Περπατώντας  στα στενά λιθόστρωτα  σοκάκια, οι αναμνήσεις της ξαναγύρισαν ακούγοντας ένα τραγούδι που της θύμισε πόσο το αγαπούσαν και οι δυο.
Πόσα χρόνια είχε να το ακούσει!!
Ήταν  οι μικρές περιπλανήσεις, ένα τραγούδι που το άκουγαν πιασμένοι χέρι χέρι.. σιγοψιθύρισε το ρεφρέν.

"Παρμένες παραστάσεις
ένας αγέρας κλαίει
σχεδία  η ζωή δεν θα προφτάσεις
αλλού να πας.
Στο κρύο άδειοι δρόμοι
η πόλη κρυφά γελάει 
να μ αγαπάάάς."

Είχε αρχίζει να σκοτεινιάζει και έκανε ψύχρα.
Τυλίχτηκε στο μπουφάν της και πήρε τον δρόμο για το ξενοδοχείο.
Αύριο την περίμενε μια πολύ δύσκολη μέρα στην δουλειά.
Ο Δημήτρης τι να έγινε;
Ήταν η τελευταία σκέψη της πριν την πάρει ο ύπνος.
Τι θα έκανε; θα προσπαθούσε να τον βρει ή θα έφευγε χωρίς να το κάνει;



17. Αναπόληση….

Πόσες φορές δεν φέρνω στο μυαλό μου, τα παιδικά μου χρόνια στις γειτονιές του Πειραιά.

Τότε που το να κλωτσάμε ένα άδειο κονσερβοκούτι ή να τσαλαβουτάμε στα λασπόνερα το θεωρούσαμε διασκεδαστικό παιχνίδι. 
Κατεβαίναμε στη Φρεατίδα, παιδιά ακόμα για να ρίξουμε στο νερό τη μικρή μας σχεδία φτιαγμένη από φελλούς  με ένα χαρτί περασμένο στις άκρες ενός ξύλου για πανί. Και την απιθώναμε στο κύμα   να την πάει όπου εκείνο ήθελε. 

Άλλες φορές πάλι, που ξεγελούσαμε την πείνα μας με φέτες ψωμί αλειμμένες με πελτέ παραβλέποντας με άνεση,  μέσα στην παιδική μας αφέλεια την απουσία της μαρμελάδας και του βουτύρου.

Και έπειτα από λίγα χρόνια, κάναμε τραγούδι μας τον ύμνο της ομάδας μας ξεκλέβοντας στιγμιότυπα του αγώνα τις πιο πολλές φορές απέξω από το γήπεδο.

Και μεγαλώσαμε, και σπουδάσαμε, και γινήκαμε κάποιοι. Και φύγαμε από τις φτωχογειτονιές με τις αυλές και τα γεράνια στους τενεκέδες. Και πήγαμε στα ψηλά κτίρια με τα πολλά κουτιά που λέγονται σπίτια. Και μείναμε με άλλους ανθρώπους, και γίναμε ξένοι μεταξύ ξένων. Διπλοκλειδώσαμε τις πόρτες μας γιατί οι καιροί άλλαξαν. Και οι αλάνες χάθηκαν και γέμισαν κτίρια. Και το χορτάρι θάφτηκε κάτω από το τσιμέντο.
 Γίναμε πιο κύριοι, επαγγελματίες καριέρας, συζητώντας και κλείνοντας δουλειές, πάνω από πιάτα με εκλεκτό μενού. Ακούμε και βλέπουμε ό,τι επιβάλλεται από την εποχή μας και από τον τρόπο ζωής που ταιριάζει στη τάξη μας. Και κάναμε οικογένειες που βλέπουμε ελάχιστα, στο κενό που μας αφήνει ο αγώνας της βιοπάλης.   Έχουμε αγωνία για τα αγαθά που θα αποκτήσουμε, ενόσω θέλουμε όλο και περισσότερα.
Και ξεχάσαμε  το άρωμα του  βρεγμένου χώματος, και το χορτάρι που χάιδευε τα πόδια μας.
Ξεχάσαμε  την ξεγνοιασιά και την ελευθερία. Την οικειότητα και το μεγαλείο της απλότητας.
Τώρα χορτασμένος πια, και κορεσμένος, με θολή εικόνα του σκοπού της ζωής μου, έχω φτάσει σε μια ηλικία που συχνά γυρίζω και ρίχνω τη ματιά μου προς τα πίσω.
Και αναπολώ τις στιγμές εκείνες, τις αυλές, τα ξυπόλητα πόδια που χάιδευε θαρρετά το κύμα, που δεν ήμουν πνιγμένος από τα κτίρια, και το τσιμέντο.
 Που δεν αντίκριζα μόνο γκρίζο ουρανό, αλλά ξαπλωμένος στο χορτάρι έβλεπα το καθαρό γαλάζιο περιτριγυρισμένος από κίτρινες και άσπρες μαργαρίτες.
Τότε,.. που με συστολή πλησίαζα τα κορίτσια και προσπαθούσα να κάνω τον άντρα, και να τους ξεκλέψω το πρώτο μου φιλί.

Νοιώθω ότι πίσω μου κοιτώντας δεν βλέπω μόνο ένα παιδί που τρέχει στις αλάνες τις γειτονιάς παίζοντας με τις πέτρες. Βλέπω και τον εαυτό μου.. που χάθηκε, σε μια εποχή... που θα ήθελα με όλη μου τη καρδιά να ξαναζούσα!





18. Παράσταση ζωής

Παίζουμε μια κακόγουστη παράσταση καθημερινώς και αμετακλήτως.
Η ζωή μας αντιγράφει την σάτιρα με μεγάλη επιτυχία.
Φοράμε άρωμα βαρύ και δυσκολοχώνευτο.
Ιδρώνει το δέρμα μας σε κάθε άγγιγμα,
σε κάθε προσπάθεια εγκατάστασης.
Δεν δεχόμαστε ούτε μια σχεδία σωτηρίας.
Αποδεχόμαστε κάθε είδος απουσίας.
Και το τραγούδι ακόμα δεν εξιστορεί καμιά ιστορία εξιλέωσης.
Χωρίς συστολή, χωρίς καμιά αναβολή,
με μάτια ορθάνοιχτα, αφηρημένα και κόκκινα,
με συνοπτικές διαδικασίες,
οδεύουμε ίσια στο πουθενά.



19. Πίσω από τις λέξεις...

Κρύβει η απουσία άρωμα
η συστολή σπάνιο λουλούδι
η φυγή αίσθημα
και ο πόνος τραγούδι

Φανερώνει η απουσία έλλειψη
η συστολή αγνότητα
η φυγή θλίψη
και ο πόνος τρωτότητα

Δική σου η επιλογή 
η αναμόχλευση των νοημάτων υπό την επιφάνεια
η ερμηνεία που υποβόσκει
και μένει ανείπωτη στην σκιά της αφάνειας

Ακόμα θα ανακαλύπταμε την Αμερική,
την σχεδία στα βράχια θα ρίχναμε καρφωτή, 
αν δεν υπερνικούσε η μαγεία της αναζήτησης και η επιμονή

Θα 'θελα να με ανακαλύψουν 
το κρυμμένο, πίσω από τα μάτια, νόημα ν'αναζητήσουν
άγονη γη, η μοναξιά, το κορμί μετατρέπει
και τις εύθραυστες ισορροπίες ανατρέπει

Έμμεσος στόχος αυτό το κάλεσμα
δίνοντας το έναυσμα,
αποζητάς της ψυχής το άγγιγμα
τα κρυφά και φανερά νοήματα για του νου το γιάτρεμα 




20. Απόφαση

Μια γυναίκα κι ένας άντρας κάθονταν στις όρθιες βαλίτσες τους μπροστά από την ανοιχτή μπούκα πόρτα του καραβιού, σα ζητιάνοι. Οι καπνοί από τα τσιγάρα τους ανέβαιναν ψηλά σε παχιά λευκά σύννεφα.
Είχαν συναντηθεί έξω από το καράβι πριν από μισή ώρα. Η Μυρτώ του ‘χε πετάξει τη πρόκληση το προηγούμενο βράδυ. Να φύγουν, να πάνε αλλού, να δοκιμάσουν καινούρια ζωή, να συνεχίσουν τα δέκα χρόνια που είχαν ζήσει μαζί, να… να… να! 
 Του χε πει πως μέχρι να έλυνε το καράβι εκείνη θα ήταν εκεί και θα περίμενε.

 «Οδυσσέα θα μπεις; Το καράβι σε πέντε φεύγει» τον είχε ρωτήσει αν και δε χρειαζόταν λόγια. Η συστολή του Οδυσσέα φώναζε τα λόγια που δεν είχαν ακόμη ειπωθεί.
«Σε τι πέντε;» τη πείραξε εκείνος.
«Σε πέντε χρόνια! Λέγε».
«Δε ξέρω ρε Μυρτώ».
«Ξέρεις… αλλά δε θες να μου το πεις».
«Σαν πειρατικό είναι τούτο το καράβι» την απέφυγε.
«Καλύτερα! Να μη πλήττουμε κιόλας!»
«Τα πειρατικά έχουν και κακούς μέσα».
«Σαν βγούμε στο πηγαιμό για την Ιθάκη από όλα θα βρούμε. Έτσι δεν έλεγε εκείνος ο αρχαίος ο Οδυσσέας;»
«Σαν βγεις στο πηγαιμό για την Ιθάκη να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος… Καβάφης Μυρτώ».
«Αρχαίος δεν είναι κι αυτός;»
«Όχι και τόσο».
«Δε τους ξέρω μωρέ εγώ αυτούς τους πνευματικούς. Εγώ ξέρω πως διψάω να ζήσω. Γι αυτό και φεύγω! Θα ‘ρθεις;»
«Όχι».
«Το πες».
Το παράπονο κόμπιασε στο λαιμό της. «Γιατί ρε Οδυσσέα;»
«Δεν αντέχω Μυρτώ μου να αλλάξω πάλι ζωή… Τώρα που τα βαλα όλα σε μια σειρά…»
Ο ναυτεργάτης φώναξε να λύσουν τους κάβους. Η Μυρτώ ήξερε πια και με τη βούλα, πως στη καινούρια σειρά του Οδυσσέα δε συμπεριλαμβανόταν κι η ίδια. Σηκώθηκε, πήρε τη βαλίτσα της και μπήκε στο καράβι.
Ο Οδυσσέας άρπαξε τη δική του κι έκανε μεταβολή.

Η Μυρτώ έτρεξε στη πρύμνη. Παραμέρισε τους άλλους επιβάτες με τους αγκώνες της. Κρεμάστηκε στη κουπαστή κι έψαξε να βρει τον Οδυσσέα στο λιμάνι. Το ήξερε πως εκείνος δε θα έμενε μέχρι να λύσει το καράβι και να ξεκινήσει. Ούτε θα της κούναγε κανένα μαντίλι. Δε τους ήθελε τους αποχαιρετισμούς ο Οδυσσέας.
Τον είδε να απομακρύνεται προς την έξοδο του λιμανιού με τη βαλίτσα του στο χέρι.

Οι μηχανές μούγκρισαν, το νερό της θάλασσας αναταράχθηκε, ένα άρωμα θαλασσινό όρμησε στα ρουθούνια της.
Ένας τύπος αλλόκοτος με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου στα ρούχα του, είχε πιάσει το τραγούδι «μα από όλα περισσότερο, αυτό που με πειράζει, είναι την απουσία σου πως πάω να συνηθίσω…. πως πάω να συνηθίσω…».
«Όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος σκέφτηκε» η Μυρτώ.

Είδε τη φιγούρα του Οδυσσέα να θολώνει, μέχρι που αφομοιώθηκε στην αντάρα του λιμανιού.
«Ο Οδυσσέας ο αρχαίος θα έφτανε στην Ιθάκη του ακόμα και πάνω σε σχεδία κι ας ταξίδευε για δέκα χρόνια. Κι εσύ Οδυσσέα μου σύγχρονε, ούτε μέχρι το Αιγαίο δε με ακολούθησες…»   
Έλυσε τα μαλλιά της. Ο αέρας γέμισε μπούκλες.



21. Έρωτας και αγάπη

Τι είναι ο έρωτας και τι είναι η αγάπη ρώτησε η κόρη
όλο συστολή μια νύχτα το φεγγάρι
και εκείνο της απάντησε
Έρωτας είναι βροχή από διάττοντες αστέρες
 που η δίνη τους  σε στροβιλίζει,  σε πάει στους αιθέρες,
μα δεν διαρκεί πολύ,  διαρκεί όσο να κάνεις μια ευχή.
Η αγάπη  είναι σαν μια ήρεμη έναστρη βραδιά,
που αγναντεύεις το άπειρο και πλάθεις όνειρα γλυκά,
για κείνο το «για πάντα μαζί» που χαράζεις  πάνω στην καρδιά.

Τι είναι ο έρωτας και τι είναι η αγάπη ρώτησε η κόρη
όλο συστολή την θάλασσα μια μέρα
Και εκείνη της απάντησε
Έρωτας είναι θαλασσοταραχή γύρω από  συμπληγάδες πέτρες,
είναι το αφρισμένο κύμα μου, αλμύρα και αντάρα
και η αγάπη  είναι σαν μια σχεδία μοναχή
στην ήρεμη αγκαλιά μου αφημένη,
που την χαϊδολογάει  το κύμα μου
και κείνη λικνίζεται ευτυχισμένη.

Τι είναι ο έρωτας και τι είναι η αγάπη ρώτησε η κόρη
όλο συστολή ένα απομεσήμερο το αγέρι
Και κείνο της απάντησε
Ο έρωτας είναι ένα αισθησιακό ταγκό
πάνω σε κόκκινα σατέν σεντόνια,
είναι το πάλεμα στα μαρμαρένια αλώνια.
Και η αγάπη είναι το άρωμα της λεμονιάς
που σου φέρνω εδώ σιμά στο παραθύρι ,
είναι ένα τραγούδι απαλό που τραγουδούν τα χείλη.

Τι είναι ο έρωτας και τι είναι η αγάπη ρώτησε η κόρη
όλο συστολή ένα δειλινό τον ήλιο
Μην ψάχνεις άλλο κόρη μου όμορφα είναι και τα δυο.
Ρούφηξε τον έρωτα  όπως η μέλισσα τη γύρη
και κράτα την αγάπη σαν να είναι πανηγύρι,
γιατί η απουσία τους μπορεί να σε τρελάνει
και να σε οδηγήσει σε μονοπάτια που ο νους σου δεν τα βάνει…




Εδώ ολοκληρώθηκαν οι συμμετοχές.
Για τις συμμετοχές 1 - 6 και για να βαθμολογήσετε πατήστε εδώ!
Για τις συμμετοχές 7 - 13 πατήστε εδώ!