Πέρασαν κιόλας δυο χρόνια από τότε που με μεγάλη χαρά, αλλά και άλλο τόσο άγχος είχα αναλάβει να φιλοξενήσω ένα από τα παιχνίδια του "Παίζοντας με τις λέξεις" που διοργάνωνε η Φλώρα στο TEXNIS STORIES.
Είχα κάνει λάθη εκείνη τη φορά. Άλλα μικρότερα, άλλα μεγαλύτερα κι ένα πολύ μεγάλο!
Δεν υπόσχομαι πως δε θα υπάρξουν και τώρα λάθη, παρόλο που πολύ θα το ήθελα.
Αν λοιπόν εντοπίσετε κάτι που έκανα στραβά, μπορείτε να μου τραβήξετε το αυτί στο mail almikr@gmail.com αν αφορά συμμετοχή, ή εδώ αν αφορά οτιδήποτε άλλο.
Πολύ φοβάμαι δε, πως δεν κατάφερα ακόμα να νικήσω το τέρας που κάνει τη μεταφορά των κειμένων να χάνει τα αβγά και τα πασχάλια.
Ελπίζω να κατάφερα να το κοιμίσω για λίγο, αλλά αν ξυπνήσει απότομα και τα κάνει άνω κάτω, θα παλέψω πάλι μαζί του σκληρά.
Αυτή τη φορά και παρόλο που οι όροι του παιχνιδιού λένε να μη γίνονται δεκτά κείμενα με πάνω από 500 λέξεις, υπήρξαν ιστορίες που τις ξεπέρασαν για λίγες λέξεις.
Επειδή είναι το πρώτο παιχνίδι, αλλά κι επειδή από δικό μου λάθος δεν μετρήθηκαν όταν έπρεπε (για καθαρά τεχνικούς λόγους), για να διορθωθούν, σκέφτηκα πως θα ήταν κρίμα να μην μπουν.
Ελπίζω να με συγχωρέσετε οι υπόλοιποι, γιατί ξέρω πόσο δύσκολο είναι να προσπαθείς να περιορίσεις μια ιστορία, όταν ειδικά έχεις να πεις κι άλλα!
Πολλά είπα κι εγώ όμως, γι΄αυτό προχωράω στη διαδικασία του παιχνιδιού μας!
Η ώρα της βαθμολογίας λοιπόν, έφτασε!
Οι βαθμοί που πρέπει να βάλετε είναι 3,2,1 ξεκινώντας από το 3 για την καλύτερη κατά τη γνώμη σας συμμετοχή και φτάνοντας στο 1 για την τρίτη κατά σειρά.
Για την αποφυγή αδικιών είναι υποχρεωτικό να βαθμολογηθούν 3 συμμετοχές.
Δεν μπορείτε να βαθμολογήσετε δυο συμμετοχές με τον ίδιο βαθμό και δεν μπορείτε να βαθμολογήσετε τη δική σας συμμετοχή.
Τις βαθμολογίες θα τις γράψετε στα σχόλια, κάτω από αυτή την ανάρτηση μέχρι και την Παρασκευή 27/3.
Το Σάββατο 28/3 θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα.
Ο νικητής, ή η νικήτρια, καθώς κι ένας (που θα βγει με κλήρωση) από όσους βαθμολογήσουν, θα πάρουν συμβολικά δώρα.
Με τις λέξεις που δόθηκαν, (βιολέτα, όνειρο, χρώμα, λαχτάρα, αγάπη) είχαμε 16 υπέροχες συμμετοχές που μοιράστηκαν σε δύο αναρτήσεις.
Σας αφήνω να τις απολαύσετε!
Συμμετοχές 1 έως 6
1. Αλλαγή διαδρομής
Κάθε μέρα η ίδια διαδρομή. Σπίτι-δουλειά-μαγαζιά-σπίτι.
Λίγο πριν πάρει την σύνταξή του, έχασε την γυναίκα του.
Κι όλα έμοιαζαν άδεια, ανούσια.
'Ηταν Νοέμβρης εκείνο το μεσημέρι και στην θέα της βιολέτας στο ανθοπωλείο κοντοστάθηκε. Το αγαπημένο της λουλούδι, το είχε διαλέξει ακόμα και στον γάμο τους.
Όσο κι αν είχε προετοιμαστεί για τον χαμό της, δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει. Μια ζωή αχώριστοι και τώρα απόμεινε μόνος.
Ο γιος του σε άλλη πόλη, σε άλλο κόσμο.. Του τηλεφωνούσε σπάνια. Κι όταν μιλούσαν, σάμπως καταλαβαινόντουσαν;
Οι φίλοι; Εκείνοι σκόρπισαν όταν η Ανθή έπαθε αλτσχάιμερ. Δεν φάνηκαν αντάξιοι των συνθηκών. Άραγε αν το αλτσχάιμερ χτυπούσε τη δική τους πόρτα;
Στ' όνειρό του την έβλεπε κάθε βράδυ χαμογελαστή, ντυμένη με φωτεινά χρώματα, να τον παροτρύνει για διάφορα πράγματα. Ποτέ του δεν μπήκε στην διαδικασία να τα ερμηνεύσει. Μάταιος κόπος. Θα άλλαζε κάτι;
Εκεί έξω από το ανθοπωλείο την έφερε πάλι στο μυαλό του. Οι τελευταίες εβδομάδες ήταν ανυπόφορα αβάστακτες. Μια μέρα την είχε αφήσει στο σπίτι για λίγο μόνη της κι όταν επέστρεψε ήταν εξαφανισμένη. Η λαχτάρα που πήρε δεν περιγράφεται. Τελικά βρέθηκε δύο ώρες αργότερα να περιπλανιέται στο πάρκο της γειτονιάς. Κάθε βράδυ την φρόντιζε σχεδόν ευλαβικά, την έπλενε, την χτένιζε και της έλεγε ιστορίες από τα παλιά. Εκείνες οι στιγμές θα μείνουν χαραγμένες για πάντα στη μνήμη του. " Η καλύτερη θεραπεία για το αλτσχάιμερ είναι η αγάπη" είχε πει στον γιο του, που μη μπορώντας να αποδεκτεί ότι η ασθένεια βρήκε τόσο νέα την μάνα του, του αράδιαζε ένα σωρό θεραπείες.
Όπως έκανε να φύγει το μάτι του έπεσε σε μια τοιχοκολλημένη αφίσα.
Ένα σεμινάριο για το αλτσχάιμερ σήμερα στον δήμο τους. Χαμογέλασε μετά από καιρό και πήρε το δρόμο για το δημαρχείο. Δεν έχει σημασία που τώρα πια είναι χήρος. Οι εμπειρίες του μπορεί να βοηθήσουν άλλους ανθρώπους.
Εκείνη την ημέρα του Νοέμβρη, άλλαξε διαδρομή.
2.Οι ειδοί του Μαρτίου
44 πΧ
Είχε ξημερώσει η 15η του Μάρτη.
Δεν θα άκουγε τον μάντη του.
Ούτε τις παρακλήσεις της Καλπουρνίας.
"Όνειρα και οιωνοί! Αυτά είναι για όσους τα πιστεύουν!"
Θα πήγαινε λοιπόν!
Φόρεσε την τήβεννο, στερέωσε την χρυσαφένια πόρπη, έβαλε τα σανδάλια του και κάλεσε τον σκλάβο του να κρατήσει τους πάπυρους.
"Πήγαινε μπροστά. Θα ακολουθήσω.
Μην ανησυχείς για μένα..."
Ήθελε να πάει αργά, να απολαύσει τη μέρα. Ο ολόχρυσος ήλιος, το κελάηδισμα των πουλιών, τα χρώματα που στόλιζαν τη γη, όλα ήταν καλά σημάδια! Δεν είχε τίποτα να φοβηθεί.
Τον κατηγορούσαν καιρό ότι αποφάσιζε μόνος του. Ότι τους αγνοούσε. Φωνές ξεπηδούσαν όλο και συχνότερα ότι χανόταν η δημοκρατία.
"Μα δεν καταλαβαίνουν ότι έχω ένα όραμα; Οι τύχες της αυτοκρατορίας είναι στα χέρια μου. Προσάρτησα Ιβηρία, αναχαιτίσαμε τόσους εχθρούς στον βορρά, κατακτήσαμε τη Γαλατία...
Υποσχέθηκα να φτιάξω μια αυτοκρατορία και αυτό κάνω"!
Ήταν τόσο σίγουρος για τον εαυτό του!
Ναι, είχε θριαμβεύσει σε όλα τα μέτωπα. Είχε φερθεί στους περισσότερους εχθρούς του με γενναιότητα, όπως κανένας άλλος. Τον ανακήρυξαν δικτάτορα. Του φόρεσαν στεφάνι. Μα αυτός δεν έβλεπε την ώρα να το αποτινάξει από το κεφάλι του! Δεν ήθελε την εξουσία.
Δεν ήξεραν τίποτα!
Ποιος δεν θα προτιμούσε να είναι ξαπλωμένος σε ένα ανάκλιντρο και να τρώει σταφύλια; Να παίζει η μουσική και λυγερόκορμες χορεύτριες να λικνίζονται μόνο για την ευχαρίστηση του; Ποιος θα προτιμούσε αντί αυτών, να τρέχει σε Συγκλήτους, νόμους, ομιλίες…
Είχε μια λαχτάρα μέσα του όμως. Να κρατήσει το όραμα της ενωμένης αυτοκρατορίας ζωντανό.
Ήταν η αγάπη του για την πατρίδα, ο μόνος του πόθος. Θα πήγαινε εκεί και θα τους εξηγούσε. Ο πύρινος λόγος του θα τους έπειθε. Θα μιλούσε η ψυχή του...
Βγήκε έξω και τα πνευμόνια του γέμισαν αέρα. Περπατούσε αργά. Προβατάκια έβοσκαν χαρούμενα στους αγρούς. Ήταν γεμάτοι λογής λουλούδια: κίτρινα, μοβ, άσπρα...Έσκυψε κι έκοψε λίγες βιολέτες. Δεν ήξερε γιατί το έκανε.
Στο δρόμο είδε τον καλό του οιωνοσκόπο.
"Σπουρίννα, οι ειδοί του Μαρτίου ήρθαν!" είπε γελώντας!
"Ναι, ήρθαν, αλλά δεν πέρασαν, αφέντη!" απάντησε ο ανήσυχος ιερέας.
Όταν έφτασε το πλήθος τον περικύκλωσε, αλαλάζοντας. Έκρυψε όπως-όπως κάτω από τη τήβεννο τα λουλούδια που είχε κόψει πριν λίγο. Δεν έπρεπε να δείχνει ένας πολιτικός τις ευαισθησίες του.
Ο Αρτεμίδωρος, ο σοφιστής, του έδωσε ένα χαρτί και του ψιθύρισε "Διάβασε το αμέσως. Σε αφορά." Τον προειδοποιούσε για αυτό που έμελλε να γίνει.
Δεν πρόλαβε.
Όλα έγιναν αστραπιαία.
Το πλήθος τον έσπρωξε μέσα. Κάποιος πλησίασε, κάποιος τον τράβηξε από την τήβεννο, κύλησε κάτω, στη ρίζα ενός αγάλματος.
Η πρώτη μαχαιριά ήταν σαν κάψιμο. Ακολούθησαν κι άλλες. Πρόσωπα γύρω του οργισμένα, με μίσος χτυπούσαν αλύπητα..
Μαχαιριές εικοσιτρείς. Ανάμεσα τους, το πρόσωπο του αγαπημένου.
"Κι εσύ τέκνον μου... "
Αυτή η λαβωματιά, η πιο πονεμένη, δεν καταμετρήθηκε διπλά. Κι όμως πονούσε όσο όλες μαζί.
Οι βιολέτες κύλησαν στο πάτωμα... Μαζί και η δημοκρατία...
Η αυτοκρατορία στο ακόλουθο διάστημα διαιρέθηκε. Το όραμα πέθανε μαζί με τον Ιούλιο.
Το μπουλούκι των Συγκλητικών όμως ήταν ήσυχο: Εμπόδισε τον Ιούλιο από το να γίνει βασιλιάς...
Μάρτιος 2015
Συγκλητικοί έπαψαν να υπάρχουν. Ηλίθιοι ποτέ!
____________________________
Idus Martii ή Idus Martiae
Με τον όρο “Ειδοί” ( έχει μόνο αιτ. :”τις ειδούς”) δηλωνόταν η 15 μέρα του Μαρτίου, Μαϊου, Ιουλίου, Οκτωβρίου και την 13η μέρα των άλλων μηνών.
Σήμερα με τη φράση “Ειδοί του Μαρτίου” δηλώνεται, κατ’ αποκλειστικότητα, η ημερομηνία που δολοφονήθηκε ο Ιούλιος Καίσαρας (15 Μαρτίου 44π.Χ.)
3. Για ένα μπουκέτο λιλά βιολέτες
Για ένα μπουκέτο λιλά βιολέτες
Στο πασχαλινό τραπέζι
Γύρισες πίσω
Σαν όνειρο σ' ένιωσα
Που το πρωί μιλά ψιθυριστά
Με χρώματα στα φτερά
Και άνθη στα σκουρόχρωμα χείλη
Σαν όνειρο σ' είδα
Πλάι στο φεγγαρόφωτο
Πριν ακουστεί η μακρινή καμπάνα
Στα φλεγόμενα νησιά
Σαν πλάσμα μοναχικό έμοιαζες
Του βράχου πεταλίδα εσύ
Που ασφυκτιά στο κρουστό της πουκάμισο
Με λαχτάρα τόσο μεγάλη
Να βγει και ν΄αγαπήσει το φως της τρεμάμενης σταγόνας
Για ένα μπουκέτο λιλά βιολέτες
Στο σκαλοπάτι του νερού
Γύρεψες μια ευχή
Σαν την αγάπη σ' ένιωσα
Με σκονισμένα τα πέλματα απ' τους δρόμους
Και ένα φιλί στα βλέφαρα να σε ποθεί
Σαν την αγάπη σ' είδα
Μέσα στα κλειστά ξωκκλήσια
Με τις λιωμένες λαμπάδες
Να σκαλίζεις με νύχια βρεφικά
Γραφές αμαρτωλών πάνω στους κόμπους του κεριού
Σαν μικρός ερωδιός έμοιαζες
Της Άνοιξης ανοιχτή φλέβα εσύ
Που τινάζει το αίμα της στο γυαλί της λίμνης
Με λαχτάρα τόσο μεγάλη
Να αποτυπώσει ρευστό το πάθος σε μίσχους κυρτούς
Για ένα μπουκέτο λιλά βιολέτες
Στο πεζούλι του ήλιου
Σκόρπισες φλόγες
Σαν τα χρώματα σ' ένιωσα
Με πολλά τα μαντήλια στο φως να παίζουν
Κι ένα ψαθάκι απ' το χέρι της τσιγγάνας να σε ξέρει
Σαν τα χρώματα σ' είδα
Πάνω στα ακροκέραμα του ναού
Αργά το απόγευμα
Να σκορπιέσαι σαν οίνος βαθυκόκκινος
Με ευθυμία να διαχέεις το άρωμα σου παντού
Να μεθούν οι μύστες
Να λάμνουν οι καλαμιές
Σαν στάχυ ελαφρύ έμοιαζες
Του καταμεσήμερου ουράνιο τόξο εσύ
Που στεγνώνει το δάκρυ του στα γόνατα της πέτρας
Με λαχτάρα τόσο μεγάλη
Να απαλείψει τις κρύες νύχτες απ' τα λευκά ημερολόγια του κόσμου
4. Bιολέτες…..
Τάχυνε το βήμα της, μπήκε στο ανθοπωλείο και αγόρασε ένα μάτσο μωβ βιολέτες, το αγαπημένο λουλούδι και χρώμα της αδελφής της .
Πέρασε τη σιδερένια πύλη του κοιμητηρίου και τα βήματά της, σαν από μόνα τους την οδηγήσανε στο μνήμα.
Ακούμπησε τη μικρή ανθοδέσμη στο μάρμαρο και απομάκρυνε μερικές πευκοβελόνες που ήτανε πεσμένες πάνω στην επιγραφή, Ολυμπία Σ. γεννήθηκε την……..απεβίωσε την……., σαν ψέματα της φαινότανε…,έπνιξε ένα λυγμό και σκούπισε τα μάτια της, το πρωϊ είχε ξυπνήσει αλαφιασμένη, εκείνο το όνειρο, τόσο ζωντανό, δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό της….άκουσε τόσο καθαρά, το θόρυβο της ραπτομηχανής , άκουσε και την Ολυμπία να σιγοτραγουδάει από το διπλανό δωμάτιο : «Bιολέτα του Γιονάρη, βιολέτα του Γιονάρη,
βιολέτα μ’ ανοιχτή …Στον ίσκιο σ’ από κάτω, στον ίσκιο σ’ από κάτω στον ίσκιο σ’ από κάτω, ποιος θ’ αποκοιμηθεί…»
Ο ήχος των χαλικιών την έκανε να στραφεί στο πλάϊ, λίγο πιο πέρα είδε μία μαυροντυμένη γυναίκα να πλησιάζει κρατώντας τρία μάτσα λευκές βιολέτες !!! Ασυναίσθητα έκανε ένα νεύμα, σαν χαιρετισμό και ψιθύρισε καλημέρα, η άλλη ανταποκρίθηκε και την πλησίασε λέγοντας χαμηλόφωνα: «Καλημέρα ! Νομίζω πως χάθηκα, θα πρέπει να ρωτήσω στο Γραφείο…..» Της χαμογέλασε αμήχανα. « Αναζητώ τον οίκο Γ. Κ. και τον τάφο του θείου μου….., ντρέπομαι, αλλά η κηδεία έγινε μόλις την περασμένη εβδομάδα και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την ακριβή θέση…..»
Καταλήξανε να πίνουνε μαζί καφέ στο Σύνταγμα. Η Ζηνοβία και η Ελευθερία , σαν να γνωριζόντουσαν από παλιά, ξεδιπλώσανε τις ιστορίες τους και μοιραστήκανε λεπτομέρειες σχετικές με τους προσφιλείς τους εκλιπόντες…..
Η Ζηνοβία μίλησε για την αγαπημένη της αδελφή την Ολυμπία, που την είχε χάσει προ διετίας . Μίλησε για τα παιδικά τους χρόνια, την ορφάνια και τις δυσκολίες της επιβίωσης. Τις μεγάλωσε η γιαγιά τους κι όταν κι εκείνη αναπαύθηκε, ανέλαβε η Ολυμπία στα 19 της, ως μεγαλύτερη, την προστασία , τη φροντίδα της , τις σπουδές της, όλα…
Η Ελευθερία πάλι της μίλησε για τον θείο της, τον Παύλο, που γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά και νεανικά χρόνια του στην Αλεξάνδρεια, ορφάνεψε στα 12 από μάνα και στα 14 από πατέρα κι απόμεινε μοναδικός προστάτης για τις 4 μικρότερες αδελφές του, την Ελπινίκη, τη Πηνελόπη, τη Μελπομένη, τη Σουζάννα…..
Μιας κι ο πατέρας τους είχε χαθεί σε μία πυρκαγιά στις αποθήκες καπνών των Γιανναρέων, ο Οδυσσέας Γιάνναρης ανέλαβε τα πέντε ορφανά. Ο Παύλος σπούδασε οικονομικά κι εργάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος, η Ελπινίκη παντρεύτηκε έναν υφασματέμπορο, δεύτερο εξάδελφο της γυναίκας του Γιάνναρη, , η Πηνελόπη παντρεύτηκε έναν καπετάνιο, η Μελπομένη έγινε μοναχή και η Σουζάννα , παντρεύτηκε έναν Αθηναίο γιατρό, τον πατέρα της Ελευθερίας.
Ο Παύλος παντρεύτηκε στα σαρανταπέντε, μία ξεπεσμένη αριστοκράτισσα, αλλά ο κρυφός του έρωτας και η μοναδική του αγάπη, ήτανε η μοναχοκόρη του Γιάνναρη, η Αρετή.
Η Αρετή που λάτρευε τις άσπρες βιολέτες, τη μουσική, τα παιδιά και ονειρευότανε να ταξιδέψει παντού…. Παντρεύτηκε στα 20, με προξενιό, ένα Συριανό εφοπλιστή και πέθανε στα 26 στην Αθήνα, με τη λαχτάρα ν΄αποκτήσει έστω ένα παιδί….
Ο Παύλος δεν έπαψε όσο ζούσε, να της φέρνει άσπρες βιολέτες….
5. Ο δρόμος της ζωής μου.
Ξεκίνησα με λαχτάρα. Διάλεξα έναν δρόμο και γω σαν όλους τους ανθρώπους. Εύκολος έμοιαζε. Με εξίταρε κάθε του απότομη στροφή, κάθε του λακκούβα. Περπατούσα σταθερά και σίγουρα. Είχε ανθρώπους στην αφετηρία του που με περίμεναν, στην κάθε μου αποτυχία, άσχετα αν κάποιες στιγμές τους ξεχνούσα. Όχι από μίσος, αλλά περισσότερο από αφέλεια.
Περπατούσα γρήγορα αγκαλιά με ένα όνειρο. Χωμάτινος ο δρόμος μου, βιολέτες και ανεμώνες σπαρμένος μέχρι εκεί που πιάνει το μάτι. Ευωδίαζαν σε κάθε στραβοτιμονιά, σε κάθε βροχή και χαλάζι. Μου θύμιζαν την ομορφιά της ζωής, ενός χεριού το χάδι.
Συνέχιζα χωρίς να κοιτώ πίσω, μόνο μπροστά. Έβαφα με χρώμα τα χρόνια μου, άλλαζα το περιτύλιγμα τους κάθε φορά με περίεργα και όμορφα ιλουστρασιον χαρτιά, έλουζα με αρώματα αιθέρια τα σώματά τους.
Βάδιζα με τα χέρια ανοιχτά, έβαζα ανθρώπους στη ζωή μου, γέμιζα την ψυχή μου με άλλες ψυχές, άλλαζα σε κάθε επιθυμία τους. Τα μάτια έκλεινα σε κάθε δεν μπορώ, σε κάθε δεν θέλω. Σε όλα ναι, σε όλα εντάξει.
Μα πετραδάκια ένιωθα στην πλάτη μου, έσκιζαν κάποιες φορές τα πολύχρωμα χαρτιά μου, λέρωναν με χώμα τα γυαλισμένα παπούτσια μου. Δεν γύρναγα να δω. Ποιος είναι αυτός που μου τα πετά; Μην είν΄ αυτοί που μ΄αγαπούν, μην είν΄ το παρελθόν μου;
Το διάβα μου δεν άλλαξε και ας είχαν γίνει πια κουρέλια τα ρούχα μου. Ματώσανε τα πόδια μου, τα χέρια μου κουράστηκαν. Κι οι πέτρες μεγάλωναν και ξέσκιζαν τις σάρκες μου, μπέρδευαν τα μαλλιά μου.
Ώσπου μια στιγμή, μια μεγάλη στιγμή, κάτι με χτύπησε και έχασα το φως μου. Ένας βράχος τεράστιος με άφησε αναίσθητη, ξαπλωμένη στις λάσπες, ανάμεσα στα μαραμένα πια λουλούδια.
Όταν πια μετά από ώρα συνήλθα, το βλέμμα μου ήταν στραμμένο προς το παρελθόν. Εκεί που αρνιόμουν πεισματικά να κοιτάξω. Προσπάθησα να σηκωθώ. Το σώμα μου πονούσε, η ψυχή μου στραπατσαρισμένη αιμορραγούσε. Έτριψα τα μάτια μου, έδιωξα τα χώματα απ΄τα βλέφαρά μου και τότε είδα την πιο μεγάλη αλήθεια.
Κοίταξα πίσω και είδα τα πιο μεγάλα λάθη μου, είδα τους ανθρώπους που πλήγωσα, είδα αυτούς που έχασαν την εμπιστοσύνη τους σε μένα, είδα σπαρμένα στο δρόμο μου τα χιλιάδες πετραδάκια που η ζωή μου πετούσε για να με προειδοποιήσει, όλα αυτά που μου φώναζε να προσέχω.
Μα είδα και αυτούς που με περίμεναν στην αφετηρία. Άφθαρτους και χαμογελαστούς. Είδα ένα δρόμο πάλι με βιολέτες και ανεμώνες. Είδα ένα χέρι απλωμένο γεμάτο αγάπη, ένα χέρι που μου χάρισαν εκείνα, τα πιο μεγάλα μου λάθη. Μα αυτό που με τύφλωσε από την λάμψη ήταν ότι είδα ένα όνειρο.
Μια αρχή στη μέση της ζωής μου, μια ζωής γεμάτη λάθη, δικά μου λάθη, ολόδικά μου. Χαραγμένα πάνω μου, χωρίς να τα αποποιούμαι πια, χωρίς να τα δικαιολογώ.
Μια ευκαιρία για να γίνει το σωστό, έχοντας πληρώσει πικρό τίμημα. Μια αρχή με το βλέμμα στο παρελθόν και το πόδι στο μέλλον.
6. Τα ψώνια
Σου τα ΄γραψα και στο χαρτί για να μην τα ξεχάσεις,
μην τύχει και παρασυρθείς και άλλα μ΄αγοράσεις,
έλα όμως που έκανες πάλι του κεφαλιού σου,
και ψώνισες με οδηγό, το εύρος….του μυαλού σου !!!
Χθές δεν τα συζητάγαμε και κάναμε αναλύσεις,
πόσο ακρίβυνε η ζωή και πόσα θες να ζήσεις,
χθές μόλις βρε δεν πιάσαμε, χαρτάκι και μολύβι
και γράψαμε λεπτομερώς κάθε έξοδο που επείγει…
Κι εσύ μωρέ τ΄αψήφισες όλα, λες κι είναι ψέμα
κι από το πενηντάευρω δεν έμεινε ούτε κέρμα !!!
Και το ΄δα χθές το όνειρο, βιολέττες ανθισμένες,
λαχτάρες είπα θα με βρούν, μάλλον ξεγυρισμένες,
μέσα σε δευτερόλεπτα, στα όρια με φτάνεις,
γιατί ποτέ σου δε μ΄ακούς, του κεφαλιού σου κάνεις !!!
Σου τα ΄γραψα λεπτομερώς, μία ρέγγα, αυγουλάκια,
δυό σόδες, ένα βούτυρο και δύο γιαουρτάκια ,
όμως εσύ αγάπη μου, ακόμα ζείς στο χθές,
αστακό, ουίσκια και κρασιά , πανάκριβα μου θές,
δεν έχω άλλη υπομονή για να σου εξηγήσω,
μήπως και να δοκίμαζα να σου τα ζωγραφίσω;;;
Έχουνε γίνει αλλαγές στου χρήματος το χρώμα,
τα έσοδά μας βρίσκονται πιά μόνιμα σε κώμα !!!
Πως ζούμε με ένα μισθό, δεν πήρες πιά χαμπάρι
και τα έξοδα αυγατέψανε, φτάσανε στο φεγγάρι,
τι να σου πω βρε άνθρωπε, εσύ έχεις παραμείνει,
πίσω στο ενεννήντα εννιά , στην εποχή εκείνη,
για σύνελθε και πρόσεξε, με τα καμώματά σου,
γιατί σε στέλνω σ0ύμπιτο, στην κάργια τη μαμά σου!!!
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε τις υπόλοιπες συμμετοχές.