Η
Ανθή ανοίγει τα μάτια της. Το μαύρο που την τυλίγει υποχωρεί αργά κι εκείνη αναδύεται
στο απόλυτο λευκό. Το λευκό αποκτά σχήματα και χρώματα και γρήγορα μεταμορφώνεται
σε αγαπημένες μορφές. Προσπαθεί να χαμογελάσει στα παιδιά της και στα εγγόνια
της. Δεν τα καταφέρνει. Θέλει να τους καθησυχάσει. Τους αγκαλιάζει με το βλέμμα, αφού δεν μπορεί με
τα χέρια.
Θέλει
να τους πει πως είναι ευχαριστημένη.
Ας
την πάρει ο Θεός. Παράπονο δεν έχει. Ο άντρας της (Θεός σχωρέστον) ήταν νοικοκύρης,
της χάρισε καλή ζωή. Κι εκείνη του έδειξε μεγάλη αφοσίωση
κι αγάπη. Όπως έπρεπε!...έπρεπε…έπρεπε…η λέξη σβήνει στο μπερδεμένο της μυαλό
αφήνοντας την ηχώ της.
Πώς
έκανε η ηχώ το θαύμα κι έγινε το σάλτο στα παλιά, ούτε που κατάλαβε.
Ο
κόσμος γύρω της έκλεισε κι έγινε μια κουκκίδα. Και μέσα σε κείνη την κουκκίδα,
η Ανθή είδε όλα όσα πάλευε τόσα χρόνια να αφήσει πίσω.
Δεν
μπορεί να μιλήσει, αλλά μπορεί να ξαναζήσει εκείνο το ξημέρωμα
που την σημάδεψε.
Ξαναγίνεται
κοπέλα και ξυπνάει στο χωριό, στα σκοτεινά χρόνια του πολέμου. Οι Γερμανοί δεν
κατάφεραν ποτέ να φτάσουν εδώ. Οι χωριανοί σταυροκοπιούνται αποδίδοντας το
θαύμα στην Αγία Παρασκευή που τους έριξε στο γκρεμό καθώς λένε. Το μέρος είναι
ιδανικό καταφύγιο για την αντίσταση.
Πού
να φανταστεί η Ανθή πως εκεί θα έβρισκαν
καταφύγιο και οι πρώην εχθροί, οι Ιταλοί;
Ο
ήλιος ίσα που ρόδιζε την ανατολή, όταν κατέβηκε στο κατώι να ξετρυπώσει καμιά
στάμνα ανάμεσα στα τσουβάλια με τα καλούδια, μια και πριν πέσει για ύπνο
κατάφερε να σπάσει αυτή που χρησιμοποιούσαν.
Κατηφόρισε
στην πηγή, αλλά μόλις έφτασε κοκάλωσε από φόβο.
Μπροστά
της στέκονταν καμιά δεκαριά άντρες. Ταλαιπωρημένοι και δυστυχισμένοι. Τρόμαξε,
αλλά θες η απελπισία τους, θες η γλώσσα τους που ήταν κελαρυστή σαν το νερό που
κυλούσε πιο κει, την ηρέμησαν λιγάκι.
Ένας
ξεχώρισε από τους άλλους και βγήκε μπροστά. Το λεπτό του πουκάμισο ήταν κατασκεσκισμένο, γεμάτο αίματα. Η Ανθή
πισωπάτησε και υπολόγισε μέσα της την απόσταση ως την ασφάλεια του σπιτιού.
Τα
μάτια του όμως την έκαναν να σταματήσει.
Τι
είχαν αυτά τα μάτια κι έκαναν το φόβο να φτερουγίσει και την καρδιά της να
τραγουδά;
Τους
οδήγησε στο χωριό όπου κρύφτηκαν για μήνες. Η Ανθή έκρυψε στην καρδιά της τον
όμορφο Ιταλό. Τον έκρυψε τόσο καλά που με τα χρόνια τον ξέχασε κλειδωμένο σε μία
της γωνιά.
Απόψε
τα θυμήθηκε όλα. Θυμήθηκε τους όρκους και τα κρυφά τους σμιξίματα κάτω στο
ποτάμι. Ένιωσε πάλι εκείνο το χαστούκι που ήχησε σαν ντουφεκιά
και τις κατηγόριες της μάνας.
-Θα
με πάρει μάνα, κατάφερε τότε να ψελλίσει.
Όταν
εκείνος έφυγε, τον περίμενε με αγωνία, μέχρι που έφτασε η είδηση του ναυαγίου.
Χάθηκε ο Μάριο στα κρύα νερά της Αδριατικής παίρνοντας μαζί του κι ένα κομμάτι από
την ψυχή της.
Ένα
δάκρυ κύλησε από τα θολά της μάτια, πριν τον δει να της απλώνει το χέρι.
«Τι
παράξενο, δεν άλλαξε καθόλου», σκέφτηκε και το έπιασε χωρίς δισταγμό. «Ήρθες»
του είπε!
Το
δάκρυ στέγνωσε κι ένα γλυκό χαμόγελο απλώθηκε θαρρείς σε όλο της το πρόσωπο.
Όλα έγιναν όπως έπρεπε…
Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο δεύτερο κύκλο του παιχνιδιού "Παίζοντας με τις λέξεις" που διοργανώνει η Φλώρα ακούραστη, στο TEXNIS STORIES.
Δεν τα πήγε καθόλου καλά, αλλά ανυπομονώ ήδη για το επόμενο παιχνίδι.
Παρακάτω είναι το βραβείο συμμετοχής!
Εδώ μπορείτε να δείτε τα αποτελέσματα του παιχνιδιού και να διαβάσετε τις ιστορίες που κέρδισαν.
Συγχαρητήρια στις νικήτριες, αλλά και σε όλους όσους έστειλαν ιστορίες.