Σε πολλούς, συγκεκριμένα σε 22 διαφορετικούς προορισμούς μας οδήγησαν οι λέξεις: παιδί, αστραπή, απόβροχο, ποδοβολητό, υπερβολή!
Διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά όλοι όμορφοι περιμένουν να τους απολαύσετε.
Μην ξεχάσετε αν δείτε κάποιο λάθος να βάλετε τις φωνές.
Κι επειδή, κατά πάσα πιθανότητα όσο κι αν φωνάξετε δε θα σας ακούσω, αφήστε ένα μήνυμα εδώ, ή αν αφορά συμμετοχή στο μέιλ μου almikr@gmail.com και προσευχηθείτε να το δω εγκαίρως!
Το "Παίζοντας με τις λέξεις" που συνεχίζει την πορεία του εδώ, ξεκίνησε από τη Φλώρα και το TEXNIS STORIES!
Βαθμολογείτε 5 συμμετοχές!
3 βαθμούς παίρνει η συμμετοχή που σας άρεσε περισσότερο,
2 η επόμενη και από
1 βαθμό δίνετε σε τρεις ακόμα συμμετοχές που σας άρεσαν!
Για την αποφυγή αδικιών πρέπει να μπουν όλοι οι βαθμοί.
Δεν μπορείτε φυσικά να βαθμολογήσετε τη δική σας συμμετοχή!
Κρατάτε κρυφή τη συμμετοχή σας και δεν τη δημοσιεύετε μέχρι να λήξει το παιχνίδι.
Τις βαθμολογίες θα τις γράψετε στα σχόλια, κάτω από αυτή την ανάρτηση μέχρι και την Παρασκευή 2/12 στις οχτώ το βράδυ.
Το Σάββατο 3/12 θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα.
Ο νικητής, ή η νικήτρια, καθώς κι ένας (που θα βγει με κλήρωση) από όσους βαθμολογήσουν, θα πάρουν συμβολικά δώρα.
Καλή ανάγνωση!!
1. Τη ψυχή μου ακούμπησα....
Ήταν απόβροχο θυμάμαι εκείνη την ημέρα
Τη μέρα που σαν νύχτα την ένιωθες
Λες και ο κόσμος που ξέρουμε έφθανε
Στην έσχατη ώρα του
Μα κανείς μας δεν δυσφόρησε
Για την υγρασία και τις αστραπές
Που σποραδικά συνέχιζαν
Να σκίζουν τον ουρανό
Κρύωνα πολύ θυμάμαι
Μα σαν γητευτής ήρθες
Κι απάλυνες τους φόβους μου
Με έκλεισες με τρυφερότητα
Στην άλκιμη δύναμη των χεριών σου
Κι ασφάλεια ένιωσα
Γεμάτο νιότη ήταν το κορμί σου
Και μύριζε άνοιξη
Κοιτούσα γύρω μου σαστισμένη
Το θεό μήπως δω με τα μάτια μου
Που παραφύλαγε θαρρείς
Κάπου ήσυχα
Στις συστάδες των θάμνων
Για χάρη μου
Γλυκό φιλί μου έδωσες
Κι έδιωξες τα σύννεφα
Η φασαρία του ανέμου
Και τα αστραπόβροντα
Σαν μελωδία έφθαναν ως εμάς
Και συνόδευαν τα βαλς μας
Στην αίθουσα του θρόνου
Μήνυμα μου έστελνε η αγκαλιά σου
Πώς σαν παιδί θα με φροντίζεις στο εξής
Κι εγώ ακούμπησα
Δειλά τη ψυχή μου στις παλάμες σου
Θαρρείς πως γαλήνεψα για πάντα
Ήταν απόβροχο θυμάμαι εκείνη τη μέρα
Όταν άνοιξες την πόρτα
Και χάθηκες
Τα ποδοβολητά του φευγιού σου
Τη ψυχή μου χάραξαν βαθιά
Δεν ήταν αλεξίσφαιρη
Ούτε προετοιμασμένη
Να αντέξει την κακοκαιρία της θλίψης
Και την υπερβολή του πόνου
από το ξενύχιασμα της ζωής μου
Η υποθερμία του άδειου σπιτιού
Με πέθαινε
Μα εγώ δεν τύλιξα με σάβανο τη ζωή
Δεν παραιτήθηκα
Δεν έγραψα σπαραξικάρδια
Ραβασάκια στο θεό
Δεν ζήτησα λύτρωση
Από την τρικυμία
Στάθηκα στο κατάρτι
Ορθόστητα
Και πάλεψα με όλα τα στοιχειά
Χτυπήθηκα στα ίσια
Κι όταν κουράστηκε η ταραχή
Να με χτυπάει
Κάποια στιγμή ξαστέρωσε
Σε απάνεμο λιμάνι βγήκα
Και άπλωσα στον ήλιο τις πληγές μου
Με τόλμη τότε τη ψυχή μου στις παλάμες μου
Μέσα ακούμπησα
Και θαρρώ πως γαλήνεψα
2. Ράσυ και Μολντ
Στη σκιά του γέρο-πλάτανου είχαν στήσει καβγαδάκι. Ποιος ήταν καλύτερος δάσκαλος;
Η Ράσυ, που εφάρμοζε καινοτόμες εκπαιδευτικές μεθόδους ή ο Μολντ, που μετέφερε στις νέες γενιές τη σοφία των παραδόσεων;
Κάπου-κάπου τους διέκοπτε το ποδοβολητό των μικρών. Τα κοιτούσαν τότε με συγκίνηση και τα συντρόφευαν στο παιχνίδι με το βλέμμα. Σαν αστραπή έρχονταν στο μυαλό τα παιδιά που είχαν περάσει από το σχολείο. Και ύστερα πάλι καβγαδάκι!
Στο Μολντ άρεσαν η τάξη και η καθαριότητα.
-Στην αίθουσα μαθαίνουν να τακτοποιούν τα πράγματά τους, στις αλάνες βρωμίζονται.
Στη Ράσυ άρεσαν οι πειραματισμοί κι ο αθλητισμός.
-Στις αλάνες μαθαίνουν τον κόσμο, στην τάξη πιάνονται.
Σαν αστραπές έπεφταν τα επιχειρήματα, μα κανένας τους δεν άκουγε, καθένας έλεγε. Κι αυτά έσκαγαν στο έδαφος φτιάχνοντας συννεφάκια από σκόνη.
Η Ράσυ κι ο Μολντ διέκοπταν τότε, τινάζονταν να φύγει το χώμα από πάνω τους, αναπολούσαν τα ατέλειωτα παιχνίδια τους στα χωράφια του μέθυσου Τζωρτζ και ύστερα πάλι καβγαδάκι!
Εκείνη τη μέρα, μπροστά στο σαλούν της Μαρτζ, οι γονείς συζητούσαν προβληματισμένοι. Αγαπούσαν κι εκτιμούσαν το ίδιο και τους δυο. Αυτό που τους απασχολούσε ήταν η μοναξιά της Ράσυ και του Μολντ.
Σαν αστραπή η αφήγηση του Πέρκιν θύμησε σε όλους την ιστορία της Ράσυ και του Μολντ.
Τότε, πριν πολλά χρόνια, ήταν ερωτευμένοι. Στους στάβλους του Σερίφη Τέρλοου, συναντιόντουσαν κρυφά τ’ απόβροχα, που όλοι έμεναν κλεισμένοι μέσα για να προφυλαχτούν από την υγρασία και το κρύο. Μέλι τα λόγια τους και προσευχή οι όρκοι τους.
Μέχρι που αποφάσισαν να κάνουν οικογένεια. Πώς θα μεγάλωναν τα παιδιά τους; Σαν αστραπή έσκασε το πρώτο καβγαδάκι κι ακολούθησαν αμέτρητα. Χώρισαν, συνέχισαν να καβγαδίζουν με κάθε αφορμή. Μα, κανένας τους δεν βρήκε ταίρι.
-Πρέπει να βάλουν λίγο νερό στο κρασί τους. Δεν βαρέθηκαν τόσα χρόνια μες στην υπερβολή; Τέλειωσε την αφήγηση ο Πέρκιν.
-Ζήτησε κανείς κρασί; Πετάχτηκε η Μαρτζ από το σαλούν. Η αναδουλειά την είχε αποκοιμίσει.
Τη συζήτησή τους διέκοψαν ποδοβολητά ανθρώπων. Ζητούσαν άλογα για τους φημισμένους αγώνες της πολιτείας. Οι άνθρωποι αδιαφόρησαν για τη Ράσυ και το Μολντ, ήταν γι’ αυτούς δυο άχρηστα γέρικα άλογα, και κατευθύνθηκαν στα χωράφια με τα πουλαράκια.
Η Ράσυ κι ο Μολντ μ’ ένα βλέμμα αστραπή συμφώνησαν πως έπρεπε να σώσουν τα παιδιά. Τούτη η συμφωνία τούς θύμισε τα λόγια μέλι, τους ξανάνιωσε. Κάλπασαν στον αέρα! Οι άνθρωποι τρόμαξαν από το θέαμα κι έφυγαν.
Τα άλογα κοιτούσαν τη Ράσυ και το Μολντ που έσβηναν αγκαλιασμένοι. Πεσμένοι στο χώμα, έδιναν όρκους αγάπης. Σαν προσευχή.
3. Ο δικός μου χειμώνας...
Από παιδί, είχα ιδιαίτερη σχέση με το χειμώνα. Με τα χρόνια, κατάλαβα ότι τον αγαπώ.
Κι ας είναι άγριος πολλές φορές. Μέσα στην αγριότητά του, μου βγάζει συναισθήματα δικά μου,
που με κάνει και τον νιώθω, τον συμπονώ, τον καταλαβαίνω και έτσι τον δικαιολογώ για τα ξεσπάσματά του!
Η κάθε του αστραπή, μου θυμίζει τις ώρες που θέλω να εκραγώ, να κάνω τον ίδιο εκκωφαντικό ήχο και με ένα ουρλιαχτό, να κάνω τον πόνο να ξεθυμάνει.
Το κάθε του απόβροχο, θυμίζει τη γαλήνη των δακρύων, μετά από κάθε ξέσπασμα και την ηρεμία της ψυχής.
Το κάθε ποδοβολητό του αέρα, θυμίζει τις σκέψεις που έρχονται ακάλεστες, με το έτσι θέλω στο μυαλό και το κυριεύουν, το λεηλατούν.
Γι' αυτό τον αγαπώ το χειμώνα... Γιατί μέσα στην όποια υπερβολή του, μπορεί να με νιώσει.
4. Ο ήχος στη σκάλα…
Άνοιξε τα μάτια της και μηχανικά άρχισε να μετρά στο αχνό φως του παραθύρου, τις γνώριμες σκιές όσων πραγμάτων υπήρχαν στο δωμάτιο. Τη νύχτα, την είχε ξυπνήσει το φως μιας αστραπής και ο ήχος της βροντής που ακολούθησε και που όμως δεν ήταν αρκετός, για να νικήσει την ψυχική της ατονία. Είχε κλείσει γρήγορα τα μάτια και παραδόθηκε στο λυτρωτικό της λήθαργο.
Σαν ξημέρωσε πια, και σηκώθηκε, κοιτάζοντας από το παράθυρο, είδε την καινούργια μέρα μουντή και ψυχρή. Άνοιξε για λίγο τα παραθυρόφυλλα και η μυρωδιά του νοτισμένου υγρού χώματος από το απόβροχο γέμισε τον αέρα. Μα ούτε αυτό την επηρέασε.
Εδώ και κάποια χρόνια, τίποτα δεν έδειχνε να την επηρεάζει. Ξυπνούσε μηχανικά κάθε πρωί και πήγαινε στην κουζίνα να φτιάξει ένα καφέ, κι όπως κρατούσε την αχνιστή κούπα στο χέρι, άκουγε το γνωστό ποδοβολητό στη σκάλα και γύριζε γελαστή προς την πόρτα.
Το χαμόγελο έσβηνε αφήνοντας στα χείλη της τη σκιά του και στο πρόσωπο σχηματιζόταν στη γνωστή της θέση, μια ρυτίδα πόνου, που έφτανε μέχρι τα μύχια της ψυχής και του μυαλού. Η γνωστή εικόνα γύριζε στη μνήμη. Ξανά και ξανά.
Πριν δέκα χρόνια αυτό το σπίτι είχε ζωή. Και η ίδια είχε ζωή. Όλα είχαν ζωή. Ζωή και χρώμα. Θυμόταν ακόμα έντονα την χαρά της, που άγγιζε τα όρια της υπερβολής, όταν έμαθε πως θα αποκτήσει παιδί. Χάρηκε και ο άντρας της καθώς και οι φίλοι και γνωστοί. Πόσο όμορφη ήταν η αναμονή, που η κύρια ασχολία ήταν η ετοιμασία του παιδικού δωματίου, και το μέτρημα από τις κλωτσιές στη κοιλιά. Τι γέλια που έκαναν με αυτές τις κλωτσιές. Συνέχεια έλεγαν πως θα γεννιόταν ένας άσσος του ποδοσφαίρου.
Και γεννήθηκε ένας άγγελος, που γέμισε τη ζωή τους. Έγινε ο σκοπός της ύπαρξής τους, η ουσία και η ομορφιά της πλάσης. Όλα κυλούσαν όμορφα, γαλήνια. Μέχρι εκείνη τη μέρα! Τη μέρα, που χαράχτηκε με πύρινα γράμματα στο μυαλό της, στους τοίχους, στο παιδικό δωμάτιο και μετέτρεψε τα πάντα σε ανάμνηση αφόρητα βασανιστική. Το γνωστό ποδοβολητό στη σκάλα και έπειτα... η παιδική κραυγή.
Όλη η φρίκη που φέρνει το δευτερόλεπτο, προσπαθώντας να κάνει φιγούρα στο χρόνο, είχε συσσωρευτεί στο άψυχο κορμάκι που ήταν ακίνητο στο πάτωμα.
Το κεφαλάκι του είχε χτυπήσει στη κόχη, κι εκείνη μηχανικά προσπαθούσε να επιστρέψει το αίμα πίσω στη θέση του, λες και ήταν δυνατό να αντιστρέψει τα πάντα. Δεν ένοιωσε ούτε το γιατρό, ούτε τα χέρια του άντρα της. Έχασε τον κόσμο.
Επόμενος ήχος, οι ψίθυροι κάποιων, που δεν προμηνύουν καλό άκουσμα.
"Ηρεμήστε!..... Είστε καλά…"
Το παιδί μου…. Κι εγώ είμαι καλά;…; Γιατί;... Για ποιο λόγοοοοο; Ούρλιαξε...
Δέκα χρόνια αυτή η ανάμνηση στραγγίζει τη ζωή από μέσα της. Ανώφελες οι προσπάθειες του άντρα της να τη γυρίσει στη ζωή. Δεν άντεξε κι αυτός το πόνο της και τον πόνο του και μια μέρα έφυγε.
Τώρα μόνη, ακούει τους παλιούς ήχους, περιμένοντας την λυτρωτική ώρα που θα σμίξει επιτέλους με το παιδί της και θα βρει την πολυπόθητη γαλήνη.
5. Αν δεν αστράψει, δεν βροντά
Στο ισόγειο.
Η Χρυσάνθη και ο Χρήστος. Κι ένας καημός βαρύς. Να τραβά στον απύθμενο πόνο τις καρδιές τους.
Στον πρώτο.
Η Ματίνα και ο Περικλής. Και τρία παιδιά. Να μεγαλώνουν στο πλυσταριό της καρδιάς.
Στο ισόγειο.
Μια μονάχα ευχή συνόδευε τις μέρες και τις νύχτες τους. Ν’ αποκτήσουν ένα παιδί. Το σώμα δεν μπορούσε, το παρελθόν τους, βουτηγμένο στο ποτό, δεν επέτρεπε.
Στον πρώτο.
Μια μονάχα έννοια δέσμευε τις ώρες τους όλες. Ν’ αποκτήσουν χρήματα. Οι ευκαιρίες λίγες, οι απαιτήσεις, που έφεραν τα παιδιά, πολλές.
Στο ισόγειο.
Από το απόγευμα ως το βράδυ το σπίτι τραντάζεται από τα ποδοβολητά. Οι ένοικοι του πρώτου ανεβοκατεβαίνουν και η ξύλινη, παλιά, σκάλα, αγκομαχάει. Η Χρυσάνθη και ο Χρήστος προσβάλλονται. Πιστεύουν πως δεν τους σέβονται, επειδή δεν έχουν παιδιά. Βγαίνουν στο μπαλκόνι και λύνουν σταυρόλεξα.
Στον πρώτο.
Η Ματίνα και ο Περικλής αφιερώνουν τα απογεύματα και τα βράδια στις δημόσιες σχέσεις. Τα παιδιά παραπονιούνται. Πιστεύουν πως δεν τ’ αγαπάνε, επειδή δεν φέρνουν καλούς βαθμούς. Βγαίνουν στο μπαλκόνι και λύνουν τα σταυρόλεξα των ενοίκων του ισογείου.
Στο ισόγειο.
Τ’ απόβροχο έφερε υγρασία που τρυπάει τα κόκκαλα, αλλά η Χρυσάνθη κι ο Χρήστος είναι ευτυχισμένοι.
Στον πρώτο.
Τ’ απόβροχο έσωσε το πάρτυ στην ταράτσα, αλλά η Ματίνα και ο Περικλής είναι δυστυχισμένοι.
Στο ισόγειο.
Βυθίζονται στην υπερβολή. Εκείνη που γεννάει η χρόνια στέρηση. Μήπως η Κοκκινουσκουφίτσα κρύβει μηνύματα επικίνδυνα για τα παιδιά; Πρέπει να αναπτύξουμε τις ικανότητές τους. Βιταμίνες να τους πάρουμε.
Στον πρώτο.
Βάζουν μπρος το πλυσταριό της καρδιάς. Με την ειδική μεζούρα ενοχής. Γιατί αφήσαμε μόνα τα παιδιά; Πρέπει να περνάμε περισσότερο χρόνο μαζί τους. Μόλις τα βρούμε, θα τους κάνουμε δώρο μια εγγραφή στο καινούριο γυμναστήριο.
Χτυπά το τηλέφωνο. Η αστυνομία ενημερώνει πως κάποιος είδε τα παιδιά στο μπαλκόνι των ενοίκων του πρώτου!
Στο ισόγειο.
Ακούγονται ξανά ποδοβολητά. Και χτύπημα στην πόρτα!
-Φοβηθήκαμε τις αστραπές. Απολογούνται τα παιδιά.
-Και ήρθατε στους ξένους ανθρώπους; Η Ματίνα πρώτη φορά τους βλέπει.
-Δεν είναι ξένοι. Κάνουμε παρέα μαζί τους τ’ απογεύματα και τα βράδια. Από το μπαλκόνι...
-Και μπορούμε να σας βοηθάμε με τα παιδιά. Τόλμησε να προτείνει ο Χρήστος.
Στο ισόγειο και στον πρώτο ποδοβολητά δεν ξανακούστηκαν. Μόνο τα γέλια των παιδιών. Πόσο χαιρόντουσαν που μεγάλωσε η οικογένειά τους!
Αν δεν αστράψει, δεν βροντά. Κι αν οι άνθρωποι δεν μπλέξουμε τις ζωές μας, κοινωνία δεν θα φτιάξουμε.
6. Βίος και Πολιτεία της Λιλίκας Ψημένου
Η Λιλίκα Ψημένου δεν είναι μια οποιαδήποτε γυναίκα. Χωρίς υπερβολή, ήταν γεννημένη σταρ. Από πολύ νωρίς είχε διαφανεί η μελλοντική, λαμπρή (κατά τα αποτελέσματα της google) πορεία της, στο χώρο της εγχώριας σόου μπιζ! Ήταν ακόμα στο νηπιαγωγείο όταν είχε διαπρέψει στο σανίδι του σχολείου, απαγγέλλοντας το άσμα της, ως άλλη χαροκαμένη μάνα-Σουλιώτισσα, (βαστώντας στην αγκαλιά της ως παιδί μια κούκλα Barbie, με ένα ωραιότατο στράπλες, μοβ, ιλουστρασιόν φόρεμα, μούρλια!), πριν πέσει στο Ζάλογγο, (χορεύοντας εκπληκτικά κάτι δικά της βήματα) και κλέβοντας τα περισσότερα χειροκροτήματα.
Αργότερα, στις μεγαλύτερες τάξεις του σχολείου, έκλεβε τα αγόρια των φιλενάδων της.
-Μα γιατί το κάνεις συνέχεια αυτό;
-Γιατί; Άκου εκεί! Μα γιατί μπορώ χρυσό μου!
-Είσαι μια τσούλα!
-Α σε ευχαριστώ, τα παραλές όμως..., έλεγε με νάζι και τρομερή αυτοπεποίθηση!
Τίποτα δεν την απασχολούσε. Μόνο μην φριζάρει το μαλλί και αν θα πετύχει το ρίμελ. Και στα δύο ήταν δεξιοτέχνης όμως! Και πουθενά δεν μαρτυρούσε τα μυστικά της, όπως και κι αυτό της αλματώδους, αναρρίχησής της στο χώρο του θεάματος.
Πότε κατάφερε κι απέκτησε δική της εκπομπή, ούτε η ίδια το κατάλαβε! Σαν αστραπή ανήλθε στα υψηλά πατώματα του tv-strar και του Nasos blog, του gossip tv και του Πρώτου Θέματος. Και τι έκανε για όλα αυτά; Το μόνο που έπρεπε ήταν να αντέξει μερικούς άντρες σε σημεία κλειδιά στο χώρο της τηλεόρασης και σε διάφορα σημεία του σώματός της, επίσης! Εντάξει, δεν ήταν και ό,τι καλύτερο, αλλά η τέχνη θέλει θυσίες, υπενθύμιζε διαρκώς στον καθρέφτη της, καθώς της πετούσε φιλιά!
Τα χειροκροτήματα-ποδοβολητά ήταν αυτά που μετρούσαν εξάλλου στο τέλος. Και το πόσοι ασχολούνται μαζί σου! Πώς το είχε πει ... κάποιος -αχού ποτέ δεν θυμάται τα δύσκολα ονόματα (αλλά τι πειράζει, έχει τα ακουστικά και τις βοηθούς στο πλατώ): "Το χειρότερο από το να μιλούν άσχημα για σένα είναι να μη μιλούν καθόλου για σένα!" Να αγιάσει η ψυχούλα του! Σοφός ανθρωπάκος*!
Έτσι απολάμβανε απίστευτα τις στιγμές που πληκτρολογούσε το όνομά της στο google και χαζολόγαγε έπειτα τις εξαιρετικές φωτογραφίες της είναι αλήθεια- τόσα λεφτά είχε δώσει εξάλλου ο μπαμπάς της για ανόρθωση στήθους, βλεφαροπλαστική, ρινοπλαστική και αφαίρεση μιας καφέ κηλίδας από το δεξί κωλομάγουλο. Τι εννοείς ποιος θα το έβλεπε; Αγάπη μου πού ζεις; Πες πως δεν ξέρεις ότι τα καλοσχηματισμένα κωλομάγουλα εξαργυρώνονται χρυσά; Εισιτήριο είναι! Και η Λιλίκα μας το έμαθε νωρίς και καλά αυτό το sos κεφάλαιο.
Για όσο μεσουρανεί και ζει το όνειρο, δεν σκέφτεται το μέλλον. Πιστεύει ότι όλα αυτά τα στρας και τα φώτα (τα στραμμένα στα κωλομάγουλα της είπαμε) θα πέφτουν για πάντα βροχή. Δεν της είπε κανείς ότι στο απόβροχο της ζωής της, πιθανόν κανείς να μην τη θυμάται. Το πολύ πολύ να γίνει κι αυτή ένας ακόμα τίτλος στα ειδησιογραφικά-ο-θεός-να-τα-κάνει-sites: "θυμάστε τη Λιλίκα Ψημένου από το Μεσημεριανό trelotvmagazino; Δείτε πώς έχει γίνει σήμερα- Δεν θα την αναγνωρίζετε!"
Θα κρατάει το άλμπουμ της ζωής της στα χέρια της και θα ζει την αιώνια κατάθλιψη μιας ακόμα εγχώριας tv star!
____________________________
*σοφός ανθρωπάκος ο Oscar Wilde
7. Οι λαβές των αγγέλων
Τα πουλιά χτίζουν φωλιές
Στους θυσάνους της ακτής
Ξερά χορταράκια
Αρχαίες πέτρες σκαλιστές
Μικρά κοχύλια
Και το μυστρί του ήλιου
Τα επικουρούν βιαστικά
Ένα παιδί γράφει
Μιαν μυστική αλφάβητο
Στην άμμο με την γραφίδα
Του ανέμου
Κάποτε οι απόγονοί του
Ίσως εξερευνήσουν τις γραφές
Ίσως συντάξουν το μυθιστόρημα
Της επίπλαστης πλάνης
Από το δάσος έρχεται
Κατά ριπές το ποδοβολητό
Μικρά πουλάρια χτυπιούνται
Με τις ελατόριζες
Τέμνει η χαίτη τους
Το βαθύρεμα σαν λεπίδα
Ελαφράδα
Τίναγμα του κορμιού
Κουρνιαχτός
Κι ένας ωραίος έφηβος
Να κρατά τα γκέμια
Σαν που κρατά η κόρη ολόχαρη
Το νυφιάτικο ρόδι μπρος στον άμβωνα
Στον ορίζοντα το αδράχτι
Των αστραπών
Φωτίζει τη νύχτα
Έρχεται νεροποντή
Χαμογελάει στριμωγμένο
Το καρβέλι στο ψάθινο πανέρι
Χαμογελάει το σκαθάρι
Στην κρύπτη του
Χαμογελάει η κόρη
Στα λάγνα όνειρα παραδομένη
Κάτω από το μαξιλάρι της
Το κέντημα με τους κύβους
Κι η υπερβολή της ονείρωξης
Πρωί - πρωί με τ' απόβροχο
Θα κρεμάσει το σεντόνι της
Στην κρεβατίνα
Είναι ωραίος ο κόσμος
Είναι αρυτίδωτη η λίμνη
Είναι μπόλικο το αλάτι
Στους αρμούς των βράχων
Μόνο εσύ χτυπάς μία - μία τις χάντρες
Και τρέχεις στο αμπέλι
Το κορφολόγημα
Να προλάβεις της μοίρας
Το πράσινο ν' ανάψεις
Φωτάκι της επαγρύπνησης
Σαν λαμπηδόνα
Που ζηλεύει το φώσφορο
Στων ερώτων τον κρυφό
Κώδικα να μυηθείς
Με του αρχάγγελου τη ρομφαία
Στην δεξιά σου πλευρά καρφωμένη!
8. Απολογισμός
Αναρωτιέμαι πως θα είναι ο κόσμος σε εκατό χρόνια από σήμερα.
Τι αξίες θα κουβαλάνε τότε οι άνθρωποι;
Θα υπάρχει ειρήνη;
Θα υπάρχει δικαιοσύνη;
Θα μεγαλώνει με ανθρωπιά γύρω του ένα παιδί;
Οι μέρες θα κυλούν σαν αστραπή, όπως και τώρα;
Θα χάνεσαι στην υπερβολή των καιρών;
Και κάπου εκεί στο βάθος θα ακούγεται ποδοβολητό
από χαρούμενα παιδιά που παίζουν στις αλάνες
κι όχι από τρομοκράτες.
Και κάπου εκεί στο απόβροχο,
ένα ζευγάρι ηλικιωμένων θα κάνει τον απολογισμό του.
Πως έζησαν γεμάτοι
σε έναν κόσμο που δεν σκότωνε τα όνειρά τους.
9. Παιδικά χτυποκάρδια!
''Μαμά, τι θα πει απόβροχο;''
''Είναι μια μέρα σαν τη σημερινή μάτια μου, κρύο μετά τη βροχή. Πού άκουσες τη λέξη αυτή;''
'' Την είπε η μαμά του Στέφανου, στο σχολείο. Αλήθεια, γιατί μαμά δεν είσαι φίλη με τη μαμά του Στέφανου;''
''Δεν έτυχε να γνωριζόμαστε, γι αυτό. Μένει και πιο μακριά και..''
''Πρέπει να γίνεις φίλη της οπωσδήποτε. Άκουσέ με. Πρέπει να με βοηθήσεις. Είσαι μαμά μου και οι μαμάδες βοηθάνε τα παιδάκια τους''.
''Δεν κατάλαβα, πώς θα σε βοηθήσει αυτό;''
''Θα μπορείς να λες στη φίλη σου να παίρνει και μένα όταν σχολάμε και να πηγαίνω στο σπίτι του Στέφανου, όπως κάνει με τη Σοφούλα.’’
''Πάλι με το Στέφανο ασχολείσαι; Η μαμά της Σοφούλας δουλεύει, εγώ όχι. Πώς θα λέω σε μια ξένη γυναίκα να σε παίρνει στο σχόλασμα ; Αλλά θα μιλήσω στη μαμά του να έλθει ο Στέφανος να παίξετε. Θέλεις;''
''Και γιατί να έλθει αφού δεν είστε φίλες; Η Σοφούλα όμως συνέχεια είναι μαζί του και θα μου τον πάρει, να το ξέρεις και θα φταις εσύ. Σήμερα ξέρεις τι έκανε η Σοφούλα; Είπε πως φοβάται τις αστραπές και έτρεξε στο Στέφανο να την αγκαλιάσει να μη φοβάται. Πω πω σαχλαμάρες! Λες και δεν ξέρουμε ότι δεν τις φοβάται.''
'' Είσαι ακόμη στην πρώτη τάξη, παιδί μικρό, έχεις χρόνο μπροστά σου να γνωρίσεις πολλούς σαν το Στέφανο , πρέπει ...''
''Μαμά, εγώ αυτόν θα τον παντρευτώ. Και τώρα τον βρήκα γιατί να τον αφήσω; Να τον πάρει η Σοφούλα που κάνει ψέματα;''
Η μικρή έφυγε νευριασμένη γιατί η μαμά γελούσε ξεκαρδιστικά.
Θα της δείξω εγώ της μαμάς που με κοροϊδεύει!
Όταν ακούστηκε σαν ποδοβολητό ο ήχος από το επάνω δωμάτιο, η μαμά έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Μήπως έπεσε η κόρη της;
Ανοίγοντας την πόρτα του υπνοδωματίου βλέπει ένα σακ -βουαγιάζ που είχε κατεβάσει από την πάνω ντουλάπα η μικρή.
''Τι είναι αυτό Μαιρούλα;''
Η Μαιρούλα άρχισε να ανοίγει συρτάρια και να βγάζει ρούχα, να τα στοιβάζει στη τσάντα και να μη μιλά.
''Σε ρώτησα κάτι παιδί μου και θέλω απάντηση''!
''Φεύγω. Θα πάω να μείνω στη γιαγιάκα μου που με καταλαβαίνει. Και που δεν με κοροϊδεύει καθόλου''.
Το θέμα ήταν σοβαρό για την κόρη της και ίσως δεν έπρεπε να γελάσει τόσο, αλλά πού έμαθε ότι ένα εξάχρονο φεύγει από το σπίτι με το παραμικρό;
Η υπερβολή δεν ήταν του χαρακτήρα της. Μήπως έφταιγε η πολλή ανεξαρτησία της;
''Νομίζω ότι είναι η στιγμή να κάνουμε μια όμορφη συζήτηση'' της είπε. ''Τώρα! Πρώτα από όλα για πες μου, πώς θα σου φαινόταν αν με την παραμικρή διαφωνία που θα είχα μαζί σου ή με τον μπαμπά, ετοίμαζα τη βαλίτσα μου και έφευγα;''
''Δεν θα μ' άρεσε, αλλά εσύ είσαι μαμά. Εγώ είμαι μικρή ακόμη.
Και θέλω να το πάρεις σοβαρά ότι το Στέφανο θα τον πάρω. Τέρμα και τελείωσε''!
10. Υπουργική ευθύνη
Ο Υπουργός Ναυτιλίας,ήταν ένας γοητευτικός πενηντάρης,με πράσινα,διαπεραστικά μάτια. Δεν είχε αριστοκρατική καταγωγή. Γιος ψαρά ενός χωριού της Κέρκυρας ήταν,αλλά προικισμένος με την αρχοντική αύρα του νησιού.
Αριστούχος της Νομικής Αθηνών, δικηγόρος με πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό του, μάχιμο στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος από τα φοιτητικά χρόνια,αναρριχήθηκε με γοργούς ρυθμούς στην εξουσία.Καθοριστικό ρόλο, βέβαια, έπαιξε ο γάμος του με την πανέμορφη Μάγκυ Φωκά, γόνο της γνωστής οικογενείας εφοπλιστών.
Ζούσαν μέσα στην υπερβολή. Τα ταξίδια σε εξωτικούς προορισμούς ήταν μια συνηθισμένη Σαββατιάτικη απόδραση.
Εκείνο το Σάββατο, όμως, ο Υπουργός απολάμβανε στη βίλα τους στην Κηφισιά ένα ελαφρύ δείπνο μόνος.
Η Μάγκυ είχε πάει σε μια θεατρική παράσταση με μία κοινή τους φίλη.
Στη ουσία, το ζευγάρι ένωνε η δίψα για επίδειξη. Απογόνους δεν είχαν αποκτήσει και μάλλον δεν επιθυμούσαν.
Σάββατο βράδυ, λοιπόν, απόβροχο, μόλις ο Υπουργός ήπιε τη τελευταία γουλιά από το αγαπημένο του κρασί, άκουσε κάτι σαν ποδοβολητό!
Προτού προλάβει να τρομάξει, εμφανίστηκε μπροστά του ο σωφέρ.
"Μην ανησυχείς, Υπουργέ", είπε με σταθερή φωνή.
Η αλήθεια είναι ότι τον ξένισε κάπως ο ενικός, αλλά δε το σχολίασε.
"Όλα καλά, Πέτρο; Σαν χλωμός μου φαίνεσαι!", ρώτησε με ειλικρινές ενδιαφέρον.
"Τη Μαρία την Αποστόλου τη θυμάσαι;", είπε ψυχρά ο Πέτρος.
Ο Υπουργός πάγωσε!
"Η φτωχή Μαρία...εμπόδιζε τις φιλοδοξίες σου και την παράτησες, ενώ περίμενε το παιδί σου!"
"Ναι,ναι!" συνέχισε "Τί με κοιτάς,έτσι; Με μεγάλωσε μισότρελη ικετεύοντας επί πέντε χρόνια που είμαι στη δούλεψή σου, να μη στο πω ποτέ!
Μα τώρα...τώρα πέθανε! Τ'ακούς; Πέθανε!
Έσβησε πριν λίγο στο τηλέφωνο, που την είχα πάρει για καλην"
Ο λυγμός του έπνιξε την καληνύχτα.
Μα βρήκε την ψυχραιμία του ξανά:
"Ο θόρυβος που άκουσες, ήμουν εγώ που χτυπιόμουν στο πάτωμα! Ορκίστηκα στον θεό να εκδικηθώ εγώ!"
Σαν αστραπή, ένα μαχαίρι έκοψε το νήμα της ζωής του Υπουργού, μήπως αναλάβει την ευθύνη του σε μια άλλη ζωή, ίσως δικαιότερη.
Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 11 - 22 πατήστε εδώ!