Σελίδες

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη...


"Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη", σιγογάβγιζα, κι όλο έψαχνα την απάντηση στον ορίζοντα!
Δυο πουλιά που πέρασαν πετώντας δεν μου το είπαν, αλλά έστειλαν άλλο μήνυμα...πιο ρευστό που παραλίγο να με πετύχει. 
Και κάπως έτσι βγήκε το πρώτο μου συμπέρασμα...πως τα πουλιά μας έχουν....ναι, αυτό που καταλάβατε!

Απέφυγα τη βολή και συνέχισα την παρατήρηση, αφού αποζητάω συνεχώς να διευρύνω τους ορίζοντές μου!

Όταν δεν έχω τι να κάνω, όχι πως σκοτώνομαι και στη δουλειά τις υπόλοιπες ώρες, τους φέρνω στο μυαλό μου και κομμάτι κομμάτι τους ενώνω και φτιάχνω τον κόσμο.
Ο κόσμος είναι ένα μεγάλο παζλ και μάλλον μου λείπουν πολλά κομμάτια ακόμα, για να τον καταλάβω, αφού όσο κι αν προσπαθώ να τον "ενώσω" σωστά, τόσο  εμφανίζονται κάτι περίεργες γωνίες που χαλάνε όλη τη συμμετρία.

Εντάξει, δεν είμαι κι ο Θεός που όλα εν σοφία εποίησε, κι έφτιαξε τον ιδανικό κόσμο, γεμάτο αγάπη! 
Σε εκείνον τον κόσμο κάτι πουλιά δίνουν φώτιση και όχι...άσε να μην το πω...


Στον δικό μου κόσμο, υπάρχουν αυτοί που αγαπώ και με αγαπούν και υπάρχουν και οι άλλοι, που δε με αγαπούν και τόσο.
Έχω ακούσει μάλιστα από έγκυρες πηγές, πως κάποιοι δεν αγαπούν κανέναν. 
Σαν παραφωνία χώνονται όλοι αυτοί αυτοί στο παζλ κι εκείνο χάνει αυτόματα σε ομορφιά και σε ρυθμό.

Ευτυχώς όμως υπάρχουν οι άνθρωποί μου όπως συνηθίζω να τους αποκαλώ!


Όταν αγαπώ, αγαπώ δυνατά και θέλω να με αγαπούν το ίδιο δυνατά. Χωρίς ανταλλάγματα...ε καλά δε θα πω όχι σε ένα μπισκοτάκι, αλλά θέλω να ξέρεις πως δεν σε αγαπώ μόνο επειδή μου το δίνεις.
Άλλωστε όταν αγαπάς θες να προσφέρεις και σα σκύλος με απίστευτη όρεξη δηλώνω πως δεν υπάρχει καλύτερη προσφορά από το φαΐ!
Κοιλιόδουλο δε με λες, αν θες να τα έχουμε καλά, με λες όμως άνετα λιχούδη που είναι πιο τσαχπίνικο!

Όταν αγαπάς, δε χρειάζεται να δικαιολογείσαι για πράξεις που δεν έπρεπε να γίνουν, γιατί απλά δεν τις κάνεις!
Ποιος θα ήθελε να στενοχωρήσει όποιον αγαπά;
Όχι εγώ πάντως, γι΄αυτό αν κάποια στιγμή σε στενοχωρήσει κάτι που έκανα, ή κάτι που γάβγισα, θέλω να ξέρεις πως δεν το ήθελα, ήταν τυχαίο!

Σε αγαπώ...σ' αγαπώ..σ' αγαπώ γατί είσαι ωραία...συγγνώμη, παρασύρθηκα και πέρασα σε άλλο τραγούδι.
Έχω και μεγάλο ρεπερτόριο βλέπεις! 

...κι αγαπώ κι όλο τον κόσμο....χμμμ...λέμε τώρα...

Και κάπως έτσι γεννήθηκε, παρατηρώντας τον ορίζοντα, ο πρώτος σκύλος "Αλιφέρη" ... για να πάρει μέρος στην Κοινωνία Ώρα Αγάπης που διοργανώνει η Αριστέα επειδή η "Η ζωή είναι ωραία" όταν αγαπάς...και σε αγαπούν βεβαίως βεβαίως!!
"Σας αγαπώ"
Μπρίκι

Περάστε κι από το "Παίζοντας με τις λέξεις", να διαβάσετε και να βαθμολογήσετε!

Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Παίζοντας με τις λέξεις #8 (Συμμετοχές 1 - 6)

Το παιχνίδι άργησε μια περίπου μέρα.
Ίσως πάλι να ήρθε νωρίτερα μια περίπου μέρα.
Είναι καθαρά θέμα οπτικής (!)
Όχι δεν έχει κάνει με κάτι ποτήρια μισοάδεια και μισογεμάτα.

Έχει καθαρά να κάνει με χαζό ανθρώπινο λάθος.
Δικό μου λάθος!
Η διοργανώτρια "εταιρία", δηλαδή η Memaria ΕΠΕ (τρομάρα μου!), τα έκανε μαντάρα..

Και να πω πως δε χτυπήσατε την πόρτα μου οι πιο ανοιχτομάτηδες;
Στο πρώτο χτύπημα χαμπάρι δεν πήρα.
Στο δεύτερο, άρχισαν οι μηχανές να παίρνουν μπρος, αλλά δεν ήξερα τι να κάνω!

Ένα λάθος στην ημερομηνία λήξης του παιχνιδιού ενδέχεται να αποβεί μοιραίο για συμμετοχές που δεν ήρθαν ακόμα.
Θέλω να σας ζητήσω ένα μεγάλο συγγνώμη για το λάθος μου!

Και θέλω να σας πάρω μαζί μου στο μεγάλο ταξίδι των λέξεων που ζωγράφισαν χωρίς φόβο παλάτια, πόλεις κι ουρανούς με κιμωλία!

Το παιχνίδι μας έχει 22 εκπληκτικές συμμετοχές που περιμένουν να τις απολαύσετε.
Κι επειδή καθόλου απίθανο να δείτε κι άλλα λάθη, ειδοποιείστε με στο μέιλ almikr@gmail.com κι ευχηθείτε να καταλάβω τα λάθη μου για να τα διορθώσω!
Σας ευχαριστώ πολύ για όλα. Για τις υπέροχες συμμετοχές σας, για την κατανόηση, για την αγάπη που έχετε στο παιχνίδι μας!!



Το "Παίζοντας με τις λέξεις" που συνεχίζει την πορεία του εδώ, ξεκίνησε από τη Φλώρα και το TEXNIS STORIES!

Βαθμολογείτε 5 συμμετοχές! 
3 βαθμούς παίρνει η συμμετοχή που σας άρεσε περισσότερο, 
2 η επόμενη και από 
1 βαθμό δίνετε σε τρεις ακόμα συμμετοχές που σας άρεσαν!
Για την αποφυγή αδικιών πρέπει να μπουν όλοι οι βαθμοί.
Δεν μπορείτε φυσικά να βαθμολογήσετε τη δική σας συμμετοχή!
Κρατάτε κρυφή τη συμμετοχή σας και δεν τη δημοσιεύετε μέχρι να λήξει το παιχνίδι.

Τις βαθμολογίες θα τις γράψετε στα σχόλια, κάτω από αυτή την ανάρτηση μέχρι και την Παρασκευή 3/6 στις οχτώ το βράδυ.
Το Σάββατο 4/6 θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα.
Ο νικητής, ή η νικήτρια, καθώς κι ένας (που θα βγει με κλήρωση) από όσους βαθμολογήσουν, θα πάρουν συμβολικά δώρα.

Καλή ανάγνωση!!

Το τραπεζομάντηλο και η φωτό είναι της Φλώρας από το texnistories.blogspot.gr

1. Τα κεντήματα της  Σωζίας

Βαρύς ο ουρανός σήμερα, τα σύννεφα φορτωμένα βροχή, μπουμπουνίζουνε θυμωμένα κι εμένα κάτι τέτοιες μέρες, με πιάνει η προκοπή κι η επιθυμία να τακτοποιήσω τα συρτάρια, πότε της ντουλάπας, πότε τη κουζίνας, πότε του γραφείου….σήμερα αποφάσισα να τακτοποιήσω τα συρτάρια που φυλάω τα κεντήματα…
Ώρες μου παίρνει αυτή η δουλειά, που όμως την απολαμβάνω ξεχωριστά, τα ξεδιπλώνω, τα θαυμάζω τα χαίρομαι, όλα πανέμορφα και ξεχωριστά κι ας μην είναι όλα φτιαγμένα από τα δικά μου χέρια…γιατί τους έχω τόση λατρεία που έχω «κληρονομήσει» ότι κεντητό υπάρχει, όχι μόνο  από την οικογένεια, αλλά από συγγενείς, φίλες, φίλες φίλων, έχω αγοράσει και κάμποσα σε παζάρια…έχω μαζέψει κι από τα σκουπίδια, δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω…Οι μνήμες  με κατέκλυσαν όταν ξεδίπλωσα εκείνο το θεσπέσιο λινό τραπεζομάντηλο με τη φαρδιά δαντέλα….κεντημένο από τη Σωζία, την παλιά μας γειτόνισσα. 

Η Σωζία με τον άνδρα της, ήρθανε  νιόπαντροι από το νησί τους στην πόλη και κατοικούσανε στο ισόγειο του εντυπωσιακότερου τριώροφου νεοκλασικού της γειτονιάς, στο επονομαζόμενο «παλάτι». Η Σωζία ήτανε πρόσχαρη,  και άφθαστη κεντήστρα, ο άνδρας της «βαρύς» αλλά εργατικός και καλλίφωνος. Τις καλοκαιρινές βραδιές που «αποσπερίζανε» όλοι οι γείτονες,  στο πεζοδρόμιο του παππού και της γιαγιάς μου , καθισμένοι στις στρωμένες κουρελούδες , η Σωζία είχε διηγηθεί την ιστορία της , πως βρέθηκε  στο Ορφανοτροφείο της Σύρας, πως πλησίασε μόνη της θαρρετά, χωρίς φόβο, ένα ζευγάρι που είχε έρθει με πρόθεση να υιοθετήσει ένα κοριτσάκι, ξανθό και γαλανομάτικο και με την αφοπλιστική αθωότητα των 5 χρόνων της, τους πλησίασε με απλωμένα χεράκια λέγοντας: «εμένα να πάρετε»! Την πήρανε κι ας ήτανε μελαχρινή με κατάμαυρα μαλλιά και πράσινα μάτια. 

Έζησε πολύ ευτυχισμένα κοντά τους και παντρεύτηκε μετά το θάνατό τους, τον ανιψιό τους, το Λάμπρο τον καραβομαραγκό. Εμείς, ένα τσούρμο  συνομήλικα παιδιά, παίζαμε στο χωματόδρομο όλα τα ομαδικά παιχνίδια, που τώρα πια έχουνε ξεχαστεί και φυσικά δεν παραλείπαμε να σημαδέψουμε με κιμωλία στις πλάκες του πεζοδρομίου, τα τετράγωνα για την τρίλιζα και το «κουτσό», το αγαπημένο παιχνίδι,  στο οποίο είχα λαμπρές επιδόσεις….

Τα χρόνια πέρασαν, η γειτονιά άλλαξε, τα νεοκλασικά γκρεμιστήκανε και στη θέση τους ορθωθήκανε ακαλαίσθητες τσιμεντένιες  πολυκατοικίες, η Σωζία χήρεψε κι όταν πάντρεψε το μοναχογιό της, μετακόμισε. Τη συνάντησα τυχαία μετά από πολλά χρόνια, στην εκκλησία σε μία βάπτιση. Χάρηκε, την προσκάλεσα στο σπίτι και ήρθε με χαρά….στο τραπέζι είχα στρωμένο το  κεντημένο τραπεζομάντηλο. Πλησίασε κι άρχισε να το χαϊδεύει….ανυποψίαστη εγώ, κρατώντας το δίσκο με τα νερά και το γλυκό, της είπα με ενθουσιασμό και καμάρι:  «Υπέροχο δεν είναι;  Και να φανταστείς το αγόρασα σ΄ένα παζάρι πάμφθηνα, μαζί με άλλα καταπληκτικά κεντήματα !!! Θυμάσαι που μας έδινες καμβά, κλωστές και βελόνες και μας μάθαινες  τη σταυροβελονιά, το πλακέ, τη ριζοβελονιά…εσύ με έμαθες να κεντάω!!!»

Εκείνη τη στιγμή πρόσεξα τα βουρκωμένα μάτια της και παραλίγο να φύγει ο δίσκος από τα χέρια μου, «δικό μου είναι, εγώ το κέντησα  κόρη μου, μου είπε με τρεμάμενη και πικραμένη φωνή, τούτο και άλλα πολλά, το είχα χαρίσει στη νύφη μου…..»




2. Οι διακοπές που ονειρεύομαι!

Γύρισα τις σελίδες στο ημερολόγιο της ζωής μου. Μια σύντομη αναδρομή και μια εσωτερική λαχτάρα, μου υπογράμμισε την πίκρα μέσα μου, για όλα τα προηγούμενα χρόνια που είχα να κάνω διακοπές. Αποφάσισα αυτό το καλοκαίρι, τίποτα να μη με κάνει να κλειστώ στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μου, σε μια πόλη που καίγεται από το λιοπύρι του Αυγούστου.

Η αναμονή, ήταν πνοή αναγέννησης για την  ψυχή μου, που για να την κάνω εντονότερη, σαν τον ασθενή που βιάζεται για την ίαση, άρχισα από νωρίς τα σχέδια. Κάπου στο υποσυνείδητο, παραφύλαγε ένας μικρούλης φόβος για τα απρόσμενα εμπόδια που σου γκρεμίζουν τις ελπίδες άπονα, χωρίς καμία τύψη. Αλλά απέφευγα να τον ταΐζω.

Να πήγαινα άραγε σε βουνό; Να έτρεχα ξέγνοιαστη ανάμεσα στα καταπράσινα δέντρα ρουφώντας άπληστα το καθαρό οξυγόνο και να αφήνω τη ματιά αμολητή να τρέχει σε λιβάδια και σε λόγγους, συλλέγοντας εικόνες, από πανέμορφα ηλιοβασιλέματα και έναστρο ουρανό;  Δέλεαρ για τη φαντασία μου οι διακοπές στο βουνό.
 Μα γρήγορα η αντιπολίτευση του μυαλού μου, κατέθεσε τη δική της πρόταση. "Θάλασσα." Είσαι γεννημένη σε μια χώρα, που φημίζεται για τα νησιά της και η θάλασσα της είναι πολύφερνη νύφη. "Ο κύβος ερρίφθη".
Διάλεξα σαν κλασσική Ελληνίδα τη θάλασσα.
 Αλλά σε ποια κουκίδα στεριάς θα πάω να γεμίσω το κενό των προηγούμενων χρόνων; Σίγουρα όχι σε ένα νησί κοσμικό. Αντιπαθούσα ό,τι καθιερωνόταν επειδή ήταν της μόδας. Εγώ ήθελα κάτι πιο παραδοσιακό. Ήθελα  ένα νησί με σοκάκια ανάμεσα σε σπίτια γραφικά, που στα μάτια μιας αστής σαν και μένα, μοιάζουν σαν μικρά παλάτια. Πόσο μακαρίζω όσους έχουν την τύχη να ζουν μακριά από τη τσιμεντούπολη!

Το πρωί καφές, δίπλα στο κύμα. Και μάλιστα, στο σημείο εκείνο που έρχεται με νάζι, σκάει και σου πετάει πιτσιλιές. Και σαν κάνεις πως το πιάνεις, υποχωρεί με τσαχπίνικες φιγούρες χορευτή,  καλώντας σε να γίνεις η ντάμα του.   
Κι έπειτα να αφεθείς στη λαγνεία του νερού. Και την ώρα που  η δροσιά του σου ξεπυρώνει το κορμί, να έρχονται οι αχτίδες,  του ήλιου απεσταλμένες,   να στο ξαναζεσταίνουν. Αυτό το αντιπάλεμα ανάμεσα τους είναι υπέροχο. Και στο τέλος, κουρασμένη από τον ήλιο και το κύμα, γεμάτη κόκκους άμμου, σαν αφηρημένη ζωγραφική στο δέρμα από κάποιον άγνωστο  καλλιτέχνη, να διαλέγεις ένα μαγαζάκι από αυτά με το μαυροπίνακα που γράφουν το μενού με κιμωλία. Χωριάτικη, καλαμαράκια, χταπόδι, ένα σωρό  καλούδια.

Και να λιώνεις από τη δροσερή γεύση μιας  ανεπανάληπτης χωριάτικης σαλάτας που μοσχομυρίζει, ενόσω περιμένεις τα φρέσκα ψάρια που μοσχοβολούν αλμύρα και το χταπόδι στα κάρβουνα.  Και κουρασμένη πια το βράδυ, ξαπλωμένη στην αμμουδιά, κοιτώντας τα άστρα και ακούγοντας τον παφλασμό του νερού, να βγάζεις κοροϊδευτικά τη γλώσσα στο χρόνο λέγοντας του. "Αυτές οι στιγμές είναι δικές μου.
Ψιτ! Δίνε του!" Και με ενδόμυχη ικανοποίηση, να τον βλέπεις να φεύγει με σκυφτό κεφάλι. 




3. Το μήνυμα με την κιμωλία

Κλείστηκε μες το παλάτι του
να καταχωνιάσει τους φόβους,
να κρύψει τις ανασφάλειές του.
Και ύστερα βγαίνοντας στην πόλη
να χαιρετά τον κόσμο καμαρωτός και λαμπερός.

Γιατί ο κόσμος είχε απαιτήσεις υψηλές.
Μόνο τα βράδια ηρεμούσε κοιτώντας τον ουρανό.
Αναλογιζόταν τα νεανικά σχολικά χρόνια,
όταν έγραφαν με κιμωλία στον πίνακα:
Να μη ξεχάσω να ζω.
Ένα αστέρι έπεσε.
Δεν χρειαζόταν ευχή.
Θα έκανε από αύριο κιόλας πράξη όσα λαχταρούσε
χωρίς να υπολογίζει τον κόσμο γύρω του.
Και θα αγόραζε έναν πίνακα για να γράφει 
κάθε μέρα κάτι πολύτιμο.




4. Αναγέννηση

Όταν ο ουρανός σκοτείνιαζε και τα φώτα έσβηναν, πήγαινε κοντά της και καθόταν ήσυχα δίπλα της. Πριν καταπιεί τα αμέτρητα χάπια που της έδιναν, μπορούσε να συζητήσει μαζί του κάτω από άλλες συνθήκες. Κι εκείνος την άκουγε. Και την κοιτούσε στα μάτια. Χωρίς να βλέπει τους μαύρους κύκλους, τα πρησμένα μάτια, τα γεμάτα αγωνία. Τον φόβο, για τον ίδιο της τον εαυτό.

-Αν είχαμε γνωριστεί έξω στην πόλη, θα με πρόσεχες;
-Και τώρα σε προσέχω.
-Εννοώ με άλλον τρόπο, ξέρεις τώρα.
Της χαμογέλασε τρυφερά.
-Θα σε βοηθούσε η απάντησή μου;
-Όσο δεν φαντάζεσαι.
-Θα σε πρόσεχα όπου και να ήσουν, όπως και να ήσουν. Με έναν ανεξήγητο τρόπο με έχεις σημαδέψει.
-Θα παλέψω και για σενα, να βγω το συντομότερο. Θα με περιμένεις;
-Δεν υπάρχει λόγος να σε περιμένω. Είμαι ήδη εδώ.

Της φίλησε το χέρι και την άφησε να κοιμηθεί.
Πριν από τέσσερις μήνες, η άφιξή της στην κλινική του είχε αλλάξει την ζωή.
Ήταν το πιο ελαφρύ περιστατικό και σύντομα θα έβγαινε. Με βαρύ ιστορικό στις πλάτες της. Τροχαίο από το οποίο σώθηκε μόνο εκείνη και χάθηκε ο άντρας της και το μικρό τους παιδί. Την θαύμαζε. Κι ας υπέκυψε στις πληγές της. Ήταν σίγουρος πως θα γεννηθεί ξανά, το βλέπει κάθε μέρα στα μάτια της.
Κάποιες φορές έπιανε τον εαυτό του να τρομάζει για το μετά. Εκεί ήταν το δικό τους παλάτι, προστατευμένοι και είχαν τα δικά τους βράδια ανενόχλητοι. Μετά;

Την ίδια μέρα που θα έβγαινε, της έφερε έναν μαυροπίνακα στο δωμάτιο γράφοντας πάνω με άσπρη κιμωλία το αγαπημένο τους τραγούδι.

Στα χέρια της, τής έκλεισε ένα χαρτάκι και αποχώρησε για να μη γίνει αντιληπτός από το υπόλοιπο προσωπικό.


"Από σήμερα ξεκινά η δεύτερη ζωή σου.
Θα σε περιμένω αύριο στις 8μμ
στο μέρος που σου υποσχέθηκα."

Τα σημάδια στα χέρια της είχαν αρχίσει να υποχωρούν..





5.   Οι Ερινύες

Ήταν μια συνηθισμένη βραδιά. Περπατούσα στην πόλη  χωρίς σκοπό, παρέα με τις σκέψεις μου που  συναγωνίζονταν ποια θα με συντροφέψει. 
Ο ουρανός υποκλινόταν στις ορέξεις της νύχτας  και το φεγγάρι   προσπαθούσε να ρίξει το φως του στη γη.
Φτάνοντας στην άκρη της πλατείας στάθηκα να ανασάνω το άρωμα από τα άνθη των θάμνων της Αγγελικής. Μοσχοβολιά παντού! Ήταν το αγαπημένο της λουλούδι! 
Λίγοι μοναχικοί διαβάτες περνούσαν απαθείς από  το  σεργιάνι της άνοιξης , μα και αδιάφοροι. Ο κόσμος είχε κορέσει ήδη την περιέργειά του και είχε αφήσει έρημη τη εικόνα  της νεκρής. Πόσο πεινά η περιέργεια όταν πρόκειται για γεγονότα ανατριχιαστικά! 

Κάτω στις πλάκες ξεχώριζε αχνά το περίγραμμα του σώματος που με κιμωλία είχε χαράξει η αστυνομία πριν λίγες μέρες. Ακόμη και  η ασπροκόκκινη κορδέλα  πεισματικά κρατιόταν  στη θέση της. Κοιτούσα το σημείο που έπεσε αφύσικα ένας δικός μου άνθρωπος. Ήταν κάτι που περίμενα να συμβεί αλλά που δεν  πίστευα ότι είχε ήδη συμβεί. Προσπαθούσα να φανταστώ εκείνες τις ώρες της. Δεν υπέφερε τις τελευταίες της στιγμές, σκέφτηκα ανακουφισμένος. Μήπως όμως επειδή βασανίστηκε όσο ζούσε;  
Δεν ξέρω γιατί ήλθα απόψε εδώ. Τα βήματά μου με οδήγησαν στο σημείο που η αδελφή μου πέθανε ανήμπορη και μονάχη μια νύχτα πριν λίγες μέρες. Στην αρχή μίλησαν για δολοφονία. Ο ιατροδικαστής απεφάνθη ότι τα ναρκωτικά και το αλκοόλ προκάλεσαν καρδιακή ανακοπή.
Πόνεσα; Ναι πόνεσα αν και η ανακούφιση που ήλθε- ακάλεστη άραγε;- έφερε παρέα και τις τύψεις. Γιατί δεν έκανα περισσότερα να την αποσπάσω από τη ζωή που επέλεξε. Αν και προσπάθησα να την πείσω ότι θα είχε άσχημο τέλος δεν κατάφερα τίποτε. Και δεν επέμεινα. Καβγάδες ήλθαν στη θύμηση μου, ξενύχτια που την περίμενα να γυρίσει...και η αποξένωση!
Μια νέα κοπέλα που βάλθηκε να αποκτήσει πλούτη και παλάτια με τον εύκολο τρόπο. Αγαπητικός-νταβατζής που την οδήγησε στην πορνεία και της έμαθε τα ναρκωτικά και η κατηφόρα απέκτησε μεγαλύτερη κλίση!

Θυμάμαι τους ψιθύρους συγγενών και φίλων στην κηδεία. Πόσο οξύνθηκε η ακοή μου την ημέρα εκείνη! Ερωτήσεις και απαντήσεις συγκεχυμένες. Μουρμουρητά αναμεμιγμένα με φόβο για τα  δικά τους κορίτσια, αλλά και αποστροφή! Υποθέσεις, ευχολόγια αλλά και κατηγορίες. ''Κρίμα, συλλυπητήρια'' έλεγαν φανερά σε μένα τον ίδιο. Αλλά σε κανέναν δεν κάκιωσα. Και εγώ σκέφτηκα τα ίδια πάνω κάτω με το που έμαθα το θάνατό της.
Τώρα, γυρνώντας στην καθημερινότητά μου ζω με τις τύψεις μου.
Επειδή είχα υποσχεθεί στους γονείς μου ότι θα είμαι φύλακας άγγελος της. 
Επειδή προσπάθησα τόσο λίγο. 
Επειδή σήκωσα το δείκτη και έδειξα την έξοδο όταν πήρε τον λανθασμένο δρόμο.
Επειδή δεν ήμουν αρκετός  αδελφός!




6. Δικαίωμα στο τέλος

Ένα δικαίωμα.
Μια άδεια καταστροφής.
Ένα παλάτι χτισμένο στην καρδιά της Μόρντορ.
Με σύνορα άχρηστα, σαν μια γραμμή κιμωλίας.
Και ο ουρανός μαύρος και τρύπιος.
Μα υπαρκτός και επιβλητικός σαν τον φόβο.
Εκεί στην άκρη της πόλης που δεν φτάνει καμία μελωδία.
Εκεί υπάρχει, διατηρείται και αυξάνεται.
Αυτή η τελική απόφαση.
Αυτό το δικαίωμα.
Το πιο δυνατό και το πιο σίγουρο.

Το δικαίωμα στο τέλος.




Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 7 - 14 πατήστε εδώ!
Για τις συμμετοχές 15 - 22 πατήστε εδώ!

Παίζοντας με τις λέξεις #8 (Συμμετοχές 7 - 14)



7. Ταπεινό κιόσκι

Στο ταπεινό κιόσκι της αγάπης 
άσυλο ζήτησα
Ανυπότακτη αντάρτισσα μιας πόλης στεγνής και άχρωμης
Κατάφορτης σε ψυχρά παλάτια και ακριβές ουτοπίες
Κατακλυσμένης από σταχτιές κι εύθραυστες
εικόνες ζωής 
και φόβους τέρατα
Φυτοζωούσα....
Γυρνοβολούσα σκιαγμένη καιρό
γυρεύοντας ψήγματα θαλπωρής κι ασφάλειας 
Μέχρι που αντίκρισα  μενεξεδί ουρανούς 
και ζωγραφισμένα με λευκή κιμωλία σύγνεφα
Οι φόβοι, σκιές στους τοίχους έγιναν με μιας
και χάθηκαν όλοι,
σαν τους φώτισε μαγικά,
η θαμβωτική φλόγα της Αγάπης
Έκτοτε λυτρώθηκα!




8. Παιχνίδι

Το χέρι αφήνω ανέμελα να στροβιλιστεί
Σαν κιμωλία που φεγγίζει στο σκοτάδι
Του βράχου η ανεμώνη, σαν μοσχοβολεί
Φεγγάρια να γλυστρούν, σε κάθε χάδι

Οι λάμψεις των ματιών, το φόβο να πνίγουν
Τα χνάρια της ανάσας ουρανούς να ανοίγουν
Καυτό το δέρμα να μυρώνει, της αυγής τ΄αγιάζι
Με κύματα  μεσοφοριού, π'  ιδρώτα στάζει

Βυθισμένα τα χείλη, σ' ένα κόρφο στιλπνό
Πύλες παλατιών ανοίγουν, με βουβό στεναγμό
Αστεριών μονοπάτια, μυστηρίων χρησμών
Με κορμιά μαγεμένα, στο χορό των λυγμών

Στης κέρινης της ρεματιάς, των λείων γοφών
Πόλης πορτοκαλένιας, χυμών κατακλυσμός
Του ιχνιλάτη άναρχα, παιχνίδια  μαστών
Πόθοι ανεμίζουν, βυθίζεται ο πειρασμός

Προορισμοί μελωδικοί, μακάριας αρμονίας
Των άγριων των μελισσών, που νέκταρ ψάχνουνε
Σε θάλασσα ηδονική, πνιγμοί αγωνίας
Θριάμβους σκέψης κι αγγιγμάτων φτιάχνουνε

Όταν ο έρωτας βυθίζεται στο όνειρο, δυναμώνει
Όταν βυθίζεται στην ολοκλήρωση, παγώνει




9. Το σπίρτο

Ξαφνικά ένα εκτυφλωτικό φως κι ένας εκκωφαντικός κρότος έκρυψε το σπίτι Χάθηκαν ολότελα οι μαργαρίτες οι τριανταφυλλιές και τα μοσχομπίζελα Η ογδοντάχρονη μάνα με τα κλαμένα μάτια και τα αχνογέλαστα χείλη Κι η ασβεστωμένη μάντρα που ποτέ δεν της πήραν του έρωτα μυστικό χάθηκε κι αυτή στην κραυγή της πόλης 
Έτριψε τα μάτια με το παιδικό της μαντήλι Το φύλαγε πάντα στην τσέπη της Αποκούμπι του φόβου της
Σαν να της φάνηκε πως ακόμα κρατούσε πάνω του τη μυρωδιά απ' το λουλάκι την αψάδα από την αλισίβα το κάμα απ' τον ιδρώτα

-Μάνα! τι άνεμοι πέρασαν απ' τα μικροσκοπικά σου χέρια;
Παλάμες αργασμένες Ρόζοι σκληροί που μόνο στο μαύρο σου τσεμπέρι μιλούσαν Πως να τρυφερέψουν κλειστοί οι ουρανοί
-Αχ μάνα πόσο εύκολα συμμάχησες με την αξίνα και με την οργή της ασπαλαθιάς και πόσο ο καιρός ασυμπόνεστα ξέχασε να σου δώσει το μερτικό σου...μια κιμωλία να χρωματίσεις τα μαύρα σκίνα του κήπου!

Σ' έσκαψε ο χρόνος μετά το θάνατο του πατέρα Έσκυψε το κορμί σου σαν όπως σκύβει παραπατώντας ο μεθυσμένος στα σκαλοπάτια του καπηλειού
Δεν τον ημπόρεσε αυτόν το θάνατο Μεγάλος έρωτας Μακρινά ξαδέρφια οι δυο τους Στέγνωσε η μάνα Τραβήχτηκε απ' τη ζωή Έκλεισε την πόρτα στους γειτόνους και μόνο στο μεροκάματο έστρεψε τη σκέψη της στο αγώι και στα δυο της ορφανά
Μεγαλώσαμε μες την καταφρόνια και την ορφάνια με τη μάνα να γδέρνει τα μνήματα και κάθε απόγευμα στο σπίτι να ανάβει εμπρός στη νυφική φωτογραφία το καντήλι αποθέτωντας ευλαβικά ένα ματσάκι άνθη κατά το πλείστον μαργαρίτες στη μνήμη του
Που τις έβρισκες βρε μάνα μες το καταχείμωνο τις μαργαρίτες
όταν όλα γύρω χείμαζαν νεκρά;
Αχ μάνα! Ποτέ δεν μας πήγες στα εαρινά σου περβόλια εκείνα που μες στην καρδιά καλά κρυμμένα τα φύλαγες κακές γλώσσες μη τα μολύνουν

Τι να ήταν αυτή η σκοτεινιά; Ο καιρός στου Απρίλη το ευωδιαστό μίσχο δεν προμήνυε καταιγίδα Έλαμπε ο ήλιος μέχρι πριν λίγο στο κάδρο τ' ουρανού όπως έλαμπε το χρυσό σου χαμόγελο ανακουφισμένο μετά την πάστρα στην αυλή του παλατιού σου
Όταν συνήλθε μετά το πρώτο σοκ είδε τις φλόγες να καταπίνουν το σπίτι
Είδε τον ουρανό να μεριάζει να διαβούν δυο ψυχές σφιχταγκαλιασμένες με κίτρινα στεφάνια στα μαλλιά Άγγελοι έμοιαζαν αληθινοί
Όταν τελείωσε το κακό κι οι φλόγες απόστασαν πια να καίνε το πρώτο  που αντίκρισε σαν μπήκε στο σπίτι ήταν ένα μάτσο ολόφρεσκες μαργαρίτες δίπλα στα άψυχα χέρια της μάνας της κι έπειτα εκείνη τη νυφική φωτογραφία θάνατο να καπνίζει 
Στο γκάζι ένα μπρίκι Ετοίμαζε φαίνεται το βραδινό της γεύμα Μια κούπα τσάι του βουνού και μια φρυγανιά όπως συνήθιζε Οκτώ η ώρα το βράδυ Την ώρα εκείνη ακριβώς που άναβε επί πενήντα συναπτά έτη το καντήλι
-Αχ μάνα έφυγες αναπαμένη κι αβαρής σαν φτερό
Έφταιξε το αίμα είπε το χωριό κι αυτό ήταν που την εκδικήθηκε!

Στο ξόδι της όλοι κρατούσαν κίτρινες μαργαρίτες από εκείνες τις ολόφρεσκες της καρδιάς που ανθούν ολοχρονίς και ποτέ δεν χειμάζουν
Οι μαργαρίτες σου μάνα που κρυφά με μύησαν σ' ένα αδιάψευστο μέχρι τέλους σ'αγαπώ!



10. "Φτου ξελευτερία!"

Κάθεται σιωπηλή μέσα στο λουξ διαμέρισμά της, βυθισμένη σε μια κουνιστή, ξυλόγλυπτη πολυθρόνα και ταλαντεύεται πέρα δώθε, εδώ και ώρες. Έχει σκοτεινιάσει, μα δεν θέλει να ανάψει κάποιο φως. Θαρρείς κι έσβησε, σαν τη μέρα κι αυτή, μέσα στη σιωπή της.
Οι σκέψεις της παλαντζάρουν στο τώρα και στο χτες..... Αλέκιαστη η μνήμη, καθάρια, σαν να μην πέρασε ο χρόνος...

Καλπάζει σαν άγριο άτι,  σε δροσερά ρυάκια και καταπράσινες συστάδες δέντρων. 
Βλέπει χαμόγελα, φωτεινά πρόσωπα, πυρετικές εξάψεις, λερωμένα χέρια, γδαρμένα γόνατα, ακούει γέλια, φωνές παιδικές... 
"97, 98, 99,100 φτου και βγαίνω"!  
Πόση λαχτάρα είχε, να είναι πάντα τελευταία και να φωνάξει με χαρά "φτου ξελευτερία" για να σώσει τους φίλους της!

Έπειτα πάει στην πλατεία του χωριού... Εκεί, όλοι οι φίλοι μαζεμένοι, παίζουν αχόρταγα... Πεντόβολα, αμπάριζα, τσέρκι,  καλημέρα βασιλιά, και το αγαπημένο της κουτσό! Πάνω στις πέτρες σχηματισμένα ορθογώνια και αριθμοί με κιμωλία. Με πόση χάρη πετούσε το κεραμιδάκι της, μα και με πόση χάρη πηδούσε κουτσό όλα τα κουτιά και το έσπρωχνε μετά, χωρίς να χάσει ούτε μία φορά. "Κόμισσα αήττητη" την φώναζαν όλα τα παιδιά.
Το σούρουπο, όταν τα πρώτα αστέρια στόλιζαν τον ουρανό, ο κήπος λαμπύριζε από τις κωλοφωτιές. Και τότε παραβγάζονταν, ποιος θα εντοπίσει τις περισσότερες!

"Στη νυχτιά μας μια πυγολαμπίδα, των αρχαίων η μνήμη, ψευτοφέγγει…"  της ήρθαν στο νου τα λόγια του ποιητή και τότε η ασάλευτη φιγούρα της κινήθηκε. Το χέρι έψαξε στην τσέπη της ρόμπας το μαντηλάκι της, ένα δάκρυ νοσταλγικό να σκουπίσει...

Κλείνει τα μάτια κι είναι στο χωριό, στα χώματα ξαπλωμένη. Μετράει άστρα, τρισευτυχισμένη. Χωρίς αγωνίες και φόβο για το αύριο.
Ανοίγει τα μάτια και είναι βιδωμένη στην κουνιστή καρέκλα της, στο ακριβό παλάτι που έχει νιώσει φυλακή από την πρώτη στιγμή που την έφεραν εδώ τα παιδιά. 
"Να είσαι κοντά μας ρε μάνα, να μην έχουμε την έγνοια σου", της είπαν και την έσυραν, αιχμάλωτο ζώο σε χρυσό κλουβί, σε μια πόλη που δεν αγάπησε ποτέ...

Αχ η στραβοπατημένη ψυχούλα της ξέρει μόνο πόσο πολύ πονά κι υποφέρει.
Και τώρα, η ίδια αυτή ψυχή παίζει τρελά κρουστά. Ιχνηλατεί δρόμους στο χτες.

Παίρνει βαθιά ανάσα. Πάει πάλι πίσω. Είναι πάλι εκεί. Νιώθει στο πρόσωπο τα χνώτα του πατρικού. Φακή της μύρισε κι ας τη μισούσε, σαν να γλυκάθηκε...
Βγαίνει μετά στη χωμάτινη αυλή. Γίνεται άνεμος και παραβγαίνει τις ηλιαχτίδες. 
Τρέχει να συναντήσει την παλιοπαρέα. 
"Άντε ντε! Άργησες! Ξημερωθήκαμε, "κόμισσα αήττητη"!
Έρχεται η σειρά της στο κουτσό. Με χάρη πηδάει, στο ένα πόδι και πετάει έξω το κεραμίδι της. Κλείνει το μάτι στα παιδιά. Τον κράτησε τον τίτλο της !

"Έλα, κρυφτείτε! τα φυλάει ο Διαμαντής!"
Ω τι καλά! Είναι πάλι τελευταία στο κρυφτό!
"Φτου ξελευτερία" φωνάζει με όλη της τη δύναμη και γέρνει εξουθενωμένη στο πλάι...
Την άλλη μέρα τα παιδιά της θα κλάψουν που έχασαν τη μάνα.
Δεν θα μάθουν ποτέ πως αυτή λευτερώθηκε για πάντα!



11. Το τάμα

Άνοιξε την πρόσκληση του γάμου τους η Αρτεμώ και χαμογέλασε ευτυχισμένη, κοιτώντας τα δυο χρυσά αρχικά τους Αργύρης-Άρτεμη να προσκαλούν φίλους και συγγενείς στην χαρά τους.
Όλα έγιναν όπως τα είχε ονειρευτεί από παιδούλα.
Μαζί μεγάλωναν με τον Αργύρη και μαζί τους μεγάλωνε και η αγάπη τους.
  "Θα σου χτίσω ένα μεγάλο παλάτι και θα σε κάνω βασίλισσα Αρτεμώ μου" της έλεγε όταν βρίσκονταν στα κρυφά πίσω από το εξωκλήσι της Βαγγελίστρας.
Έτρεμε σαν πουλάκι όταν ακουμπούσε τα χείλη του στα δικά της και βούλιαζε στους ωκεανούς των γαλάζιων  ματιών του η Αρτεμώ. Ποτέ δεν μπόρεσε να μετρήσει τις πολύχρωμες πεταλούδες που πετάριζαν γύρω τους, σε κάθε άγγιγμα του..

Και ήρθε ο καιρός που ο Αργύρης έπρεπε να φύγει. 
Είχε περάσει στην κοντινή πόλη  στην σχολή εμποροπλοιάρχων που ήταν και το όνειρό του..την αγαπούσε την θάλασσα όπως και την Αρτεμώ του.
Ήταν ο πρώτος μικρός χωρισμός τους και η Αρτεμώ  ένοιωσε την καρδιά της να πονά για πρώτη φορά.
Που να φανταζόταν ότι η ζωή της δίπλα στον Αργύρη θα ήταν από εδώ και πέρα πολλοί μικροί αποχαιρετισμοί.

Τον ήθελε ολότελα  δικό της η Αρτεμώ τώρα που έγιναν ανδρόγυνο. Δεν ήθελε πια να τον μοιράζεται με την θάλασσα.
Όμως έκανε υπομονή μέχρι να φτιάξουν τα οικονομικά τους και εκείνος να την αφήσει την θάλασσα, όπως της είχε υποσχεθεί.
Τα χρόνια περνούσαν και εκείνος ακόμα ταξίδευε.
Σε κάθε μπάρκο του Αρτεμώ πήγαινε στην Βαγγελίστρα της, άναβε ένα κερί και την παρακαλούσε να της τον προσέχει.

Και ήρθε εκείνος  ο χειμώνας  με ένα ουρανό βαρύ να έχει κατεβάσει τα πιο μαύρα του σύννεφα  ενώ ο άνεμος λυσσομανούσε, σηκώνοντας τεράστια κύματα σαν να ήθελαν να καταπιούν το καράβι που βρέθηκε  μέσα σ αυτήν την θύελλα.
Ο καπετάνιος κατάλαβε ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα αυτή τη φορά.
"Βαγγελίστρα μου βόηθα..!!!" έκανε τον σταυρό του ο Αργύρης.
Δεν πρόλαβε να αποσώσει τα λόγια του και το καράβι άρχισε να γέρνει. Ίσα που πρόλαβαν να πέσουν μαζί με το πλήρωμα στην θάλασσα.
Θα ήθελε να μπορούσε να πάρει μια κιμωλία και να  σβήσει από μέσα της τον φόβο.
Όμως δεν μπορούσε, γιατί εκείνος τρύπωνε ακόμα πιο βαθιά στην καρδιά της.
"Βαγγελίστρα μου βόηθα..!!" και εγώ θα έρχομαι να σου ανάβω κάθε μέρα το καντήλι σου.
Αξημέρωτα άνοιξε την τηλεόραση την ώρα που ο παρουσιαστής των ειδήσεων  έλεγε για το ναυάγιο της <ΕΛΠΙΔΑΣ> και πως σώθηκαν όλοι οι ναυτικοί  με τον καπετάνιο τους. Τους περισυνέλεξαν ταλαιπωρημένους αλλά ζωντανούς. Σε λίγες μέρες θα γύριζαν στην πατρίδα.
"Σε ευχαριστώ Βαγγελίστρα μου!!!" έκανε τον σταυρό της η Αρτεμώ, και ξεκίνησε για το τάμα της.

Από τότε και για όλα τα χρόνια της ζωής της έβλεπαν οι συχωριανοί την Αρτεμώ ακόμα και με το μπαστουνάκι της και τα άσπρα της μαλλιά να ανεβαίνει στο ξωκλήσι της Βαγγελίστρας για να ανάψει το καντήλι Της.




12. Το μπλε πουκάμισο

-Κατίνααααα!!!! Που στο καλό είναι το μπλέ μου πουκάμισο !!!! Δεν υπάρχει πουθενά….κι εσύ τι κάνεις πρωϊνιάτικα χωμένη στην αποθήκη;;;
-Βάφω και μη φωνάζεις. Το μπλε πουκάμισο είναι ασιδέρωτο και δεν πρόκειται να απαντήσω ξανά στο Κατίνααα….Τίνα είπαμε, τέλος.
-Καλά με δουλεύεις πρωί-πρωί και βιάζομαι, έχω δικαστήριο σήμερα και δε βρίσκω πουκάμισο να φορέσω….η ντουλάπα μου είναι γεμάτη άδειες κρεμάστρες….
-Μη φωνάζεις και με ταράζεις Πετροπαναγιωτόπουλε…γιατί έχω τα αλλεργικά μου, τα ψυχολογικά μου και πονάει και η κοιλιά μου….
-Τι να μη φωνάζω, πας καλά χριστιανή μου, σε μία ώρα πρέπει να είμαι στον Άρειο Πάγο, έχω την υπόθεση του γιατρού…
-Αααα!!! Αυτό το  λαμόγιο που έπαιρνε τα φακελάκια, αυτόν δεν έπρεπε να τον αναλάβεις καθόλου, αυτοί δεν θέλουνε δίκη, καθάρισμα θέλουνε επί τόπου….
-Καθάρισμα θέλεις εσύ, για βγες από κεί να  μου βρεις πουκάμισο, γιατί υπάρχει φόβος να μην προλάβω….
-Βάλε αυτό που φόραγες χθές, η Μιρέλα έχει πάθει διάστρεμμα κι έχει τρεις βδομάδες να έρθει, μην το κάνεις θέμα…..
-Έχεις τρελαθεί τελείως μου φαίνεται, θα βάλω το μπλε κοστούμι με το λαδί πουκάμισο, που είναι και καταϊδρωμένο, γιατί χθες διέσχισα σχεδόν τη μισή πόλη με τα πόδια γιατί το κέντρο ήτανε κλεισμένο από διαδηλωτές;;;
-Την τύχη μου ….μέσα….περίμενε να καθαρίσω τα χέρια μου, γιατί βάφω αυτό το αριστούργημα, το παλιό κομοδίνο που βρήκε η Αμφιτρίτη στα σκουπίδια….αυτά τα χρώματα «κιμωλίας» κάνουνε θαύματα….
-Άσε τα λόγια κι έλα να κάνεις το θαύμα του σιδερωμένου πουκάμισου γιατί η υπομονή μου έχει ήδη εξαντληθεί και πες στη μυαλοκομμένη την αδελφούλα σου, αντί να μαζεύει πεταμένα έπιπλα από τα σκουπίδια, να μαζευτεί στο σπίτι της να κάνει κανένα φαΐ, ο δόλιος ο  Πανάρετος μου έλεγε τις προάλλες, ότι ζει σ΄ένα παλάτι και λιμοκτονεί….
-Μη με φουρκίζεις  Πετροπαναγιωτόπουλε !!! Ο «δόλιος» ο Πανάρετος με τα 5 μπαϊ πάς και τα 130 κιλά, ΛΙΜΟΚΤΟΝΕΙ….δεν είμαστε καλά, καθόλου καλά μάλιστα….θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει !!!
-Τελείωνε, γιατί βιάζομαι, το καταλαβαίνεις;;; Δε μπορούσες να φέρεις καμιά άλλη γυναίκα για το σιδέρωμα, γιατί και το συρτάρι με τα εσώρουχα έχει αδειάσει….τι να πω, ανάθεμα την ώρα που ξύπνησε μέσα σου το πάθος της δημιουργίας  κι άρχισες να τρέχεις στα σεμινάρια,  τώρα σε έχει απορροφήσει η καλλιτεχνία και  αδιαφορείς για όλα τα άλλα …..
-Ε βέβαια, δεν σου αρέσει !!! Σε ξεβολέψαμε βλέπεις, τα πουκάμισα στη σειρά σα στρατιωτάκια στην παρέλαση, οι κάλτσες, τα εσώρουχα στοιχημένα στη θέση τους, φαγητό από τα χεράκια μου πάντα, όλες οι απαιτήσεις του κυρίου σεβαστές και η Τίνα να φροντίζει για όλα, το σπίτι, τα παιδιά, τα κοινωνικά, για τη δουλειά μου δε συζητώ, Διοικητική Υπάλληλος Υπουργείου βλέπεις, ντρεπόμουνα και να το ξεστομίσω, ο καθένας σκεφτότανε αμέσως :  « κωλοβάρεμα και άγιος ο Θεός» κι ας απέχει πολύ από την πραγματικότητα,…..τώρα που βγήκα στη σύνταξη και τα παιδιά μεγαλώσανε…ε! νισάφι πιά !!! Δικαιούμαι να κάνω το κέφι μου!!!
-Ορίστε το σιδερωμένο πουκάμισο, τριάμισι λεπτά έκανα…
-Με αγχώνεις, με τρελαίνεις αλλά σ΄αγαπώ, έφυγα !!!!





13. Η αναζήτηση του φωτός

Ένα μικρό κορίτσι στη μέση ενός συνηθισμένου καβγά στην πόλη.  Έναν ακόμη από τους πολλούς. Φωνές! Από αυτόν και αυτήν. Θεέ μου, η ηρεμία δεν ήταν λέξη που γνώριζαν! Ο αγώνας πάντα ήταν για το ποιoς θα ακουστεί πιο δυνατά. Δεν είχε σημασία τι θα έλεγαν. Τα λόγια δεν ελέγχονται από το μυαλό, βγαίνουν μόνο για να πληγώσουν. Το κοριτσάκι στην μέση πάντα. Τι και αν ήταν εκεί! Πρέπει να γνωρίζει  πως είναι η κατάσταση και η ζωή. Τι και αν ήταν παιδί, είναι άνθρωπος και πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει ότι έρχεται.

Η σκηνή κάθε φορά η ίδια, μόνο το κοριτσάκι αλλάζει, μεγαλώνει. Κάθε φορά προσπαθεί και αυτό να φωνάξει, να πάει η φωνή πιο πάνω. Για να δηλώσει παρόν,  έτσι είναι το σωστό. Η φωνή δείχνει δύναμη. Η φωνή κάνει τους άλλους να σε προσέχουν. Μα γιατί δεν πιάνει εδώ;
Εδώ χάνεται όλη η δύναμη που νομίζεις ότι έχεις. Πάλι το κοριτσάκι χάνει! Τώρα η αλήθεια πρέπει να λέγεται ήσυχα και σιωπηλά. Πάμε πάλι από την αρχή. Το κοριτσάκι εγκλωβίζεται σε έναν κόσμο που δεν πρέπει να λέει πολλά, μόνο να ακούει, μόνο να επικροτεί το τι λένε οι άλλοι. Να παραμένει δίπλα στις εξελίξεις, όχι μέσα.

Αυτός φεύγει. Όχι πως ήταν πραγματικά ποτέ εκεί. Το κοριτσάκι πλέον πήρε την θέση του στους καβγάδες. Γιατί εκείνη δεν έχει πλέον κάποιον να φωνάζει. Γιατί το κοριτσάκι δεν είχε μάθει άλλο τρόπο έκφρασης και επικοινωνίας, μόνο φουρτούνα και ντεσιμπέλ. Είχε πιστέψει ότι θα ήταν πάντα έτσι. Ότι θα ήταν όλοι οι άντρες σαν εκείνον, άφαντοι παρόντες. Ότι  θα επαναλάμβανε το δικό τους λάθος, στην δική της ζωή. Είχε πιστέψει ότι μόνο η μοναξιά είναι εκείνος ο δρόμος που δεν θα έχει φωνές, φουρτούνες και πόνο.

Ώσπου, ο εξανθρωπισμός του παραμυθιού ήρθε και της χτύπησε την πόρτα. Ήρθε πολύ φυσικά. Χωρίς να το περιμένει. Χωρίς να το είχε ζητήσει.  Δεν ήρθε μαγικά. Δεν υπήρχε άλογο, παλάτι. Κανένας ιππότης. Ήταν αληθινό, πραγματικό. Με τα καλά και τα όμορφα. Με τα στραβά και τα ανάποδα. Ήταν κάτι δικό της. Ο φόβος με την μορφή της αγάπης στο πρόσωπο του.
Πολλοί μπορεί να πουν ότι μοιάζει με εκείνον που έφυγε. Άλλοι ότι το κοριτσάκι είναι πολύ διαφορετικό από αυτόν που ήρθε. Αλλά μόνο εκείνη ξέρει την αλήθεια, λευκή σαν κιμωλία!

Οι φωνές σταμάτησαν. Ησυχία και γαλήνη επικρατεί στο κεφάλι της πλέον. Εκείνος την βοηθάει να τις αντιμετωπίζει. Και τις φωνές που συνεχίζουν να εισβάλλουν στην ζωή της. Της θυμίζει πάντα πόσο δυνατή είναι και δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα παραπάνω. Δεν έχει ανάγκη να φωνάξει για να το καταλάβουν!

Το φως στον ουρανό που έβλεπε τελικά δεν ήταν ψεύτικο. Υπήρχε. Το έβλεπε. Βάδιζε προς την κατεύθυνση εκείνη και ας της έλεγαν πως ήταν σε λάθος μονοπάτι. Το φως που σου δείχνει η ψυχή σου ποτέ δεν είναι και δεν πρέπει να είναι λάθος.




14. Αγάπη απάτητη γη

Με μια κιμωλία αγκαλιά
ένα παλάτι ζωγράφισες, στα σύννεφα ψηλά
Τα ύψη με φοβίζουν
όταν τα πόδια μου δεν αγγίζουν στεριά
Μα είπες μη το σκέφτεσαι
Θα 'μαι και εγώ εκεί κοντά

Είναι η αγάπη
Απάτητη γη
Ο φόβος  μπροστάρης
Αυτός οδηγεί

Άγγιξε τα φτερά του ουρανού
Μα το χέρι τράβηξε πρωτού
τα όνειρα σου γραπώσουν το νου
Μια ιδέα μόνο να έχεις, μέρος σεναρίου μην γίνεις βαρετού
Χρώματα η πόλη αλλάζει
Η βοήθεια της δύσης μας ξεπερνά
Η αγάπη ανάμεσα στα σύννεφα οργιάζει
Το κόκκινο αίμα του ορίζοντα έφερε πιο κοντά

Αγάπη απάτητη γη
Ονειροβατείς  τη συνήθεια
Ζεις στη σιωπή
Τον ταυτόχρονο παλμό κάνεις αλήθεια

Και αυτή η αλήθεια κυριαρχεί



Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 15 - 22 πατήστε εδώ!
Για τις συμμετοχές 1 - 6, αλλά και για να βαθμολογήσετε, πατήστε εδώ!