Μέσα στη νύχτα το γνώριμο τοπίο έμοιαζε να μεταμορφώνεται σε ένα άγνωστο σκηνικό, που στήθηκε για να φιλοξενήσει τη μεγαλύτερη τραγωδία. Ο χορός είχε λάβει ήδη θέση στο κεφάλι του και δεν προμήνυε τίποτα καλό. Το αυτοκίνητο έπαιρνε τις στροφές του ανηφορικού δρόμου με αβεβαιότητα. Σαν να μην ήθελε να προχωρήσει.
Κοίταξε την ώρα..."είναι τρεις τα ξημερώματα, το σκοτάδι μου μετρώ"...πώς του ήρθε ο στίχος, ούτε που ξέρει. Η ώρα ήταν πέντε. Κι αυτός μετρούσε εδώ και καιρό τα σκοτάδια του.
Αναρωτήθηκε τι τον έκανε να μπει στο αυτοκίνητο απόψε, για να κάνει όλο αυτό το δρόμο.
Ίσως έφταιγαν οι παύσεις που ακολουθούσαν τα λόγια της νωρίτερα το βράδυ στο τηλέφωνο.
Μεγάλες παύσεις, φλύαρες παύσεις, που δεν μπορούσε πια να υποκρίνεται πως δεν ακούει.
Ένιωθε από καιρό πως κάτι δεν πήγαινε καλά.
Δεν έπρεπε να φύγει. Όμως χρειάζονταν τη δουλειά. Όταν εκείνη αρνήθηκε να τον ακολουθήσει, είπε πως καταλάβαινε. Τη δικαιολόγησε μέσα του. Σκέφτηκε πως δεν ήθελε να αφήσει το σπίτι που έστησαν μαζί για να μείνει μαζί του σε μια γκαρσονιέρα στην άλλη άκρη της χώρας.
Όχι, πανάθεμά τον, δεν καταλάβαινε. Απλά δεν ήθελε να ψηλαφίσει καθόλου το αόριστο σχήμα εκείνης της άρνησης, να της δώσει την τελική αποκρουστική μορφή που με δυσκολία διέκρινε.
Το βλέμμα το αμετάπειστο που είχε καρφωθεί ανελέητα στο δικό του, τον πλήγωσε πολύ τότε, μα το δικαιολόγησε κι αυτό.
Οι μήνες που πέρασαν δεν ήταν καθόλου εύκολοι.
Σκληρή δουλειά όλη την εβδομάδα και κάθε Παρασκευή να έχει έτοιμα τα πράγματά του για να επιστρέψει κοντά της.
Την Κυριακή ακολουθώντας την αντίθετη πορεία, έφτανε πάλι εκεί που η μοναξιά του τον περίμενε αδιάντροπα σκληρή, στρώνοντάς του τα αγκάθια που θα τον συντρόφευαν όλη την εβδομάδα, μέχρι την ώρα της Παρασκευής που θα έφευγε ξανά.
Ούτε μία φορά δεν ήρθε εκείνη.
Άνοιξε το ραδιόφωνο. Με το που ξεχύθηκε η μουσική στο αυτοκίνητο, άπλωσε το χέρι και το έκλεισε πάλι.
Ένιωθε πως οι στίχοι των τραγουδιών ήθελαν να τον παραπλανήσουν. Να τον κοροϊδέψουν.
Σε λίγο θα έφτανε. Είχε το κουράγιο που απαιτούνταν, για να γίνει τώρα το ξεκαθάρισμα; Ένιωθε τόσο κουρασμένος. Το μόνο που ήθελε ήταν να κοιμηθεί. Τα βλέφαρά του βάρυναν. Το αυτοκίνητο συνέχισε την πορεία που ολοκλήρωσε την τραγωδία κι ένα μαύρο φως τύλιξε για πάντα τις σκέψεις του.
Ο τίτλος είναι στίχος από το τραγούδι "Μαύρο φως"...κάποιοι στίχοι πλέχτηκαν και με την ιστορία με την οποία συμμετέχω στις "Ιστορίες της Νύχτας" που σκέφτηκε η Αριστέα!
Το παιχνίδι μας "Παίζοντας με τις λέξεις" περιμένει τις συμμετοχές σας, μέχρι και τις 8/5/2015 στις 8 το βράδυ στο almikr@gmail.com
Σας θυμίζω πως το στοίχημα είναι να χρησιμοποιηθούν οι πέντε λέξεις μας: τζάμι, φιλί, βιβλίο, κερί, αγανάκτηση, σε ποιήματα ή πεζά που δε θα ξεπερνούν τις 500 λέξεις!
Μην ξεχνάτε πως από αυτό το παιχνίδι, οι δημιουργίες μας θα συνοδεύονται από φωτογραφίες.
Αν μπορούμε για φωτογραφίες που δεν είναι δικές μας, παραθέτουμε την πηγή τους.
Για παραπάνω πληροφορίες πατήστε εδώ!