Κατέβαινα με χάρη τη μεγάλη σκάλα. Η μεταξωτή λευκή
τουαλέτα ανέμιζε γύρω μου κι εγώ καμάρωνα τα γάντια μου. Από όλα όσα φορούσα τα
γάντια που έφταναν μέχρι πάνω από τον αγκώνα, ήταν αυτά που μου έκαναν τη μεγαλύτερη εντύπωση. Ίσως γιατί ήταν τα μόνα που φόρεσα μόνη μου, μια και στα υπόλοιπα με
βοήθησε η καμαριέρα μου.
Τα έφτιαχνα και τα ξανάφτιαχνα, μόνο και μόνο
για να τα αγγίζω και σίγουρα το θέαμα που παρουσίαζα καμιά σχέση δεν είχε με το
επιθυμητό. Η σιγουριά και η αυτοπεποίθηση που υποτίθεται πως θα απέπνεα κρέμονταν
σε δυο μακριά γάντια σαν μαϊμούδες.
Η μεγάλη σάλα φωτίζονταν από χιλιάδες φώτα και
όλοι έλαμπαν μέσα στα βραδινά τους. Τα κοσμήματα άστραφταν σαν δεκάδες μικροί
ήλιοι στους λαιμούς και στα μαλλιά των γυναικών.
Κάτι φορούσα κι εγώ στο κεφάλι, αλλά δε
θυμάμαι τι ακριβώς. Ίσως ήταν η στέκα με τα κέρατα του Ρούντολφ, ίσως ήταν το
διάδημα που μου είχε χαρίσει ο πρίγκιπας στην πρώτη μας συνάντηση.
Μόλις έφτασα κάτω, ο Δρ. Χάουζ παραμέρισε με
μια μεγαλόπρεπη κίνηση τον πρίγκιπα και μου άπλωσε το χέρι. Το άρπαξα χωρίς να
το σκεφτώ και ανοίξαμε το χορό.
Στροβιλιστήκαμε σαν μεθυσμένοι, εγώ στη
δεκαετία του 20 κι εκείνος στην επόμενη χιλιετία. Γύρω όλα άλλαζαν.
Τη μια βρισκόμασταν στη σάλα ενός αρχοντικού
του μεσοπολέμου στην Αγγλία και την άλλη σε ένα σύγχρονο νοσοκομείο.
Πότε στροβιλιζόμουν στην κουζίνα ψήνοντας ψωμί
για 200 άτομα και πότε στο παλάτι να «παρουσιάζομαι». Μια στο τόσο έφτιαχνα και
τα γάντια.
Και το φόρεμα άλλαζε συνεχώς χρώματα. Πότε γίνονταν
κόκκινο σιφόν και πότε το έπαιρνε ο άνεμος και μεταμορφώνονταν σε πράσινο βελούδο που ήταν κάποτε κουρτίνες.
Πώς στην ευχή προλάβαινα να χορεύω, να αλλάζω
φορέματα και να ψήνω ψωμί;
Ο Άγιος Βασίλης πετούσε από πάνω και μοίραζε
χαράτσια και φόρους. Το έλκηθρο έσερναν ο Άδωνις και ο Αντώνης και σα να μου
φάνηκε πως ο Άγιος έφερνε στον Βαγγέλη.
Όταν τέλειωσε ο χορός ο σοφέρ με ρώτησε που
θέλω να πάω.
Στο σούπερ μάρκετ, του απάντησα, αλλά δεν
παίρνει μπροστά το αυτοκίνητο.
Δεν γύρισες τη μανιβέλα μου είπε και μου
έδειξε πως να ανοίγω το καπό και να φορτίζω την μπαταρία.
Πρέπει να πάω σε χαρτορίχτρα, συλλογίστηκα, αφού
τα συνεργεία δεν ξέρουν ακόμα τι είναι αυτό που την αποφορτίζει και με αφήνει
στα κρύα του λουτρού.
Άρχισε να χιονίζει.
Βγήκα στον κήπο και άφησα το χιόνι να πέσει
πάνω μου. Ήταν τόσο ζεστό. Ή εγώ ήμουν παγωμένη;
Ο χορός μέσα συνεχίζονταν. Με ξύπνησε η
μουσική που ξαφνικά δυνάμωσε.
Άνοιξα τα μάτια μου και βρέθηκα στον καναπέ,
σκεπασμένη με την αγαπημένη μου κουβέρτα.
Τα φώτα έγιναν φωτάκια και ο Δρ. Χάουζ δίπλα
μου αρκούντως κυνικός, αλλά και προβληματισμένος προσπαθεί ακόμα να βγάλει
διάγνωση.
Ο μπάτλερ μόλις μας ανακοίνωσε πως το τσάι
είναι έτοιμο.
Πρέπει να αλλάξω (πάλι) ρούχα. Λέω να μη βάλω
γάντια αυτή τη φορά. Θα τα λερώσω με τα μελομακάρονα.
Τέτοια όνειρα βλέπεις όταν σε παίρνει ο ύπνος στον καναπέ ενώ
παρακολουθείς Downton Abbey.