Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Αειθαλείς συνάξεις...


Αειθαλείς συνάξεις,
πιστές στου χρόνου τον ρου,
γητειές ρίχνουν στο φως.
Αρχέγονα μυστικά φυλλορροούν.
Για βαθιές ρίζες μιλούν 
και σπόρους αιώνιους.
Σοφοί όσοι τ' ακούν.



Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στις "25 λέξεις", που διοργανώνει η Μαρία Νικολάου στο blog "Το κείμενο".
Τα δέντρα της υπέροχης φωτογραφίας της Μαρίας μου "ψιθύρισαν" ακριβώς 25 λέξεις!
Ευχαριστώ πολύ τη Μαρία για τη φιλοξενία, αλλά και όσους ξεχωρίσατε τη συμμετοχή μου, την οποία αφήνω να συνοδέψει η αγαπημένη Enya!



Μην ξεχάσετε να περάσετε από το "Παίζοντας με τις λέξεις" που περιμένει τη βαθμολογία σας!

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

Παίζοντας με τις λέξεις #10 (Συμμετοχές 1 - 10)


Σε πολλούς, συγκεκριμένα σε 22 διαφορετικούς προορισμούς μας οδήγησαν οι λέξεις: παιδί, αστραπή, απόβροχο, ποδοβολητό, υπερβολή!
Διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά όλοι όμορφοι περιμένουν να τους απολαύσετε.
Μην ξεχάσετε αν δείτε κάποιο λάθος να βάλετε τις φωνές.
Κι επειδή, κατά πάσα πιθανότητα όσο κι αν φωνάξετε δε θα σας ακούσω, αφήστε ένα μήνυμα εδώ, ή αν αφορά συμμετοχή στο μέιλ μου almikr@gmail.com και προσευχηθείτε να το δω εγκαίρως!


Το "Παίζοντας με τις λέξεις" που συνεχίζει την πορεία του εδώ, ξεκίνησε από τη Φλώρα και το TEXNIS STORIES!

Βαθμολογείτε 5 συμμετοχές! 

3 βαθμούς παίρνει η συμμετοχή που σας άρεσε περισσότερο, 
2 η επόμενη και από 
1 βαθμό δίνετε σε τρεις ακόμα συμμετοχές που σας άρεσαν!
Για την αποφυγή αδικιών πρέπει να μπουν όλοι οι βαθμοί.
Δεν μπορείτε φυσικά να βαθμολογήσετε τη δική σας συμμετοχή!
Κρατάτε κρυφή τη συμμετοχή σας και δεν τη δημοσιεύετε μέχρι να λήξει το παιχνίδι.

Τις βαθμολογίες θα τις γράψετε στα σχόλια, κάτω από αυτή την ανάρτηση μέχρι και την Παρασκευή 2/12 στις οχτώ το βράδυ.
Το Σάββατο 3/12 θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα.
Ο νικητής, ή η νικήτρια, καθώς κι ένας (που θα βγει με κλήρωση) από όσους βαθμολογήσουν, θα πάρουν συμβολικά δώρα.

Καλή ανάγνωση!!





1. Τη ψυχή μου ακούμπησα....

Ήταν απόβροχο θυμάμαι εκείνη την ημέρα
Τη μέρα που σαν νύχτα την ένιωθες
Λες και ο κόσμος που ξέρουμε έφθανε 
Στην έσχατη ώρα του
Μα κανείς μας δεν δυσφόρησε 
Για την υγρασία και τις αστραπές 
Που σποραδικά συνέχιζαν 
Να σκίζουν τον ουρανό
Κρύωνα πολύ θυμάμαι
Μα σαν γητευτής ήρθες 
Κι απάλυνες τους φόβους μου 
Με έκλεισες με τρυφερότητα
Στην άλκιμη δύναμη των χεριών σου
Κι ασφάλεια ένιωσα
Γεμάτο νιότη ήταν το κορμί σου
Και μύριζε άνοιξη 
Κοιτούσα γύρω μου σαστισμένη
Το θεό μήπως δω με τα μάτια μου
Που παραφύλαγε θαρρείς 
Κάπου ήσυχα
Στις συστάδες των θάμνων 
Για χάρη μου
Γλυκό φιλί μου έδωσες
Κι έδιωξες τα σύννεφα
Η φασαρία του ανέμου 
Και τα αστραπόβροντα
Σαν μελωδία έφθαναν ως εμάς
Και συνόδευαν τα βαλς μας
Στην αίθουσα του θρόνου
Μήνυμα μου έστελνε η αγκαλιά σου
Πώς σαν παιδί θα με φροντίζεις στο εξής
Κι εγώ ακούμπησα 
Δειλά τη ψυχή μου στις παλάμες σου
Θαρρείς πως γαλήνεψα για πάντα

Ήταν απόβροχο θυμάμαι εκείνη τη μέρα 
Όταν άνοιξες την πόρτα
Και χάθηκες
Τα ποδοβολητά του φευγιού σου 
Τη ψυχή μου χάραξαν βαθιά
Δεν ήταν αλεξίσφαιρη 
Ούτε προετοιμασμένη
Να αντέξει την κακοκαιρία της θλίψης 
Και την υπερβολή του πόνου
από το ξενύχιασμα της ζωής μου
Η υποθερμία του άδειου σπιτιού
Με πέθαινε
Μα εγώ δεν τύλιξα με σάβανο τη ζωή
Δεν παραιτήθηκα
Δεν έγραψα σπαραξικάρδια 
Ραβασάκια στο θεό
Δεν ζήτησα λύτρωση 
Από την τρικυμία
Στάθηκα στο κατάρτι
Ορθόστητα
Και πάλεψα με όλα τα στοιχειά 
Χτυπήθηκα στα ίσια
Κι όταν κουράστηκε η ταραχή 
Να με χτυπάει
Κάποια στιγμή ξαστέρωσε 
Σε απάνεμο λιμάνι βγήκα
Και άπλωσα στον ήλιο τις πληγές μου
Με τόλμη τότε τη ψυχή μου στις παλάμες μου
Μέσα ακούμπησα 
Και θαρρώ πως γαλήνεψα




2. Ράσυ και Μολντ

Στη σκιά του γέρο-πλάτανου είχαν στήσει καβγαδάκι. Ποιος ήταν καλύτερος δάσκαλος;
Η Ράσυ, που εφάρμοζε καινοτόμες εκπαιδευτικές μεθόδους ή ο Μολντ, που μετέφερε στις νέες γενιές τη σοφία των παραδόσεων;
Κάπου-κάπου τους διέκοπτε το ποδοβολητό των μικρών. Τα κοιτούσαν τότε με συγκίνηση και τα συντρόφευαν στο παιχνίδι με το βλέμμα. Σαν αστραπή έρχονταν στο μυαλό τα παιδιά που είχαν περάσει από το σχολείο. Και ύστερα πάλι καβγαδάκι!

Στο Μολντ άρεσαν η τάξη και η καθαριότητα.
-Στην αίθουσα μαθαίνουν να τακτοποιούν τα πράγματά τους, στις αλάνες βρωμίζονται. 
Στη Ράσυ άρεσαν οι πειραματισμοί κι ο αθλητισμός. 
-Στις αλάνες μαθαίνουν τον κόσμο, στην τάξη πιάνονται.
Σαν αστραπές έπεφταν τα επιχειρήματα, μα κανένας τους δεν άκουγε, καθένας έλεγε. Κι αυτά έσκαγαν στο έδαφος φτιάχνοντας συννεφάκια από σκόνη.
Η Ράσυ κι ο Μολντ διέκοπταν τότε, τινάζονταν να φύγει το χώμα από πάνω τους, αναπολούσαν τα ατέλειωτα παιχνίδια τους στα χωράφια του μέθυσου Τζωρτζ και ύστερα πάλι καβγαδάκι!

Εκείνη τη μέρα, μπροστά στο σαλούν της Μαρτζ, οι γονείς συζητούσαν προβληματισμένοι. Αγαπούσαν κι εκτιμούσαν το ίδιο και τους δυο. Αυτό που τους απασχολούσε ήταν η μοναξιά της Ράσυ και του Μολντ.
Σαν αστραπή η αφήγηση του Πέρκιν θύμησε σε όλους την ιστορία της Ράσυ και του Μολντ. 
Τότε, πριν πολλά χρόνια, ήταν ερωτευμένοι. Στους στάβλους του Σερίφη Τέρλοου, συναντιόντουσαν κρυφά τ’ απόβροχα, που όλοι έμεναν κλεισμένοι μέσα για να προφυλαχτούν από την υγρασία και το κρύο. Μέλι τα λόγια τους και προσευχή οι όρκοι τους. 
Μέχρι που αποφάσισαν να κάνουν οικογένεια. Πώς θα μεγάλωναν τα παιδιά τους; Σαν αστραπή έσκασε το πρώτο καβγαδάκι κι ακολούθησαν αμέτρητα. Χώρισαν, συνέχισαν να καβγαδίζουν με κάθε αφορμή. Μα, κανένας τους δεν βρήκε ταίρι.

-Πρέπει να βάλουν λίγο νερό στο κρασί τους. Δεν βαρέθηκαν τόσα χρόνια μες στην υπερβολή; Τέλειωσε την αφήγηση ο Πέρκιν.
-Ζήτησε κανείς κρασί; Πετάχτηκε η Μαρτζ από το σαλούν. Η αναδουλειά την είχε αποκοιμίσει.

Τη συζήτησή τους διέκοψαν ποδοβολητά ανθρώπων. Ζητούσαν άλογα για τους φημισμένους αγώνες της πολιτείας.  Οι άνθρωποι αδιαφόρησαν για τη Ράσυ και το Μολντ, ήταν γι’ αυτούς δυο άχρηστα γέρικα άλογα, και κατευθύνθηκαν στα χωράφια με τα πουλαράκια.

Η Ράσυ κι ο Μολντ μ’ ένα βλέμμα αστραπή συμφώνησαν πως έπρεπε να σώσουν τα παιδιά. Τούτη η συμφωνία τούς θύμισε τα λόγια μέλι, τους ξανάνιωσε. Κάλπασαν στον αέρα! Οι άνθρωποι τρόμαξαν από το θέαμα κι έφυγαν.

Τα άλογα κοιτούσαν τη Ράσυ και το Μολντ που έσβηναν αγκαλιασμένοι. Πεσμένοι στο χώμα, έδιναν όρκους αγάπης. Σαν προσευχή. 



3. Ο δικός μου χειμώνας...

Από παιδί, είχα ιδιαίτερη σχέση με το χειμώνα. Με τα χρόνια, κατάλαβα ότι τον αγαπώ.
Κι ας είναι άγριος πολλές φορές. Μέσα στην αγριότητά του, μου βγάζει συναισθήματα δικά μου,
που με κάνει και τον νιώθω, τον συμπονώ, τον καταλαβαίνω και έτσι τον δικαιολογώ για τα ξεσπάσματά του!
Η κάθε του αστραπή, μου θυμίζει τις ώρες που θέλω να εκραγώ, να κάνω τον ίδιο εκκωφαντικό ήχο και με ένα ουρλιαχτό, να κάνω τον πόνο να ξεθυμάνει.
Το κάθε του απόβροχο, θυμίζει τη γαλήνη των δακρύων, μετά από κάθε ξέσπασμα και την ηρεμία της ψυχής.
Το κάθε ποδοβολητό του αέρα, θυμίζει τις σκέψεις που έρχονται ακάλεστες, με το έτσι θέλω στο μυαλό και το κυριεύουν, το λεηλατούν.
Γι' αυτό τον αγαπώ το χειμώνα... Γιατί μέσα στην όποια υπερβολή του, μπορεί να με νιώσει.



4. Ο ήχος  στη σκάλα…

Άνοιξε τα μάτια της και μηχανικά άρχισε να μετρά στο αχνό φως του παραθύρου, τις γνώριμες σκιές όσων πραγμάτων υπήρχαν στο δωμάτιο. Τη νύχτα, την είχε ξυπνήσει το φως μιας  αστραπής και ο ήχος της βροντής που ακολούθησε και  που όμως δεν ήταν αρκετός,  για να νικήσει την ψυχική της ατονία. Είχε κλείσει γρήγορα τα μάτια και παραδόθηκε στο λυτρωτικό της λήθαργο.

Σαν ξημέρωσε πια, και σηκώθηκε, κοιτάζοντας από το παράθυρο, είδε την καινούργια μέρα μουντή και ψυχρή. Άνοιξε για λίγο τα παραθυρόφυλλα  και η μυρωδιά του νοτισμένου υγρού χώματος από το απόβροχο γέμισε τον αέρα. Μα ούτε αυτό την επηρέασε. 

Εδώ και κάποια χρόνια, τίποτα δεν έδειχνε να την επηρεάζει. Ξυπνούσε μηχανικά κάθε πρωί και πήγαινε στην κουζίνα να φτιάξει ένα καφέ, κι όπως κρατούσε την αχνιστή κούπα στο χέρι, άκουγε το γνωστό ποδοβολητό στη σκάλα και γύριζε γελαστή προς την πόρτα. 
Το χαμόγελο έσβηνε αφήνοντας στα χείλη της τη σκιά του και στο πρόσωπο σχηματιζόταν στη γνωστή της θέση,  μια ρυτίδα πόνου,  που έφτανε μέχρι τα μύχια της ψυχής και του μυαλού. Η γνωστή εικόνα γύριζε στη μνήμη. Ξανά και ξανά. 

Πριν δέκα χρόνια αυτό το σπίτι είχε ζωή. Και η ίδια είχε ζωή. Όλα είχαν ζωή. Ζωή  και χρώμα. Θυμόταν ακόμα έντονα την χαρά της, που άγγιζε τα όρια της υπερβολής, όταν έμαθε πως θα αποκτήσει παιδί. Χάρηκε και ο άντρας της καθώς και οι φίλοι και γνωστοί. Πόσο όμορφη ήταν η αναμονή, που η κύρια ασχολία ήταν η ετοιμασία του παιδικού δωματίου, και το μέτρημα από τις κλωτσιές στη κοιλιά. Τι γέλια που έκαναν με αυτές τις κλωτσιές. Συνέχεια έλεγαν πως θα γεννιόταν ένας άσσος του ποδοσφαίρου.

Και γεννήθηκε ένας άγγελος, που γέμισε τη ζωή τους. Έγινε ο σκοπός της ύπαρξής τους, η ουσία και η ομορφιά της πλάσης. Όλα κυλούσαν όμορφα, γαλήνια. Μέχρι εκείνη τη μέρα! Τη μέρα, που χαράχτηκε με πύρινα γράμματα στο μυαλό της, στους τοίχους, στο παιδικό δωμάτιο και μετέτρεψε τα πάντα σε ανάμνηση αφόρητα βασανιστική.  Το γνωστό ποδοβολητό στη σκάλα και έπειτα...  η παιδική κραυγή. 
  Όλη η φρίκη που φέρνει το δευτερόλεπτο, προσπαθώντας να κάνει φιγούρα στο χρόνο, είχε συσσωρευτεί στο άψυχο κορμάκι που ήταν ακίνητο στο πάτωμα. 
Το κεφαλάκι του είχε χτυπήσει στη κόχη, κι εκείνη μηχανικά προσπαθούσε να επιστρέψει το αίμα πίσω στη θέση του, λες και ήταν δυνατό να  αντιστρέψει τα πάντα. Δεν ένοιωσε ούτε το γιατρό, ούτε τα χέρια του άντρα της. Έχασε τον κόσμο.

 Επόμενος ήχος, οι  ψίθυροι κάποιων, που δεν προμηνύουν καλό άκουσμα. 
"Ηρεμήστε!..... Είστε καλά…"

Το  παιδί μου…. Κι εγώ είμαι καλά;…; Γιατί;...   Για ποιο λόγοοοοο; Ούρλιαξε...

Δέκα χρόνια αυτή η ανάμνηση στραγγίζει τη ζωή από μέσα της. Ανώφελες οι προσπάθειες του άντρα της να τη γυρίσει στη ζωή. Δεν άντεξε κι αυτός το πόνο της και τον πόνο του και μια μέρα έφυγε.
  Τώρα μόνη, ακούει τους παλιούς ήχους, περιμένοντας την λυτρωτική ώρα που θα σμίξει επιτέλους  με το παιδί της και θα βρει την πολυπόθητη γαλήνη.



5. Αν δεν αστράψει, δεν βροντά

Στο ισόγειο.
Η Χρυσάνθη και ο Χρήστος. Κι ένας καημός βαρύς. Να τραβά στον απύθμενο πόνο τις καρδιές τους.
Στον πρώτο.
Η Ματίνα και ο Περικλής. Και τρία παιδιά. Να μεγαλώνουν στο πλυσταριό της καρδιάς.

Στο ισόγειο.
Μια μονάχα ευχή συνόδευε τις μέρες και τις νύχτες τους. Ν’ αποκτήσουν ένα παιδί. Το σώμα δεν μπορούσε, το παρελθόν τους, βουτηγμένο στο ποτό, δεν επέτρεπε.
Στον πρώτο.
Μια μονάχα έννοια δέσμευε τις ώρες τους όλες. Ν’ αποκτήσουν χρήματα. Οι ευκαιρίες λίγες, οι απαιτήσεις, που έφεραν τα παιδιά, πολλές.

Στο ισόγειο.
Από το απόγευμα ως το βράδυ το σπίτι τραντάζεται από τα ποδοβολητά. Οι ένοικοι του πρώτου ανεβοκατεβαίνουν και η ξύλινη, παλιά, σκάλα, αγκομαχάει. Η Χρυσάνθη και ο Χρήστος προσβάλλονται. Πιστεύουν πως δεν τους σέβονται, επειδή δεν έχουν παιδιά. Βγαίνουν στο μπαλκόνι και λύνουν σταυρόλεξα.
Στον πρώτο.
Η Ματίνα και ο Περικλής αφιερώνουν τα απογεύματα και τα βράδια στις δημόσιες σχέσεις. Τα παιδιά παραπονιούνται. Πιστεύουν πως δεν τ’ αγαπάνε, επειδή δεν φέρνουν καλούς βαθμούς. Βγαίνουν στο μπαλκόνι και λύνουν τα σταυρόλεξα των ενοίκων του ισογείου.

Στο ισόγειο.
Τ’ απόβροχο έφερε υγρασία που τρυπάει τα κόκκαλα, αλλά η Χρυσάνθη κι ο Χρήστος είναι ευτυχισμένοι.
Στον πρώτο.
Τ’ απόβροχο έσωσε το πάρτυ στην ταράτσα, αλλά η Ματίνα και ο Περικλής είναι δυστυχισμένοι.

Στο ισόγειο.
Βυθίζονται στην υπερβολή. Εκείνη που γεννάει η χρόνια στέρηση. Μήπως η Κοκκινουσκουφίτσα κρύβει μηνύματα επικίνδυνα για τα παιδιά; Πρέπει να αναπτύξουμε τις ικανότητές τους. Βιταμίνες να τους πάρουμε.
Στον πρώτο.
Βάζουν μπρος το πλυσταριό της καρδιάς. Με την ειδική μεζούρα ενοχής. Γιατί αφήσαμε μόνα τα παιδιά; Πρέπει να περνάμε περισσότερο χρόνο μαζί τους. Μόλις τα βρούμε, θα τους κάνουμε δώρο μια εγγραφή στο καινούριο γυμναστήριο.
Χτυπά το τηλέφωνο. Η αστυνομία ενημερώνει πως κάποιος είδε τα παιδιά στο μπαλκόνι των ενοίκων του πρώτου!

Στο ισόγειο.
Ακούγονται ξανά ποδοβολητά. Και χτύπημα στην πόρτα!
-Φοβηθήκαμε τις αστραπές. Απολογούνται τα παιδιά.
-Και ήρθατε στους ξένους ανθρώπους; Η Ματίνα πρώτη φορά τους βλέπει.
-Δεν είναι ξένοι. Κάνουμε παρέα μαζί τους τ’ απογεύματα και τα βράδια. Από το μπαλκόνι...
-Και μπορούμε να σας βοηθάμε με τα παιδιά. Τόλμησε να προτείνει ο Χρήστος.

Στο ισόγειο και στον πρώτο ποδοβολητά δεν ξανακούστηκαν. Μόνο τα γέλια των παιδιών. Πόσο χαιρόντουσαν που μεγάλωσε η οικογένειά τους! 

Αν δεν αστράψει, δεν βροντά. Κι αν οι άνθρωποι δεν μπλέξουμε τις ζωές μας, κοινωνία δεν θα φτιάξουμε. 



6. Βίος και Πολιτεία της Λιλίκας Ψημένου 

Η Λιλίκα Ψημένου δεν είναι μια οποιαδήποτε γυναίκα. Χωρίς υπερβολή, ήταν γεννημένη σταρ. Από πολύ νωρίς είχε διαφανεί η μελλοντική, λαμπρή (κατά τα αποτελέσματα της google) πορεία της, στο χώρο της εγχώριας σόου μπιζ!  Ήταν ακόμα στο νηπιαγωγείο όταν είχε διαπρέψει στο σανίδι του σχολείου, απαγγέλλοντας το άσμα της, ως άλλη χαροκαμένη μάνα-Σουλιώτισσα, (βαστώντας στην αγκαλιά της ως παιδί μια κούκλα Barbie, με ένα ωραιότατο στράπλες, μοβ, ιλουστρασιόν φόρεμα, μούρλια!), πριν πέσει στο Ζάλογγο, (χορεύοντας εκπληκτικά κάτι δικά της βήματα) και κλέβοντας τα περισσότερα χειροκροτήματα. 
Αργότερα, στις μεγαλύτερες τάξεις του σχολείου, έκλεβε τα αγόρια των φιλενάδων της. 
-Μα γιατί το κάνεις συνέχεια αυτό; 
-Γιατί; Άκου εκεί! Μα γιατί μπορώ χρυσό μου! 
-Είσαι μια τσούλα!
-Α σε ευχαριστώ, τα παραλές όμως..., έλεγε με νάζι και τρομερή αυτοπεποίθηση!

Τίποτα δεν την απασχολούσε. Μόνο μην φριζάρει το μαλλί και αν θα πετύχει το ρίμελ. Και στα δύο ήταν δεξιοτέχνης όμως! Και πουθενά δεν μαρτυρούσε τα μυστικά της, όπως και κι αυτό της αλματώδους, αναρρίχησής της στο χώρο του θεάματος. 
Πότε κατάφερε κι απέκτησε δική της εκπομπή, ούτε η ίδια το κατάλαβε! Σαν αστραπή ανήλθε στα υψηλά πατώματα του tv-strar και του Nasos blog, του gossip tv και του Πρώτου Θέματος. Και τι έκανε για όλα αυτά; Το μόνο που έπρεπε ήταν να αντέξει μερικούς άντρες σε σημεία κλειδιά στο χώρο της τηλεόρασης και σε διάφορα σημεία του σώματός της, επίσης! Εντάξει, δεν ήταν και ό,τι καλύτερο, αλλά η τέχνη θέλει θυσίες, υπενθύμιζε διαρκώς στον καθρέφτη της, καθώς της πετούσε φιλιά! 
Τα χειροκροτήματα-ποδοβολητά ήταν αυτά που μετρούσαν εξάλλου στο τέλος. Και το πόσοι ασχολούνται μαζί σου! Πώς το είχε πει ... κάποιος -αχού ποτέ δεν θυμάται τα δύσκολα ονόματα (αλλά τι πειράζει, έχει τα ακουστικά και τις βοηθούς στο πλατώ): "Το χειρότερο από το να μιλούν άσχημα για σένα είναι να μη μιλούν καθόλου για σένα!" Να αγιάσει η ψυχούλα του! Σοφός ανθρωπάκος*!

Έτσι απολάμβανε απίστευτα τις στιγμές που πληκτρολογούσε το όνομά της στο google και χαζολόγαγε έπειτα τις εξαιρετικές φωτογραφίες της είναι αλήθεια- τόσα λεφτά είχε δώσει εξάλλου ο μπαμπάς της για ανόρθωση στήθους, βλεφαροπλαστική, ρινοπλαστική και αφαίρεση μιας καφέ κηλίδας από το δεξί κωλομάγουλο. Τι εννοείς ποιος θα το έβλεπε; Αγάπη μου πού ζεις; Πες πως δεν ξέρεις ότι τα καλοσχηματισμένα κωλομάγουλα εξαργυρώνονται χρυσά; Εισιτήριο είναι!  Και η Λιλίκα μας το έμαθε νωρίς και καλά αυτό το sos κεφάλαιο.

Για όσο μεσουρανεί και ζει το όνειρο, δεν σκέφτεται το μέλλον. Πιστεύει ότι όλα αυτά τα στρας και τα φώτα (τα στραμμένα στα κωλομάγουλα της είπαμε) θα πέφτουν για πάντα βροχή. Δεν της είπε κανείς ότι στο απόβροχο της ζωής της, πιθανόν κανείς να μην τη θυμάται. Το πολύ πολύ να γίνει κι αυτή ένας ακόμα τίτλος στα ειδησιογραφικά-ο-θεός-να-τα-κάνει-sites: "θυμάστε τη Λιλίκα Ψημένου από το Μεσημεριανό trelotvmagazino; Δείτε πώς έχει γίνει σήμερα- Δεν θα την αναγνωρίζετε!"
Θα κρατάει το άλμπουμ της ζωής της στα χέρια της και θα ζει την αιώνια κατάθλιψη μιας ακόμα εγχώριας tv star!
____________________________
*σοφός ανθρωπάκος ο Oscar Wilde



7. Οι λαβές των αγγέλων

Τα πουλιά χτίζουν φωλιές
Στους θυσάνους της ακτής
Ξερά χορταράκια
Αρχαίες πέτρες σκαλιστές
Μικρά κοχύλια
Και το μυστρί του ήλιου
Τα επικουρούν βιαστικά
Ένα παιδί γράφει
Μιαν μυστική αλφάβητο
Στην άμμο με την γραφίδα
Του ανέμου
Κάποτε οι απόγονοί του
Ίσως εξερευνήσουν τις γραφές
Ίσως συντάξουν το μυθιστόρημα
Της επίπλαστης πλάνης

Από το δάσος έρχεται
Κατά ριπές το ποδοβολητό 
Μικρά πουλάρια χτυπιούνται
Με τις ελατόριζες
Τέμνει η χαίτη τους
Το βαθύρεμα σαν λεπίδα
Ελαφράδα
Τίναγμα του κορμιού
Κουρνιαχτός
Κι ένας ωραίος έφηβος
Να κρατά τα γκέμια
Σαν που κρατά η κόρη ολόχαρη
Το νυφιάτικο ρόδι μπρος στον άμβωνα

Στον ορίζοντα το αδράχτι
Των αστραπών
Φωτίζει τη νύχτα
Έρχεται νεροποντή
Χαμογελάει στριμωγμένο
Το καρβέλι στο ψάθινο πανέρι
Χαμογελάει το σκαθάρι
Στην κρύπτη του
Χαμογελάει η κόρη
Στα λάγνα όνειρα παραδομένη
Κάτω από το μαξιλάρι της
Το κέντημα με τους κύβους
Κι η υπερβολή της ονείρωξης

Πρωί - πρωί με τ' απόβροχο
Θα κρεμάσει το σεντόνι της
Στην κρεβατίνα
Είναι ωραίος ο κόσμος
Είναι αρυτίδωτη η λίμνη
Είναι μπόλικο το αλάτι
Στους αρμούς των βράχων
Μόνο εσύ χτυπάς μία - μία τις χάντρες
Και τρέχεις στο αμπέλι
Το κορφολόγημα
Να προλάβεις της μοίρας
Το πράσινο ν' ανάψεις
Φωτάκι της επαγρύπνησης
Σαν λαμπηδόνα
Που ζηλεύει το φώσφορο
Στων ερώτων τον κρυφό
Κώδικα να μυηθείς
Με του αρχάγγελου τη ρομφαία
Στην δεξιά σου πλευρά καρφωμένη!


http://zertrin.deviantart.com/

8. Απολογισμός

Αναρωτιέμαι πως θα είναι ο κόσμος σε εκατό χρόνια από σήμερα.

Τι αξίες θα κουβαλάνε τότε οι άνθρωποι;
Θα υπάρχει ειρήνη;
Θα υπάρχει δικαιοσύνη;

Θα μεγαλώνει με ανθρωπιά γύρω του ένα παιδί;
Οι μέρες θα κυλούν σαν αστραπή, όπως και τώρα;
Θα χάνεσαι στην υπερβολή των καιρών;

Και κάπου εκεί στο βάθος θα ακούγεται ποδοβολητό 
από χαρούμενα παιδιά που παίζουν στις αλάνες
κι όχι από τρομοκράτες.

Και κάπου εκεί στο απόβροχο,
ένα ζευγάρι ηλικιωμένων θα κάνει τον απολογισμό του.

Πως έζησαν γεμάτοι
σε έναν κόσμο που δεν σκότωνε τα όνειρά τους.



9. Παιδικά χτυποκάρδια!

''Μαμά, τι θα πει απόβροχο;''
''Είναι μια μέρα σαν τη σημερινή μάτια μου, κρύο μετά τη βροχή. Πού άκουσες τη λέξη αυτή;''
'' Την είπε η μαμά του Στέφανου, στο σχολείο. Αλήθεια, γιατί μαμά δεν είσαι φίλη με τη μαμά του Στέφανου;''
''Δεν έτυχε να γνωριζόμαστε, γι αυτό. Μένει και πιο μακριά  και..''
''Πρέπει να γίνεις φίλη της οπωσδήποτε. Άκουσέ με. Πρέπει να με βοηθήσεις. Είσαι μαμά μου και οι μαμάδες βοηθάνε τα παιδάκια τους''.
''Δεν κατάλαβα, πώς θα σε βοηθήσει αυτό;''
''Θα μπορείς να λες στη φίλη σου να παίρνει και μένα όταν σχολάμε και να πηγαίνω στο σπίτι του Στέφανου, όπως κάνει με τη Σοφούλα.’’
''Πάλι με το Στέφανο ασχολείσαι; Η μαμά της Σοφούλας δουλεύει, εγώ όχι. Πώς θα  λέω σε μια ξένη γυναίκα να σε παίρνει στο σχόλασμα ; Αλλά θα μιλήσω στη μαμά του να έλθει ο Στέφανος  να παίξετε. Θέλεις;''
''Και γιατί να έλθει αφού δεν είστε φίλες; Η Σοφούλα όμως συνέχεια είναι μαζί του και θα μου τον πάρει, να το ξέρεις και θα φταις εσύ. Σήμερα ξέρεις τι έκανε η Σοφούλα; Είπε πως φοβάται τις αστραπές και έτρεξε στο Στέφανο να την αγκαλιάσει να μη φοβάται. Πω πω σαχλαμάρες! Λες και δεν ξέρουμε ότι δεν τις φοβάται.''
'' Είσαι ακόμη στην πρώτη τάξη, παιδί μικρό, έχεις χρόνο μπροστά σου να γνωρίσεις πολλούς σαν το Στέφανο , πρέπει ...''

''Μαμά, εγώ αυτόν θα τον παντρευτώ. Και τώρα τον βρήκα γιατί να τον αφήσω; Να τον πάρει η Σοφούλα που κάνει ψέματα;''
Η μικρή  έφυγε νευριασμένη γιατί η μαμά γελούσε ξεκαρδιστικά.
Θα της δείξω εγώ της μαμάς που με κοροϊδεύει!
Όταν ακούστηκε σαν ποδοβολητό ο ήχος από το επάνω δωμάτιο, η μαμά έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Μήπως έπεσε η κόρη της;
Ανοίγοντας την πόρτα του υπνοδωματίου  βλέπει ένα σακ -βουαγιάζ   που είχε κατεβάσει από την πάνω ντουλάπα η μικρή.
''Τι είναι αυτό Μαιρούλα;''
Η Μαιρούλα άρχισε να ανοίγει συρτάρια και να βγάζει ρούχα, να τα στοιβάζει στη τσάντα και να μη μιλά.
''Σε ρώτησα κάτι παιδί μου και θέλω απάντηση''!
''Φεύγω. Θα πάω να μείνω στη γιαγιάκα μου που με καταλαβαίνει. Και που δεν με κοροϊδεύει καθόλου''.

 Το θέμα ήταν σοβαρό για την κόρη της και ίσως δεν έπρεπε να γελάσει τόσο, αλλά πού έμαθε ότι  ένα εξάχρονο φεύγει από το σπίτι με το παραμικρό;
Η υπερβολή δεν ήταν του χαρακτήρα της. Μήπως έφταιγε η πολλή ανεξαρτησία της;
''Νομίζω ότι είναι η στιγμή να κάνουμε μια όμορφη συζήτηση'' της είπε. ''Τώρα!   Πρώτα από όλα για πες μου, πώς θα σου φαινόταν αν με την παραμικρή διαφωνία που θα είχα μαζί σου ή με τον μπαμπά, ετοίμαζα τη βαλίτσα μου και έφευγα;''
''Δεν θα μ' άρεσε, αλλά εσύ είσαι  μαμά. Εγώ είμαι μικρή ακόμη.
Και θέλω να το πάρεις σοβαρά ότι το Στέφανο θα τον πάρω. Τέρμα και τελείωσε''!


https://pixabay.com/el/%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BA%CE%AF%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CF%8C%CE%BA%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%BF-%CE%BF%CE%B4%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%8D-160343/

10.  Υπουργική ευθύνη

Ο Υπουργός Ναυτιλίας,ήταν ένας γοητευτικός πενηντάρης,με πράσινα,διαπεραστικά μάτια. Δεν είχε αριστοκρατική καταγωγή. Γιος ψαρά ενός χωριού της Κέρκυρας ήταν,αλλά προικισμένος με την αρχοντική αύρα του νησιού.
Αριστούχος της Νομικής Αθηνών, δικηγόρος με πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό του, μάχιμο στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος από τα φοιτητικά χρόνια,αναρριχήθηκε με γοργούς ρυθμούς στην εξουσία.Καθοριστικό ρόλο, βέβαια, έπαιξε ο γάμος του με την πανέμορφη Μάγκυ Φωκά, γόνο της γνωστής οικογενείας εφοπλιστών.

Ζούσαν μέσα στην υπερβολή. Τα ταξίδια σε εξωτικούς προορισμούς ήταν μια συνηθισμένη Σαββατιάτικη απόδραση.
Εκείνο το Σάββατο, όμως, ο Υπουργός απολάμβανε στη βίλα τους στην Κηφισιά ένα ελαφρύ δείπνο μόνος.
Η Μάγκυ είχε πάει σε μια θεατρική παράσταση με μία κοινή τους φίλη.
Στη ουσία, το ζευγάρι ένωνε η δίψα για επίδειξη. Απογόνους δεν είχαν αποκτήσει και μάλλον δεν επιθυμούσαν.
Σάββατο βράδυ, λοιπόν, απόβροχο, μόλις ο Υπουργός ήπιε τη τελευταία γουλιά από το αγαπημένο του κρασί, άκουσε κάτι σαν ποδοβολητό!
Προτού προλάβει να τρομάξει, εμφανίστηκε μπροστά του ο σωφέρ.
"Μην ανησυχείς, Υπουργέ", είπε με σταθερή φωνή.
Η αλήθεια είναι ότι τον ξένισε κάπως ο ενικός, αλλά δε το σχολίασε.
"Όλα καλά, Πέτρο; Σαν χλωμός μου φαίνεσαι!", ρώτησε με ειλικρινές ενδιαφέρον.
"Τη Μαρία την Αποστόλου τη θυμάσαι;", είπε ψυχρά ο Πέτρος.
Ο Υπουργός πάγωσε!
"Η φτωχή Μαρία...εμπόδιζε τις φιλοδοξίες σου και την παράτησες, ενώ περίμενε το παιδί σου!"
"Ναι,ναι!" συνέχισε "Τί με κοιτάς,έτσι; Με μεγάλωσε μισότρελη ικετεύοντας επί πέντε χρόνια που είμαι στη δούλεψή σου, να μη στο πω ποτέ!
Μα τώρα...τώρα πέθανε! Τ'ακούς; Πέθανε!
Έσβησε πριν λίγο στο τηλέφωνο, που την είχα πάρει για καλην"
Ο λυγμός του έπνιξε την καληνύχτα.
Μα βρήκε την ψυχραιμία του ξανά:
"Ο θόρυβος που άκουσες, ήμουν εγώ που χτυπιόμουν στο πάτωμα! Ορκίστηκα στον θεό να εκδικηθώ εγώ!"
Σαν αστραπή, ένα μαχαίρι έκοψε το νήμα της ζωής του Υπουργού, μήπως αναλάβει την ευθύνη του σε μια άλλη ζωή, ίσως δικαιότερη.


Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 11 - 22 πατήστε εδώ!

Παίζοντας με τις λέξεις #10 (Συμμετοχές 11 - 22)


11. Κατάθεση ψυχής

Μου λείπεις. Έχω να ακούσω εκατό δώδεκα μέρες την φωνή σου. Με έχει αγκαλιάσει η μοναξιά, μα εγώ αναζητώ να κουρνιάσω στα δικά σου χέρια. Το ποδοβολητό των σκέψεων μου αντηχεί μέσα στην σιωπή, όσο οι αναμνήσεις μου κάνουν αθόρυβα παρέα. Την απουσία σου, την νιώθω ξενιτιά.
Λυσσομανά έξω η καταιγίδα και την ζηλεύω που ξεσπά. Εγώ δεν μπορώ, φοβάμαι πως αν το κάνω, θα είναι αλήθεια πως δεν είσαι εδώ, πως έχω λόγο να μου λείπεις. Σε κάθε λάμψη της αστραπής με στοιχειώνει το γκρίζο των ματιών σου. Θα μπορούσε μετά το απόβροχο, να εμφανιστεί το ουράνιο τόξο και εγώ σαν κακομαθημένο παιδί, πάλι το δικό σου γκρίζο θα ζητούσα.

Χωρίς υπερβολή, οι νύχτες είναι κόλαση. Σιχαίνομαι τα σεντόνια μου, που άφησαν το άρωμα σου να φύγει. Μισώ το φεγγάρι που φωτίζει για να βλέπω την πλευρά σου άδεια.
Το ξέρω πως όταν έρθει το πρωί ο ήλιος θα λάμψει και εγώ θα πρέπει να ξεχυθώ στην καθημερινότητα. Και σου υπόσχομαι μόλις ξημερώσει να πάρω μια βαθιά ανάσα και να προσπαθήσω να βρω έστω και μια στιγμή για να χαμογελάσω. Σου υπόσχομαι πως θα βγω εκεί έξω και θα αφήσω την καρδιά μου να ερωτευτεί ξανά. Μα απόψε άσε με, να τα βγάλω όλα από μέσα μου, να αδειάσω όλα τα δάκρυα της ψυχής μου και να πενθήσω όπως πρέπει αυτόν τον έρωτα. Σε μερικές ώρες ξημερώνει...



12. Οι παλμοί της γης 

Μέθυσε η μνήμη σήμερα
Κι είδε να γέρνουν τα βουνά
Σαν στάχυα αθέριστα
Σκιερά δέντρα
Να ξεφυλλίζουν βιβλία αμαρτωλά
Χωρίς επωδούς λατρείας
Απότοκος η ιστορία
Ψέλλιζε άναρθρους λόγους
Απόβροχο ήταν
Ιούνιος μήνας
Κι εσύ χαμογελούσες
Στο κάδρο της ουτοπίας σαν παιδί 
Κραδαίνοντας δεμάτια αστραπών 
Στα σμιχτά σου χέρια
Συνάζοντας ουράνιες εκλάμψεις
Στα μελιά σου μάτια
Πόσο το φως ν' αντέξεις;
Ήσουν ο θεριστής κι ο ονειροπόλος πόντος

Σε φώναξα με την υπερβολή 
Της καταιγίδας
Σε σπλαχνίστηκα με το λογισμό
Της μάνας
Σε γύρεψα με την κραυγή
Του αλλότριου πόθου
Σε αποπλάνησα με τα φίλτρα
Του απόκοσμου θρήνου
Πονούσε η μνήμη
Σαν τομή βαθιά σε χάρτινο κύκλο
Σαν λαβή μολυβιού πάνω στον ασβέστη
Σαν ποδοβολητό αλόγων
Πάνω στο φαιό σώμα της πατρίδας
Πόσο την καρδιά να ξοδέψω;
Ήμουν η Αχερουσία οδός κι η τρεμάμενη φλόγα

Πλάτυνε ο κόσμος σήμερα
Σαν όπως πλαταίνει στην καρδιά το φιλί
Σαν όπως πλαταίνει στα σύνορα
Το ραβδί του οδοιπόρου
Μεγάλα στίφη κατέβηκαν στους κάμπους
Μην ήρθες στ' απόσκια
Των δοράτων κρυμμένος;
Μεγάλες προσδοκίες φυλάκισαν τη λησμονιά
Μη ξεχαστείς
Κλείνω το στόμιο του πηγαδιού
Σφραγίζω το μελανοδοχείο
Εκείνο το γράμμα που έγραψες
Κανείς μη συνεχίσει
Πόσο τα αμίλητα να περιμένουν;
Ήσουν ο κουρνιαχτός κι ο μυστικός μύθος
Ένα αμπέχονο ριγμένο στον ώμο του νοτιά
Μην και δακρύσει της αυγής ο κλώνος
Μην και σβηστούν στο έμπα του θέρους 
Της γης οι παλμοί απατημένοι!



13. Για ένα σας χαμόγελο μόνο!

Μια ιστορία θα σας πω πέρα για πέρα αληθινή!
Χθες είδα μια χελώνα παρδαλή να καβαλάει μία αστραπή
και να γυρνάει δώδεκα φορές τη γη!
Ακολούθησαν βροντές και κεραυνοί
Μπόρες, βροχές και καταιγίδες
Που τέτοιες δεν ξαναείδες.

Τότε εκατό βατράχια δεν έχασαν καιρό, πιαστήκαν χέρι χέρι 
και έστησαν τραγούδι και χορό μέρα μεσημέρι.
Τους άκουσαν  τα σκαθάρια και ήρθαν να τα δουν
κρατώντας μανιτάρια για να μην βραχούν!

Και όταν μετά από όλον αυτό το χαλασμό βγήκε το ουράνιο τόξο
στητό, καμαρωτό εκεί ψηλά στον ουρανό,
πέντε έξι αλεπουδίτσες ανεβήκαν στο λεπτό
και άρχισαν τις τσουλήθρες βάφοντας πολύχρωμες
τις φουντωτές τους τις ουρίτσες.

Το απόβροχο σαν ήρθε με υγρασία και παγωνιά
πενήντα σκίουροι φόρεσαν κασκόλ και κόκκινα σκουφιά,
έκαναν τα βελανίδια τους φλογέρες και στήσανε βεγγέρες.
Ξύπνησαν και τα μερμήγκια και άρχισαν την δουλειά τους
ανεβοκατεβάζοντας σποράκια στη φωλιά τους
και από το ποδοβολητό τους, σείστηκε όλο το χωριό τους!

Και αν δεν με πιστεύετε και όλα αυτά σας φαίνονται μες την υπερβολή
κοιτάξτε μες τα μάτια ένα μικρό παιδί!
Ε… ύστερα από όλον αυτό τον οίστρο τον ποιητικό,
δεν μπορεί θα σκάσατε ένα χαμόγελο θαρρώ! 



https://pixabay.com/el/%CE%BA%CE%B1%CE%B2%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CE%B5%CE%B9%CE%B4%CF%8E%CE%BD-%CE%B8%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CF%83%CF%83%CE%B1-79156/


14. Ο ανάποδος

Μια φορά κι έναν καιρό σ' ένα ποτάμι κρυμμένο μέσα στο πυκνό δάσος ζούσαν μικρά, μεγάλα και μεγαλύτερα πλάσματα που άλλο δεν ήθελαν παρά την ησυχία τους.
Ήταν όλα απολύτως συνηθισμένα και δεν είχαν τίποτα μαγικό, τίποτα ξεχωριστό. 
Τα καβούρια πήγαιναν ανάποδα, όπως πάνε τα καβούρια από καταβολής κόσμου, οι βάτραχοι κόαζαν δυνατότερα από ποτέ στο απόβροχο και τα έντομα, πάλευαν διαρκώς να τους αποφεύγουν. 
Μόνο οι τρελές πεταλούδες ζούσαν επικίνδυνα, αφού χόρευαν συνεχώς πετώντας από τη μια όχθη στην άλλη. μεθυσμένες από μια μόνιμη χαρά, χωρίς να δίνουν σημασία στα βατράχια που τους έστηναν καρτέρι.

Μια στο τόσο κάποια πεταλούδα εξαφανίζονταν, μα οι άλλες, ούτε που έδιναν σημασία.  Συνέχιζαν τα αλλοπρόσαλλα πετάγματα κι απλά τίναζαν τα φτερά τους λίγο δυνατότερα όταν ένιωθαν την αύρα από το άλμα των βατράχων κι άκουγαν στόματα να κλείνουν πίσω τους. Τότε η μικρή καρδιά τους άρχιζε το ποδοβολητό, αλλά έδιναν μία και πετούσαν ακόμα ψηλότερα. 
Δεν ήταν απερίσκεπτες, όπως τους είχε βγει το όνομα. Απλά ζούσαν. 
Ένας γέρο κάβουρας, έλεγε πως τις άκουγε κιόλας να τραγουδούν, αλλά κανείς δεν τον πίστευε, γιατί ήταν κουφός.

Κι έτσι περνούσε η ζωή στο ποτάμι. Με τα λιγοστά του ψάρια να ανοίγουν δρόμο στα ρεύματα, τους βατράχους να παλεύουν να κατασπαράξουν τις πεταλούδες και το γέρο κάβουρα να φτιάχνει ιστορίες που κανείς δεν πίστευε.
Ετούτη τη γαλήνη της καθημερινότητας, ήρθε κάποτε να ταράξει η γέννηση ενός μικρού καβουριού που καθόλου δεν έμοιαζε με τ' άλλα.
Ετούτο βάδιζε ίσια.

Τα καβούρια το κοιτούσαν κουνώντας τις δαγκάνες τους με απορία. 
Ο γέρο κάβουρας όμως χαμογελούσε περήφανα, κι έλεγε, πως χωρίς υπερβολή, τούτο το παιδί μια μέρα θα τους έκανε περήφανους, έτσι καθώς κινούνταν σαν αστραπή.
Πες πες το πίστεψαν και οι άλλοι κι έφτασε ο μικρός να θεωρείται μεγάλη προσωπικότητα χωρίς να κάνει ποτέ τίποτα πιο αξιοπρόσεκτο, από το να βαδίζει απλώς ανάποδα, δηλαδή ίσια!




15. ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΘΕΛΗΣΗΣ

Βρέχει πολύ! Παίρνω δύναμη από αυτό που επιθυμώ. Να αλλάξω θέλω, να γίνω μία άλλη, να μη σκέφτομαι.
Βγαίνω στο δρόμο. Η βροχή δυναμώνει. Τρέμω. Οι χτύποι της καρδιάς μου, μπερδεύονται με τους θορύβους της νεροποντής. Ο ρυθμός δυναμώνει, γίνεται ξέφρενος σαν ποδοβολητό. Δεν ξέρω αν μπορώ να τον ακολουθήσω. Τα ρούχα κολλάνε πάνω μου. Δεν θέλω ομπρέλα. Ίσως έτσι μπορέσω να ξεπλύνω τις σκέψεις μου.
Τα δάκρυα, τρέχουν το δικό τους δρόμο και δεν προσπαθώ να τα εμποδίσω. Προσπαθώ να κάνω το ίδιο κι εγώ.
Να τρέξω. Μακριά από όλους. Μακριά από σένα. 
Περισσότερο όμως, μακριά από εμένα κι από ότι μου καίει το μυαλό. Δε μπορώ να κάνω βήμα. Σαν αγρίμι σε στιγμή διαύγειας, στέκομαι και παρατηρώ. Μία αστραπή σκίζει τον αέρα. Πασχίζω να κάνω το βήμα. Άδικος κόπος. 

Κλείνω τα μάτια, αλλά οι εικόνες εκεί, μου καίνε το μυαλό, χειρότερα κι από οξύ! Σφίγγω τα χείλη πεισματικά σαν παιδί και γυρίζω σπίτι. Χωρίς να βγάλω τα βρεγμένα ρούχα, πέφτω στο κρεβάτι μου, σαν ένα κουβάρι άτακτες ορμόνες. Αφήνομαι στην αγκαλιά του Μορφέα, να με βοηθήσει να παλέψω με τους δαίμονές μου. 
Και είναι πολλοί, χωρίς υπερβολή!
Μετά από ώρες πάλης, ανοίγω τα μάτια. Έχει ξημερώσει. Η βροχή έχει καταλαγιάσει, το ίδιο και ο θόρυβος.
Το απόβροχο, βγάζει συναισθήματα καλά κρυμμένα, πίσω από σκονισμένες πόρτες.
Τώρα πια το ξέρω.  Δε μπορώ να αλλάξω. Δε θα γίνω ποτέ μία άλλη. Δε θα ξεφύγω ποτέ. Και η αλήθεια είναι, πως δεν ξέρω αν το θέλω κιόλας, τελικά.



16. Υπάρχουν και αυτές οι αγάπες!!

Κοίταξε το ρολόι της η Μυρτώ και τάχυνε το βήμα της.
"Θα προλάβω" σκέφτηκε..."αρκεί να μην ξαναρχίσει να βρέχει."
Καιρό τώρα άνεργη, πήγαινε για πολλοστή φορά σε συνέντευξη.
Ήλπιζε αυτήν την φορά να στεκόταν τυχερή.
"Τι βρομόκαιρος", μουρμούρισε.
Ευτυχώς που σταμάτησε η βροχή,σκέφτηκε και τύλιξε πιο σφιχτά το κασκόλ γύρω από τον λαιμό της.
Το απόβροχο είχε αφήσει μια παγωνιά, καθώς οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια ήταν ακόμα γεμάτα νερά.
Τα παπούτσια της μούσκεψαν και ένιωθε το κρύο να την διαπερνά.
Ξαφνικά, άκουσε  ένα ποδοβολητό πίσω της.
Δεν πρόλαβε να γυρίσει να δει και παρά λίγο να την ρίξει κάτω ένας άντρας που έτρεχε.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα πέρασαν από μπροστά της και δύο αστυνομικοί κυνηγώντας τον άγνωστο  άντρα.
"Ουφ φτηνά την γλίτωσα, σκέψου να με έριχνε στο πεζοδρόμιο κάτω αυτός ο άγνωστος!!
 Άσε δε που θα γινόμουν χάλια, αλλά δεν θα προλάβαινα και την συνέντευξη!!"

Είχε αρχίσει ήδη να σουρουπώνει και ευτυχώς η διεύθυνση που θα πήγαινε,  ήταν τρία τετράγωνα παρακάτω, όταν μια αστραπή φώτισε για λίγα δευτερόλεπτα την κόχη της πολυκατοικίας που περνούσε.
Με την άκρη του ματιού της η Μυρτώ, είδε ξαπλωμένο ένα σκύλο.
Πήγε να συνεχίσει το βήμα της , αλλά κάτι την έσπρωξε να κάνει ένα βήμα πίσω.
Άνοιξε τον φακό από το κινητό της και φώτισε την σκοτεινή γωνιά.
"Θεέ και Κύριε.." αναφώνησε όταν είδε την σκηνή. 
Ένα μικρό παιδί ήταν κουλουριασμένο στην αγκαλιά του σκύλου, που το σκέπαζε σχεδόν με το σώμα του για να μην κρυώνει, όπως θα έκανε μια μάνα για το παιδί της.
Δεν θα ήταν υπερβολή αν θα είχε περάσει για κουταβάκι το μικρό παιδί.
Έσκυψε και το σήκωσε. 
Το παιδί την κοίταξε με δυο πανέμορφα μαύρα  μάτια που μέσα τους όμως εκείνη αντίκρισε τον τρόμο.
Έβγαλε γρήγορα το κασκόλ που φορούσε και τύλιξε το μικρό παιδί  γύρω από το κορμάκι  του που έτρεμε από το κρύο.
Το σκυλί που τόση ώρα την κοιτούσε άρχισε να της γλύφει τα χέρια.
Ανατρίχιασε. Όχι όμως από το κρύο αυτήν την φορά.
Έμεινε άφωνη με την σκηνή.
Και τώρα τι να έκανε με ένα παιδί στην αγκαλιά της;
Ούτε και εκείνη ήξερε. 
Κοίταξε το ρολόι της για τρίτη φορά.
Ούτε λόγος να προφτάσει να πάει τώρα πια στο ραντεβού.
"Θα βρω μια άλλη αγγελία" σκέφτηκε!!
Το πρώτο που έπρεπε να κάνει ήταν να πάει το παιδί σε ένα ζεστό χώρο στο σπίτι της μετά θα έβλεπε.
Έκανε μεταβολή  με το παιδί στην αγκαλιά και   το σκυλί που την ακολουθούσε, πήγε προς το μέρος που είχε παρκάρει το αυτοκίνητό της.
Έβαλε τον μικρό στο πίσω κάθισμα  τον σκέπασε με το παλτό της και  ετοιμάστηκε να κλείσει την πόρτα.
Όμως την σταμάτησαν τα θλιμμένα μάτια του σκύλου!!
- Έλα μάνα πήδα!!!



17.  Διαπίστωση 

Πέρασε κιόλας μισή ζωή. Τρομάζω στο άκουσμα των λέξεων. Και καθώς προσπαθείς να κάνεις απολογισμό, ένα ανέμου φύσημα παρασέρνει σαν φύλλα τις στιγμές μας. Στιγμές ανίκανες να αλλάξουν το παρόν. Το παρόν που με ιλιγγιώδεις ταχύτητες κατατάσσεται στο παρελθόν. 
Και το μέλλον που όλοι περιμένουμε; Η υπερβολή της αιωνιότητας. Που κανείς δεν απόκτησε. Μάταιη και θεωρητική. Σαν μυρωδιά απόβροχου, ποδοβολητό κουτσών αλόγων.
Συνεχίζουμε ακατάπαυστα. Μιαν αστραπή οι ματιές μας στο μη αναστρέψιμο. Παιδί μικρό οι επιλογές μας. Αθώες και άσκοπες.

Μου μοιάζει σαν ένας φαύλος κύκλος. Που δεν είναι καν κύκλος. Ούτε φαύλος. Η φαυλότητα θα ήταν και μια περιπέτεια. Κι ο κύκλος σε φέρνει στην ίδια θέση να ξαναδοκιμάσεις. Είναι μια βαρετή ίσια γραμμή. Με χάρακα τραβηγμένη. Σε λευκό χαρτί. Το μόνο που αλλάζει είναι το μέσο γραφής. Εκεί είναι και η ανθρώπινη βούληση. Αυτό που θα αλλάξει το παρελθόν, το προσχεδιασμένο μέλλον και θα δώσει στο παρόν την αξία που του οφείλουμε.



18. Το Εκείνο ή τα χαϊκού του Φρόυντ

Πλανεύτρα κλίνη
της έξαψης λιβιδώ
Ανακούφιση

Παιδιού ξέσπασμα
δαγκωματιές στα στήθη
Σαρκική έλξη

Κορμιά σε πτώση
πυρακτωμένοι βυθοί
Κορμιά στα ύψη

Άγγιγμα αγνό
παρθένου κορύφωση
Ιδρώτας άγιος

Οι οφθαλμοί της
δυο αστραπές γαλάζιες 
Μύρισε βροχή

Μαγνάδι καπνού
το απόβροχο βραχνό
στα μαύρα μαλλιά

Χρόνος ξυράφι
αγκομαχούν οι δείχτες
Ποδοβολητό

Ψυχής πλημμύρα
υπερβολή οργασμού
παραλήρημα

Έρωτας πρώτος
αγριόχορτου ρίζα
Αοίδιμο βαλς



19. Το κελεπούρι !!!

O ήχος από το ποδοβολητό στη σκάλα, έκανε την Αγλαΐα να παραμερίσει  τα σκεπάσματα και να  σηκωθεί απότομα από το κρεββάτι. Κάθε πρωί τα ίδια, πάντα καθυστερημένα για το σχολείο τα παιδιά των από πάνω.
Μπήκε στο μπάνιο βροντώντας πίσω της την πόρτα και τότε ακριβώς  άρχισε το πρωινό του ρεπερτόριο ο παπαγάλος: «Πως ήθελα να έχω ένα και δύο και τρία και τέσσερα παιδιάααααα!!!» 

Ξάγρυπνη  σχεδόν όλη τη νύχτα η Αγλαΐα, από τα μπουμπουνητά και τις αστραπές,  μπουρινιασμένη από τα δικά της, χωρίς υπερβολή,  μόνο αφρούς δεν έβγαζε από το στόμα και τη μύτη.  Όρμησε στο μεγάλο κλουβί, το τράνταξε και φώναξε έξαλλη: «Σκάσε επιτέλους , γιατί αν πεις άλλη μία λέξη σε πέταξα απ΄το παράθυρο !!!»
Ο παπαγάλος κούρνιασε  τρομαγμένος , ήτανε σπάνιος  Hyacinth Macaw,  πριν 20 χρόνια τον είχε φέρει στο σπίτι  ο καπετάν Κυριάκος  από τη Βραζιλία. Σαραντατρία χρόνια θαλασσοδερνότανε  και δεν πρόλαβε ο κακότυχος, να χαρεί τη σύνταξή του,  μόλις ξεμπάρκαρε,  τον βρήκε το βαρύ εγκεφαλικό που τον άφησε ημιπαράλυτο και άλαλο. 
Η Αγλαΐα τον αγάπησε, εγκατέλειψε τη δουλειά της στο Υπουργείο Εσωτερικών,  αφοσιώθηκε στην οικογένεια  παραμερίζοντας τις προσωπικές της φιλοδοξίες και  φρόντισε άψογα, χωρίς υπερβολή,  την ανατροφή των παιδιών  και τις σπουδές τους  στο εσωτερικό και το εξωτερικό. 

Δύο μεταπτυχιακά έκανε ο Ρωμανός στο Λονδίνο , διδακτορικό η Νιόβη στην Ολλανδία,  ο Νικόλας, στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων, καπετάνιος. 
Δυναμική και δραστήρια,  τελείωσε και τις τρεις μεζονέτες στο  Λαγονήσι , ολοκλήρωσε και τα τρία εξοχικά στο παραθαλάσσιο  πατρικό κτήμα στην Εύβοια και προσδοκούσε σαν γνήσια Ελληνίδα μάνα, την επιστροφή των παιδιών της στην πατρίδα, όμως …..άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει. 
Η Νιόβη παντρεύτηκε έναν Ολλανδό και εργαζότανε μαζί του σε αποστολές του ΟΗΕ ,  τέσσερα χρόνια είχανε να ειδωθούνε μάνα και κόρη, επικοινωνούσανε με το skype….ο Ρωμανός πάνε οκτώ μήνες που της είχε αναγγείλει ότι συζούσε με μία κοπέλα….αγγλίδα…της είχε πεί, τελικά χθες το μεσημέρι, όταν σταμάτησε η μπόρα και το απόβροχο στόλισε τις φυλλωσιές,  βρήκε την τόλμη να της ανακοινώσει ότι αναχωρεί για Κορέα προκειμένου να γνωρίσει την οικογένεια της καλής του….κι ο Νίκος στα καράβια!

Για φαντάσου, παραμιλούσε όλο παράπονο και φούρκα, η  Αγλαΐα, το κοριτσάκι μου,  εξορίστηκε στις  εσχατιές του κόσμου, ο Ρωμανός μου, δε βρήκε άλλη ν΄αγαπήσει από την σχιστομάτα  Ασιάτισσα, το Νικόλα μου, το στερνοπούλι μου, τον χαίρεται  κι αυτόν η θάλασσα !!! Που είσαι Κυριάκο μου, να δεις τα κόπια σου να ρημάζουνε κι εμένα να γηροκομιέμαι μονάχη μου, σαν άκληρη και ορφανή……
Μονάχη μου, ολομόναχη….μονολογούσε με σπαραγμό και τότε βρήκε ευκαιρία το άθλιο πουλί, να ξεθαρρέψει και ν΄αρχίσει πάλι το τραγούδι: «Στον  άλλο κόσμο που θα πας….κοίτα μη γίνεις σύννεφο…..»

Το ίδιο βράδυ, την  ώρα που έκανε τη συνηθισμένη του γύρα, ο ρακοσυλλέκτης με το τρίκυκλο…είδε κάτι εκπληκτικό!!! Δεν πίστευε στην τύχη του!!! Δίπλα στους παρατεταγμένους κάδους των σκουπιδιών, ένα τεράστιο σιδερένιο περίτεχνο κλουβί και μέσα, ένας μεγάλος παπαγάλος με φανταχτερά πολύχρωμα φτερά!!!
Κελεπούρι!!!


Photo: http://time.com/4355017/sabine-weiss-last-humanist-photographer/

20. Επί τη ονομαστική του εορτή

«Χρόνια πολλά κυρ-Λευτέρη!» ακούστηκε η βραχνιασμένη φωνή του καφετζή απ’ το μικρό κουζινάκι που έψηνε τον πρώτο καφέ της μέρας. Ένα υποτονικό «Να’σαι καλά ρε φίλε...» ακούστηκε μέσα απ’ τα κιτρινισμένα δόντια του εορταζόμενου, καθώς  έσερνε την καρέκλα του ανάποδα να βλέπει έξω. Καθάρισε με το μανίκι το νοτισμένο απ’ την υγρασία του απόβροχου τζάμι. Την ώρα αυτή ξεκινούσε η  ιεροτελεστία του «βαρύ γλυκού μετά δημοσίων θεαμάτων» όπως χαριτολογούσε στους πρωινούς θαμώνες. Χάζευε τα περαστικά παιδιά που πήγαιναν σχολείο, παρατηρούσε τα αγουροξυπνημένα πρόσωπα, μάντευε τις ένγοιες των περαστικών μανάδων που έσερναν βαρύθυμα  καρότσια με μωρά και σακούλες με ψώνια κρεμασμένες στα πλαϊνά χερούλια, τους μαγαζάτορες  που σήκωναν τα ρολά των εμπορικών τους, τον παλαίμαχο κουλουρά με τα ζεστά σταφιδόψωμα και τα ολόφρεσκα θεσσαλονικιώτικα κι όπως τον έβλεπε να στέκει ορθός στο  πρωινό αγιάζι με το ζαβό του πόδι να κρέμεται στον αέρα, παρακάλαγε να ξεπουλήσει γρήγορα την πραμάτεια του και να γυρίσει στη ζέστα του σπιτιού του. Κι έτσι γινόταν, δεν έφτανε η μέρα στη μέση της κι ο ηλικιωμένος κουλουράς τάιζε ήδη τα περιστέρια με τα σουσάμια που είχαν απομείνει στην τάβλα του.
  
Δεν το άλλαζε με τίποτα τούτο το πρωινό αντέτι, ήταν η μόνη διαφυγή απ’ τις μοναχικές ώρες που ακολουθούσαν στους μουχλιασμένους τοίχους του δωματίου του. Δωμάτιο καθ’υπερβολήν, ένα πρώην πλυσταριό ήταν στην ταράτσα μιας μαθουσάλειας διπλοκατοικίας, που η ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια του το νοίκιαζε μ’ ένα πενιχρό ποσόν για να συμπληρώνει τη σύνταξή της. Στο λιλιπούτειο δωματιάκι,  ο κυρ-Λευτέρης είχε νοικοκυρέψει τα λιγοστά του έπιπλα και ζούσε παρέα με τις αναμνήσεις  και τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες των αγαπημένων του, μοναδικά στολίδια στους ξεφλουδισμένους  τοίχους.  Η γιορτή του σηματοδοτούσε χρόνια τώρα την απαρχή του εφιάλτη του. Τις γιορτινές μέρες που ακολουθούσαν, η μοναξιά γινόταν ανήμερο θηρίο, τα βράδια ξαγρυπνούσε πλάι στη φωτογραφία της κυρά-Θάλειας που η κακή της μοίρα την πήρε μακριά του πριν λίγα χρόνια, τα παιδιά ξενιτεμένα σε κάτι θειούς στον Καναδά, απ’ τις φωτογραφίες που έστελναν μ’ ένα μικρό χαρτζιλίκι «για τα φάρμακα και να βάλεις πετρέλαιο στη σόμπα», γνώρισε τις οικογένειες τους, καμάρωνε τα εγγόνια του και προσευχόταν να τους έχει ο Θεός καλά.

Είχε μεσημεριάσει πια, μακρινές αστραπές φωσφόριζαν στο σκοτεινιασμένο ουρανό, σμήνη πουλιών πετάριζαν  προς τις δεντροφωλιές τους, ο καφετζής μάζευε βιαστικά το μαγαζί,  μόνο ο κυρ-Λευτέρης είχε απομείνει  μαραζωμένος που οι λιγοστοί του φίλοι δεν ήρθαν να τους κεράσει, μα τέτοια γιορτάρα μέρα λίγοι αφήνουν τις οικογένειές τους για να τρέχουν στους καφενέδες.

Λίγο πριν σουρουπώσει, τρόμαξε απ’ τα ποδοβολητά στη σπειροειδή σκάλα που οδηγούσε στο ταρατσάκι του. Το επόμενο λεπτό, είχε  ανοίξει απότομα  η πόρτα  κι η παρέα των καφενόβιων φίλων είχε μπουκάρει στο δωματιάκι. Ο Μανώλης μ’  ένα ασκί μαρουβά και καλτσούνια με τυροζούλι,  ο Παντελής με καβρουμάδες και λουκάνικα, ο Χιώτης με κουρμάδες και μαστέλα κι ο Αναστάσης ο χόλμπας μ’ ένα τσουκάλι αχνιστά  γιαπράκια «πεσκέσι απ’ την κυρά για τη γιορτή σου». Προς επίρρωση όλων, ο καφετζής με το καλό του κουστούμι  κι ένα ταψί ζεστό ρεβανί:  «Να πάν’οι πίκρες κάτω ρε Λευτέρη!»





21. Σαν παλιό πανωφόρι.

    Και έρχονται. Τα πρώτα χρόνια της νιότης. Τα ημιενήλικα. Αυτά που εξακολουθείς να πιστεύεις σαν παιδί σε όνειρα. Αυτά που σε διεγείρει το παραμύθι της αγάπης (έτσι όπως στο έχουν περιγράψει οι φανατικοί υποστηρικτές του "πάντα"). Τα χρόνια που γοητεύεσαι από το αύριο, αλλά και την ίδια τη δύναμή σου να το κατακτήσεις. Δεν μπορείς καν να διανοηθείς ότι θα στη "φέρει", ακόμα και αν η σχέση σου με την ανασφάλεια έχει πλήρως αποκατασταθεί. Και ξαγρυπνάς τις νύχτες, παρέα με τις σκέψεις στα όνειρά σου. Άλλοτε, πάλι, βάζεις τα φτερά σου πετώντας πάνω από την πόλη, ακόμα κι αν ζαλίζεσαι από ψηλά, περιπλανώμενος σε μια απέραντη οδό ονείρων. Για όλα αυτά που είναι. Για όλα αυτά που θα 'ρθουν.

Και έπονται. Τα χρόνια της δεύτερης νιότης, δηλαδή της ωριμότητας. Της ωριμότητας στο πρώτο της στάδιο, όμως.Αυτό του ξαφνιάσματος, της συνειδητοποίησης κάποιων πραγμάτων. Ψυχών. Σχέσεων. Στη συνειδητοποίηση της ίδιας της ζωής, που άλλοτε σου φαίνεται σημαντική και άλλοτε ανώφελη. Και όσο πιο ανώφελη σου φαίνεται, τόσο πιο σημαντικές στιγμές τρέχεις, παλεύεις να ζήσεις μέσα σ΄αυτήν. Και όσο πιο σημαντική σου φαίνεται τόσο πιο ανώφελα τη σπαταλάς, γιατί δεν μπορείς να ξεχωρίσεις πιο απ΄όλα είναι το πιο σημαντικό. Και ζεις.

    Ζεις. Ώσπου έρχονται  τα χρόνια της μεγαλύτερης ωριμότητας, της παιδεμένης. Εκείνης που έχει σμιλευτεί μέσα στις απογοητεύσεις, στις μπόρες και στο απόβροχο, στις ψευδαισθήσεις που διαλύθηκαν - δικές σου πορείες, που λάθεψες και ξεγλύστρισες σε μονοπάτια από λεωφόρους, να δεις πως νοιώθουν όσοι παρέκλιναν της πεπατημένης κι αναζήτησαν δρόμους χωρίς φανάρια και σήματα, για να τραπείς στη συνέχεια σε φυγή με ποδοβολητό. Γιατί δεν άντεξες τους χωματόδρομους και τη λάσπη και τώρα ζητάς ακόμα περισσότερα φανάρια, ακόμα περισσότερα σήματα - υπερβολή μεν, αλλά ποιος μπορεί να σε κατηγορήσει - απαραίτητα, δε, στους αδύναμους που προσπάθησαν δυνατοί να το παίξουν!

    Και σε όλο αυτό το μετ΄εμποδίων ταξίδι, να διαπιστώνεις εκείνο το γνωστό: πως, μια αστραπή είναι η ζωή, ωστόσο όσο μεγαλώνουμε γίνεται για ΄μας σαν παλιό πανωφόρι που δεν μας κάνει αλλά, παρά τη φθορά του, τη φθορά της καρδιάς μας και των καρδιών που την αγάπησαν ή την προσπέρασαν, των καρδιών που δεν συναντήθηκαν καν, αυτό το αποφόρι έχει κάτι από εμάς: έχει τα πρώτα μας όνειρα. Αυτά που, όσο οι δείκτες μετράνε το χρόνο και αυτός τρέχει μπροστά, συρρικνώνονται...



22. Είκοσι εννιά, είκοσι οχτώ, είκοσι εφτά..

Έμοιαζε σαν όνειρο, μα ήταν πέρα για πέρα αληθινό εκείνο το όραμα του μικρού παιδιού, που πίσω από το παγωμένο τζάμι, έβλεπε στον νυχτερινό ουρανό να ξεπροβάλει σαν αστραπή πριν από το απόβροχο, ένα έλκηθρο και τον γέρο οδηγό της να καθοδηγεί με την υπερβολή στα γκέμια, τους ταράνδους από καμινάδα σε καμινάδα, ενώ τα ποδοβολητά τους ακούγονταν ρυθμικά επάνω στα βαρυφορτωμένα σύννεφα.. Κλαπ, κλαπ, κλαπ.. Είκοσι εννιά και σήμερα! Είκοσι οχτώ, είκοσι εφτά, είκοσι έξι..


Για να επιστρέψετε στην πρώτη ανάρτηση και να βαθμολογήσετε, πατήστε εδώ!