Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Παίζοντας με τις λέξεις #8 (Συμμετοχές 7 - 14)



7. Ταπεινό κιόσκι

Στο ταπεινό κιόσκι της αγάπης 
άσυλο ζήτησα
Ανυπότακτη αντάρτισσα μιας πόλης στεγνής και άχρωμης
Κατάφορτης σε ψυχρά παλάτια και ακριβές ουτοπίες
Κατακλυσμένης από σταχτιές κι εύθραυστες
εικόνες ζωής 
και φόβους τέρατα
Φυτοζωούσα....
Γυρνοβολούσα σκιαγμένη καιρό
γυρεύοντας ψήγματα θαλπωρής κι ασφάλειας 
Μέχρι που αντίκρισα  μενεξεδί ουρανούς 
και ζωγραφισμένα με λευκή κιμωλία σύγνεφα
Οι φόβοι, σκιές στους τοίχους έγιναν με μιας
και χάθηκαν όλοι,
σαν τους φώτισε μαγικά,
η θαμβωτική φλόγα της Αγάπης
Έκτοτε λυτρώθηκα!




8. Παιχνίδι

Το χέρι αφήνω ανέμελα να στροβιλιστεί
Σαν κιμωλία που φεγγίζει στο σκοτάδι
Του βράχου η ανεμώνη, σαν μοσχοβολεί
Φεγγάρια να γλυστρούν, σε κάθε χάδι

Οι λάμψεις των ματιών, το φόβο να πνίγουν
Τα χνάρια της ανάσας ουρανούς να ανοίγουν
Καυτό το δέρμα να μυρώνει, της αυγής τ΄αγιάζι
Με κύματα  μεσοφοριού, π'  ιδρώτα στάζει

Βυθισμένα τα χείλη, σ' ένα κόρφο στιλπνό
Πύλες παλατιών ανοίγουν, με βουβό στεναγμό
Αστεριών μονοπάτια, μυστηρίων χρησμών
Με κορμιά μαγεμένα, στο χορό των λυγμών

Στης κέρινης της ρεματιάς, των λείων γοφών
Πόλης πορτοκαλένιας, χυμών κατακλυσμός
Του ιχνιλάτη άναρχα, παιχνίδια  μαστών
Πόθοι ανεμίζουν, βυθίζεται ο πειρασμός

Προορισμοί μελωδικοί, μακάριας αρμονίας
Των άγριων των μελισσών, που νέκταρ ψάχνουνε
Σε θάλασσα ηδονική, πνιγμοί αγωνίας
Θριάμβους σκέψης κι αγγιγμάτων φτιάχνουνε

Όταν ο έρωτας βυθίζεται στο όνειρο, δυναμώνει
Όταν βυθίζεται στην ολοκλήρωση, παγώνει




9. Το σπίρτο

Ξαφνικά ένα εκτυφλωτικό φως κι ένας εκκωφαντικός κρότος έκρυψε το σπίτι Χάθηκαν ολότελα οι μαργαρίτες οι τριανταφυλλιές και τα μοσχομπίζελα Η ογδοντάχρονη μάνα με τα κλαμένα μάτια και τα αχνογέλαστα χείλη Κι η ασβεστωμένη μάντρα που ποτέ δεν της πήραν του έρωτα μυστικό χάθηκε κι αυτή στην κραυγή της πόλης 
Έτριψε τα μάτια με το παιδικό της μαντήλι Το φύλαγε πάντα στην τσέπη της Αποκούμπι του φόβου της
Σαν να της φάνηκε πως ακόμα κρατούσε πάνω του τη μυρωδιά απ' το λουλάκι την αψάδα από την αλισίβα το κάμα απ' τον ιδρώτα

-Μάνα! τι άνεμοι πέρασαν απ' τα μικροσκοπικά σου χέρια;
Παλάμες αργασμένες Ρόζοι σκληροί που μόνο στο μαύρο σου τσεμπέρι μιλούσαν Πως να τρυφερέψουν κλειστοί οι ουρανοί
-Αχ μάνα πόσο εύκολα συμμάχησες με την αξίνα και με την οργή της ασπαλαθιάς και πόσο ο καιρός ασυμπόνεστα ξέχασε να σου δώσει το μερτικό σου...μια κιμωλία να χρωματίσεις τα μαύρα σκίνα του κήπου!

Σ' έσκαψε ο χρόνος μετά το θάνατο του πατέρα Έσκυψε το κορμί σου σαν όπως σκύβει παραπατώντας ο μεθυσμένος στα σκαλοπάτια του καπηλειού
Δεν τον ημπόρεσε αυτόν το θάνατο Μεγάλος έρωτας Μακρινά ξαδέρφια οι δυο τους Στέγνωσε η μάνα Τραβήχτηκε απ' τη ζωή Έκλεισε την πόρτα στους γειτόνους και μόνο στο μεροκάματο έστρεψε τη σκέψη της στο αγώι και στα δυο της ορφανά
Μεγαλώσαμε μες την καταφρόνια και την ορφάνια με τη μάνα να γδέρνει τα μνήματα και κάθε απόγευμα στο σπίτι να ανάβει εμπρός στη νυφική φωτογραφία το καντήλι αποθέτωντας ευλαβικά ένα ματσάκι άνθη κατά το πλείστον μαργαρίτες στη μνήμη του
Που τις έβρισκες βρε μάνα μες το καταχείμωνο τις μαργαρίτες
όταν όλα γύρω χείμαζαν νεκρά;
Αχ μάνα! Ποτέ δεν μας πήγες στα εαρινά σου περβόλια εκείνα που μες στην καρδιά καλά κρυμμένα τα φύλαγες κακές γλώσσες μη τα μολύνουν

Τι να ήταν αυτή η σκοτεινιά; Ο καιρός στου Απρίλη το ευωδιαστό μίσχο δεν προμήνυε καταιγίδα Έλαμπε ο ήλιος μέχρι πριν λίγο στο κάδρο τ' ουρανού όπως έλαμπε το χρυσό σου χαμόγελο ανακουφισμένο μετά την πάστρα στην αυλή του παλατιού σου
Όταν συνήλθε μετά το πρώτο σοκ είδε τις φλόγες να καταπίνουν το σπίτι
Είδε τον ουρανό να μεριάζει να διαβούν δυο ψυχές σφιχταγκαλιασμένες με κίτρινα στεφάνια στα μαλλιά Άγγελοι έμοιαζαν αληθινοί
Όταν τελείωσε το κακό κι οι φλόγες απόστασαν πια να καίνε το πρώτο  που αντίκρισε σαν μπήκε στο σπίτι ήταν ένα μάτσο ολόφρεσκες μαργαρίτες δίπλα στα άψυχα χέρια της μάνας της κι έπειτα εκείνη τη νυφική φωτογραφία θάνατο να καπνίζει 
Στο γκάζι ένα μπρίκι Ετοίμαζε φαίνεται το βραδινό της γεύμα Μια κούπα τσάι του βουνού και μια φρυγανιά όπως συνήθιζε Οκτώ η ώρα το βράδυ Την ώρα εκείνη ακριβώς που άναβε επί πενήντα συναπτά έτη το καντήλι
-Αχ μάνα έφυγες αναπαμένη κι αβαρής σαν φτερό
Έφταιξε το αίμα είπε το χωριό κι αυτό ήταν που την εκδικήθηκε!

Στο ξόδι της όλοι κρατούσαν κίτρινες μαργαρίτες από εκείνες τις ολόφρεσκες της καρδιάς που ανθούν ολοχρονίς και ποτέ δεν χειμάζουν
Οι μαργαρίτες σου μάνα που κρυφά με μύησαν σ' ένα αδιάψευστο μέχρι τέλους σ'αγαπώ!



10. "Φτου ξελευτερία!"

Κάθεται σιωπηλή μέσα στο λουξ διαμέρισμά της, βυθισμένη σε μια κουνιστή, ξυλόγλυπτη πολυθρόνα και ταλαντεύεται πέρα δώθε, εδώ και ώρες. Έχει σκοτεινιάσει, μα δεν θέλει να ανάψει κάποιο φως. Θαρρείς κι έσβησε, σαν τη μέρα κι αυτή, μέσα στη σιωπή της.
Οι σκέψεις της παλαντζάρουν στο τώρα και στο χτες..... Αλέκιαστη η μνήμη, καθάρια, σαν να μην πέρασε ο χρόνος...

Καλπάζει σαν άγριο άτι,  σε δροσερά ρυάκια και καταπράσινες συστάδες δέντρων. 
Βλέπει χαμόγελα, φωτεινά πρόσωπα, πυρετικές εξάψεις, λερωμένα χέρια, γδαρμένα γόνατα, ακούει γέλια, φωνές παιδικές... 
"97, 98, 99,100 φτου και βγαίνω"!  
Πόση λαχτάρα είχε, να είναι πάντα τελευταία και να φωνάξει με χαρά "φτου ξελευτερία" για να σώσει τους φίλους της!

Έπειτα πάει στην πλατεία του χωριού... Εκεί, όλοι οι φίλοι μαζεμένοι, παίζουν αχόρταγα... Πεντόβολα, αμπάριζα, τσέρκι,  καλημέρα βασιλιά, και το αγαπημένο της κουτσό! Πάνω στις πέτρες σχηματισμένα ορθογώνια και αριθμοί με κιμωλία. Με πόση χάρη πετούσε το κεραμιδάκι της, μα και με πόση χάρη πηδούσε κουτσό όλα τα κουτιά και το έσπρωχνε μετά, χωρίς να χάσει ούτε μία φορά. "Κόμισσα αήττητη" την φώναζαν όλα τα παιδιά.
Το σούρουπο, όταν τα πρώτα αστέρια στόλιζαν τον ουρανό, ο κήπος λαμπύριζε από τις κωλοφωτιές. Και τότε παραβγάζονταν, ποιος θα εντοπίσει τις περισσότερες!

"Στη νυχτιά μας μια πυγολαμπίδα, των αρχαίων η μνήμη, ψευτοφέγγει…"  της ήρθαν στο νου τα λόγια του ποιητή και τότε η ασάλευτη φιγούρα της κινήθηκε. Το χέρι έψαξε στην τσέπη της ρόμπας το μαντηλάκι της, ένα δάκρυ νοσταλγικό να σκουπίσει...

Κλείνει τα μάτια κι είναι στο χωριό, στα χώματα ξαπλωμένη. Μετράει άστρα, τρισευτυχισμένη. Χωρίς αγωνίες και φόβο για το αύριο.
Ανοίγει τα μάτια και είναι βιδωμένη στην κουνιστή καρέκλα της, στο ακριβό παλάτι που έχει νιώσει φυλακή από την πρώτη στιγμή που την έφεραν εδώ τα παιδιά. 
"Να είσαι κοντά μας ρε μάνα, να μην έχουμε την έγνοια σου", της είπαν και την έσυραν, αιχμάλωτο ζώο σε χρυσό κλουβί, σε μια πόλη που δεν αγάπησε ποτέ...

Αχ η στραβοπατημένη ψυχούλα της ξέρει μόνο πόσο πολύ πονά κι υποφέρει.
Και τώρα, η ίδια αυτή ψυχή παίζει τρελά κρουστά. Ιχνηλατεί δρόμους στο χτες.

Παίρνει βαθιά ανάσα. Πάει πάλι πίσω. Είναι πάλι εκεί. Νιώθει στο πρόσωπο τα χνώτα του πατρικού. Φακή της μύρισε κι ας τη μισούσε, σαν να γλυκάθηκε...
Βγαίνει μετά στη χωμάτινη αυλή. Γίνεται άνεμος και παραβγαίνει τις ηλιαχτίδες. 
Τρέχει να συναντήσει την παλιοπαρέα. 
"Άντε ντε! Άργησες! Ξημερωθήκαμε, "κόμισσα αήττητη"!
Έρχεται η σειρά της στο κουτσό. Με χάρη πηδάει, στο ένα πόδι και πετάει έξω το κεραμίδι της. Κλείνει το μάτι στα παιδιά. Τον κράτησε τον τίτλο της !

"Έλα, κρυφτείτε! τα φυλάει ο Διαμαντής!"
Ω τι καλά! Είναι πάλι τελευταία στο κρυφτό!
"Φτου ξελευτερία" φωνάζει με όλη της τη δύναμη και γέρνει εξουθενωμένη στο πλάι...
Την άλλη μέρα τα παιδιά της θα κλάψουν που έχασαν τη μάνα.
Δεν θα μάθουν ποτέ πως αυτή λευτερώθηκε για πάντα!



11. Το τάμα

Άνοιξε την πρόσκληση του γάμου τους η Αρτεμώ και χαμογέλασε ευτυχισμένη, κοιτώντας τα δυο χρυσά αρχικά τους Αργύρης-Άρτεμη να προσκαλούν φίλους και συγγενείς στην χαρά τους.
Όλα έγιναν όπως τα είχε ονειρευτεί από παιδούλα.
Μαζί μεγάλωναν με τον Αργύρη και μαζί τους μεγάλωνε και η αγάπη τους.
  "Θα σου χτίσω ένα μεγάλο παλάτι και θα σε κάνω βασίλισσα Αρτεμώ μου" της έλεγε όταν βρίσκονταν στα κρυφά πίσω από το εξωκλήσι της Βαγγελίστρας.
Έτρεμε σαν πουλάκι όταν ακουμπούσε τα χείλη του στα δικά της και βούλιαζε στους ωκεανούς των γαλάζιων  ματιών του η Αρτεμώ. Ποτέ δεν μπόρεσε να μετρήσει τις πολύχρωμες πεταλούδες που πετάριζαν γύρω τους, σε κάθε άγγιγμα του..

Και ήρθε ο καιρός που ο Αργύρης έπρεπε να φύγει. 
Είχε περάσει στην κοντινή πόλη  στην σχολή εμποροπλοιάρχων που ήταν και το όνειρό του..την αγαπούσε την θάλασσα όπως και την Αρτεμώ του.
Ήταν ο πρώτος μικρός χωρισμός τους και η Αρτεμώ  ένοιωσε την καρδιά της να πονά για πρώτη φορά.
Που να φανταζόταν ότι η ζωή της δίπλα στον Αργύρη θα ήταν από εδώ και πέρα πολλοί μικροί αποχαιρετισμοί.

Τον ήθελε ολότελα  δικό της η Αρτεμώ τώρα που έγιναν ανδρόγυνο. Δεν ήθελε πια να τον μοιράζεται με την θάλασσα.
Όμως έκανε υπομονή μέχρι να φτιάξουν τα οικονομικά τους και εκείνος να την αφήσει την θάλασσα, όπως της είχε υποσχεθεί.
Τα χρόνια περνούσαν και εκείνος ακόμα ταξίδευε.
Σε κάθε μπάρκο του Αρτεμώ πήγαινε στην Βαγγελίστρα της, άναβε ένα κερί και την παρακαλούσε να της τον προσέχει.

Και ήρθε εκείνος  ο χειμώνας  με ένα ουρανό βαρύ να έχει κατεβάσει τα πιο μαύρα του σύννεφα  ενώ ο άνεμος λυσσομανούσε, σηκώνοντας τεράστια κύματα σαν να ήθελαν να καταπιούν το καράβι που βρέθηκε  μέσα σ αυτήν την θύελλα.
Ο καπετάνιος κατάλαβε ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα αυτή τη φορά.
"Βαγγελίστρα μου βόηθα..!!!" έκανε τον σταυρό του ο Αργύρης.
Δεν πρόλαβε να αποσώσει τα λόγια του και το καράβι άρχισε να γέρνει. Ίσα που πρόλαβαν να πέσουν μαζί με το πλήρωμα στην θάλασσα.
Θα ήθελε να μπορούσε να πάρει μια κιμωλία και να  σβήσει από μέσα της τον φόβο.
Όμως δεν μπορούσε, γιατί εκείνος τρύπωνε ακόμα πιο βαθιά στην καρδιά της.
"Βαγγελίστρα μου βόηθα..!!" και εγώ θα έρχομαι να σου ανάβω κάθε μέρα το καντήλι σου.
Αξημέρωτα άνοιξε την τηλεόραση την ώρα που ο παρουσιαστής των ειδήσεων  έλεγε για το ναυάγιο της <ΕΛΠΙΔΑΣ> και πως σώθηκαν όλοι οι ναυτικοί  με τον καπετάνιο τους. Τους περισυνέλεξαν ταλαιπωρημένους αλλά ζωντανούς. Σε λίγες μέρες θα γύριζαν στην πατρίδα.
"Σε ευχαριστώ Βαγγελίστρα μου!!!" έκανε τον σταυρό της η Αρτεμώ, και ξεκίνησε για το τάμα της.

Από τότε και για όλα τα χρόνια της ζωής της έβλεπαν οι συχωριανοί την Αρτεμώ ακόμα και με το μπαστουνάκι της και τα άσπρα της μαλλιά να ανεβαίνει στο ξωκλήσι της Βαγγελίστρας για να ανάψει το καντήλι Της.




12. Το μπλε πουκάμισο

-Κατίνααααα!!!! Που στο καλό είναι το μπλέ μου πουκάμισο !!!! Δεν υπάρχει πουθενά….κι εσύ τι κάνεις πρωϊνιάτικα χωμένη στην αποθήκη;;;
-Βάφω και μη φωνάζεις. Το μπλε πουκάμισο είναι ασιδέρωτο και δεν πρόκειται να απαντήσω ξανά στο Κατίνααα….Τίνα είπαμε, τέλος.
-Καλά με δουλεύεις πρωί-πρωί και βιάζομαι, έχω δικαστήριο σήμερα και δε βρίσκω πουκάμισο να φορέσω….η ντουλάπα μου είναι γεμάτη άδειες κρεμάστρες….
-Μη φωνάζεις και με ταράζεις Πετροπαναγιωτόπουλε…γιατί έχω τα αλλεργικά μου, τα ψυχολογικά μου και πονάει και η κοιλιά μου….
-Τι να μη φωνάζω, πας καλά χριστιανή μου, σε μία ώρα πρέπει να είμαι στον Άρειο Πάγο, έχω την υπόθεση του γιατρού…
-Αααα!!! Αυτό το  λαμόγιο που έπαιρνε τα φακελάκια, αυτόν δεν έπρεπε να τον αναλάβεις καθόλου, αυτοί δεν θέλουνε δίκη, καθάρισμα θέλουνε επί τόπου….
-Καθάρισμα θέλεις εσύ, για βγες από κεί να  μου βρεις πουκάμισο, γιατί υπάρχει φόβος να μην προλάβω….
-Βάλε αυτό που φόραγες χθές, η Μιρέλα έχει πάθει διάστρεμμα κι έχει τρεις βδομάδες να έρθει, μην το κάνεις θέμα…..
-Έχεις τρελαθεί τελείως μου φαίνεται, θα βάλω το μπλε κοστούμι με το λαδί πουκάμισο, που είναι και καταϊδρωμένο, γιατί χθες διέσχισα σχεδόν τη μισή πόλη με τα πόδια γιατί το κέντρο ήτανε κλεισμένο από διαδηλωτές;;;
-Την τύχη μου ….μέσα….περίμενε να καθαρίσω τα χέρια μου, γιατί βάφω αυτό το αριστούργημα, το παλιό κομοδίνο που βρήκε η Αμφιτρίτη στα σκουπίδια….αυτά τα χρώματα «κιμωλίας» κάνουνε θαύματα….
-Άσε τα λόγια κι έλα να κάνεις το θαύμα του σιδερωμένου πουκάμισου γιατί η υπομονή μου έχει ήδη εξαντληθεί και πες στη μυαλοκομμένη την αδελφούλα σου, αντί να μαζεύει πεταμένα έπιπλα από τα σκουπίδια, να μαζευτεί στο σπίτι της να κάνει κανένα φαΐ, ο δόλιος ο  Πανάρετος μου έλεγε τις προάλλες, ότι ζει σ΄ένα παλάτι και λιμοκτονεί….
-Μη με φουρκίζεις  Πετροπαναγιωτόπουλε !!! Ο «δόλιος» ο Πανάρετος με τα 5 μπαϊ πάς και τα 130 κιλά, ΛΙΜΟΚΤΟΝΕΙ….δεν είμαστε καλά, καθόλου καλά μάλιστα….θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει !!!
-Τελείωνε, γιατί βιάζομαι, το καταλαβαίνεις;;; Δε μπορούσες να φέρεις καμιά άλλη γυναίκα για το σιδέρωμα, γιατί και το συρτάρι με τα εσώρουχα έχει αδειάσει….τι να πω, ανάθεμα την ώρα που ξύπνησε μέσα σου το πάθος της δημιουργίας  κι άρχισες να τρέχεις στα σεμινάρια,  τώρα σε έχει απορροφήσει η καλλιτεχνία και  αδιαφορείς για όλα τα άλλα …..
-Ε βέβαια, δεν σου αρέσει !!! Σε ξεβολέψαμε βλέπεις, τα πουκάμισα στη σειρά σα στρατιωτάκια στην παρέλαση, οι κάλτσες, τα εσώρουχα στοιχημένα στη θέση τους, φαγητό από τα χεράκια μου πάντα, όλες οι απαιτήσεις του κυρίου σεβαστές και η Τίνα να φροντίζει για όλα, το σπίτι, τα παιδιά, τα κοινωνικά, για τη δουλειά μου δε συζητώ, Διοικητική Υπάλληλος Υπουργείου βλέπεις, ντρεπόμουνα και να το ξεστομίσω, ο καθένας σκεφτότανε αμέσως :  « κωλοβάρεμα και άγιος ο Θεός» κι ας απέχει πολύ από την πραγματικότητα,…..τώρα που βγήκα στη σύνταξη και τα παιδιά μεγαλώσανε…ε! νισάφι πιά !!! Δικαιούμαι να κάνω το κέφι μου!!!
-Ορίστε το σιδερωμένο πουκάμισο, τριάμισι λεπτά έκανα…
-Με αγχώνεις, με τρελαίνεις αλλά σ΄αγαπώ, έφυγα !!!!





13. Η αναζήτηση του φωτός

Ένα μικρό κορίτσι στη μέση ενός συνηθισμένου καβγά στην πόλη.  Έναν ακόμη από τους πολλούς. Φωνές! Από αυτόν και αυτήν. Θεέ μου, η ηρεμία δεν ήταν λέξη που γνώριζαν! Ο αγώνας πάντα ήταν για το ποιoς θα ακουστεί πιο δυνατά. Δεν είχε σημασία τι θα έλεγαν. Τα λόγια δεν ελέγχονται από το μυαλό, βγαίνουν μόνο για να πληγώσουν. Το κοριτσάκι στην μέση πάντα. Τι και αν ήταν εκεί! Πρέπει να γνωρίζει  πως είναι η κατάσταση και η ζωή. Τι και αν ήταν παιδί, είναι άνθρωπος και πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει ότι έρχεται.

Η σκηνή κάθε φορά η ίδια, μόνο το κοριτσάκι αλλάζει, μεγαλώνει. Κάθε φορά προσπαθεί και αυτό να φωνάξει, να πάει η φωνή πιο πάνω. Για να δηλώσει παρόν,  έτσι είναι το σωστό. Η φωνή δείχνει δύναμη. Η φωνή κάνει τους άλλους να σε προσέχουν. Μα γιατί δεν πιάνει εδώ;
Εδώ χάνεται όλη η δύναμη που νομίζεις ότι έχεις. Πάλι το κοριτσάκι χάνει! Τώρα η αλήθεια πρέπει να λέγεται ήσυχα και σιωπηλά. Πάμε πάλι από την αρχή. Το κοριτσάκι εγκλωβίζεται σε έναν κόσμο που δεν πρέπει να λέει πολλά, μόνο να ακούει, μόνο να επικροτεί το τι λένε οι άλλοι. Να παραμένει δίπλα στις εξελίξεις, όχι μέσα.

Αυτός φεύγει. Όχι πως ήταν πραγματικά ποτέ εκεί. Το κοριτσάκι πλέον πήρε την θέση του στους καβγάδες. Γιατί εκείνη δεν έχει πλέον κάποιον να φωνάζει. Γιατί το κοριτσάκι δεν είχε μάθει άλλο τρόπο έκφρασης και επικοινωνίας, μόνο φουρτούνα και ντεσιμπέλ. Είχε πιστέψει ότι θα ήταν πάντα έτσι. Ότι θα ήταν όλοι οι άντρες σαν εκείνον, άφαντοι παρόντες. Ότι  θα επαναλάμβανε το δικό τους λάθος, στην δική της ζωή. Είχε πιστέψει ότι μόνο η μοναξιά είναι εκείνος ο δρόμος που δεν θα έχει φωνές, φουρτούνες και πόνο.

Ώσπου, ο εξανθρωπισμός του παραμυθιού ήρθε και της χτύπησε την πόρτα. Ήρθε πολύ φυσικά. Χωρίς να το περιμένει. Χωρίς να το είχε ζητήσει.  Δεν ήρθε μαγικά. Δεν υπήρχε άλογο, παλάτι. Κανένας ιππότης. Ήταν αληθινό, πραγματικό. Με τα καλά και τα όμορφα. Με τα στραβά και τα ανάποδα. Ήταν κάτι δικό της. Ο φόβος με την μορφή της αγάπης στο πρόσωπο του.
Πολλοί μπορεί να πουν ότι μοιάζει με εκείνον που έφυγε. Άλλοι ότι το κοριτσάκι είναι πολύ διαφορετικό από αυτόν που ήρθε. Αλλά μόνο εκείνη ξέρει την αλήθεια, λευκή σαν κιμωλία!

Οι φωνές σταμάτησαν. Ησυχία και γαλήνη επικρατεί στο κεφάλι της πλέον. Εκείνος την βοηθάει να τις αντιμετωπίζει. Και τις φωνές που συνεχίζουν να εισβάλλουν στην ζωή της. Της θυμίζει πάντα πόσο δυνατή είναι και δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα παραπάνω. Δεν έχει ανάγκη να φωνάξει για να το καταλάβουν!

Το φως στον ουρανό που έβλεπε τελικά δεν ήταν ψεύτικο. Υπήρχε. Το έβλεπε. Βάδιζε προς την κατεύθυνση εκείνη και ας της έλεγαν πως ήταν σε λάθος μονοπάτι. Το φως που σου δείχνει η ψυχή σου ποτέ δεν είναι και δεν πρέπει να είναι λάθος.




14. Αγάπη απάτητη γη

Με μια κιμωλία αγκαλιά
ένα παλάτι ζωγράφισες, στα σύννεφα ψηλά
Τα ύψη με φοβίζουν
όταν τα πόδια μου δεν αγγίζουν στεριά
Μα είπες μη το σκέφτεσαι
Θα 'μαι και εγώ εκεί κοντά

Είναι η αγάπη
Απάτητη γη
Ο φόβος  μπροστάρης
Αυτός οδηγεί

Άγγιξε τα φτερά του ουρανού
Μα το χέρι τράβηξε πρωτού
τα όνειρα σου γραπώσουν το νου
Μια ιδέα μόνο να έχεις, μέρος σεναρίου μην γίνεις βαρετού
Χρώματα η πόλη αλλάζει
Η βοήθεια της δύσης μας ξεπερνά
Η αγάπη ανάμεσα στα σύννεφα οργιάζει
Το κόκκινο αίμα του ορίζοντα έφερε πιο κοντά

Αγάπη απάτητη γη
Ονειροβατείς  τη συνήθεια
Ζεις στη σιωπή
Τον ταυτόχρονο παλμό κάνεις αλήθεια

Και αυτή η αλήθεια κυριαρχεί



Για να διαβάσετε τις συμμετοχές 15 - 22 πατήστε εδώ!
Για τις συμμετοχές 1 - 6, αλλά και για να βαθμολογήσετε, πατήστε εδώ!

Δεν υπάρχουν σχόλια: